ΑΡΙΘΜΟΣ 1133/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Εγγυοδοσία. Μη αναδρομικότητα των νόμων. Υπερημερία οφειλέτη. Τόκοι. Έρευνα των λόγων έφεσης και θέματα διαχρονικού δικαίου. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Η εγγυοδοσία, που διατάσσεται ως ασφαλιστικό μέτρο κατά τα άρθρα 704 και 705 του ΚΠολΔ, παρέχεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 162 επ. του ίδιου Κώδικα, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά, αίρεται δε ή καταπίπτει υπέρ εκείνου, υπέρ του οποίου δόθηκε, εφόσον συντρέχει νόμιμος λόγος, ύστερα από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου (ή του Ειρηνοδικείου για τις εγγυοδοσίες που διατάχθηκαν από αυτό), η οποία εκδίδεται, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και αποφαίνεται για την ύπαρξη ή μη του ως άνω λόγου, δηλαδή, τη λήξη της αιτίας ή την επέλευση της περιπτώσεως, για την οποία δόθηκε η εγγύηση, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 168 του ΚΠολΔ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της εγγυήσεως, που έχει κατατεθεί υπέρ του αιτούντα από τον ήδη καθού η αίτηση οφειλέτη ή τρίτο και την ως συνέπεια αυτής (κατάπτωσης) απόδοση, ενδεχομένως, στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής τράπεζας ή του παρακρατηθέντος στο γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και όχι στο να απαγγείλει καταψήφιση προς πληρωμή του ποσού της εγγυήσεως (ΑΠ 465/2009, ΑΠ 375/1997).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ, κάθε νέος νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, δηλαδή, δεν εφαρμόζεται σε γεγονότα και νομικές πράξεις, προγενέστερες της ισχύος του. Με τη διάταξη αυτή εκφράζεται η γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, η οποία αποβλέπει στην, κατά το δυνατό, επίτευξη βεβαιότητας των δικαιωμάτων, ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, εκτός αν ο νομοθέτης προσδώσει στο νόμο αναδρομική δύναμη ή πρόκειται περί ερμηνευτικού νόμου.
– Σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 4055/2012, «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος». Με το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, κατ’ άρθρο 113 του νόμου τούτου, από τις 02.04.2012, το ανωτέρω άρθρο ορίζει ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή τη δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής, ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση αυτή ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση, αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης, που, μεταξύ άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία.
– Από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε, όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε, κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι τον ισχύοντα, κατά την κατ` έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός εάν, με αυτόν, ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του ή αυτό συνάγεται από το όλο περιεχόμενό του (ΟλΑΠ 30/1998). Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 533 παρ. 2, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης, εξαφανίσει την πρωτόδικη οριστική απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης «κατ’ ουσίαν», υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο, που ισχύει, κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη (ΟλΑΠ 654/1984), είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως, στην τελευταία περίπτωση καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 8/2011, ΑΠ 918/2020, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 549/2019, ΑΠ 1025/2015).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παράβαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Ο λόγος αυτός αφορά στην ευθεία παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ήτοι, κανόνων, που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις και δη την κτήση, αλλοίωση ή κατάργηση των δικαιωμάτων καθώς και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις για τη μη τήρησή τους.