ΑΡΙΘΜΟΣ 773/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου Εισηγήτρια, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Α. του Β., κατοίκου …. και 2) Ν. Π. του …, κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Κονιστή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Μ. του Δ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Λιάπη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-7-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 65/ΤΠ/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 1346/2019 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10-9-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 767 του ΑΚ η εταιρεία που έχει αόριστη διάρκεια λύνεται οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου (παρ.1). Αν όμως η καταγγελία έγινε ‘ άκαιρα και δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί το άκαιρο της καταγγελίας, ο εταίρος που κατάγγειλε άκαιρα την εταιρεία ενέχεται σε αποζημίωση των λοιπών εταίρων (παρ.2). Θεωρείται δε άκαιρη η καταγγελία, όταν έγινε σε χρόνο που η διατήρηση της εταιρείας έχει ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα των εταίρων και ως εκ τούτου η λύση της συνεπάγεται γι’ αυτούς την πρόκληση θετικής ζημίας ή διαφυγόντος κέρδους. Εξάλλου, σπουδαίο λόγο συνιστά οποιοδήποτε περιστατικό, που ανάγεται στο πρόσωπο ή όχι του καταγγέλλοντας, το οποίο, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επαχθή την εξακολούθηση της εταιρείας έως το χρόνο λήξης της διάρκειας της για εκείνον τον εταίρο, που κατάγγειλε. Τέτοια περιστατικά είναι η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων, η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, το μίσος μεταξύ των εταίρων, η έλλειψη συνεργασίας, κατανόησης κλπ. (ΑΠ 224/2016). Ο σπουδαίος λόγος συνιστά ένσταση που οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εναγόμενος καταγγέλων προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση (ΑΠ 536/2002) και κρίνεται αντικειμενικός. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελίας της εταιρείας, που είναι αόριστη νομική έννοια υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 681/2010). Κατά την έννοια της ανωτέρω παρ. 2 του άρθρου 767 του ΑΚ, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης (άρθρο 288, σχετ. 281 ΑΚ), σε περίπτωση που η καταγγελία έγινε άκαιρα και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος, δεν αποκαθίσταται η ζημία που προκλήθηκε στους λοιπούς εταίρους από το γεγονός της λύσης της εταιρείας, αλλά μόνον εκείνη που συνάπτεται αιτιωδώς, κατά την έννοια του άρθρου 298 του ΑΚ, προς την άκαίρη λύση της, δηλαδή η ζημία που προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη επιλογή από τον καταγγείλαντα του χρονικού αυτού σημείου και η οποία κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα δεν θα επερχόταν, αν ο εταίρος, τηρώντας τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δεν είχε καταγγείλει ακαίρως την εταιρεία. Η προκαλούμενη από το απλό γεγονός της καταγγελίας στέρηση των κερδών που άλλος εταίρος προσδοκούσε από την εξακολούθηση της λειτουργίας της εταιρείας, δεν αποκαθίσταται βάσει της ως άνω διάταξης του άρθρου 767 του ΑΚ, αφού, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού η καταγγελία εταιρείας αόριστης διάρκειας είναι δικαίωμα του εταίρου, μόνο δε το άκαιρο της καταγγελίας γεννά ευθύνη του εταίρου που ακαίρως κατάγγειλε. Έτσι, αν κατά ορισμένη χρονική στιγμή ή ορισμένη περίοδο υπήρχε ειδική προσδοκία κερδών ή άλλη ειδική περίσταση και ακριβώς πριν από αυτή τη χρονική στιγμή ή περίοδο καταγγέλθηκε η εταιρεία χωρίς σπουδαίο λόγο, αντίθετα προς τις επιταγές της καλής πίστης, η απώλεια των κερδών, που θα αποκόμιζαν οι λοιποί εταίροι κατά τη συγκεκριμένη στιγμή ή περίοδο, συνάπτεται αιτιωδώς με το άκαιρο της καταγγελίας (ΟλΑΠ 31/1998, ΑΠ 1323/2014, ΑΠ 855/2009, ΑΠ 76/2001, ΑΠ 855/1999), ενώ δεν συνάπτεται αιτιωδώς προς τη γενική προσδοκία του εταίρου για τη συμμετοχή του στα μελλοντικά κέρδη που θα ποριζόταν η εταιρία με την εξακολούθησή της και την προσδοκώμενη συνεχή βελτίωση των επιδόσεών της, αφού μια τέτοια εκδοχή θα αποστερούσε στην ουσία τον εταίρο από το δικαίωμά του να καταγγείλει οποτεδήποτε την εταιρία αορίστου χρόνου (ΑΠ 957/2006).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ ΑΚ “περί Η αδικοπραξιών”, προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαίτιου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ, ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς . αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο (ΟλΑΠ10/1991, ΑΠ 261/2021, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1521/2017). Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά’’ σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (Ολ ΑΠ 398/75). Συνεκτιμάται δηλαδή, συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 764/2014, 43/2013, 900/2011, 2/2009, 1652/2006, 55/2003). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία (ΑΠ432/2016, ΑΠ764/2014). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς και η κρίση του για την ύπαρξη μεταξύ ορισμένης συμπεριφοράς, αφενός, και ζημίας, αφετέρου, αιτιώδους, υπό την έννοια πρόσφορης αιτιότητας, συνδέσμου, που αποτελεί συμπέρασμα υπαγωγής περιστατικών στις νομικές έννοιες των χρηστών ηθών και του εν λόγω αιτιώδους συνδέσμου, αντίστοιχα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για παραβίαση, ευθεία ή εκ πλαγίου, των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που περιέχονται στα προαναφερόμενα άρθρα του ΑΚ (ΑΠ 403/2017, ΑΠ 2038/2014, ΑΠ 783/2014). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 767 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με τη δημόσιας τάξης διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της ανεντιμότητας και κακοπιστίας στις συναλλαγές και απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, συνάγεται ότι καταγγελία της αορίστου διαρκείας εταιρίας, που αποτελεί δικαίωμα του εταίρου, αν ασκήθηκε καταχρηστικώς, έγινε δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επιφέρει μεν τη λύση της εταιρίας, πλην όμως συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (και του 919 ΑΚ εφόσον έγινε κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη με την πρόθεση επαγωγής ζημίας) από την οποία γεννιέται ευθύνη προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση των λοιπών εταίρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 932 ΑΚ. Το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή. ,οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν; τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 224/2016, ΑΠ841/2010). Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, η καταχρηστική καταγγελία συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 ΑΚ που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εφόσον το άλλο μέρος υπέστη εξ αιτίας της καταγγελίας ζημία ή ηθική βλάβη (ΑΠ 1766/2009). Η καταγγελία πάντως δεν είναι καταχρηστική, όταν η λύση της σύμβασης, στην οποία οδηγεί, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τους λοιπούς εταίρους συναλλακτικές δυνατότητες του καταγγέλλοντας και δεν είναι άσχετη προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του. Επίσης, το δικαίωμα της καταγγελίας διαρκούς συμβάσεως δεν αναγνωρίζει ο νόμος ως κύρωση που επιβάλλει ο συμβαλλόμενος έναντι της τυχόν αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του, εντεύθεν δε η τυχόν προηγηθείσα της καταγγελίας επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγέλλοντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του δεν καθιστά την καταγγελία αντίθετη στα χρηστά ήθη, πολύ περισσότερο, καθόσον η συμπεριφορά αυτή του τελευταίου, που ουσιαστικός εντάσσεται στα πλαίσια της καλόπιστης εκτελέσεως της ενοχής, επιβάλλεται από το νόμο (ΟλΑΠ 12/2004).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είπε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 7/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την’ επιτρεπτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της ένδικης αγωγής, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες εξέθεταν σ’αυτήν τα εξής: Ότι μεταξύ αυτών και του εναγόμενου (αναιρεσιβλήτου) και προς το σκοπό εκμετάλλευσης καφετέριας στην πόλη της Νάουσας συνεστήθη δυνάμει του από 7-1-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, που νόμιμα δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Βέροιας, ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…. και Σια ΟΕ» και το διακριτικό τίτλο “…”, με αόριστη διάρκεια και με ποσοστό συμμετοχής στις κερδοζημίες 40% για έκαστο εξ αυτών και 20% για τον εναγόμενο. Ότι ως διαχειριστές της ανωτέρω ομορρύθμου εταιρίας ορίστηκαν οι ίδιοι (ήτοι αμφότεροι οι ενάγοντες), δυνάμει δε του από 9-1-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού η εταιρία μίσθωσε από τον εναγόμενο το επί της οδού …. αριθμ. … της πόλης της … κατάστημα, το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία του ιδίου και των γονέων του, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως καφετερία, η οποία εν συνεχεία έλαβε την εξουσία «…». Ότι, παραλλήλως, δυνάμει ενός ετέρου ζωτικού συμφωνητικού με ημερομηνία 9-1-2008, μεταξύ αυτών, του εναγομένου και των (μη διαδίκων) Ι. Δ. και Ν. Μ. συνεστήθη αφανής εταιρία προς το σκοπό της συνεκμετάλλευσης της παραπάνω καφετέριας από πέντε (5) εν συνόλω εταίρους και με την προοπτική να περιληφθούν μελλοντικώς και οι τελευταίοι στην προαναφερθείσα ομόρρυθμη εταιρία, πλην όμως, η ως άνω αφανής εταιρία τελικώς λύθηκε στις 31-5-2010 χωρίς ποτέ οι πιο πάνω αφανείς εταίροι να εισέλθουν στην ομόρρυθμη εταιρία, μολονότι υπήρχε σχετική πρόβλεψη στο σχετικό συμφωνητικό λύσης, με αποτέλεσμα τα ποσοστά συμμετοχής των ιδίων και του εναγόμενου να παραμείνουν όπως αρχικώς είχαν συμφωνηθεί, ήτοι 40% για έκαστο εξ αυτών και 20% για τον εναγόμενο. Ότι μετά πάροδο ενός περίπου έτους από τη λύση της αφανούς εταιρίας, ο εναγόμενος, τους κοινοποίησε την από 14-4-2011 εξώδικη δήλωσή του με την οποία μεταξύ άλλων, τους καταλόγιζε ότι τον αγνοούν συστηματικά, ότι δεν προβαίνουν σε ενημέρωσή του αναφορικώς με σημαντικά θέματα, που αφορούν τη λειτουργία της κοινής επιχείρησής τους, όπως είναι η επιλογή των προμηθευτών και οι παραγγελίες εμπορευμάτων, η διενέργεια διαφόρων εκδηλώσεων στο κατάστημα και η παραχώρηση χορηγιών και άλλου είδους παροχών σε τρίτους, η πρόσληψη προσωπικού, καθώς και η εκ μέρους τους (εναγόντων) λήψη αμοιβής από τις εισπράξεις της επιχείρησης, ενώ με το ίδιο εξώδικο απαιτούσε από αυτούς να προβούν, εντός δέκα ημερών, στις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο ενέργειες, μεταξύ δε αυτών και τροποποίηση του υφιστάμενου καταστατικού, ούτως ώστε τα ποσοστά των εταίρων να τροποποιηθούν σε 20% για έκαστο εκ των εναγόντων, σε 20% για το Ν. Μ και σε 40% για τον ίδιο, διότι, όπως διατείνετο, είχε εξαγοράσει το μερίδιο του αφανούς εταίρου Ι. Δ.. Ότι, σε απάντηση, οι ίδιοι του κοινοποίησαν την από 18-4-2011 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία αντέκρουσαν μία προς μία τις εναντίον τους αιτιάσεις, ο δε εναγόμενος, εμμένοντας στις ίδιες αστήρικτες αιτιάσεις και ψευδείς ισχυρισμούς, τους επέδωσε την από 26-4-2011 εξώδικη δήλωσή του, απειλώντας ότι θα καταγγείλει την εταιρία, στην οποία αυτοί δεν απάντησαν. Ότι ακολούθως, ο εναγόμενος, με την από 9-5-2011 εξώδικη δήλωσή του, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτούς στις 10-5-2011, κατήγγειλε την εταιρεία, επικαλούμενος κακή και αντισυμβατική δήθεν εκ μέρους τους διαχείριση και συμπεριφορά και μη συμμόρφωσή τους στις αναγκαίες, όπως υποστήριζε, υποδείξεις του, μετά δε τον ορισμό του αναφερομένου στο δικόγραφο εκκαθαριστή, έλαβε χώρα η εκκαθάριση της εταιρίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΓΕΜΗ στις 12-3-2015. Ότι η ως άνω από 9-5-2011 καταγγελία τυγχάνει άκαιρη και καταχρηστική ως γενόμενη άνευ σπουδαίου λόγου και ειδικότερα ως στηριζόμενη σε αναληθείς αιτιάσεις, διενεργήθη δε δολίως από τον πρώτο εναγόμενο και κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη, προς το σκοπό πρόκλησης ζημίας στους ιδίους, καθόσον η πορεία της επιχείρησης έβαινε ομαλώς, η κερδοφορία της ανήρχετο σε επίπεδα άνω των 100.000 ευρώ ετησίως, ενώ, επιπλέον, υπήρχε προοπτική να διαρκέσει η ως άνω κερδοφορία για τουλάχιστον δώδεκα έτη, καθόσον με την προσωπική εργασία, τις γνώσεις και την εμπειρία τους είχαν καταστήσει τη συγκεκριμένη καφετέρια πρώτη στην αγορά της Νάουσας. Ότι εάν ο πρώτος εναγόμενος δεν προέβαινε στην ως άνω άκαιρη και καταχρηστική καταγγελία, η εταιρία, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2011 θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από τις πωλήσεις καφέδων, ποτών και αναψυκτικών και μετ’ αφαίρεση των αναγκαίων λειτουργικών της εξόδων καθαρά κέρδη, ύψους 60.291 ευρώ, όπως το κάθε μερικότερο κονδύλιο αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο, δοθέντος ότι το κατάστημά της είχε πρόσφατα ανακαινιστεί, η επιχείρηση είχε γίνει γνωστή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η παροχή των υπηρεσιών της προς τους πελάτες είχε βελτιωθεί, το προσωπικό της είχε επαυξηθεί και ανανεωθεί, ενώ, λόγω της διαρκώς μεταβαλλόμενης πολιτικής και αθλητικής επικαιρότητας της χρονικής εκείνης περιόδου, αλλά και λόγω των πρωτοβουλιών του Δήμου … για διενέργεια διαφόρων πολιτιστικών εκδηλώσεων, υπήρχε προοπτική για αύξηση της πελατείας της. Ότι εάν ο πρώτος εναγόμενος δεν κατήγγειλε δολίως και κατά τον τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη την εταιρία τους, αυτή κατά την επόμενη επταετία, ήτοι από 1-1-2012 έως 31-12-2018, θα αποκόμιζε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, καθαρά κέρδη ύψους 942.066 ευρώ, όπως το κάθε μερικότερο κονδύλιο αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο, δοθέντος ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) είχαν επιμελώς σχεδιάσει καινοτόμες δράσεις, που ακολουθούνται σε παρόμοια καταστήματα μεγαλουπόλεων της Ευρώπης, ενώ λόγω της ορθολογικής διαχείρισης των οικονομικών της επιχείρησης, της αναβάθμισης της οργάνωσής της, της βελτίωσης της ποιότητας των προσφερομένων ειδών και υπηρεσιών της, της διαδικτυακής προβολής της και της έξυπνης πολιτικής χορηγιών και διαφημίσεων, είναι βέβαιο πως η πελατεία της θα έβαινε συνεχώς αυξανόμενη. Ισχυριζόμενοι, περαιτέρω, οι ενάγοντες, ότι η αναλογία εκάστου εξ αυτών στα ως άνω απωλεσθέντα καθαρά κέρδη ανέρχεται: α) για το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2011 στο ποσό των 24.116,40 ευρώ (60.291 X 40%) και
β) για την επταετία 2012-2018 στο ποσό των 376.826,40 ευρώ (942.066 X 40%), κι ότι, επιπλέον, εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αντιδίκου τους υπέστησαν ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης’, ποσού 50.000 ευρώ έκαστος, ζήτησαν, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 767 παρ.2, 914, 919 και 932 του ΑΚ, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 450.942,80 ευρώ (24.116,40 + 376.826,40 + 50.000) ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, ήτοι εν συνόλω το ποσό των 901.885,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 65/ΤΠ/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, το οποίο, τη μεν βάση της αγωγής για αποζημίωση λόγω ακαίρου καταγγελίας της εταιρίας την απέρριψε ως μη νόμιμη, τη δε στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις βάση της αγωγής την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατόπιν άσκησης έφεσης από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, το Εφετείο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία, όσον αφορά τις ανωτέρω διατάξεις, απέρριψε την έφεση και επικύρωσε κατά το μέρος αυτό την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ενώ δέχθηκε αυτήν και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων). Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: «Όσον αφορά τα κονδύλια των διαφυγόντων κερδών συνολικού ποσού 901.885,60 ευρώ, τα οποία οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι απώλεσαν εξ αιτίας της άκαιρης και χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγελίας της ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «…. και Σια ΟΕ» εκ μέρους του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου συνεταίρου τους, αυτά τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα, διότι με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούται η έννοια του άκαιρου της καταγγελίας, αφού δεν φέρεται να συνέτρεχε κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο της καταγγελίας κάποιος λόγος, που είχε ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα των .διαδίκων εταίρων, η δε επικαλούμενη ζημία τους δεν συνδέεται αιτιωδώς προς το άκαιρο της καταγγελίας, δηλαδή προς την επιλογή του εναγόμενου να καταγγείλει την εταιρεία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία υπήρχε «ειδική προσδοκία κερδών», αλλά συνδέεται μόνο προς τη στέρηση των κερδών που οι ενάγοντες προσδοκούσαν από την εξακολούθηση της λειτουργίας της εταιρείας και την αναμενόμενη συνεχή βελτίωση των επιδόσεών της και ως εκ τούτου,… δεν δύναται να αποκατασταθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 767 ΑΚ. Η εκ μέρους των εναγόντων όλως αόριστη επίκληση περί της πρόσφατης ανακαίνισης της καφετέριας, περί γνωστοποίησης των στοιχείων της επιχείρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περί χορηγιών σε τρίτους, περί επαύξησης και ανανέωσης του προσωπικού της, καθώς και περί παροχής βελτιωμένων υπηρεσιών προς τους πελάτες της, δεν συνιστούν «ειδικές περιστάσεις», όπως η έννοια αυτών εξετέθη στην προηγούμενη νομική σκέψη, συνεπεία, μάλιστα των οποίων υπάρχει «ειδική προσδοκία κερδών» λίγο προ της καταγγελίας της εταιρείας, αλλά ενέργειες, στις οποίες ο κάθε ιδιοκτήτης συναφούς επιχείρησης προβαίνει προκειμένου να λειτουργήσει ικανοποιητικώς το κατάστημά του. Η αναφορά περαιτέρω περί μιας δήθεν μεταβαλλόμενης πολιτικής και αθλητικής επικαιρότητας κατά τη χρονική περίοδο της καταγγελίας, περί διενέργειας διαφόρων πολιτιστικών εκδηλώσεων και συνεστιάσεων με πρωτοβουλία του δήμου …, καθώς και περί του τουριστικού ρεύματος με κατεύθυνση τη Βεργίνα, το άλσος του Αγίου Νικολάου, το Σέλι και τις ιερές Μονές της περιοχής, χωρίς παράθεση άλλων προσδιοριστικών στοιχείων που να καταδεικνύουν ότι επ’αφορμή , των ανωτέρω γεγονότων, υπήρξε όντως διαπραγμάτευση· πελάτη για σύναψη συγκεκριμένης συναλλακτικής σχέσης ή ότι διενεργήθηκε κάποιου είδους επένδυση στην εταιρική επιχείρηση, η οποία θα απέφερε στο μέλλον ασφαλή κέρδη, δεν δύνανται να εκληφθούν ως «ειδικές περιστάσεις» που θα μπορούσαν να καταστήσουν, την μεν επιλογή του εναγομένου να καταγγείλει την εταιρεία κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό σημείο (95-2011) ως παντελώς αδικαιολόγητη, τη δε επικαλούμενη ζημία των εναγόντων ως αιτιωδώς συνδεόμενη προς την παραπάνω επιλογή. Ούτε εξ άλλου, οι λοιπές αναφορές των εναγόντων περί ορθολογικής διαχείρισης των οικονομικών της επιχείρησης, περί αναβάθμισης της οργάνωσής της, περί συσσωρευμένης εμπειρίας των εταίρων, περί ακολουθούμενης έξυπνης πολιτικής ως προς τις χορηγίες και διαφημίσεις και περί επιμελούς σχεδιασμού καινοτόμων δράσεων που ακολουθούνται σε παρόμοια καταστήματα μεγαλουπόλεων της Ευρώπης, δύνανται να εκληφθούν, με τον τρόπο που εκτίθενται, ως προπαρασκευαστικά μέτρα ληφθέντα «ειδικώς» λίγο προ της καταγγελίας της εταιρείας και ως «ειδικές περιστάσεις» για την αποκόμιση σημαντικών κερδών κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της καταγγελίας, αλλά απλά αποτελούν μέτρα, τα οποία οι εταίροι λαμβάνουν με την προοπτική συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησής τους στο μέλλον και απόδοσης στους ίδιους των ανάλογων κερδών. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που.,.απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 767 ΑΚ βάση της …δεν έσφαλε… Όσον αφορά τη στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις βάση της αγωγής αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή οι ενάγοντες δεν εξειδικεύουν τις πράξεις και παραλείψεις του εναγόμενου, οι οποίες είναι παράνομες και υπαίτιες, η δε αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους του δεν συνιστά από μόνη της αδικοπραξία, αφού η ενέργεια αυτή δεν θα ήταν παράνομη χωρίς τη συμβατική σχέση της εταιρείας…το δικαίωμα του εταίρου να προβεί σε λύση με καταγγελία της αορίστου διαρκείας εταιρείας δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η καταγγελία αυτή εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τους λοιπούς εταίρους δυνατότητες του καταγγέλλοντας και δεν είναι άσχετη προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, εν προκειμένω δε εκ της αυτούσιας παραθέσεως στο αγωγικό δικόγραφο αποσπασμάτων των από 14-4-2011, από 26-4-2011 και από 9-5-2011 εξωδίκων δηλώσεων του εναγομένου προκύπτει ότι οι επικαλούμενες απ’ αυτόν αιτιάσεις περί κακοδιαχείρισης από την πλευρά των εναγόντων, περί παραγκωνισμού του ιδίου, περί μη απόδοσης λογαριασμού και περί ασυνεννοησίας μεταξύ των εταίρων, συνιστούν πράγματι σπουδαίους λόγους που παρέχουν στον εταίρο δικαίωμα καταγγελίας, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Σε μια τέτοια περίπτωση η καταγγελία ούτε δόλια, ούτε καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ δύναται να χαρακτηριστεί, άνευ παραθέσεως συγκεκριμένων κινήτρων και σκοπών από την πλευρά του καταγγέλοντος, ο δε ισχυρισμός των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων που για πρώτη φορά προβάλλεται στην πρώτη σελίδα της υπό κρίση εφέσεώς τους, ότι δηλαδή ο εναγόμενος προέβη άκαιρα στην καταγγελία, έχοντας σαν σκοπό να εκμεταλλευτεί αποκλειστικά αυτός το εταιρικό κατάστημα, που κατά κυριότητα ανήκε στον ίδιο και στους γονείς του, ουδόλως λαμβάνεται υπόψη, διότι πρόκειται περί πραγματικού ισχυρισμού που μπορούσε να προταθεί στην πρωτόδικη δίκη και δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 527 του ΚΠολΔ εξαιρέσεις, οι οποίες επιτρέπουν τη μεταγενέστερη προβολή νέων ισχυρισμών. Περαιτέρω, η παρατιθέμενη στο δικόγραφο προγενέστερη της καταγγελίας συμπεριφορά του εναγόμενου (όπως η συμμετοχή τούτου στις διάφορες εταιρικές δράσεις, η λήψη από αυτόν επιμισθίου για την προσφερόμενη προσωπική του εργασία, η εκ μέρους του εξαγορά του μεριδίου του αφανούς εταίρου Ι. Λ.), δεν δύναται από μόνη της, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων αδικοπρακτικών και αντίθετων προς τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου ενεργειών και συμπεριφορών του εναγόμενου, να καταστήσει καταχρηστική την εκ μέρους του μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της εταιρείας, δοθέντος ότι εάν όντως η συμπεριφορά των εναγόντων ήταν αυτή που εκτίθεται στα ενυπάρχοντα στο αγωγικό δικόγραφο αποσπάσματα των από 14-4-2011, από 26-4-2011 και από 9-5-2011 εξωδίκων δηλώσεων του καταγγέλλοντας, τότε αυτοί (ενάγοντες) ουχί ευλόγως σχημάτισαν την πεποίθηση ότι ο συνεταίρος τους δεν πρόκειται να ασκήσει ποτέ το δικαίωμά του. Το γεγονός τέλος ότι ο εναγόμενος επέλεξε το δραστικό μέτρο της καταγγελίας της εταιρείας, μολονότι όπως διατείνονται οι ενάγοντες είχε την ευχέρεια είτε να εξαγοράσει τα μερίδιά τους, είτε να τους πωλήσει το δικό του εταιρικό μερίδιο, δεν δύναται από μόνο του να χαρακτηριστεί ως αδικοπρακτική και αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη συμπεριφορά, δοθέντος ότι σ’ αυτόν εναπόκειτο να επιλέξει το είδος του μέσου που θα οδηγούσε στην επίτευξη του σκοπού του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που…απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά τη στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις βάση της… δεν έσφαλε…».
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την πρώτη βάση της αγωγής ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 767 παρ. 2 και 288 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν δεν συνέτρεχε κατά το χρονικό σημείο της καταγγελίας της εταιρείας από τον αναιρεσίβλητο κάποιος λόγος που είχε ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα των διαδίκων εταίρων, αφετέρου δε η επικαλούμενη ζημία των αναιρεσειόντων συνδέεται μόνο με τη λύση καθ’εαυτή της εταιρείας και τη διακοπή της παραγωγικής λειτουργίας της και, συνακόλουθα, με τη στέρηση των κερδών που αυτοί προσδοκούσαν από την εξακολούθηση της λειτουργίας της και την αναμενόμενη συνεχή βελτίωση των επιδόσεών της και όχι με την επιλογή του αναιρεσιβλήτου να καταγγείλει την εταιρεία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία υπήρχε «ειδική προσδοκία κερδών», δηλαδή συνδέεται η ζημία με την ίδια την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας ως ζημιογόνου γεγονότος και όχι με το χρονικό σημείο επιλογής της άσκησής του, και, συνεπώς, δεν πληρούται η έννοια του άκαιρου της καταγγελίας αλλά ούτε και συνάπτεται αιτιωδώς η επικαλούμενη ζημία των αναιρεσειόντων προς το άκαιρο της καταγγελίας εταιρείας. Ειδικότερα δε, τα επικαλούμενα περιστατικά της ανακαίνισης του εταιρικού καταστήματος, της βελτίωσης της τιμολογιακής πολιτικής της εταιρείας και της αύξησης της προβολής αυτής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συνιστούν «ειδικές περιστάσεις», ώστε να προσδοκούν εξ αυτών οι αναιρεσείοντες, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, «ειδικού χαρακτήρα κέρδη», ενώ και τα λοιπά περιστατικά δεν αποτελούν ιδιαίτερες περιστάσεις που επέβαλαν την πάση θυσία πρόσκαιρη συνέχιση της λειτουργίας της, ώστε να πραγματοποιηθούν άμεσα κέρδη ή να αποσοβηθούν αποτρεπτές επικείμενες ζημίες και οι οποίες κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων δεν θα επερχόταν αν ο αναιρεσίβλητος εταίρος είχε καταγγείλει την εταιρεία αργότερα. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη ότι υπέπεσε στην από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 767 παρ 2 ΑΚ, απορρίπτοντας το συναφή λόγο εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης, καθ’ο μέρος απέρριψε ως μη νόμιμη την πρώτη βάση της ένδικης αγωγής περί αποζημιώσεως για άκαιρη καταγγελία της εταιρικής σχέσης, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Εφετείο, απορρίπτοντας ως αόριστη την αγωγή κατά τη δεύτερη εξ αδικοπραξίας βάση αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 919, 767, 330 και 281, ΑΚ και δεν αξίωσε για τη νομική θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα πράγματι οι ως άνω διατάξεις απαιτούν. Και τούτο, διότι, υπό την επίκληση, με γενική αναφορά, ότι η καταγγελία του αναιρεσίβλητου διενεργήθηκε όχι μόνο καταχρηστικά αλλά και με άμεσο δόλο, με σκοπό τη λύση της εταιρείας και την πρόκληση ζημίας στους λοιπούς εταίρους κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη, οι αναιρεσείοντες περιορίστηκαν στην παράθεση του πραγματικού των εν λόγω διατάξεων, ενώ για την πληρότητα του δικογράφου, ενόψει του ότι η αθέτηση της σύμβασης δεν συνιστά από μόνη της αδικοπραξία, ώστε να δημιουργεί αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση αν τεθεί εκτός του συμβατικού πλαισίου, η δε καταγγελία της εταιρείας είναι δικαίωμα του εταίρου και δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών όταν εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος αυτήν, όφειλαν να επικαλεστούν, με την παράθεση σκοπών, μέσων και μεθόδων εκτός των αντικειμενικά προβλέψιμων συναλλακτικά δυνατοτήτων του συγκεκριμένη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου, η οποία, παρά τις εκτιθέμενες στην αγωγή (με την παράθεση του περιεχομένου των εξωδίκων δηλώσεων των διαδίκων) μεταξύ τους αντιθέσεις, να δημιούργησε σ’ αυτούς ευλόγως πεποίθηση, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν πρόκειται να ασκήσει λόγω δικαίωμά του και η οποία συμπεριφορά είναι αντίθετη προς τις κρατούσες αντιλήψεις (που ωσαύτως δεν προσδιορίζονται) στη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλασσομένων. Δεν εκθέτουν δηλαδή οι αναιρεσείοντες περιστατικά που να συνιστούν παράνομη και υπαίτια πράξη του αναιρεσιβλήτου και υπό τα οποία, κατ’ αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, εκδηλώθηκε η θέληση του αναιρεσιβλήτου για επαγωγή συγκεκριμένης ζημίας στους αναιρεσείοντες υπό την έννοια της πρόσφορης μεταξύ τους αιτιότητας, ώστε να είναι εφικτή η θεμελίωση της αγωγής στις περί αδικοπραξιών διατάξεις υπό την ειδικότερη μορφή της καταχρηστικής και αντίθετης στα χρηστά ήθη καταγγελίας της εταιρικής σχέσης εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου με σκοπό τη βλάβη των αναιρεσειόντων, πρώην συνεταίρων του. Χωρίς δε την επίκληση τέτοιων συγκεκριμένων αδικοπρακτικών και αντίθετων προς τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις πράξεων καιπαραλείψεων του αναιρεσιβλήτου, μόνη η παρατιθέμενη στην αγωγή προγενέστερη της καταγγελίας συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου (όπως η συμμετοχή του στις διάφορες εταιρικές δράσεις, η λήψη από αυτόν επιμισθίου για την προσφερόμενη προσωπική του εργασία, η εκ μέρους του εξαγορά του μεριδίου του αφανούς εταίρου), έστω και αν κατευθυνόταν στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού με ενεργή αυτού συμμετοχή, δεν καθιστά καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη την εκ μέρους του μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της εταιρείας, ούτε και ήταν αυτή ικανή να δημιουργήσει ευλόγως στους αναιρεσείοντες την πεποίθηση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμά του, έτσι ώστε η επιδίωξή ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη αυτή άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για τους αναιρεσείοντες επιπτώσεις σε σχέση με το αναμενόμενο για τον αναιρεσίβλητο όφελος από την άσκηση του δικαιώματος του. Επομένως, και ο πρώτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος ως άνω αναιρετικός λόγος, ως προς την προβαλλόμενη από τους αναιρεσείοντες περαιτέρω αιτίαση, όσον αφορά την πληρότητα του ισχυρισμού τους περί «του καταχρηστικού της καταγγελίας ένεκα δόλου του αναιρεσίβλητου που συνίστατο στο ότι αποσκοπούσε να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ομοειδή επιχείριση στο ακίνητο που στεγαζόταν η εταιρεία τους και ανήκε στους γονείς του», ο οποίος απορρίφθηκε, εσφαλμένα όπως διατείνονται, ως απαραδέκτως το πρώτον προβληθείς στο Εφετείο, «διότι τον είχαν προβάλει με την προσθήκη των προτάσεων τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο», πέραν της αοριστίας του, καθόσον οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται την παραβίαση συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης, είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμος, είτε ως πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ερευνήθηκε και απαντήθηκε, είτε ως πλημμέλεια από τον αρ.14 του ως άνω άρθρου, καθόσον η επιχειρούμενη με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεων και με την έφεση συμπλήρωση της βάσεως της αγωγής είναι απαράδεκτη, και συνεπώς το δικαστήριο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντας άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων που ηττώνται (άρθ.176,183, 191 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-9-2019 αίτηση των Π. Α. και Ν. Π. για αναίρεση της με αρ. 1346/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ