Απόφαση 1084 / 2020 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1084/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη – Εισηγητή, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Νικόλαο Βεργιτσάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Α. του Ε., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Φωτεινή Ακριώτου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4863/2019 αποφάσεως του ΣΤ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το ΣΤ’ Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 411/2020.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, και την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από 10-3-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Ε.Μ.: 238/10-3-2020 αίτηση του Ι. Α. του Ε. και Κ., κατοίκου …) ασκήθηκε νομοτύπως, από τη δικηγόρο Αθηνών Φωτεινή Ακριώτου, για λογαριασμό του, δυνάμει της από 26-2-2020 εξουσιοδότησής του προς την προαναφερομένη, με δήλωσή της στη Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών Κ.-Κ. Γ. (άρθρα 42 παρ. 2 εδάφ. 2, 89 παρ. 2, 466 παρ. 1 και 474 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.)], για αναίρεση της υπ’ αριθμό 4863/2019 καταδικαστικής απόφασης του ΣΤ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ενόψει δε του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από τη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Εφετείου ειδικό βιβλίο, στις 20-2-2020, με αριθμό 886 (άρθρο 473 παρ. 1 εδάφ. α’ και 3 του Κ.Π.Δ.), έχει ασκηθεί και εμπροθέσμως.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Με το νέο Νόμο περί ναρκωτικών 4139/20-3-2013, “Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις”, (με το άρθρο 100 του οποίου καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013), ο Νόμος 3459/2006, εκτός από τα άρθρα 1 παρ. 1, 58 και 61 αυτού) ρυθμίζονται οι παραβάσεις της διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις και ειδικότερα διατηρείται το ενδιαφέρον τη συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση άρθρο 20 με τον ίδιο αριθμό. Έτσι με το άρθρο 20 παρ. 1 του νέου αυτού Νόμου, τυποποιείται ως βασικό έγκλημα η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ως τοιαύτης νοουμένης, κατά την παράγραφο 2, κάθε πράξης με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 αυτού. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του παραπάνω Νόμου 4139/2013, “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ”. Με την παράγραφο 2 καθορίσθηκαν ενδεικτικά οι τρόποι τέλεσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η εισαγωγή, αγορά, κατοχή, μεταφορά και πώληση. Με τις διατάξεις δε του άρθρου 20 του κατά τα ως άνω καταργηθέντος προγενέστερου νόμου ορίζετο “1. Με κάθειρξη τουλάχιστον (10) δέκα ετών και με χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται όποιος: α) ……β) πωλεί, αγοράζει, προσφέρει, διανέμει ή διαθέτει σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο, αποστέλλει ή παραδίδει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αποθηκεύει ή παρακαταθέτει ναρκωτικά ή μεσολαβεί σε κάποια από τις πράξεις αυτές”. γ)……”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ευμενέστερη διάταξη, είναι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Νόμου 4139/2013, ως προβλέπουσα μικρότερη ποινή και συνεπώς τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Κ., η διάταξη αυτή, καίτοι δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (1-12-2011), για την οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων σύμφωνα με όσα παρακάτω θα εκτεθούν. Κατά την παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου “αν η πράξη έχει τελεσθεί με περισσότερους τρόπους από τους προβλεπόμενους στην προηγουμένη παράγραφο, αφορά όμως την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική του δράση”. Ειδικότερα, κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιμέρους πράξεων κατοχής-μεταφοράς-αγοράς-πώλησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 του ιδίου Νόμου “όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα, που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες ή κάνει χρήση τους ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για δική του αποκλειστικά χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών”. Από τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ. συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μιας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών του καθενός συναυτουργού.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Για το λόγο αυτό δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, εκτός από την κύρια αιτιολογία επί της ενοχής, στην οποίαν εμπεριέχεται και η αφορώσα στο δόλο. Το στοιχείο του δόλου χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας μόνον, όταν για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη επέλευσης ορισμένου περαιτέρω σκοπού ή συγκεκριμένου πρόσθετου αποτελέσματος (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης). Επίσης, υπάρχει αιτιολογία του άμεσου δόλου όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση περιστατικών. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε χρειάζεται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν στο σύνολό τους και όχι μερικά από αυτά, κατ’ επιλογή, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Δεν συγκροτούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.λ.π., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 511/2020, Α.Π. 340/2020).
Η δε κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Η από το δράστη κατοχή της ναρκωτικής ουσίας προς ιδίαν αποκλειστική χρήση της δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατοχής της ναρκωτικής ουσίας. Έτσι ο ισχυρισμός που προβάλλεται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερομένων άρθρων, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, ότι πρόκειται για προμήθεια ή κατοχή με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικών, σε ποσότητα που εξυπηρετεί αποκλειστικά μόνο τις ανάγκες του κατηγορουμένου, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό του, επί του οποίου το δικαστήριο, οφείλει να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (Α.Π. 1297/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά, προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, αυτοτελή ισχυρισμό, που στη συνέχεια καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., στα οικεία πρακτικά της παραπάνω απόφασης, με το ακόλουθο περιεχόμενο και αίτημα: “Α) Το άρθρο 29 παρ. 1 και 2 του Ν. 4139/2013, με τίτλο “Καλλιέργεια κάνναβης, χρήση ναρκωτικών ουσιών, πλαστογραφία ιατρικής συνταγής” ορίζει ότι: 1. Όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση, με οποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά, σε ποσότητες που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση ή κάνει χρήση αυτών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών. Η διαπίστωση του σκοπού εξυπηρέτησης της δικής του αποκλειστικά χρήσης γίνεται με συνεκτίμηση του είδους, της καθαρότητας και της ποσότητας του συγκεκριμένου ναρκωτικού, σε συνδυασμό με τη συχνότητα χρήσης, το χρόνο χρήσης, την ημερήσια δόση και τις ιδιαίτερες ανάγκες χρήσης του συγκεκριμένου χρήστη. 2. Ο δράστης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να κριθεί ατιμώρητος, εάν το δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί. Β) Όπως είναι γνωστό, για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της κατοχής στην κακουργηματική του μορφή, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι ναρκωτικές ουσίες προορίζονται για περαιτέρω διακίνηση, αλλιώς εφαρμόζεται το άρθρο 29 παρ. 1 εδάφ. α’ του Ν. 4139/2013. Αυτός ο “σκοπός διακίνησης” συνάγεται κατά κανόνα από μία σειρά αντικειμενικών ενδείξεων, όπως είναι: i) Η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας. Όταν αυτή είναι μεγάλη-μολονότι το μέγεθος “μεγάλη” είναι υποκειμενικό και κρίνεται κάθε φορά ad hoc, ωστόσο υπάρχει ένα αντικειμενικό κριτήριο, που μπορεί κατά κάποιον τρόπο να καταστήσει περισσότερο σαφή τον όρο “μεγάλη ποσότητα” με ένα εξ αντιδιαστολής επιχείρημα: η ποσότητα που το καταργηθέν άρθρο 29 παρ. 1 εδάφ. γ’ ν. 3459/2006 όριζε ως καταρχήν κριτήριο για την κάλυψη των αναγκών ενός χρήστη. Έτσι, όσον αφορά στην ακατέργαστη ινδική κάνναβη, τα πενήντα (50) γραμμάρια θεωρούνται ότι καλύπτουν – αν δεν κρίνει διαφορετικά το δικαστήριο – τις ανάγκες του μέσου χρήστη το ποσοτικό αυτό κριτήριο, αν και δεν λαμβάνει υπόψη διάφορα εξειδικευμένα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας και εξάρτησης του δράστη και δεν ορίζει χρονικό πλαίσιο στο οποίο αφορά αυτή η κατοχή, ωστόσο επιτρέπει την εξής θέση: κανόνας είναι η θεώρηση των ποσοτήτων μέχρι τα πενήντα (50) γραμμάρια ως οπωσδήποτε μη “μεγάλων”, ώστε εξ ορισμού να μη προορίζονται για περαιτέρω διακίνηση, αντιθέτως, το και πιθανότερο είναι, το αποτελούν ποσότητα που ο χρήστης προμηθεύτηκε για την κάλυψη δικών του αναγκών, για κάποιο χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Δικαστήριο δεν περιορίζεται να θεωρήσει κάποια ποσότητα ως εξυπηρετούσα μόνο τις ανάγκες του δράστη, ακόμη και αν αυτή υπερβαίνει, το ποσοτικό όριο του άρθρου 29 παρ. 1 Κ.Ν. ii) Η ενδεχόμενη μεταβίβαση, κάποιας επιμέρους ποσότητας, από τη συνολική που αρχικά είχε στη διάθεσή του, ανεξάρτητα εάν η συνολική ποσότητα ήταν μικρότερη των 50 γραμμαρίων. iii) Επίσης, αντικειμενικά ευρήματα από το χώρο του εγκλήματος αξιοποιούνται συχνά από τα Δικαστήρια, με σημαντικότερα την ύπαρξη μεγάλου χρηματικού ποσού, ατζέντας διευθύνσεων και ονομάτων και την ύπαρξη οικονομικών βιβλίων ως αρχείων των δοσοληψιών. Με άλλα λόγια, πρέπει να προκύπτει από κάποια αντικειμενικά ευρήματα η τέλεση μίας ή περισσοτέρων πράξεων διακίνησης, και δεν αρκεί προς τούτο απλώς η ποσότητα των ναρκωτικών που βρέθηκε, πολύ δε περισσότερο αποδυναμώνεται η κατηγορία περί διακίνησης, όταν και η ποσότητα ή η ποιότητα είναι η ίδια μικρής οικονομικής αξίας, οπότε δε θα μπορούσε να έχει κέρδος εξ αυτής ο τυχόν διακινητής της, και δεν έχουν βρεθεί και σχετικές αντικειμενικές ενδείξεις διακίνησης. Γ) Στην κοινή μας κατοχή βρέθηκαν και κατασχέθηκαν συνολικά 104,4 γραμμάρια ακατέργαστης κάνναβης εξ αυτών ποσότητα 96,9 γραμμαρίων. Βρέθηκε σε σακούλα Σούπερ Μάρκετ τυλιγμένη σε άλλη σακούλα και ποσότητα 7,5 γραμμαρίων σε ιδιαίτερο σακουλάκι στην τσέπη του συγκατηγορουμένου μου. Το ποσό των 1280 ευρώ που βρέθηκε στις τσέπες μου, προέρχεται από την εργασία μου, ως Στελέχους Ναυτιλιακής Εταιρείας. Από την έρευνα που πραγματοποίησαν οι αστυνομικοί στην οικία μου, δεν προέκυψε καμία ένδειξη εμπλοκής μου σε διακίνηση ναρκωτικών, πέραν ίχνης ινδικής κάνναβης σε δύο κουτάκια και δύο μικρών νάιλον σακουλών και μιας μεγαλύτερης, που εδραιώνουν την πεποίθηση ενός περιστασιακού χρήστη, που συνολικά είχε χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο των δύο μικρών σακουλών και της μιας μεγαλύτερης, χωρίς να προβεί ούτε στον “κόπο” να τα πετάξει. Αυτή η ελάχιστη περιστασιακή χρήση, είχε μοναδικό κίνητρο και σκοπό τη βελτίωση του χρόνιου αλλεργικού άσθματος και δικαιολογεί την ύπαρξη ζυγαριάς ακριβείας για τη ζύγιση των βοτάνων για την καταπολέμηση του άσθματος, αφού τυχόν εισπνοή μεγαλύτερης ποσότητας ευκαλύπτου (π.χ.), προκαλεί ακόμα και θάνατο. Από την πρώτη μου κατάθεση στην αστυνομία, χωρίς την παρουσία δικηγόρου, κατέθεσα τα’ αληθή στοιχεία τα οποία επανέλαβα και στην κ. Ανακρίτρια και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τα οποία επαναλαμβάνω περιληπτικά και κατωτέρω και συγκεκριμένα ότι: “Προκειμένω ν’ αποδείξω στους φίλους μου, Τ. Π., Θ. Ι. και Α. Ν., ότι έχω τη δυνατότητα να προμηθευτώ ινδική κάνναβη, κατά την ώρα διεξαγωγής του ποδοσφαιρικού αγώνα …, ήλθα σε τηλεφωνική επαφή με το συγκατηγορούμενό μου, Μ. Γ., ήλθε κάτω από το σπίτι μου με το αυτοκίνητό του, και πάνω στην λεωφόρο … γύρω στις 9.15, χωρίς να προλάβω να πάρω μέρος της ποσότητας που υπήρχε μέσα στην σακούλα, ικανής για τέσσερα τσιγάρα, (ένα για τον καθένα μας), χωρίς να προλάβω να ανταλλάξουμε κάποια κουβέντα, άκουσα αστυνομική σειρήνα, πανικοβλήθηκα, βγήκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω και συνειδητοποιώντας “ότι κρατάω στα χέρια μου τη σακούλα” την πέταξα συγχρόνως σχεδόν με τη σύλληψή μου από τον αστυνομικό που με ακολούθησε. Είναι προφανές ότι δεν είχα κανένα λόγο να πάρω μαζί μου τη σακούλα. Είναι προφανώς ότι δεν μπορούσα να ξεφύγω από αστυνομικούς με μηχανές και εγώ με τα πόδια. Και είναι επίσης προφανές ότι ήταν πράξη μου μη ελεγχόμενη, και πράξη πανικού. Δ) Και αν ακόμη υποτεθεί, ότι από την ποσότητα των 96,9 γραμμαρίων της σακούλας, αντιστοιχούσε στον καθένα μας, (από εμένα και τον συγκατηγορούμενό μου), ποσότητα περίπου 48,45 γραμμαρίων, ποσότητα η οποία ως νομικό όριο, θεσπίζεται ως “μαχητό τεκμήριο”, κατοχής ναρκωτικών για ίδια αποκλειστική χρήση του κατόχου τους, ή του επίδοξου κατόχου τους, κάτι το οποίο μπορεί να δεχθεί το δικαστήριό Σας, μη υπαρχόντων ενδείξεων για διακίνηση εκ μέρους μου ναρκωτικής ουσίας. Ε) Θα πρέπει ιδιαιτέρως, να ληφθεί υπόψιν ότι η οικονομική αξία των 104,4 γραμμαρίων κάνναβης (περίπου 1 με 1,5 ευρώ το γραμμάριο), σε συνάρτηση με την επαγγελματική μου απασχόληση από του έτους 2008 μέχρι και σήμερα ως Στελέχους Ναυτιλιακής Εταιρείας, με συμμετοχή και μερίδιο στο ιδιοκτησιακό της καθεστώς, αφαιρούν κάθε σκέψη διακίνησης της συγκεκριμένης ποσότητας προς σκοπό βιοπορισμού μου, όπως και έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επειδή γίνεται παγίως δεκτό, ότι συνιστά επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας η μεταβολή του κατηγορητηρίου από την κακουργηματική μορφή κατοχής του άρθρου 20 παρ. 1-2 ν. 4139/2013 στην πλημμεληματική του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. α’ του ιδίου νόμου. Επειδή ο παρών αυτοτελής ισχυρισμός διατυπώνεται παραδεκτά, είναι σαφής, ορισμένος, είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμος, αποδεικνύεται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και αναπτύχθηκε προφορικά Ενώπιόν Σας πριν καταχωρηθεί στα πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 εδ. α’ Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΑΙ 1. Να γίνει δεκτός ο παρών αυτοτελής ισχυρισμός μου. 2. Να αναγνωριστεί ότι η ποσότητα των 48,45 γραμμαρίων (1/2 της ποσότητας του περιεχομένου της σακούλας-96,9 γραμμάρια-που μου αναλογούσε), ή οποία ποσότητα εξ αυτής θεωρηθεί ότι ανήκε στην κατοχή μου, προοριζόταν για δική μου αποκλειστικά χρήση, και αν ακόμη στην ανωτέρω ποσότητα αθροιστεί και τα γραμμάρια ινδικής κάνναβης που ευρέθησαν στο γιλέκο του συγκατηγορουμένου μου-7,5 γραμμάρια-ήτοι συνολική ποσότητα 104,4 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης. 3. Να γίνει μεταβολή της κατηγορίας από την κακουργηματική κατοχή του 1/2 των 96,9 γραμμαρίων κάνναβης, άλλως της κατοχής εκ μέρους μου οιασδήποτε ποσότητας κρίνει το δικαστήριό Σας από το σύνολο των 104,4 γραμμαρίων κάνναβης, ναρκωτικών, με σκοπό τη διακίνησή τους, (άρθρο 20 παρ. 1-2 κ.λ.π. ν. 4139/2013 κ.λ.π.) στην πλημμεληματική κατοχή της ποσότητας που θα κρίνει το δικαστήριό Σας, για ιδία αποκλειστική χρήση και να εφαρμοστεί το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α’ ν. 4139/2013″. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ’ αριθμό 4863/2019, απόφασής του, το ΣΤ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αποδιδόμενη σ’ αυτούς πράξη ήτοι της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (αγορά – κατοχή) από κοινού και κατά μόνας όσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο και όπως αυτή αναλυτικώς εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι αυτή η ποσότητα των 100 gr περίπου που ευρέθη στην κατοχή τους ήταν για ιδία χρήση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αντίθετα προέκυψε ότι αυτή η ποσότητα πρόκειτο να πωληθεί σε τρίτους. Το ως άνω ενισχύεται και από το γεγονός ότι στην κατοχή τους ευρέθη εικονογραφημένο έντυπο της αγγλικής που ερμηνευόμενος ο τίτλος τους στα Ελληνικά αποδόθηκε ως “πως μπορεί κάποιος να γίνει έμπορος ναρκωτικών” όπως επίσης ότι ευρέθη επί της οικίας μία ζυγαριά ηλεκτρονική ακριβείας που χρησίμευε για να ζυγίζει την ναρκωτική ουσία πριν τη μεταβίβασή της σε τρίτους σε συνδυασμό και με τα σημαντικού ύψους χρηματικά ποσά που έφεραν μαζί τους. Πρέπει συνεπώς αμφότεροι οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι όπως κατηγορούνται. Το αιτούμενο ελαφρυντικό του άρθρου 84§2α Π.Κ. του δευτέρου κατηγορουμένου πρέπει ν’ απορριφθεί καθόσον στερείται λευκού ποινικού μητρώου. Αντίθετα πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό τους ότι συντρέχει το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2ε Π.Κ. ως πρωτοδίκως”.
Μετά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Ι. Α. του Ε., καθώς και το δεύτερο κατηγορούμενο Γ. Μ. του Ι., που δεν τυγχάνει διάδικος στην προκειμένη δίκη, ενόχους, με την αναγνώριση στα πρόσωπά τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., επέβαλε στον καθένα από αυτούς ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό:
“Στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, εκ προθέσεως ενεργώντας και χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών, από κοινού, ο δε δεύτερος εξ αυτών Γ. Μ. και κατά μόνας, με περισσότερες της μίας πράξεις τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα που προβλέπονται και πμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στην …., αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, Ι. Α. και Γ. Μ., σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως εντός του τελευταίου πενθημέρου μέχρι τη σύλληψη τους την 01.12.2011, από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση ενεργώντας, ο δε δεύτερος Γ. Μ. και κατά μόνας, με πρόθεση διακίνησαν παράνομα ναρκωτικά με τη μορφή της αγοράς με την οποία συντελείται η κυκλοφορία των ναρκωτικών ουσιών, ήτοι αγόρασαν αμφότεροι από κοινού, από άτομο αγνώστων μέχρι στιγμής στοιχείων, αδιευκρίνιστη ποσότητα απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος, μέρος της οποίας αποτελεί οπωσδήποτε ποσότητα κάνναβης συνολικού μικτού βάρους 104,4 γραμμαρίων, που από κοινού κατείχαν με σκοπό την εμπορία, ο δε δεύτερος αγόρασε και ποσότητα κάνναβης 1,1 γραμμαρίων που κατείχε στην οικία του, με τον ίδιο σκοπό, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία Β του παρόντος πράξη.
Β) Στη Νέα …, την 01.12.2011, αμφότεροι οι ως άνω κατηγορούμενοι από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση ενεργώντας, ο δε Γ. Μ. και κατά μόνας, με πρόθεση διακίνησαν παράνομα ναρκωτικά με τη μορφή της κατοχής, με την οποία συντελείται η κυκλοφορία των ναρκωτικών ουσιών ήτοι κατείχαν με την έννοια της φυσικής εξουσίασης, δηλαδή μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσουν την ύπαρξη τους απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες, με σκοπό την εμπορία και συγκεκριμένα.
α) στον ως άνω τόπο και χρόνο, στη συμβολή των οδών … και …, περί ώρα 21.20′ ο πρώτος κατηγορούμενος Ι. ποσότητα κάνναβης συνολικού μικτού βάρους 96,9 γραμμαρίων Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο ενώ αυτός επέβαινε, στη θέση του συνοδηγού, στο υπ’ αριθμ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορουμένου Γ. Μ., ο τελευταίος δε στη θέση του οδηγού και μόλις οι αστυνομικοί επιδίωξαν να προβούν σε νόμιμο έλεγχο τους, ο πρώτος εξ αυτών Ι. Α. ενεργώντας και για λογαριασμό του δεύτερου, εξήλθε από το ως άνω αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει κρατώντας την πιο πάνω αναφερόμενη ποσότητα κάνναβης, την οποία είχαν τοποθετήσει σε μία σακούλα super market και την απέρριψε στην οδό …, β) στον ως άνω τόπο και χρόνο, στη συμβολή των οδών … και …, περί ώρα 21.20′ ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Μ. κατείχε, ενεργώντας και για λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του Ι. Α., μία αυτοσχέδια-νάιλον συσκευασία, περιέχουσα ποσότητα κάνναβης συνολικού μικτού βάρους 7,5 γραμμαρίων, την οποία είχε τοποθετήσει στη δεξιά τσέπη του γιλέκου του και-ενώ επέβαινε στο υπ’ αριθμ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του γ) ο δεύτερος εξ αυτών Γ. Μ., στη …, στις 02-12-2011, επί της οδού …, περί ώρα 13.20 κατείχε, με σκοπό την εμπορία, εντός της οικίας του ποσότητα κάνναβης συνολικού βάρους 1,1 γραμμαρίων, επιμελώς κρυμμένη σ’ πλαστικό σκεύκος, που είχε τοποθετήσει σε ράφι εντός ντουλαπιού της κουζίνας. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών βρέθηκαν και κατασχέθηκαν.
Τις παραπάνω υπό στοιχεία Α’ και Β’ πράξεις, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν με σκοπό την εμπορία των ναρκωτικών, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην μεν κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου, το χρηματικό ποσό των 1280 ευρώ, στην δε κατοχή του δεύτερου, το χρηματικ”ο ποσό των 900 ευρώ ως επίσης από την κατοχή ενός ασπρόμαυρου εικονογραφημένου εντύπου φυλλαδίου στην αγγλική γλώσσα με τον τίτλο “… …” και την κατοχή ηλεκτρονικής ζυγαριάς ακρίβειας, την οποία κατείχε ο πρώτος κατηγορούμενος προκειμένου να ζυγίζουν τις ναρκωτικές ουσίες πριν την μεταβίβασή τους σε τρίτους.
Δέχεται αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2 Π.Κ.”.
Με βάση τις παραπάνω, κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, στην προσβαλλομένη απόφασή του, διέλαβε την απαιτουμένη από τις αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκθέτοντας σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (αγορά – κατοχή) από κοινού, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του Γ. Μ., που δεν τυγχάνει διάδικος στην παρούσα δίκη, καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 45, 51, 53, 79, 83, 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., 1 ΠΑΡ. 1, 2, ΠΙΝ. Α’ 6, 20 παρ. 1 στοιχ. β’, ζ’, 35, 37, 38 Νόμου 3459/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Π.Κ. και άρθρων 1 παρ. 1, 2, 20 παρ. 1, 2, 3, 37, 38, 40 και 41 του Νόμου 4139/2013, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Στη συνέχεια και αναφορικά με τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, συνιστάμενο στο ότι η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών και δη της ινδικής κάνναβης που βρέθηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε, προορίζονταν για δική του αποκλειστικά χρήση, κι εντεύθεν η αξιόποινη πράξη που του αποδίδετο παραδεκτά θα πρέπει να μεταβληθεί από διακίνηση ναρκωτικών ουσιών σε κατοχή ναρκωτικών ουσιών για δική του αποκλειστική χρήση το Δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τον απέρριψε. Η κρίση ότι τα ναρκωτικά θα διετίθεντο σε τρίτους, στηρίζεται σε σειρά επάλληλων συλλογισμών, που ερείδονται στα αντικειμενικά ευρήματα και στα υπόλοιπα στοιχεία απόδειξης (κατάσχεση στην κατοχή των κατηγορουμένων αγγλόγλωσσου εντύπου με οδηγίες εμπορίας ναρκωτικών, ανεύρεση στην οικία του αναιρεσείοντος ζυγαριάς ακριβείας και εντοπισμός σημαντικών χρηματικών ποσών στα θυλάκια των ενδυμάτων τους). Οίκοθεν νοείται ότι και οι λοιπές διαλαμβανόμενες περιστάσεις, που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, επιρρωνύνουν την ως άνω κρίση του Εφετείου, αφού κατά τις παραδοχές με την ξαφνική εξέλιξη του αστυνομικού ελέγχου, απομακρύνθηκε ήδη αναιρεσείων με σπουδή και απέρριψε τη συσκευασία των ναρκωτικών πριν από τη σύλληψή του.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. οι λόγοι της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλομένη οι πλημμέλειες έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψης νόμιμης βάσης, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι εμπεριεχόμενοι στους ως άνω αναιρετικούς λόγους λοιπές αιτιάσεις, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του νέου Κ.Π.Δ.), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-3-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Ε.Μ.: 238/10-3-2020 αίτηση του Ι. Α. του Ε. και Κ., κατοίκου …) [ασκηθείσα νομοτύπως, από τη δικηγόρο Αθηνών Φωτεινή Ακριώτου, για λογαριασμό του, δυνάμει της από 26-2-2020 εξουσιοδότησής του προς την προαναφερομένη, με δήλωσή της στη Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών Κ.-Κ. Γ. (άρθρα 42 παρ. 2 εδάφ. 2, 89 παρ. 2, 466 παρ. 1 και 474 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.)], για αναίρεση της υπ’ αριθμό 4863/2019 καταδικαστικής απόφασης του ΣΤ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Οκτωβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Οκτωβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ