ΑΠΟΦΑΣΗ
Smirnov και Novoselova κατά Ρωσίας της 26.07.2022 (αρ. προσφ. 11005/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο πρώτος προσφεύγων, υπήκοος Ρωσίας, αποχώρησε από τη Λευκορωσία και άρχισε να συζεί στο Perm με τη δεύτερη προσφεύγουσα και το παιδί της. Οι προσφεύγοντες, αργότερα, απέκτησαν μία κόρη, την οποία ο προσφεύγων δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει επίσημα. Οι δυο τους είχαν από κοινού συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων.
Στο μεταξύ το Λευκορωσικό διαβατήριο του προσφεύγοντος έληξε και καθώς επέστρεφε στο Perm, τον σταμάτησε η αστυνομία και μετά από έλεγχο των εγγράφων του, κατηγορήθηκε για μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς διαμονής αλλοδαπών. Το Περιφερειακό Δικαστήριο Sverdlovskiy στο Perm τον έκρινε ένοχο και του επέβαλε πρόστιμο 2.000 ρωσικά ρούβλια (περίπου 30 ευρώ) και εξέδωσε απόφαση για την απέλασή του από τη Ρωσία με επακόλουθη πενταετή απαγόρευση επαναπατρισμού (διαταγή απομάκρυνσης). Το 2019 ο πρώτος προσφεύγων δηλώθηκε ως πατέρας της κόρης που απέκτησε με τη δεύτερη προσφεύγουσα και παράλληλα δήλωσαν το γάμο τους. Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ότι η εντολή απέλασης που εκδόθηκε κατά του πρώτου προσφεύγοντος ήταν μια δυσανάλογη κύρωση που παραβίασε το δικαίωμα της οικογενειακής τους ζωή.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τη θέση του ανηλίκου τέκνου των προσφευγόντων καθώς η πατρότητα του πρώτου προσφεύγοντος σε σχέση με το παιδί δεν είχε καταγραφεί επίσημα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ούτε επαλήθευσαν τη διάρκεια της συμβίωσης των προσφευγόντων ως οικογένειας και την κοινή τους εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση. Ως εκ τούτου, τα δικαστήρια δεν εξισορρόπησαν προσεκτικά τα αντικρουόμενα συμφέροντα, αλλά ούτε ανέλυσαν την αναλογικότητα της εντολής απέλασης και της επακόλουθης πενταετούς απαγόρευσης επαναπατρισμού προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και τον αντίκτυπό της στην οικογενειακή ζωή των προσφευγόντων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε από κοινού στους προσφεύγοντες 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 750 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 2003 ο πρώτος προσφεύγων έφτασε στη Ρωσία για να συναντήσει τους γονείς και τα αδέρφια του, όλοι Ρώσοι υπήκοοι, οι οποίοι ζούσαν στο Perm. Πριν φύγει από τη Λευκορωσία, είχε αποχωρήσει από την οικία στην οποία διέμενε με τη γυναίκα του και ένα παιδί. Το 2008 άρχισε να συζεί στο Perm με τη δεύτερη προσφεύγουσα και το παιδί της. Τον Νοέμβριο του 2011 οι προσφεύγοντες απέκτησαν μια κόρη. Ο πρώτος προσφεύγων δεν είχε δηλωθεί επίσημα ως πατέρας του παιδιού μέχρι το 2019. Εργαζόταν σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων ως συνιδιοκτήτης από κοινού με τη δεύτερη προσφεύγουσα.
Τον Αύγουστο του 2014 έληξε το Λευκορωσικό διαβατήριο του πρώτου προσφεύγοντος. Τον Αύγουστο του 2018 επέστρεψε οδικώς στη Λευκορωσία για να το ανανεώσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στις 30 Αυγούστου 2018 επέστρεψε στη Ρωσία.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2018, κατά την επιστροφή του στο Perm, η αστυνομία σταμάτησε τον πρώτο προσφεύγοντα για παραβίαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας. Μετά τον έλεγχο των εγγράφων του, στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 κατηγορήθηκε για παράβαση του άρθρου 18 § 1.1 του Ρωσικού Κώδικα Διοικητικών Αδικημάτων («CAO») για μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς διαμονής αλλοδαπών.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 ο πρώτος προσφεύγων οδηγήθηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο Sverdlovskiy στο Perm, το οποίο τον έκρινε ένοχο για παράβαση της προαναφερθείσας διάταξης, του επέβαλε πρόστιμο 2.000 ρωσικά ρούβλια (περίπου 30 ευρώ) και εξέδωσε απόφαση για την απέλασή του από τη Ρωσία με επακόλουθη πενταετή απαγόρευση επανεισόδου (διαταγή απομάκρυνσης). Η απόφαση του δικαστηρίου ανέφερε ότι το Λευκορωσικό διαβατήριο του πρώτου προσφεύγοντος είχε λήξει και ότι δεν είχε λάβει κανένα μέτρο για να νομιμοποιήσει το καθεστώς μετανάστευσης στη Ρωσία. Αν και η απόφαση ανέφερε ότι οι γονείς και τα αδέρφια του ζούσαν στη Ρωσία, δεν έγινε αναφορά στην οικογενειακή ζωή του με την δεύτερη προσφεύγουσα και τα παιδιά τους, ούτε στην οικογενειακή τους επιχείρηση επισκευής αυτοκινήτων.
Ο πρώτος προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της παραπάνω απόφασης στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Perm ισχυριζόμενος ότι η εντολή απομάκρυνσης θα διατάραζε την οικογενειακή του ζωή. Τόνισε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αγνόησε τους ισχυρισμούς του για προστασία της οικογενειακής ζωής με την δεύτερη προσφεύγουσα και τα παιδιά τους και ότι οι συγγενείς και οι γείτονές του μπορούσαν να καταθέσουν ότι συζούσε με την οικογένειά του για πολλά χρόνια και ότι ήταν αυτός που την συντηρούσε οικονομικά. Δεν είχε ούτε προσωπικές επαφές ούτε οικογένεια στη Λευκορωσία, ούτε τόπο διαμονής, ούτε οικονομικά μέσα για να ζήσει σε αυτή τη χώρα εάν απελαθεί εκεί.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2018 το Περιφερειακό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση περί απέλασης, αναφερόμενο σε γενικές γραμμές στην αποτυχία του πρώτου προσφεύγοντος να νομιμοποιήσει το καθεστώς μετανάστευσης στη Ρωσία. Όσον αφορά την οικογενειακή ζωή των προσφευγόντων, το δικαστήριο δήλωσε ότι δεν υπήρχε επίσημη απόδειξη της ύπαρξής της και των δεσμών της.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2018 ο πρώτος προσφεύγων έλαβε ένα προσωρινό έγγραφο ταυτοποίησης που εκδόθηκε από την πρεσβεία της Λευκορωσίας στη Ρωσία. Στις 5 Δεκεμβρίου 2018 απελάθηκε από τη Ρωσία· Ο επαναπατρισμός του απαγορεύτηκε για πέντε χρόνια από εκείνη την ημερομηνία.
Το 2019 ο πρώτος προσφεύγων δηλώθηκε ως πατέρας της κόρης που απέκτησε με τη δεύτερη προσφεύγουσα και παράλληλα δήλωσαν το γάμο τους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, δεν μπορούσαν να το είχαν κάνει νωρίτερα, καθώς ο γάμος του πρώτου προσφεύγοντος στη Λευκορωσία διαλύθηκε επίσημα μόλις λίγο νωρίτερα το ίδιο έτος.
Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ότι η εντολή απέλασης που εκδόθηκε κατά του πρώτου προσφεύγοντος ήταν μια δυσανάλογη κύρωση που παραβίασε το δικαίωμα της οικογενειακής τους ζωή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτή η καταγγελία δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της ΕΣΔΑ ή απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Επομένως, την έκρινε παραδεκτή.
Οι σχετικές γενικές αρχές συνοψίστηκαν στην απόφαση Guliyev και Sheina κατά Ρωσίας της 17.04.2018, αρ. προσφ. 29790/14, §§ 46-52.
Κατά τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης, η καταγγελία ήταν προδήλως αβάσιμη, καθώς η εντολή απέλασης ήταν μια ανάλογη κύρωση και τα εθνικά δικαστήρια εξισορρόπησαν δίκαια τα διακυβευόμενα συμφέροντα. Ο πρώτος προσφεύγων δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για την οικογενειακή του ζωή με την δεύτερη προσφεύγουσα και τα παιδιά τους. Ο γάμος του με την δεύτερη προσφεύγουσα και η πατρότητα της κόρης τους δηλώθηκαν επίσημα μόνο μετά την απέλασή του από τη Ρωσία.
Κατά το ΕΔΔΑ τα έγγραφα που υποβλήθηκαν αποδείκνυαν ότι από την αρχή της διαδικασίας ο πρώτος προσφεύγων ήταν συνεπής στις δηλώσεις του σχετικά με την οικογενειακή του ζωή με την δεύτερη προσφεύγουσα και τα παιδιά τους. Επομένως, σύμφωνα με την έννοια του Δικαστηρίου για την «οικογενειακή ζωή», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Τα εθνικά δικαστήρια ούτε έλαβαν υπόψη τη θέση του ανηλίκου τέκνου των προσφευγόντων καθώς η πατρότητα του πρώτου προσφεύγοντος σε σχέση με το παιδί δεν είχε καταγραφεί επίσημα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ούτε επαλήθευσαν τη διάρκεια της συμβίωσης των προσφευγόντων ως οικογένειας και την κοινή τους εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν εξισορρόπησαν προσεκτικά τα αντικρουόμενα συμφέροντα, αλλά ούτε ανέλυσαν την αναλογικότητα της εντολής απέλασης και της επακόλουθης πενταετούς απαγόρευσης επαναπατρισμού προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και τον αντίκτυπό της στην οικογενειακή ζωή των προσφευγόντων. Έτσι, δεν εφάρμοσαν δεν εφάρμοσαν τους κανόνες που απορρέουν από τη Σύμβαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε από κοινού στους προσφεύγοντες 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 750 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).