Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Οικογενειακές παροχές – Κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα – Αναπροσαρμογή των ποσών σε συνάρτηση με τα επίπεδα των τιμών στο κράτος κατοικίας των τέκνων
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 16-06-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης η τιμαριθμική αναπροσαρμογή οικογενειακών επιδομάτων και των φορολογικών πλεονεκτημάτων που χορηγεί η Αυστρία στους εργαζόμενους ανάλογα με τον τόπο κατοικίας των τέκνων τους.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, ένας τέτοιος μηχανισμός συνιστά αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση λόγω υπηκοότητας των διακινούμενων εργαζομένων.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με προειδοποιητική επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή κάλεσε την Αυστρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα ζητήματα που εγείρει η θέση σε ισχύ, από 1ης Ιανουαρίου 2019, του μηχανισμού αναπροσαρμογής που προέκυψε κατόπιν των τροποποιήσεων του άρθρου 8a του FLAG και του άρθρου 33 του EStG από τον ετήσιο φορολογικό νόμο του 2018 καθώς και από τον ομοσπονδιακό νόμο της 4ης Δεκεμβρίου 2018 (μηχανισμός αναπροσαρμογής). Η Επιτροπή θεώρησε ότι ο μηχανισμός αναπροσαρμογής των οικογενειακών παροχών καθώς και των κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων που χορηγεί το ανωτέρω κράτος μέλος στους εργαζομένους με τέκνα, σε συνάρτηση με το επίπεδο των τιμών στο κράτος μέλος όπου κατοικούν μονίμως τα τέκνα, αντιβαίνει προς τα άρθρα 7 και 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, κατά τα οποία οι παροχές σε χρήμα δεν υπόκεινται σε μείωση λόγω του ότι μέλος της οικογένειας, όπως ένα τέκνο, κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος. Επιπροσθέτως, κατά την άποψη της Επιτροπής, ο μηχανισμός αναπροσαρμογής, δεδομένου ότι κατ’ ουσίαν δεν αφορά τους Αυστριακούς εργαζομένους, αλλά τους εργαζομένους άλλων κρατών μελών, συνιστά έμμεση διάκριση αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης που διατυπώνεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 και στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011.
Στις 25 Μαρτίου 2019, η Αυστρία απάντησε στην Επιτροπή ότι το άρθρο 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 επιτρέπει την αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών σε συνάρτηση με τον τόπο κατοικίας του τέκνου. Το εν λόγω κράτος μέλος υποστήριξε, κατ’ αρχάς, ότι το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει παρόμοιους μηχανισμούς. Περαιτέρω, κατά την Αυστρία, το άρθρο 67 του κανονισμού δεν απαιτεί το ποσό των παροχών που καταβάλλεται για τα τέκνα που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος να αντιστοιχεί στο ποσό που καταβάλλεται για τα τέκνα που κατοικούν στην Αυστρία. Τέλος, η Αυστρία υποστήριξε ότι δεν υφίσταται έμμεση διάκριση, διότι η αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών και των κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων σε συνάρτηση με το επίπεδο των τιμών στο κράτος κατοικίας του τέκνου δικαιολογείται αντικειμενικώς και ελαφρύνει τα βάρη όλων των εργαζομένων.
Θεωρώντας την ανωτέρω απάντηση μη ικανοποιητική, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 26 Ιουλίου 2019, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία ενέμεινε ουσιαστικά στην άποψή της. Το εν λόγω θεσμικό όργανο επισήμανε ότι οι οικογενειακές παροχές και τα κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται για τα τέκνα καθορίζονται κατ’ αποκοπήν και δεν αναπροσαρμόζονται σε συνάρτηση με τα επίπεδα των τιμών στις διάφορες περιοχές της Αυστρίας ανάλογα με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του τέκνου. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η διαφορά ως προς το επίπεδο των εν λόγω παροχών και πλεονεκτημάτων για τα τέκνα που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλήττει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους σε σχέση με τους Αυστριακούς εργαζομένους και συνιστά έμμεση διάκριση. Ο κατ’ αποκοπήν χαρακτήρας των ποσών των παροχών και των πλεονεκτημάτων αποδεικνύει ότι τα ποσά αυτά δεν εξαρτώνται από τα πραγματικά έξοδα που συνδέονται με τη συντήρηση ενός τέκνου και, επομένως, δεν εξασφαλίζουν πιο δίκαιο επιμερισμό των βαρών που επωμίζονται οι οικογένειες για την κάλυψη των αναγκών των τέκνων.
Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2019, ηΑυστρία απάντησε στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη επισημαίνοντας ότι οι οικογενειακές παροχές καθώς και τα επίμαχα κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα δεν καθορίζονται απλώς κατ’ αποκοπήν, αλλά αντιστοιχούν στις πραγματικές ανάγκες των δικαιούχων. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι οι παροχές και τα πλεονεκτήματα χορηγούνται υπό τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσών δεν εμποδίζει την αναπροσαρμογή τους σε συνάρτηση με το επίπεδο των τιμών στον τόπο κατοικίας των τέκνων. Τέτοια αναπροσαρμογή δεν συνιστά άνιση μεταχείριση, αλλά διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι που είναι δικαιούχοι των παροχών και των πλεονεκτημάτων τυγχάνουν ομοιόμορφης ελάφρυνσης των βαρών, ανεξαρτήτως του πραγματικού τόπου διαμονής του τέκνου. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται έμμεση διάκριση, αυτή δικαιολογείται, ιδίως δε από τον σκοπό της εξισορρόπησης των δαπανών του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας καθώς και από τον σκοπό της συνεκτίμησης της φοροδοτικής ικανότητας των δικαιούχων.
Επειδή δεν πείσθηκε από την ανωτέρω απάντηση, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι θεσπίζοντας τον μηχανισμό αναπροσαρμογής που έχει εφαρμογή στα οικογενειακά επιδόματα και στη μείωση φόρου λόγω εξαρτώμενων τέκνων για τους εργαζομένους των οποίων τα τέκνα κατοικούν μονίμως σε άλλο κράτος μέλος, η Αυστρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 4 και 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 [κανονισμού για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας], καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 [του κανονισμού που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης].
Αφετέρου, κατά το Δικαστήριο, θεσπίζοντας τον μηχανισμό αναπροσαρμογής που έχει εφαρμογή στην «πρόσθετη» μείωση φόρου για τις οικογένειες, στη μείωση φόρου λόγω μοναδικής πηγής εισοδήματος, στη μείωση φόρου για τις μονογονεϊκές οικογένειες και στη μείωση φόρου λόγω καταβαλλόμενης διατροφής για τους διακινούμενους εργαζομένους των οποίων τα τέκνα κατοικούν μονίμως σε άλλο κράτος μέλος, η Αυστρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA