Του Γιώργου Παλαιτσάκη
Την αναδρομική κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και του τέλους επιτηδεύματος διεκδικούν χιλιάδες φορολογούμενοι μέσω της Δικαιοσύνης.
Οι νομικές διεκδικήσεις φέρνουν το Δημόσιο αντιμέτωπο με την πιθανότητα να υποχρεωθεί να επιστρέψει «μνημονιακούς» φόρους συνολικού ύψους άνω των 1,9 δισ. ευρώ, με τους οποίους επιβάρυνε νοικοκυριά και επιχειρήσεις την τελευταία τριετία.
Οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν ήδη δρομολογήσει τις διαδικασίες για την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αναδρομικά από την 1η-1-2021, αξιοποιώντας όλα τα διοικητικά και δικαστικά βοηθήματα που προβλέπει η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία.
Το ποσό που σκοπεύουν να διεκδικήσουν οι δικαστικοί δεν υπερβαίνει τα 20 εκατ. ευρώ.
Όμως, σε περίπτωση κατά την οποία θα ευοδωθούν οι προσπάθειές τους θα ανοίξει ο δρόμος για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους δημοσίους λειτουργούς, πολιτικούς υπαλλήλους και συνταξιούχους να διεκδικήσουν κι αυτοί διά της δικαστικής οδού την απαλλαγή τους από την εισφορά αλληλεγγύης αναδρομικά από το 2021, εξέλιξη η οποία ενδέχεται να προκαλέσει απρόβλεπτη δημοσιονομική δαπάνη, που μπορεί να ανέλθει μέχρι και σε 600 εκατ. ευρώ περίπου για τη διετία 2021-2022.
Από την άλλη πλευρά, η προσφυγή ενός δικηγόρου της Αθήνας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για τη διαγραφή των χρεώσεων του τέλους επιτηδεύματος που του επιβλήθηκαν για το έτος 2020 εξελίχθηκε σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, προκειμένου να κριθεί εάν είναι αντισυνταγματική ή όχι η συνέχιση της επιβολής του τέλους αυτούς κατά τα έτη 2020 και επόμενα.
Σε περίπτωση κατά την οποία το ΣτΕ θα αποφανθεί υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος του δικηγόρου, το Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει σε περισσότερους από 1.000.000 επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες τα τέλη επιτηδεύματος που τους χρέωσε για τα έτη 2020 και 2021, καθώς και να καταργήσει οριστικά την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος και για το 2022 και για τα επόμενα έτη.
Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη υπερβαίνει το 1,35 δισ. ευρώ συνολικά για την τριετία 2020-2022. Πιο αναλυτικά:
Εισφορά αλληλεγγύης
1) Όπως προκύπτει από έγγραφο ενημερωτικό σημείωμα που απέστειλε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος σε όλα τα μέλη της και το οποίο υιοθετήθηκε πρόσφατα ως προς το περιεχόμενό του και από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων:
α) Η άσκηση από την πλευρά των δικαστικών λειτουργών των προβλεπόμενων διοικητικών και δικαστικών βοηθημάτων αποβλέπει στην κατάργηση της επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα εισοδήματά τους και για τα έτη 2021-2022, όπως υπαγορεύεται από τη συνταγματική αρχή της ισότητας έναντι των λοιπών φορολογουμένων.
β) Βασικό επιχείρημα το οποίο προτείνεται να χρησιμοποιήσουν οι δικαστικοί λειτουργοί στις διεκδικήσεις τους είναι ότι η διάταξη με την οποία απαλλάχθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης όλα τα εισοδήματα, πλην των μισθών του δημόσιου τομέα και των συντάξεων, είναι αντισυνταγματική.
Συγκεκριμένα, στο έγγραφο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος επισημαίνεται: «Ως βασικό επιχείρημα για την ολοσχερή απαλλαγή των εισοδημάτων μας από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης προβάλλουμε την αντίθεση στο Σύνταγμα και στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο τόσο της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 298 του Ν. 4738/2020 όσο και της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 72 παρ. 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), σύμφωνα με τις οποίες απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης όλα τα εισοδήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, με μόνη εξαίρεση τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία στον δημόσιο τομέα και τις συντάξεις. Η αντισυνταγματικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων οδηγεί στη μη εφαρμογή αυτών, ως προς το δεύτερο σκέλος που προβλέπει τις ως άνω εξαιρέσεις (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος) και συνακόλουθα στην απαλλαγή και αυτών των εισοδημάτων από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης».
γ) Ο δρόμος για την επίτευξη του στόχου της αναδρομικής κατάργησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, ο οποίος ενδείκνυται να ακολουθήσουν οι δικαστικοί λειτουργοί, προβλέπει, ως πρώτο βήμα, την υποβολή των φετινών φορολογικών δηλώσεων που αφορούν τα εισοδήματα του 2021, με επιφύλαξη. Στη συνέχεια, όπως αναφέρεται στο έγγραφο, θα χρειαστεί να προχωρήσουν -εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από τη στιγμή της κοινοποίησης των εκκαθαριστικών σημειωμάτων τα οποία θα αναγράφουν τη χρέωσή τους με εισφορά αλληλεγγύης ή από τη στιγμή της σιωπηρής απόρριψης της επιφύλαξης εκ μέρους των φορολογικών αρχών- στην υποβολή ενδικοφανών προσφυγών στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Κατόπιν, εφόσον απορριφθούν από τη ΔΕΔ (σιωπηρά ή ρητά) οι παραπάνω προσφυγές εντός 120 ημερών από την υποβολή τους, θα απαιτηθεί να προχωρήσουν στην άσκηση προσφυγών ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόρριψης στους προσφεύγοντες ή από την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας των 120 ημερών, που ισοδυναμεί με τεκμαιρόμενη απόρριψη της προσφυγής.
Τέλος επιτηδεύματος
2) Την ίδια ώρα, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να εκδικάσει με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης το θέμα εάν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η συνέχιση της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και για τα φορολογικά έτη μετά το 2019. Ουσιαστικά, το ΣτΕ θα αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή μη της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος για τα έτη από το 2020 και μετά. Σε περίπτωση κατά την οποία θα κρίνει ότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου από τα φορολογικά έτη 2020 και μετά είναι αντισυνταγματική, το Ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει σε περισσότερους από 1.000.000 επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες ποσά επιβληθέντων τελών επιτηδεύματος συνολικού ύψους άνω των 900 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να νομοθετήσει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τα φορολογικά έτη 2022 και επόμενα, με συνέπεια να δημιουργηθεί δημοσιονομικό κενό άλλων 450 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, που ήδη έχει αρχίσει να καταρτίζεται.Συνολικά, για τα φορολογικά έτη 2020-2022 η απώλεια εσόδων θα φθάσει το 1,35 δισ. ευρώ διότι τα έσοδα που εισπράττει κάθε χρόνο ο κρατικός προϋπολογισμός από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος ανέρχονται σε 450 εκατ. ευρώ.
Το βάρος της απώλειας αυτής θα το υποστεί κυρίως ο κρατικός προϋπολογισμός του 2023, καθώς εκτός από τη «μαύρη τρύπα» των 450 εκατ. ευρώ, θα επιβαρυνθεί και με την υποχρέωση επιστροφών τελών επιτηδεύματος ύψους 900 εκατ. ευρώ αναδρομικά για τα φορολογικά έτη 2020 και 2021.
Η αρμόδια Επιτροπή του ΣτΕ, με απόφαση που εξέδωσε πρόσφατα, έκανε δεκτή την αίτηση ενός δικηγόρου των Αθηνών να εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, η εκκρεμής, ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προσφυγή του, κατά της αποφάσεως του Ελληνικού Δημοσίου να συνεχίζει να επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος και για τα έτη από το 2020 και μετά.
Ειδικότερα, ο φορολογούμενος δικηγόρος κατέθεσε στις 13 Απριλίου 2022 προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της αποφάσεως που είχε εκδώσει στις 3 Φεβρουαρίου 2022 η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).
Με την απόφασή της εκείνη, η ΔΕΔ είχε απορρίψει ενδικοφανή προσφυγή του δικηγόρου κατά της πράξεως επιβολής του τέλους επιτηδεύματος για τη χρήση του 2020, την οποία είχε εκδώσει η αρμόδια ΔΟΥ.
Ουσιαστικά ο δικηγόρος είχε ζητήσει, με την ενδικοφανή προσφυγή του, να διαγραφεί από το εκκαθαριστικό του φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 το ποσό του τέλους επιτηδεύματος των 650 ευρώ που του είχε συμβεβαιωθεί με τον φόρο εισοδήματος κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης για το συγκεκριμένο φορολογικό έτος.
Είχε δε υποστηρίξει ότι «η διατήρηση του τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες για το φορολογικό έτος 2020 είναι αντισυνταγματική, καθώς παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ισότητας που απορρέει από το άρθρο 4 παράγραφος 1 και από το άρθρο 5 του Συντάγματος, ενώ αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλ- λου της ΕΣΔΑ».
Με το ίδιο επιχείρημα, ο εν λόγω δικηγόρος προσέφυγε κατόπιν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και στη συνέχεια αιτήθηκε από το ΣτΕ τη διεξαγωγή πρότυπης δίκης με αντικείμενο την προσφυγή του στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
Σύμφωνα με τον αιτούντα δικηγόρο, το Συμβούλιο της Επικρατείας πρέπει να τοποθετηθεί επί του ζητήματος, εάν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το τέλος επιτηδεύματος κρίθηκε συνταγματικό με την υπ’ αριθμόν 2527/2013 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και ειδικότερα, εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους εξυπηρετούσε το τέλος επιτηδεύματος κατά τον χρόνο της αρχικής θεσπίσεώς του.
Η Επιτροπή του ΣτΕ, η οποία συστήθηκε βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, αποφάσισε να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η κατατεθείσα από τις 13-4-2022 προσφυγή του δικηγόρου Αθηνών, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η απόφαση αυτή της Επιτροπής συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτημα.
Σημειώνεται ότι με βάση το άρθρο 31 του «μνημονιακού» νόμου ν. 3986/2011, από το 2012 και κάθε χρόνο πάνω από 1.000.000 εργαζόμενοι με «μπλοκάκια», μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και κατ’ επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του εκάστοτε προηγούμενου έτους άσκησαν ατομικά τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, καλούνται να πληρώσουν, με το εκκαθαριστικό της φορολογικής δήλωσης, εκτός από τον φόρο εισοδήματος και το τέλος επιτηδεύματος, το οποίο κυμαίνεται από 400 έως 650 ευρώ.
Επιπλέον, κάθε χρόνο χιλιάδες εταιρείες και άλλα νομικά πρόσωπα που είχαν ενεργό δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, καλούνται να καταβάλουν τέλος επιτηδεύματος 800-1.000 ευρώ.
Η υποχρέωση καταβολής των συγκεκριμένων ποσών ισχύει ανεξαρτήτως εάν οι υπόχρεοι είχαν κέρδη ή ζημιές.