Έκανε το… λάθος να στείλει επιστολή σε ανώτερους αξιωματούχους σχετικά με θέματα ασφαλείας των αεροπορικών πτήσεων λόγω ελλιπών μέτρων από την αρμόδια κρατική εταιρεία.
ΕΔΔΑ: Το 2005 άρχισε να εργάζεται ως υπάλληλος ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας στην κρατική εταιρεία της χώρας. Το 2011 εξελέγη Πρόεδρος του νέου Συνδικάτου Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας.
Ωστόσο, όταν ασκώντας τα καθήκοντά της ενημέρωσε ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους για ορισμένες πρακτικές της κρατικής εταιρείας της Λετονίας, τη Latvijas Gaisa Satiksme (LGS), υπέστη άσχημη μεταχείριση από την εργοδότριά της εταιρεία και τελικά απολύθηκε.
Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων έναντι των προσφυγών της όχι μόνον υπήρξαν απορριπτικές αλλά οι δίκες έγιναν κεκλεισμένων των θυρών και ουδέποτε δημοσιεύθηκαν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο οποίο στη συνέχεια αποτάνθηκε είχε όμως αντίθετη άποψη και της επιδίκασε αποζημίωση 36.562,28 ευρώ (25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 11.562,28 ευρώ για έξοδα).
Όλα ξεκίνησαν όταν δια της προέδρου του το συνδικάτο ζήτησε διευκρινίσεις σχετικά με πρόσφατη εντολή όσον αφορά τα χρονοδιαγράμματα εργασίας των εκπαιδευτών ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας. Η LGS απάντησε ότι αυτή η εκπαίδευση έπρεπε να πραγματοποιηθεί εκτός των κανονικών ωρών εργασίας – κάτι που θα θεωρούνταν πρόσθετη εργασία και θα πληρώνονταν χωριστά.
Σε επόμενη αλληλογραφία το σωματείο υποστήριξε ότι τα εκπαιδευτικά σεμινάρια των εκπαιδευτών δεν καταγράφονται και ότι αυτοί δεν πληρώνονταν τα επιπλέον που τους όφειλαν. Τόνισε ότι αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει αντίκτυπο, μεταξύ άλλων, στην ασφάλεια πτήσεων. Ισχυρίστηκε ότι το συμβούλιο της LGS δεν συμμορφωνόταν με τους σχετικούς νόμους, παραβιάζοντας τα νόμιμα δικαιώματα των εργαζομένων της LGS και ότι η διαχείριση των κεφαλαίων της εταιρείας ήταν λανθασμένη. Τόνισε την κοινωνική σημασία της κατάστασης.
Ανέφερε επίσης τα εξής: «Αν και το συνδικάτο έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να βρει μια εποικοδομητική λύση διαπραγματεύσεων, η κατάσταση έχει καταστεί μη διαχειρίσιμη και θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ποιότητα της παροχής αεροπορικών υπηρεσιών». Η προσφεύγουσα υπέγραψε υπό την ιδιότητά της τη σχετική επιστολή, που απευθυνόταν στον Υπουργό Μεταφορών και έναν άλλο αξιωματούχο.
Οι πιέσεις προς τα μέλη του συνδικάτου
Σε απάντηση, 19 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας έγραψαν στην LGS ζητώντας να αποστασιοποιηθούν από την επιστολή του συνδικάτου, μάλλον υπό την άσκηση πίεσης από την LGS.
Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας δήλωσε ότι οι ανακοινώσεις της Ένωσης σχετικά με την ασφάλεια των πτήσεων ήταν «ακραίες», σημειώνοντας ότι έπρεπε να έχουν αναφερθεί μέσω των κατάλληλων καναλιών.
Το συμβούλιο της LGS ζήτησε από όλα τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων να υπογράψουν επιστολές δηλώνοντας ότι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν τα πρότυπα ασφαλείας, απειλώντας ότι η άρνηση υπογραφής θα οδηγούσε σε πιθανή αναστολή εργασίας.
Η LGS προειδοποίησε τα μέλη των συνδικάτων να μην «αναζητήσουν βοήθεια από το εξωτερικό», καθώς αυτό θα τους έβλαπτε. Άνοιξε εσωτερική έρευνα σχετικά με τη νομιμότητα των δηλώσεων σχετικά με την ασφάλεια των πτήσεων. Ως αποτέλεσμα η προσφεύγουσα τέθηκε σε αναστολή από τα καθήκοντά της και της απαγορεύτηκε η πρόσβαση στην εργασία της. Μεγάλος αριθμός ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας συνέταξαν επιστολές εκφράζοντας την υποστήριξή τους στην προσφεύγουσα.
Σύμφωνα με δηλώσεις, προσωπικό που έδειξε θετική στάση απέναντι στην προσφεύγουσα – για παράδειγμα όταν της ευχήθηκαν χρόνια πολλά στα γενέθλιά της – αντιμετωπίστηκαν αρνητικά από την εταιρεία. Στο τέλος της αναστολής της αναγκάστηκε να «παραμείνει αδρανής», δηλαδή να έρχεται στη δουλειά αλλά να μην εκτελεί κανένα από τα καθήκοντά της.
Η έρευνα τελικά συνέστησε την απόλυσή της. Για ορισμένες περιόδους κατά τη διάρκεια της διαφοράς, η LGS σταμάτησε να καταβάλει τον μισθό της.
Η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια
Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα μέτρα που έλαβε η LGS ενώπιον δικαστηρίου και η LGS άσκησε ανταγωγή, ζητώντας τον πλήρη τερματισμό της απασχόλησής της, επικαλούμενη την απώλεια της εμπιστοσύνης της προς αυτήν λόγω της άρνησής της να συμφωνήσει με την νέα θέσης εργασίας και τη σκόπιμη διάδοση φημών σχετικά με την LGS.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Ρίγα, κεκλεισμένων των θυρών, δέχθηκε την ανταγωγή. Το δικαστήριο δήλωσε ότι η προσφεύγουσα είχε γράψει το γράμμα με την ιδιότητά της και είχε δημιουργήσει αναίτια κρίση λόγω των δηλώσεων της, θέτοντας αμφιβολίες για την ικανότητά της να ασκήσει τα καθήκοντά της. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ακατάλληλο να γίνει επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περίπτωσή της. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση.
Η LGS ζήτησε επιτυχώς από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Ρίγας ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια γύρω από τους κανόνες αεροπορικής ασφάλειας. Το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα αναίρεση τον Φεβρουάριο του 2014. Καμία από τις αποφάσεις στην υπόθεση δεν δημοσιεύτηκε.
Η προσφεύγουσα επανεξελέγη Πρόεδρος του συνδικάτου την 1η Φεβρουαρίου 2013. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαφοράς, οι ανησυχίες εκφράστηκαν χωριστά σε εσωτερικές εκθέσεις και σε εθνικούς και διεθνείς φορείς ως προς τη συμμόρφωση της LGS με τους κανονισμούς ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας.
ΕΔΔΑ: Η απόφαση
Αναφερόμενη στην επιστολή της προσφεύγουσας το ΕΔΔΑ δηλώνει πως «είχε υπογραφεί από την προσφεύγουσα με την ιδιότητά της ως προέδρου της συνδικαλιστικής οργάνωσης και ότι ήταν σαφώς μέρος της συνδικαλιστικής της δραστηριότητας. Θεώρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αξιολογήσει εάν τα συμπεράσματα της επιστολής είχαν επαρκή πραγματική βάση και, ως εκ τούτου, ήταν στην πραγματικότητα αποδεκτή κριτική. Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η επιστολή ήταν στη ουσία μια επαγγελματική αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων των εντοπισμένων ελλείψεων που είχαν επαρκή τεκμηριωμένη βάση και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επίθεση κατά της LGS.
Οι επιπτώσεις για την προσφεύγουσα ήταν εξαιρετικά σκληρές και θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στα μέλη του συνδικάτου. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι πολλές από τις ενέργειες της LGS είχαν ως ξεκάθαρο στόχο την άσκηση πίεσης στα μέλη αυτά».
Και προσθέτει: «Συνολικά, τα μέτρα που ελήφθησαν στην υπόθεση αυτή δεν ήταν ανάλογα με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, και έτσι δεν ήταν “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία”».
Παράλληλα, σχολιάζει το γεγονός πως η ακρόαση επί της ουσίας της υπόθεσης στην πρωτόδικη διαδικασία διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών για το κοινό για «πιο αποτελεσματική και επιτυχή απονομή της δικαιοσύνης». Αντίθετα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε αναφέρει ότι οι κλειστές ακροάσεις ήταν «απαραίτητες για την προστασία κρατικών ή εμπορικών μυστικών απόρρητων στοιχείων» με την εξέταση της υπόθεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο σε έγγραφη διαδικασία.
Ωστόσο, στην απόφασή του το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι «δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διεξαγωγή της διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών ήταν απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν συσχετίσει τους λόγους που επικαλέστηκαν στην πραγματική υπόθεση ιδίως να εξετάσουν εάν οι εικαζόμενες ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια των πτήσεων δικαιολογούσαν τη διεξαγωγή ακρόασης κεκλεισμένων των θυρών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη για δημόσιο έλεγχο ήταν ιδιαίτερα έντονη σε αυτή την περίπτωση λόγω του αντικειμένου της υπόθεσης. Επιπλέον, καμία από τις αποφάσεις δεν είχε δημοσιευθεί. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είχε δικαιολογήσει τη διεξαγωγή της ακρόασης κεκλεισμένων των θυρών, οι μέθοδοι κρίθηκαν επίσης ανεπαρκείς».