ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο κώδικας (ΔΕΚ) αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη
Παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας.
Η καταγγελία θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού.
Η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα.
Απόφαση 323 / 2021 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 323/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη και Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Τακάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. Κ. του Λ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις, 2) Λ. Μ. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Κρητικοπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/7/2018 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 60/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2969/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8/7/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η παραστάσα αναιρεσίβλητη ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 08.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης 629/11.07.2019 αίτηση αναίρεσης κατά της 2969/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από την καθής η ανακοπή έφεσης κατά της 60/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθ.591, 614 ΚΠολΔ), επί της από 24.07.2018 (με αριθμό κατάθεσης 3263/27.07.2018) ανακοπής κατά της υπ’ αριθμ. 9067/2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 4.7.2018 επιταγής προς πληρωμή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 “Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης”, θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (“ΤτΕ”) με την υπ’ αρ. 116/1/25.08.2014 (ΦΕΚ Β’ 2289/ 27.08.2014) Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της άνω Επιτροπής με αριθμούς 129/2/16.02.2015 (ΦΕΚ Β’486/31.03.2015) και 148/10/ 5.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2219/ 15.10.2015). Εν τέλει αναθεωρήθηκε, δηλαδή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με την Απόφαση 195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β’ 2376/02.08.2016) της ΕΠΑΘ. Ο Κώδικας αυτός θέτει ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας αυτός πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των εξήντα(τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”, όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’ 94/27.5.2016) “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί για λογαριασμό του, εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, (γ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τον δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, (δ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και (ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας. Η θεσπισθείσα και καταγραφείσα, από τον Κώδικα, Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων τριάντα (δεκαπέντε πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών από τη συμπλήρωση εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης στην καταβολή δόσης της οφειλής, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ., λαμβάνουν το “Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες” και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την “Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης” (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός δεκαπέντε(15) εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο δεύτερο στάδιο της Δ.Ε.Κ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως “μη συνεργάσιμος” και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη (λύση βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ρύθμισης ή λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως “κατάλληλη λύση” θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (Π.Ε.Ε.) 42/30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για τον σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, ιδίως ενόψει του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα, που δεσμεύονται από αυτόν, την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Αναφορικά με τη νομική φύση του εν λόγω Κώδικα αυτός βάσει του οργάνου που τον θέσπισε και του περιεχομένου του, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, που θέτει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (Τραπεζικού ή αστικού), δηλαδή κανόνες θετικού δικαίου. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου, είναι αληθές ότι από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της “καταλληλότερης” κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωσή τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος (“ΤτΕ”). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων. Δεν δύναται, όμως, να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη.
Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ(ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των πέντε (5) σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενων οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, ναι μεν απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι ως αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες.
Συνεπώς και για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ανακοπής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Με την υπ’ αριθ. 4126355588/18.1.2006 σύμβαση η εκκαλούσα (“ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”) χορήγησε στους εφεσιβλήτους (Θ. Κ. και Λ. Μ.) τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 45.000 ευρώ, για το σκοπό της ανέγερσης-αποπεράτωσης-επέκτασης κατοικίας πέραν της πρώτης και ειδικότερα ενός ακινήτου που βρίσκεται στα …, με προσημείωση υποθήκης επί του ίδιου ακινήτου. Με την από 18.4.2017 έγγραφη καταγγελία που επιδόθηκε στους εφεσιβλήτους στις 24.4.2017, η εκκαλούσα κατήγγειλε την προαναφερόμενη σύμβαση και κάλεσε τους εφεσιβλήτους να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 39.443,41 ευρώ, πλέον περαιτέρω τόκων και εξόδων. Στη συνέχεια, κατόπιν αίτησης της εκκαλούσας, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 9067/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκαν οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν στην εκκαλούσα το ποσό των 41.382,83 ευρώ (χρεωστικό υπόλοιπο, στις 2.5.2018, του υπ’ αριθ. … λογαριασμού που τηρήθηκε για την παρακολούθηση του δανείου), πλέον περαιτέρω τόκων και δικαστικής δαπάνης. Οι εκκαλούντες άσκησαν ανακοπή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (υπ’ αριθ. κατάθεσης 75671/3263/27.7.2018), ζητώντας να ακυρωθεί η παραπάνω διαταγή πληρωμής καθώς και η από 4.7.2018 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της ίδιας διαταγής πληρωμής που είχε επιδοθεί στους ίδιους. Με τον όγδοο λόγο της ανακοπής, οι εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι η καθής η ανακοπή προέβη καταχρηστικώς στην καταγγελία της δανειακής τους σύμβασης και στη συνέχεια στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής επειδή προηγουμένως δεν τήρησε τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και ειδικότερα δεν τους απέστειλε την προβλεπόμενη, κατά το πρώτο στάδιο της Δ.Ε.Κ., γραπτή ειδοποίηση, με την οποία να ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ. και με συνημμένα τα σε αυτή (ειδοποίηση) προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δεοντολογίας έγγραφα. Η εκκαλούσα, πρωτοδίκως, με τις προτάσεις της, δεν αντέταξε, προς άρνηση του παραπάνω λόγου της ανακοπής, ότι είχε τηρήσει τη Δ.Ε.Κ., ούτε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν χαρακτηρισθεί ως μη συνεργάσιμοι δανειολήπτες, αλλά υποστήριξε, αλυσιτελώς και αορίστως, ότι μετά την επίδοση της διαταγής πληρωμής στους αντιδίκους αυτής, οι τελευταίοι ¨… ουδέν έπραξαν προς διευθέτηση της οφειλής τους και όλως καταχρηστικώς και οψίμως επικαλούνται δήθεν μη τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, ενώ οι ίδιοι ουδόλως ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους…¨. Επί της ανακοπής εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε την ανακοπή ως προς τον παραπάνω λόγο της, κατά της οποίας και παραπονείται η εκκαλούσα με τους δύο λόγους της έφεσής της. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι είχε τηρήσει τη Δ.Ε.Κ. και ότι τούτο προέκυπτε πρωτοδίκως από την με ημερομηνία 18.4.2017 εξώδικη καταγγελία της δανειακής σύμβασης, την οποία (καταγγελία) είχε προσκομίσει και πρωτοδίκως και προσκομίζει και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι: ¨Σε συνέχεια των μέχρι σήμερα επιστολών μας προς εσάς κατόπιν εκ μέρους της Τράπεζάς μας τήρησης της διαδικασίας του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν.4224/2013 αναφορικά με την κάτωθι οφειλή σας, η οποία (διαδικασία) δυστυχώς έληξε από δική σας υπαιτιότητα χωρίς αποτέλεσμα…¨. Περαιτέρω, με τις προτάσεις της στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας η εκκαλούσα, προς υποστήριξη του παραπάνω ισχυρισμού και δεύτερου λόγου της έφεσής της, επικαλείται και προσκομίζει: ¨… 10. τις από 8.12.2015, 22.1.2016, 19.7.2016 και 5.2.2018 επιστολές προς τον 2ο των εφεσιβλήτων…. 11. Τις από 16.12.2015, 5.2.2016 και 19.7.2016 επιστολές προς την 1η των εφεσιβλήτων …. 12.Την απόδειξη παραλαβής της από 5.2.2016 επιστολής από την 1η των εφεσιβλήτων…. ¨. Κατ’ αρχάς, τα αμέσως παραπάνω έγγραφα, τα οποία η εκκαλούσα το πρώτον επικαλείται και προσκομίζει, αποκρούονται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτα και δεν λαμβάνονται υπ’ όψη, επειδή η εκκαλούσα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, από βαριά αμέλεια δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη… μολονότι είχε αυτά από τότε στο αρχείο της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα έγγραφα αυτά παραδεκτώς προσκομίζονται, δεν αποδεικνύουν, όπως και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, την τήρηση του πρώτου σταδίου της Δ.Ε.Κ. εκ μέρους της εκκαλούσας και συγκεκριμένα (όχι μόνο τη σύνταξη αλλά και) την αποστολή και παράδοση των παραπάνω επιστολών στους εφεσιβλήτους. Ειδικότερα, στην παράγραφο Ε.4. του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως αυτός ίσχυε πριν την αναθεώρησή του, οριζόταν ότι: ¨4.Όπου στον παρόντα Κώδικα θεσπίζεται υποχρέωση γραπτής επικοινωνίας, αυτή δύναται να διενεργείται με συστημένη επιστολή ή σε ηλεκτρονική μορφή, εφόσον διασφαλίζονται, με ισοδύναμο τρόπο, η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής, τήρησης αρχείου και εμπιστευτικότητας¨. Παρομοίως και στο κεφάλαιο πρώτο, αριθ.2 (α), (β) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του, ορίζεται ότι: ¨2.(α)Η “γραπτή” ειδοποίηση στο πλαίσιο του παρόντος κώδικα διενεργείται με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση στον ίδιο τον δανειολήπτη ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτόν εκπρόσωπο, ή σε ηλεκτρονική μορφή, εφόσον διασφαλίζονται με ισοδύναμο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής, τήρησης αρχείου και εμπιστευτικότητας. Η 1η υποχρεωτική ειδοποίηση παρέχεται αποκλειστικά σε έγχαρτη μορφή… (β)Το ίδρυμα είναι υποχρεωμένο να αποδεικνύει την αποστολή της γραπτής ειδοποίησης της παρ.(α) στην τελευταία γνωστή σε αυτό διεύθυνση του δανειολήπτη. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής ή απουσίας του δανειολήπτη, κατά την ημέρα επίδοσης της συστημένης επιστολής, η παραλαβή της τεκμαίρεται κατά την ημερομηνία της αποδεδειγμένης επιστροφής της μη παραληφθείσας ειδοποίησης στον αποστολέα¨. Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, ως προς την παράδοση και αποστολή των επιστολών, η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει…. μία απόδειξη παραλαβής της εταιρείας “ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΕΛΤΑ Α.Ε.”, που αναγράφει ως αποστολέα τη Διεύθυνση Καρτών και Καταναλωτικών Δανείων της εκκαλούσας και η οποία έχει ως παραλήπτρια μόνο την πρώτη των εφεσιβλήτων (φέρουσα υπογραφή εκείνης στη θέση του παραλήπτη)και όχι και τον δεύτερο των εφεσιβλήτων. Αλλά ακόμα και σε όσο μέρος η εν λόγω απόδειξη αφορά την πρώτη των εφεσιβλήτων, δεν αποδεικνύεται ότι αφορά την επίδικη δανειακή σύμβαση και μάλιστα την αποστολή και παράδοση της από 16.12.2015 επιστολής με την οποία η πρώτη των εφεσιβλήτων φέρεται ότι ειδοποιήθηκε για πρώτη φορά από την εκκαλούσα για την ένταξη των οφειλών της στη Δ.Ε.Κ. Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η καταγγελία της δανειακής σύμβασης εκ μέρους της εκκαλούσας, χωρίς προηγουμένως την τήρηση της Δ.Ε.Κ., ήταν άκυρη ως καταχρηστική-ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι η απαίτηση της εκκαλούσας από την ίδια σύμβαση είναι ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης-όπως συνακολούθως καταχρηστική ήταν και η επιδίωξη ικανοποίησης της απαίτησης της εκκαλούσας μέσω της διαταγής πληρωμής, η οποία (διαταγή πληρωμής) συνεπώς τυγχάνει ακυρωτέα…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε, κρίνει τα ίδια και κατά παραδοχή του όγδοου λόγου της ανακοπής είχε ακυρώσει την υπ’αριθ.9067/2018 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την από 4.7.2015 επιταγή προς πληρωμή αυτής. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις του θεσπισθέντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 4224/2013, Κώδικα Δεοντολογίας και 281 ΑΚ, καθόσον εσφαλμένα υπήγαγε τα ανελέγκτως δεχόμενα πραγματικά περιστατικά σ’ αυτές. Και τούτο διότι το Εφετείο στην απόφασή του καταφάσκει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας για την καταγγελία της σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου στις παραδοχές και μόνον της μη προηγουμένης τήρησης της διαδικασίας της ΔΕΚ (Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων), ενόψει και του γεγονότος, ότι η απαίτηση της (αναιρεσείουσας) ήταν ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης. Τα περιστατικά όμως αυτά και μόνον, χωρίς να συνδυάζονται και με άλλες περιστάσεις, όπως εάν η οικονομική αδυναμία των αναιρεσίβλητων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους ήταν πρόσκαιρη ή πολυετής, εάν αυτοί είχαν ή όχι άλλες οφειλές προς τρίτους, καθώς και εάν η αναιρεσείουσα με την προηγηθείσα της καταγγελίας συμπεριφορά της δημιούργησε σ’ αυτούς την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί δυσμενείς συνέπειες σ’ αυτούς, δεν μπορούν να καταστήσουν την άσκηση της καταγγελίας άκυρη ως καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη και την επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησης της αναιρεσείουσας, μέσω της έκδοσης διαταγής πληρωμής, καθώς και την επιταγή προς πληρωμή αυτής, λαμβανομένου υπόψη και ότι το συμβατικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, είναι συνυφασμένο με τη διαχείρηση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας ελεύθερα κατ’ αρχήν αυτή αποφασίζει. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ δια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και ο τρίτος προβαλλόμενος σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, όπως συμπληρώνεται με την παρούσα, κατ’ άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως νυν ισχύει, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Η αναιρετική εμβέλεια δε του λόγου αυτού καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο, όμως, από δικαστή άλλο από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176,183,189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρ.495 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2969/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ.
Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ