Η προσβλητική της προσωπικότητας της εργαζόμενης συμπεριφορά της εργοδότριας εταιρείας καθιστά δυσχερή την εξακολούθηση της παροχής εργασίας και έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί η εργαζόμενη σε παραίτηση
Δεκτή έγινε αγωγή εργαζομένης κατά της εργοδότριας εταιρείας, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης, καθώς και ένα ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη διά της προσβολής της τιμής και της υπόληψής της (ΕιρΘεσ 23/2022).
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο, κάνοντας δεκτούς τους προβαλλόμενους από την ενάγουσα ισχυρισμούς, δέχθηκε ότι η τελευταία ουδέποτε δήλωσε ότι αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία της. Εξάλλου τούτο δεν συνάδει με τις μετέπειτα ενέργειές της, ήτοι την προσφυγή ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, προκειμένου να βελτιωθεί το κλίμα στον εργασιακό της χώρο.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ενάγουσα εργαζομένης δεν προχώρησε σε δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης, αντιθέτως η εναγόμενη εταιρία, με αφορμή την προσφυγή της ενάγουσας στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, προσπάθησε να την απομακρύνει από την εργασία της, χωρίς ωστόσο να υποχρεωθεί να της καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης που δικαιούνταν. Με τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω συμπεριφορά της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας, μέσω των εκπροσώπων της, συνιστά συμπεριφορά προσβλητική για την προσωπικότητα της ενάγουσας, έτσι ώστε η εξακολούθηση της εργασίας της στην επιχείρηση της εναγομένης με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας να αποβαίνει, κατ’ αντικειμενική κρίση και κατά την καλή πίστη, δυσχερής για την ενάγουσα και έγινε με σκοπό να εξαναγκασθεί η τελευταία σε παραίτηση, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί της εναγομένης, ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, κρίθηκε ότι δεν βρίσκουν έρεισμα σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.
Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι από την βλαπτική για την εργαζόμενη μεταβολή των εργασιακών όρων και την κατά κατάχρηση του εργοδοτικού δικαιώματος καταγγελία της εν σύμβασης, η ενάγουσα έχει υποστεί μείωση της προσωπικότητάς της, αφού από υπαιτιότητα της εναγόμενης έχει θιγεί η επαγγελματική αξία, η τιμή και η υπόληψή της και έχει βιώσει άγχος, ταραχή και αβεβαιότητα. Από την προσβολή αυτή κρίθηκε ότι η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη και επιδικάσθηκε στην τελευταία χρηματικό ποσό ύψους 500 ευρώ για την ικανοποίησή της, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων.
Απόσπασμα απόφασης
Από το συνδυασμό τον άρθρων 648, 652, 656 και 349351 ΑΚ, 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλαδή, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά για αυτή κριτήρια (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1338/2010). Δεν επιτρέπεται όντως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής. Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ’ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεώς του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του. Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (ΟλΑΠ 13/1987, ΑΠ 1138/2010, ΑΠ 1839/2008, ΑΠ 1426/2004). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι αν η ως άνω μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο εκτός των άλλων και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη (ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, ΑΠ 1252/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).