Η αξίωση του τρίτου παθόντος σε αυτοκινητικό ατύχημα κατά του ασφαλιστή υπόκειται στη διετή παραγραφή του ν. 489/1976 και όχι στη μεγαλύτερη (τετραετή ή πενταετή) του νεότερου ν. 2496/1997, καθ όσον με τον τελευταίο ρυθμίζονται αξιώσεις του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή και αντιστρόφως, στηριζόμενες αποκλειστικά στη σύμβαση ασφάλισης. Αποκλειστική υπαιτιότητα του επιχειρήσαντος υπέρβαση προπορευομένων οχημάτων.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της 668/2000 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (ΚΠολΔ 681 Α΄), έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα πριν από κάθε επίδοση (ΚΠολΔ 495 επ., 516, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1). Είναι επομένως τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία (ΚΠολΔ 681 Α σε συνδυασμό με 674 παρ. 2 αυτού) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Με την έφεση πρέπει να συνεκδικαστεί και η αντέφεση, που άσκησαν παραδεκτά οι τρεις πρώτοι των εφεσιβλήτων, αντίδικοι των εκκαλούντος με τις έγγραφες προτάσεις τους (ΚΠολΔ 681 Α΄σε συνδυασμό με άρθρο 674 παρ. 1 αυτού) και αφορά τη χρηματική ικανοποίηση που πλήττεται με την έφεση. Κατά το μέρος όμως που στρέφεται εναντίον της δευτέρας των καθ’ ων η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά διαδίκου, ο οποίος δεν άσκησε έφεση (βλ. Εφ Κερ 69/1985 ΕλλΔνη 26.914 – Εφ Λαρ 375/2003 αδημ. – Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ άρθρο 523 αριθ. 16).-
Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη τρεις πρώτοι των εφεσιβλήτων ζήτησαν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από αυτοκινητικό ατύχημα που οφείλεται σε υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, οδηγού και κυρίου του ζημιογόνου αυτοκινήτου, το οποίο είχε ασφαλίσει στη δεύτερη από αυτούς και ήδη τετάρτη των εφεσιβλήτων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, την απέρριψε ως παραγεγραμμένη κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά του υπαιτίου οδηγού. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και αντέφεση και τα δύο διάδικα μέρη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό οι μεν ενάγοντες να γίνει δεκτή η αγωγή τους εξ ολοκλήρου, ο δε εναγόμενος να απορριφθεί η αγωγή.-
Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 489/1976 το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι του ποσού αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Κατά δε τη διάταξη της δευτέρας παραγράφου του ίδιου άρθρου η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει κατά της ασφαλιστικής εταιρίας ευθεία αξίωση, η οποία υπόκειται στη βραχύχρονη διετή παραγραφή που αρχίζει από την ημέρα του ατυχήματος (βλ. ΑΠ 997/1999 Επ Συγκ Δ 2001.573). Η παραγραφή αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά την έναρξη ισχύος του Ν.2496/1997, εφόσον η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.489/1976 που προβλέπει αυτή δεν θίχτηκε από τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, με την οποία ορίζεται ότι οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά τέσσερα χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν, ενόψει της διαφορετικότητας των θεμάτων που ρυθμίζονται από κάθε διάταξη. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.489/1976 ρυθμίζεται η έναρξη και η διάρκεια της παραγραφής της αξίωσης του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή, ο οποίος δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως καλύπτει την αστική ευθύνη συγκεκριμένων προσώπων (οδηγού, κατόχου, ιδιοκτήτη) για ατυχήματα που προκαλούνται σε τρίτον από το ασφαλιζόμενο αυτοκίνητο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.2496/1997 ρυθμίζονται οι αξιώσεις του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή και αντιστρόφως, οι οποίες στηρίζονται αποκλειστικά στη σύμβαση ασφάλισης. Επομένως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.2496/1997 τροποποίησε σιωπηρώς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.489/1976 και η παραγραφή της αξίωσης του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή είναι τεσσάρων ή πέντε ετών, ανάλογα με την περίπτωση (βλ. Εφ Λαρ 517/2002 αδημ – Αθ. Κρητικό «Η παραγραφή των αξιώσεων του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή βάσει του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.489/1976 και ο Ν.2496/1997» Επ Συγκ Δ 2000.66 – ίδιου «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» Συμπλήρωμα 2002 αριθ.2127 α΄).
Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι η αξίωση αποζημίωσης του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή υπόκειται στη βραχύχρονη διετή παραγραφή του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.489/1976 και ότι αυτή δεν μεταβλήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.2496/1997. Ακολούθως κι ενόψει του ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα στις 22-10-1995, ενώ η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στη δεύτερη εναγομένη, ασφαλιστική εταιρία, στις 15-9-1999 (βλ. σημείωση αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Μ. Δ. στο αντίγραφο αυτής), έκαμε δεκτή την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, που η τελευταία πρότεινε παραδεκτά με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και απέρριψε ως προς αυτή την αγωγή ως παραγεγραμμένη. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος του εφετηρίου.-
Από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), που περιέχεται στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία οι ίδιοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τις 18.30 το απόγευμα της 22ας Οκτωβρίου 1995 ο εκκαλών, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΡΙΑ-… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του, έβαινε στην Εθνική οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση προς Αθήνα. Όταν έφθασε στο ύψος του 445ου χιλιομέτρου αυτής, από έλλειψη της απαιτούμενης κατά την οδήγηση επιμέλειας και προσοχής μέσου συνετού οδηγού, ενήργησε προσπέρασμα από τα αριστερά δύο στη σειρά προπορευομένων αυτοκινήτων, του με αριθμό κυκλοφορίας ΡΙΗ-… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου που οδηγούσε ο μη διάδικος Σ.Σ. και του ΤΧ …. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου που οδηγούσε επίσης ο μη διάδικος Ι.Β., στο οποίο επέβαιναν οι τρεις πρώτοι των εφεσιβλήτων, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το κάνει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας. Αποτέλεσμα της παράλειψής του αυτής και της ανεπτυγμένης ταχύτητας του οχήματός του ήταν μετά και το προσπέρασμα του δευτέρου αυτοκινήτου στην προσπάθειά του να επαναφέρει το αυτοκίνητό του στο δεξιό ρεύμα πορείας, να επιπέσει με σφοδρότητα στο προπορευόμενο αυτού με αριθμό κυκλοφορίας ΟΖ-… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο μη διάδικος Α.Α. και ακολούθως το αυτοκίνητο του Ι.Β. να επιπέσει στο αυτοκίνητο του Σ.Σ. και να τραυματισθούν οι τρεις πρώτοι των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε σωστά ότι ο τραυματισμός των τριών πρώτων εφεσιβλήτων οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εκκαλούντος. Ο τελευταίος δεν παραπονείται ως προς το κεφάλαιο αυτό με συγκεκριμένο λόγο έφεσης.
Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι από τη σύγκρουση ο πρώτος των εφεσιβλήτων υπέστη απώλεια αισθήσεων, περιτραυματική αμνησία (χωρίς ζάλη, πονοκέφαλο, έμετο και εστιακή νευρολογική σημειολογία), ευαισθησία θώρακος και κάκωση πλευρών και θώρακα (βλ. …/19-3-1996 πιστοποιητικό του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης). Η δεύτερη εφεσίβλητος υπέστη εξάρθρημα ακρωμιοκλειδικής (βλ. …/19-3-1996 πιστοποιητικό του ίδιου Νοσοκομείου). Και η τρίτη εφεσίβλητος υπέστη κάκωση πλευρών (βλ. …/19-3-1996 πιστοποιητικό του ίδιου Νοσοκομείου). Το Δικαστήριο σταθμίζοντας τις συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του εκκαλούντος, το είδος του τραυματισμού των τριών πρώτων εφεσιβλήτων, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, των οποίων η τελευταία κρίνεται ικανοποιητική, κρίνει ότι οι άνω εφεσίβλητοι υπέστησαν ηθική βλάβη. Προς αποκατάσταση δε αυτής πρέπει να επιδικαστεί, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον πρώτο το ποσό των 150.000 δρχ., στη δεύτερη το ποσό των 250.000 δρχ. και στην τρίτη το ποσό των 150.000 δρχ. Εφόσον η εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια και επιδίκασε στους εφεσιβλήτους ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης τα ανωτέρω ποσά, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου πρώτος και τρίτος λόγοι του εφετηρίου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθώς και η αντέφεση. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε η συνδρομή κι άλλων περιστατικών ή ειδικών συνθηκών και περιστάσεων που προέρχονται από τη συμπεριφορά των τριών πρώτων εφεσιβλήτων, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας των δικαιούχων επί τέσσερα περίπου χρόνια, να δημιουργήθηκε εύλογα στον εκκαλούντα η πεποίθηση της μη ενάσκησης της ένδικης αγωγής. Εφόσον η εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, που ο εκκαλών πρότεινε παραδεκτά με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα και αβάσιμα.-
Μετά τις σκέψεις αυτές η έφεση και η αντέφεση, που δεν περιλαμβάνουν άλλο λόγο, πρέπει να απορριφθούν. Τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω της μερικής νίκης και ήττας κάθε διαδίκου (ΚΠολΔ 178 παρ. 1, όπως ίσχυε πριν το Ν.2915/2001 – βλ. άρθρο 22 παρ. 2 αυτού).-