ΑΠΟΦΑΣΗ
Torosian κατά Ελλάδας της 07.07.2022 (αρ. προσφ. 48195/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Garik Torosian, είναι Αρμένιος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1983 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στις 16 Φεβρουαρίου 2015 συνελήφθη βάσει εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον ανακριτή και τέθηκε υπό κράτηση επειδή κατηγορείτο για ένοπλη ληστεία, η οποία φέρεται να διαπράχθηκε από κοινού και σε συνδυασμό με άλλα αδικήματα και με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο εναντίον προσώπων, με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο και σοβαρές σωματικές βλάβες. Το 2020 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ ισχυρισζόμενος ότι υπέστη κακομεταχείριση από αστυνομικούς την ημέρα της σύλληψής του αλλά και κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές Διαβατών. Συγκεκριμένα, επικαλούμενος το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε σωματική βία από τους αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της σύλληψής του.
Επικαλούμενος το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ, υποστήριξε ότι οι διοικητικές και δικαστικές αρχές δεν διενήργησαν αποτελεσματική έρευνα για τους ισχυρισμούς του αναφορικά με την αστυνομική βία.
Επικαλούμενος το άρθρο 6, ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασής του σε δικαστήριο λόγω της απόρριψης, ως απαράδεκτης, της έφεσης που άσκησε στις 6 Ιουλίου 2016.
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν διεξήχθη αποτελεσματική έρευνα στην υπόθεση του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ως προς τη διαδικαστική του πτυχή.
Όσον αφορά την ουσιαστική πτυχή του άρθρου 3, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απουσία ιατρικών εγγράφων που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, καθώς και το πρόβλημα υγείας του που αντιμετωπίστηκε κατά προτεραιότητα και με επιτυχία από τους επαγγελματίες υγείας, δεν μπορούσε να συνηγορήσει σε ουσιαστική παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ όσον αφορά την κακομεταχείριση που επικαλέστηκε ο προσφεύγων.
Συνεπώς, δεν διαπίστωσε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3
Άρθρο 6
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Αργά το βράδυ της 16 Φεβρουαρίου 2015, ομάδα τριών αστυνομικών του Αστυνομικού Τμήματος Θεσσαλονίκης συνέλαβε τον προσφεύγοντα δυνάμει του υπ’ αριθμ. 8/2015 εντάλματος σύλληψης. Κατά τη σύλληψη, οι αστυνομικοί έριξαν τον προσφεύγοντα στο έδαφος και του πέρασαν χειροπέδες. Ο προσφεύγων, έκπληκτος, αντέδρασε. Δεν είχε προσπαθήσει να διαφύγει ή να αντισταθεί στις αρχές, αλλά είχε υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στη βία που ασκήθηκε εναντίον του.
Ο προσφεύγων αρνήθηκε από την αρχή κατηγορηματικά ότι διέπραξε την ένοπλη ληστεία, που τον κατηγορούσαν.
Δήλωσε ότι, μετά τη σύλληψή του, είχε υποβληθεί σε μακρά ανάκριση προκειμένου να αναγκαστεί να ομολογήσει ένα έγκλημα το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν είχε διαπράξει. Ισχυρίστηκε ότι μεταφέρθηκε σε αίθουσα όπου λέγεται ότι βρίσκονταν πέντε άτομα, τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα. Γύρω στις 6.30 μ.μ., ένας άνδρας μπήκε στο δωμάτιο και, λόγω της στολής του, ο προσφεύγων υπέθεσε ότι ήταν ο διοικητής. Αυτός ο άνδρας φέρεται να είπε στον προσφεύγοντα ότι ο συγκατηγορούμενος του ομολόγησε την ένοπλη ληστεία και τον ρώτησε αν είχε κάτι να αναφέρει. Ο προσφεύγων αρνήθηκε κατηγορηματικά τη συμμετοχή του στην υπόθεση και εξήγησε γιατί βρισκόταν στην περιοχή. Στη συνέχεια, ο άνδρας φέρεται να τον χαστούκισε δύο φορές στο πρόσωπο και του είπε: «Σταμάτα να λες ψέματα, μαλάκα!» πριν φύγει από το δωμάτιο ενοχλημένος, λέγοντας στους άλλους αξιωματικούς: «Φτιάξτε το». Ενώ ο προσφεύγων φέρεται να ήταν δεμένος με χειροπέδες και να μην μπορούσε να κινηθεί, δύο από τους αστυνομικούς άρχισαν να τον γρονθοκοπούν, τον άρπαξαν, του τράβηξαν τα αυτιά και τον έριξαν στο έδαφος, ενώ ένας τρίτος αστυνομικός φέρεται να τον κλωτσούσε στην κοιλιά και στο στήθος. Μετά από λίγο, ο προσφεύγων συνειδητοποίησε ότι πιθανότατα τον χτυπούσαν με διαφορετικά αντικείμενα, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τι είδους αντικείμενα ήταν και ότι τα αντικείμενα αυτά του προκάλεσαν σοβαρά τραύματα και μώλωπες. Στη συνέχεια, οι δύο αστυνομικοί τον σήκωσαν από το έδαφος, τον έστρεψαν προς τον τοίχο και ένας τέταρτος αστυνομικός φέρεται να τον απείλησε ότι θα του επιτεθεί σεξουαλικά, λέγοντας στους συναδέλφους του: «Βγάλτε του το παντελόνι και θα τον γαμήσω» με σκοπό να τον αναγκάσει σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, να ομολογήσει την ένοπλη ληστεία. Στη συνέχεια, οι αστυνομικοί του έβγαλαν το παντελόνι και τα εσώρουχά του, ο προσφεύγων τρομοκρατήθηκε και άρχισε να αγωνίζεται για να μην υποστεί σεξουαλική βία. Στο τέλος, οι αστυνομικοί του φόρεσαν τα ρούχα χωρίς να κάνουν κάποια περαιτέρω ενέργεια. Στη συνέχεια, ο διοικητής μπήκε ξανά στην αίθουσα και είπε στον προσφεύγοντα «ομολόγησε, θα κάνεις πέντε χρόνια φυλακή και μετά θα είσαι ξανά ελεύθερος». Ο προσφεύγων φέρεται να αρνήθηκε και οι αστυνομικοί συνέχισαν να τον κακομεταχειρίζονται και να τον εξευτελίζουν.
Ο προσφεύγων μη μπορώντας να αντισταθεί στην αφόρητη πίεση που θα του ασκούνταν για αρκετές ώρες, τελικά υποχώρησε. Όταν ο διοικητής επέστρεψε στο δωμάτιο, ο προσφεύγων φέρεται να του είπε: «Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Δώσε μου ό,τι θέλεις να υπογράψω». Ο προσφεύγων υπέγραψε ομολογία στις 17 Φεβρουαρίου 2015 στη 01 π.μ. Ο ίδιος επισήμανε ότι, σε αυτή την ομολογία, οι αστυνομικοί είχαν προσθέσει την ακόλουθη δήλωση: «Αποποιούμαι όλα τα δικαιώματά μου και επιθυμώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αμέσως και χωρίς δικηγόρο».
Η αστυνομία φέρεται να μετέφερε τον προσφεύγοντα στον εισαγγελέα για να παρουσιάσει την υπεράσπισή του. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ενώπιον του εισαγγελέα ότι είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια και απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και αναγκάστηκε να ομολογήσει την ένοπλη ληστεία που κατηγορούνταν και, για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, έβγαλε τα ρούχα του. Ο εισαγγελέας επιβεβαίωσε την ύπαρξη σοβαρών μωλώπων και στη συνέχεια ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση κατά των αστυνομικών για παράβαση του άρθρου 137 Α του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ). Επίσης, φέρεται να ζήτησε να μεταφερθεί και να εξεταστεί άμεσα από ιατροδικαστή και να διατάξει ο εισαγγελέας την επίσκεψη του ιατροδικαστή στο κελί όπου κρατούνταν για να συνταχθεί έκθεση για τα τραύματά του.
Την επομένη ο ιατροδικαστής εξέτασε τον προσφεύγοντα στις Φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης («Φυλακές Διαβατών») και διέταξε τη μεταφορά του στα επείγοντα του «Ιπποκράτειου» Νοσοκομείου. Ο προσφεύγων επικαλέστηκε την έκθεση που συνέταξε ο ιατροδικαστής για να δηλώσει ότι η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί τις επόμενες ημέρες, ότι ο πόνος που ένιωθε στην κοιλιά του γινόταν όλο και πιο έντονος και ότι μέχρι στιγμής δεν του είχε χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή. Τα ξημερώματα της 27ης Φεβρουαρίου 2015, άρχισε να νιώθει αφόρητους πόνους στην κοιλιά του. Ήταν χλωμός, ζαλισμένος και δεν μπορούσε να σηκωθεί και να περπατήσει. Μεταφέρθηκε ως κρατούμενος στα επείγοντα του νοσοκομείου «Παπαγεωργίου», όπου διαγνώστηκε με διάτρηση στομάχου. Χειρουργήθηκε και παρέμεινε στο νοσοκομείο για δεκαπέντε ημέρες. Σύμφωνα με πληροφορίες, βρισκόταν υπό 24ωρη αστυνομική επιτήρηση ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο και δεν επετράπη στους γονείς του να τον επισκεφτούν ή να λάβουν πληροφορίες για την κατάστασή του από τους γιατρούς που τον επέβλεπαν.
Στις 9 Μαρτίου 2015 ο προσφεύγων πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και επέστρεψε στις φυλακές Διαβατών.
Στις 10 Απριλίου 2015 ο προσφεύγων κατέθεσε συμπληρωματικό υπόμνημα στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης. Συμπεριέλαβε τον πλήρη ιατρικό του φάκελο που συντάχθηκε από το νοσοκομείο «Παπαγεωργίου» καθώς και την έκθεση που συνέταξε ο ιατροδικαστής και ζήτησε την ποινική δίωξη κατά των αστυνομικών σύμφωνα με το άρθρο 137 β του Ποινικού Κώδικα.
Ο προσφεύγων δήλωσε ότι, σύμφωνα με έγγραφο που συντάχθηκε στις 20 Ιουλίου 2015 από τις φυλακές Διαβατών μετά από ερώτηση της υποεπιτροπής εσωτερικών υποθέσεων Βορείου Ελλάδος, δεν υπήρξε αντιπαράθεση ή άλλο περιστατικό που τον αφορούσε από την εισαγωγή του στη φυλακή μέχρι και τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Παπαγεωργίου».
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3 (διαδικαστική πτυχή)
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο επισήμανε αρχικά ότι οι ισχυρισμοί που διατύπωσε ο προσφεύγων στις εθνικές αρχές ότι υπέστη από τους αστυνομικούς μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της Σύμβασης ήταν αμφισβητούμενοι. Συνεπώς, η διάταξη αυτή απαιτεί από τις αρχές να διεξαχθεί αποτελεσματική έρευνα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι οι περιστάσεις γύρω από τα γεγονότα της 16 Φεβρουαρίου 2015 αποτέλεσαν αντικείμενο ποινικής διαδικασίας και ότι διενεργήθηκε διοικητική έρευνα. Σημείωσε ότι η CPT είχε τονίσει, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, τις συστημικές αδυναμίες που θεωρούσε κατά τις έρευνες σχετικά με τους ισχυρισμούς για κακομεταχείριση.
Αυτό που έπρεπε να εξεταστεί ήταν αν η επίμαχη διαδικασία πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο παρατήρησε σχετικά ότι υπάρχουν παράγοντες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τον ανεξάρτητο και ενδελεχή χαρακτήρα των εν λόγω ερευνών. Πρώτον, σημείωσε ότι οι υπεύθυνοι της διοικητικής έρευνας ήταν συνάδελφοι των αστυνομικών για τους οποίους υπάρχουν υποψίες ότι εμπλέκονται και ότι δεν εποπτεύονταν από ανεξάρτητη αρχή.
Όσον αφορά την ποινική έρευνα, το Δικαστήριο τόνισε ότι αυτό οδήγησε στην απόρριψη της μήνυσης του προσφεύγοντος. Εάν η υποχρέωση που βαρύνει τα κράτη δεν είναι υποχρέωση αποτελέσματος αλλά μέσων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην παρούσα υπόθεση, τα ακόλουθα στοιχεία θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητά της.
Πρώτον, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι, μετά τα γεγονότα της 16ης Φεβρουαρίου 2015, συντάχθηκαν διάφορες ιατρικές πραγματογνωμοσύνες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση της 20 Φεβρουαρίου 2015, ο προσφεύγων έφερε μώλωπες στα χέρια, γραμμικές βλάβες στους καρπούς του και ευαισθησία στην ψηλάφηση στο κάτω μέρος και των δύο πλευρών του στήθους. Από την έκθεση διαπιστώθηκε επίσης ότι η κοιλιά του προσφεύγοντος ήταν μαλακή, εύκολη στην πίεση και ανώδυνη και ότι οι ήχοι του εντέρου ήταν φυσιολογικοί. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ιατροδικαστή, ο προσφεύγων υπέστη ελαφρά σωματική βλάβη που προκλήθηκε από αμβλύ και αιχμηρό όργανο και κρίθηκε ότι θα πρέπει να είναι εκτός εργασίας για 5 έως 7 ημέρες υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπήρχαν επιπλοκές. Ομως, στις 27 Φεβρουαρίου 2015, ο προσφεύγων εισήχθη στο νοσοκομείο επειγόντως. Σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά που συντάχθηκαν από την ημερομηνία αυτή, ο προσφεύγων υπέστη διάτρηση στομάχου. Επομένως, από τις 20 Φεβρουαρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία εξετάστηκε για πρώτη φορά ο προσφεύγων, έως τις 27 Φεβρουαρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε σημαντικά. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το έγγραφο της 20 Ιουλίου 2015 που συντάχθηκε από τις φυλακές Διαβατών, δεν είχε σημειωθεί άλλη αντιπαράθεση ή περιστατικό κατά το διάστημα από την άφιξη του προσφεύγοντος στη φυλακή αυτή και τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Ιπποκράτειο». Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων κρατούνταν στις φυλακές Διαβατών και ως εκ τούτου βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των εγχώριων αρχών.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, παρά την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του προσφεύγοντος, τα εθνικά δικαστήρια δεν διενήργησαν διεξοδική εξέταση των εν λόγω γεγονότων. Αντίθετα, σημείωσε ότι, με την υπ’ αριθμ. 555/2016 απόφασή του, ο εισαγγελέας πρωτοδικών περιορίστηκε στην παραπομπή στην εξέταση από τον ιατροδικαστή και παρατήρησε ότι «αν το θύμα είχε όντως χτυπηθεί για πολλές ώρες από πολλά άτομα [που θα τον είχαν γρονθοκοπήσει], θα είχε «συρθεί» στο νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση και το σώμα του δεν θα είχε την εικόνα που παρουσιαζόταν στις φωτογραφίες και στην έκθεση του πραγματογνώμονα. Ο αρμόδιος εισαγγελέας κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι δεν συνήχθη με κανέναν τρόπο ότι υπήρχε σχέση μεταξύ της διάτρησης του στομάχου του προσφεύγοντος και του φερόμενου ξυλοδαρμού, και ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διάτρηση οφειλόταν σε ξυλοδαρμό, δεν είχε διαπιστωθεί ότι ήταν συνέπεια ενεργειών των αστυνομικών και όχι πράξεων τρίτων. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σχολίασε περαιτέρω ότι τα διαθέσιμα ιατρικά πιστοποιητικά θα έπρεπε τουλάχιστον να είχαν εξεταστεί προσεκτικά από τις ανακριτικές αρχές.
Το Δικαστήριο παρατήρησε, κατά δεύτερον, ότι όταν τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση, ο προσφεύγων δεν υποβλήθηκε σε καμία ιατρική εξέταση. Ωστόσο, έχει επανειλημμένα τονίσει τη σημασία πραγματοποίησης ιατρικής εξέτασης πριν από την κράτηση ενός ατόμου. Μια τέτοια εξέταση θα μπορούσε να επιτρέψει όχι μόνο να γνωρίζουμε εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι σε θέση να ανακριθεί, αλλά επίσης, σε περίπτωση μεταγενέστερου ισχυρισμού για μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της Σύμβασης, να «απαλλάξει» τις αρχές όσον αφορά την προέλευση των τραυματισμών που διαπιστώθηκαν.
Τρίτον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο εισαγγελέας πρωτοδικών θεώρησε ότι, κατά την υποβολή της μήνυσής του, ο προσφεύγων παραποίησε δολίως τα γεγονότα αποδίδοντας ορισμένους ισχυρισμούς σε άτομα που δεν συμμετείχαν καθόλου, και ότι θεώρησε ότι αυτά τα άτομα ήταν «ευάλωτα» δεδομένου του επαγγέλματός τους. Ο εισαγγελέας ανέφερε επίσης ότι ο προσφεύγων ήθελε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την ενοχή του στη σχετική υπόθεση. Εφάρμοσε το άρθρο 585 § 4 ΚΠΔ και υποχρέωσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανήλθαν σε 80 ευρώ. Το ΕΔΔΑ ανέφερε ότι ο αρμόδιος εισαγγελέας επέβαλε κυρώσεις στον προσφεύγοντα επειδή υπέβαλε μήνυση κατά των αστυνομικών που φέρεται να εμπλέκονται.
Τέταρτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, απορρίπτοντας την έφεση του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη, στις 12 Ιανουαρίου 2017, ο Εισαγγελέας Εφετών έκρινε ότι η σύνταξη της προσφυγής δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του αναπληρωτή προϊσταμένου φυλακών αλλά του Γραμματέα της εισαγγελίας που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 48 ΚΠΔ, παρ. 37 ανωτέρω). Ωστόσο, ο προσφεύγων, ο οποίος κρατούνταν στις φυλακές Διαβατών, είχε ασκήσει το ένδικο μέσω ενώπιον του διευθυντή των φυλακών αυτών. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια και να εξετάσει αν, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, τα άρθρα 462 έως 476 του ΚΠΔ θα ίσχυαν και στην περίπτωση της έφεσής του. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι η έφεση του προσφεύγοντος καταχωρήθηκε, εστάλη στον εισαγγελέα Εφετών. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, αυτή η διαδικασία έδωσε στον προσφεύγοντα την εντύπωση ότι η έφεσή του ήταν παραδεκτή. Εξάλλου, τίποτα δεν εξηγεί γιατί η εν λόγω έφεση καταχωρήθηκε από τον διευθυντή των φυλακών στις 6 Ιουλίου 2016.
Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που εκτίθενται ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν επωφελήθηκε από μια αποτελεσματική έρευνα στην παρούσα υπόθεση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης ως προς τη διαδικαστική του πτυχή.
Άρθρο 3 (ουσιαστική πτυχή)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επανέλαβε ότι η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας είναι απόλυτη, ανεξάρτητα από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται το θύμα.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι όταν τα εν λόγω γεγονότα, εν όλω ή εν μέρει, είναι γνωστά αποκλειστικά στις αρχές, όπως στην περίπτωση ατόμων υπό τον έλεγχό τους, υπό αστυνομική κράτηση, οποιοσδήποτε τραυματισμός που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιουργεί ισχυρά τεκμήρια γεγονότων. Το βάρος της απόδειξης εναπόκειται στη συνέχεια στην Κυβέρνηση, είναι ευθύνη της να παράσχει μια ικανοποιητική και πειστική εξήγηση προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν γεγονότα που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον ισχυρισμό του θύματος. Ελλείψει τέτοιας εξήγησης, το Δικαστήριο δικαιούται να συναγάγει συμπεράσματα που μπορεί να είναι δυσμενή για την κυβέρνηση. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα άτομα που τίθενται υπό κράτηση βρίσκονται σε ευάλωτη θέση και ότι οι αρχές έχουν καθήκον να τα προστατεύουν. Αυτή η αρχή ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις όπου ένα άτομο βρίσκεται στα χέρια της αστυνομίας ή αντίστοιχης αρχής.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, για να επωφεληθούν από το εν λόγω τεκμήριο, τα άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης του άρθρου 3 της Σύμβασης πρέπει να αποδείξουν ότι παρουσιάζουν σημάδια κακομεταχείρισης ενώ προηγουμένως βρίσκονταν στα χέρια της αστυνομίας ή άλλης τέτοιας αρχής. Όπως φαίνεται από ορισμένες υποθέσεις που υποβλήθηκαν ενώπιόν του, συνήθως προσκομίζουν για το σκοπό αυτό ιατρικά πιστοποιητικά που περιγράφουν τραυματισμούς ή ίχνη χτυπημάτων, στα οποία το Δικαστήριο αναγνωρίζει σημαντική αποδεικτική αξία.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι, εξετάζοντας το ζήτημα εάν υπήρξε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στην παρούσα υπόθεση, έπρεπε να βασιστεί στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, οι οποίοι συνιστούν αφετηρία της εξέτασής του. Παρατήρησε σχετικά ότι στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπέστη κακομεταχείριση μόνο κατά τη σύλληψή του και αμέσως μετά τη σύλληψή του, στις 16 Φεβρουαρίου 2015. Δεν ισχυρίστηκε, για παράδειγμα, ότι στη συνέχεια υπέστη μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές Διαβατών, από τις 20 Φεβρουαρίου 2015.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, γενικά, η επιδείνωση της υγείας του δεν διαδραματίζει από μόνη της καθοριστικό ρόλο όσον αφορά τη συμμόρφωση με το άρθρο 3, ιδίως όταν το πρόβλημα υγείας που επικαλείται ο προσφεύγων αντιμετωπίζεται από γιατρούς.
Το Δικαστήριο σχολίασε περαιτέρω ότι οι γιατροί του δημόσιου νοσοκομείου πραγματοποίησαν ακτινογραφία θώρακος, ακτινογραφία πλευρών και υπερηχογράφημα άνω και κάτω κοιλίας του προσφεύγοντος, κατόπιν αιτήματος του ιατροδικαστή. Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι «δεν προέκυψε τίποτα» από αυτές τις εξετάσεις. Εξάλλου, μετά τις εξετάσεις που έγιναν στο νοσοκομείο, ο ιατροδικαστής κατέθεσε ότι «καμία παθολογία δεν ανακαλύφθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2015».
Το Δικαστήριο συνέχισε με το σκεπτικό ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που προσκομίστηκε στην παρούσα υπόθεση – η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται – το οποίο συντάχθηκε τέσσερις ημέρες μετά τα φερόμενα γεγονότα, δηλαδή στις 20 Φεβρουαρίου 2015 αναφέρεται σε βλάβες και μώλωπες στους βραχίονες καθώς και ευαισθησία κατά την ψηλάφηση του κάτω μέρους των πλευρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», ο προσφεύγων είχε εξεταστεί στις 20 Φεβρουαρίου 2015 στα επείγοντα του νοσοκομείου. Διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η κοιλιά του ήταν μαλακή, συμπιεζόταν εύκολα και δεν πονούσε και ότι οι ήχοι του εντέρου ήταν φυσιολογικοί. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι, αφού πραγματοποίησαν ακτινογραφίες και υπερήχους, οι γιατροί στο νοσοκομείο διαπίστωσαν ότι ο προσφεύγων είχε «μια ελαφριά βλάβη λόγω της χρήσης αμβλέος και μυτερού οργάνου». Ο προσφεύγων εισήχθη στη συνέχεια στο νοσοκομείο στις 27 Φεβρουαρίου 2015, για επείγουσα χειρουργική επέμβαση για «διάτρηση στομάχου». Η αξονική τομογραφία, που λήφθηκε πριν από την επέμβαση, δεν έδειξε «καμία βλάβη των μαλακών ιστών της κοιλίας, όπως μυϊκό οίδημα, αιμάτωμα κοιλιακού τοιχώματος και βλάβη οργάνων».
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, πενήντα ημέρες μετά τη σύλληψη, στις 6 Απριλίου 2015, ένας άλλος ιατροδικαστής, που διορίστηκε από τον προσφεύγοντα, συνέταξε πραγματογνωμοσύνη, χωρίς να τον εξετάσει ο ίδιος. Σύμφωνα με αυτή την αναφορά, μόνο το 1,7% των περιπτώσεων διάτρησης στομάχου οφείλεται σε γροθιά ή χτύπημα από γόνατο. Όλες οι άλλες περιπτώσεις (98,3%) οφείλονται σε προθανάτιες καταστάσεις ή σε έλκη που προκαλούνται από φάρμακα. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση του προσφεύγοντος. Όταν ρωτήθηκε γιατί η διάτρηση του στομάχου συνέβη 11 ημέρες μετά τα γεγονότα της 16 Φεβρουαρίου 2015 και επίσης γιατί η ιατρική εξέταση στο νοσοκομείο στις 20 Φεβρουαρίου 2015 δεν εντοπίστηκε, ανέφερε παραδείγματα τροχαίων ατυχημάτων: άτομα που τραυματίστηκαν σε τροχαία ατυχήματα, παίρνουν εξιτήριο για το σπίτι την πρώτη μέρα αλλά επιστρέφουν στο νοσοκομείο «μέσα σε 24 ώρες» με διάτρηση στομάχου.
Ωστόσο, η διάτρηση του στομάχου του προσφεύγοντος σημειώθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2015, όταν ο προσφεύγων κρατούνταν ήδη για μια εβδομάδα στις φυλακές Διαβατών, περίοδο κατά την οποία δεν ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί κακομεταχείριση.
Με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, και ειδικότερα με δεδομένους τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για τα γεγονότα της 16Φεβρουαρίου 2015, η απουσία ιατρικών εγγράφων που να τους επιβεβαιώνουν, καθώς και το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίστηκε κατά προτεραιότητα και με επιτυχία από τους γιατρούς, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 της Σύμβασης όσον αφορά την επικαλούμενη κακομεταχείριση.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη, ενώ απέρριψε το αίτημά του για έξοδα και δαπάνες δεδομένου ότι δεν υπέβαλε σχετικό παραστατικό (επιμέλεια: echrcaselaw.com).