Αριθμός 760/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (ΕΟΤ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Φουντουλάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… – … ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Τζίφα, η οποία ανακάλεσε την από 11.12.2020 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι η ως άνω αναιρεσίβλητη εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25.11.2016 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3304/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 1585/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 08.05.2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Για την έναρξη και διαδρομή της γνήσιας αυτής προθεσμίας απαιτείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις περί επιδόσεως διατάξεις των άρθρων 122, 123 επ. και 139 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει τη προσβαλλομένη απόφαση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου κώδικα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα, το εμπρόθεσμο της άσκησης της έφεσης που είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής και, αν διαπιστώσει ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, την απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ «αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο». Υπό τον όρο «απαράδεκτο» νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διατάξεως, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Μέσω του ανωτέρω αναιρετικού λόγου ελέγχεται, πλην άλλων, το παραδεκτό ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 532/2020, ΑΠ 846/2019, ΑΠ 503/2018).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 553 § 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή με έφεση. Αν ασκηθεί έφεση και απορριφθεί ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), σε αναίρεση υπόκειται τόσο η πρωτόδικη, όσο και η εφετειακή απόφαση, η τελευταία όμως μόνο ως προς το σχετικό με την απόρριψη της εφέσεως κεφάλαιο.
Κατά δε το άρθρο 566 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεση του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Η παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία συμπληρώνει την γενική διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει τον τρόπο ασκήσεως των ενδίκων μέσων, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης για εκείνη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ως προς την οποία το αναιρετήριο δεν κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε (ΑΠ 1228/2015, ΑΠ 850/2014, ΑΠ 1573/2010).
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1, 553 παρ. 1 εδ. β’ και 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αναίρεση επιτρέπεται κατά των οριστικών αποφάσεων που κατέστησαν τελεσίδικες, ασκείται δε από τον διαμένοντα στην Ελλάδα διάδικο μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, η οποία αρχίζει, αν η απόφαση μπορούσε να προσβληθεί με έφεση, από την πάροδο άπρακτης της προς έφεση προθεσμίας, που είναι, επίσης, για τους διαμένοντες στην Ελλάδα, τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 παρ.1, 552, 553 παρ. 1, 554, 564 και 565 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι για το διάδικο που άσκησε εκπρόθεσμη έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία και απορρίφθηκε από το Εφετείο ως εκπρόθεσμη, η προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης αρχίζει όχι από της επιδόσεως της απορριπτικής απόφασης του Εφετείου, αλλά από την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης. Στην αντίθετη περίπτωση, ο διάδικος θα μπορούσε, ασκώντας οποτεδήποτε ήθελε εκπρόθεσμη έφεση, να καταστρατηγεί τις διατάξεις για την προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως (ΑΠ 997/2020, ΑΠ 1448/2018, ΑΠ 539/2014).
[II] Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα:
Επί της από 26.11.2016 αγωγής της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας κατά του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η 3304/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή (αγωγή) έγινε δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής το αναιρεσείον άσκησε την από 01.06.2018 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη 1585/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της.
Ειδικότερα, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού δέχθηκε τα εξής: «| […] Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση […] προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 3304/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας), η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων. Η πιο πάνω απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, κατόπιν παραγγελίας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, στις 03.05.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. 1390/3.5.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Αναστασίας Βικάτου). Επομένως, η 30ήμερη προθεσμία της έφεσης άρχισε την επόμενη ημέρα (άρθρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ), δηλαδή στις 04.05.2008 και έληξε στις 04.06.2018, δηλαδή την εργάσιμη ημέρα Δευτέρα, αφού η τελευταία ημέρα της 30ήμερης προθεσμίας, δηλαδή η 02.06.2018, ήταν Σάββατο και η επομένη αυτής, 03.06.2018, ήταν Κυριακή, ήτοι εξαιρετέες ημέρες (άρθρ. 144 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Ωστόσο, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, με κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, ΚΠολΔ) στις 07.06.2018 (υπ’ αριθ. κατάθεσης 54930/3685/7.6.2018), δηλαδή μετά τη λήξη της παραπάνω νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στο εκκαλούν. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη […]|».
[III] Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, κατ’ ορθήν εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 122, 123 επ., 139, 518 παρ. 1 και 532 του ΚΠολΔ απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του τελευταίου, με την υπό κρίση αίτηση, τυγχάνουν αβάσιμες.
Ειδικότερα, το αναιρεσείον ΝΠΔΔ με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως, υπό την επίκληση του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι παρά το νόμο απορρίφθηκε η έφεσή του ως απαράδεκτη και δη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, καθόσον η προς αυτόν επίδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως πάσχει ακυρότητα, διότι (α) δεν έγινε στο αρμόδιο όργανο του ΕΟΤ και (β) δεν έγινε επίδοση της εν λόγω απόφασης και στον Υπουργό των Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), με συνέπεια να μην αρχίσει να τρέχει η 30νθήμερη προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ και να ισχύει η διετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία και δεν είχε παρέλθει κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσής του. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, με τον οποίο δεν αμφισβητείται ο χρόνος και ο τόπος της επιδόσεως, κατά το πρώτο σκέλος του είναι, προεχόντως, απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον το αναιρεσείον δεν επικαλείται ούτε ποιο ήταν το αρμόδιο όργανό του για την παραλαβή της άνω πρωτόδικης απόφασης, ούτε ποιος παρέλαβε τελικά την απόφαση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των επικαλουμένων και νόμιμα προσκομιζομένων από το αναιρεσείον διαδικαστικών εγγράφων και δη την υπ’ αριθ. 1390/3.5.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Αναστασίας Βικάτου, προκύπτει ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγινε την 03.05.2018 στην έδρα του αναιρεσείοντος επί της οδού …, όπου βρίσκονται τα γραφεία του, το δε αντίγραφο της επιδιδόμενης αποφάσεως παραλήφθηκε, λόγω μη ευρέσεως του νομίμου εκπροσώπου του αναιρεσείοντος ούτε κάποιου διευθυντή, συνεργάτη, συνεταίρου, από την εκεί εργαζόμενη και εντεταλμένη προς παραλαβή δικογράφων υπάλληλό του Α. Ν., και, επομένως, η επίδοση της άνω αποφάσεως είναι έγκυρη.
Ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείτο να επιδοθεί η ως άνω πρωτόδικη απόφαση και στον Υπουργό των Οικονομικών, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 5 του «Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), κατά την οποία «μόνον αι προς τον Υπουργόν Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 ν. ΡλΡ’ γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι εννόμους συνεπείας. Η διάταξις εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης», αφορά τις κοινοποιήσεις δικογράφων επί δικών του Δημοσίου και όχι των ΝΠΔΔ, με μόνες εξαιρέσεις αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 2 του αυτού ως άνω κώδικα και αφορούν το Εκκλησιαστικό Ταμείο, το Ταμείο του Εθνικού Στόλου και το Ταμείο Εθνικής Αμύνης, τα οποία εκπροσωπούνται ενώπιον των δικαστηρίων όπως και το Δημόσιο από τον Υπουργό Οικονομικών. Το γεγονός ότι το αναιρεσείον πέρα από τα προνόμια του άρθρου 12 του α.ν. 1565/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1624/1951 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3909/1958, όπως ισχύουν, έχει και όλα τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 12 Ν. 2160/1993, δεν δικαιολογεί την εφαρμογή της άνω διατάξεως του άρθρου 5 του «Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου», η οποία αναφέρεται στην εκπροσώπηση του Δημοσίου, τη στιγμή που το αναιρεσείον είναι αυτοτελές νομικό πρόσωπο, εκπροσωπούμενο από τον Γενικό Γραμματέα του (άρθρο 1 παρ. 6στ Ν. 2160/1993), ενώ και η νομική του υπηρεσία δεν ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής προέβαλε νομίμως ένσταση περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικάζοντος δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, πλην όμως η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από το άνω Δικαστήριο ως νομικά αβάσιμη, στην δε απορριφθείσα κατά τα άνω έφεσή του προέβαλε ως δεύτερο λόγο εφέσεως την απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως από την συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 3304/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, όπως και η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1585/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που απέρριψε την έφεσή του, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 1406/1983 και συνεπώς υπέπεσε στην πλημμέλεια των διατάξεων του άρθρου 559 αρ. 4 και 14 του ΚΠολΔ και κατέστη αναιρετέα και εκ του λόγου τούτου. Κατά το μέρος που η αίτηση αναίρεσης, με το λόγο αυτό, στρέφεται κατά της απόφασης του Εφετείου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αν ασκηθεί έφεση και απορριφθεί ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), η εφετειακή απόφαση υπόκειται σε αναίρεση μόνο ως προς το σχετικό με την απόρριψη της εφέσεως κεφάλαιο. Εξάλλου, κατά το μέρος που η αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, να απορριφθεί, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη, προεχόντως γιατί δεν προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία ότι το αναιρετήριο κατατέθηκε και στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την απόφαση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι η προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως αρχίζει όχι από της επιδόσεως της απορριπτικής απόφασης του Εφετείου, αλλά από την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης, το δε δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση καταθέσεως δικογράφου, την 10.05.2019, ήτοι μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας αναιρέσεως, η οποία άρχισε την επομένη της εκπνοής (04.06.2018) της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (επίδοση της προσβαλλομένης 3304/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 03.05.2018, λήξη προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως στις 04.06.2018, έναρξη προθεσμίας αναιρέσεως στις 05.06.2018, λήξη προθεσμίας αναιρέσεως 04.06.2018, κατάθεση ένδικης αναιρέσεως στις 10.05.2019), έχει ασκηθεί εκπροθέσμως και επομένως πρέπει να απορριφθεί, και εκ του λόγου αυτού, ως απαράδεκτη.
[IV] Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις και διατυπώνει σχετικό αίτημα, σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όχι όμως μειωμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, καθόσον για την εφαρμογή της τελευταίας δεν αρκεί το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου να έχει τα προνόμια του Δημοσίου αλλά απαιτείται επιπλέον η νομική υπηρεσία του να διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 68/2019, ΑΠ 611/2018, ΑΠ 1228/2009), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαΐου 2019 αίτηση του Νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (ΕΟΤ)» Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού για αναίρεση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1585/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 3304/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 760/2021 (Α2, ΠΟΛΙΤ.) Προθεσμία άσκησης αναίρεσης για το διάδικο που άσκησε εκπρόθεσμη έφεση
Προηγούμενο άρθροΚαμία συζήτηση για νέα αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα – Το ορόσημο του 2024
Επόμενο άρθρο Απάτες με «εικονικά» ενοίκια στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ