ΑΠΟΦΑΣΗ
Bieliński κατά Πολωνίας της 21.07.2022 (αρ. προσφ. 48762/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κοινωνικές παροχές, συντάξεις και υποχρέωση των κρατών για άμεση εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή λόγω ξαφνικής μείωσης της σύνταξής του με νομοθετική ρύθμιση. Παρά το γεγονός της σπουδαιότητας της υπόθεσης για τη διαβίωση του, εκδόθηκε απόφαση επί της προσφυγής του 4 χρόνια μετά την κατάθεση της. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης και έλλειψη αποτελεσματικού ένδικου μέσου που θα επιδίκαζε αποζημίωση λόγω της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Το Στρασβούργο, επανέλαβε ότι είναι καθήκον του κράτους να οργανώσει το δικαστικό του σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήρια του να μπορούν να ανταποκριθούν στην υποχρέωση εκδίκασης υποθέσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Διαπίστωσε ότι ο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο προσφεύγων λάμβανε το μειωμένο ποσό της σύνταξης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι συνταξιοδοτικές διαφορές εμπίπτουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων που απαιτούν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξέτασή τους από τις εθνικές αρχές. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν βρήκε επαρκή αιτιολόγηση για την καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης του προσφεύγοντος και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ για την καθυστέρηση της διαδικασίας
Ακολούθως έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ για έλλειψη ενδίκου βοηθήματος στην εγχώρια νομοθεσία που θα επιδίκαζε αποζημίωση λόγω της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης του.
Τέλος έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο γιατί θεώρησε ότι η διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν υπερβολική σε τέτοιο βαθμό ώστε να στερήσει από τον προσφεύγοντα την ίδια την ουσία του δικαιώματός του.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2.100 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Janusz Leszek Bieliński, είναι πολωνός υπήκοος που γεννήθηκε το 1957 και ζει στο Radziejowice (Πολωνία).
Η υπόθεση αφορούσε τη μείωση της σύνταξης γήρατος του βάσει νέου νόμου που τέθηκε σε ισχύ το 2009 για πρώην διοικητικούς υπαλλήλους των ενόπλων δυνάμεων. Η προσφυγή του κατά της απόφασης για μείωση του συντάξιμου ποσού που ελάμβανε είχε κατατεθεί το 2017, και εκδικάστηκε το 2021.
Στηριζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική και ότι δεν υπήρχε ένδικο βοήθημα για να υποβάλει αυτήν την καταγγελία σε εθνικό επίπεδο. Υποστήριξε επίσης βάσει του άρθρου 6 § 1 ότι η παρατεταμένη περίοδος εκδίκασης των υποθέσεων του από τα εθνικά δικαστήρια ουσιαστικά του στέρησαν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6§1
Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται υπό το φως των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης και λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών. Στο τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα.
Το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης επιβάλλει στα Συμβαλλόμενα Κράτη την υποχρέωση να οργανώνουν τα δικαστικά τους συστήματα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήρια τους να μπορούν να ικανοποιούν καθεμία από τις απαιτήσεις της παρούσας διάταξης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης εκδίκασης υποθέσεων εντός εύλογου χρόνου.
Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι χρειάστηκαν πέντε μήνες για να διαβιβαστούν οι προσφυγές του προσφεύγοντος από αντίστοιχο ταμείο στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας . Στη συνέχεια, μετά από άλλους πέντε μήνες, η διαδικασία ανεστάλη. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2019, δηλαδή για δεκαοκτώ μήνες. Η πρώτη ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2020, δηλαδή σχεδόν έντεκα μήνες μετά την επανάληψη της διαδικασίας και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε έξι μήνες μετά την ακρόαση. Η υπόθεση δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη, ούτε απαιτούσε τη λήψη εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ο προσφεύγων συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στη καθυστέρηση της διαδικασίας.
Είναι γεγονός ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας χρειάστηκε να αντιμετωπίσει έναν εξαιρετικά μεγάλο φόρτο εργασίας μετά τη μείωση των κοινωνικών παροχών για χιλιάδες πρώην υπαλλήλους των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε παραπάνω, είναι καθήκον του κράτους να οργανώσει το δικαστικό του σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήρια του να μπορούν να ανταποκριθούν στην υποχρέωση εκδίκασης των υποθέσεων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας μπορούσε να αποδοθεί μόνο εν μέρει στις καθυστερήσεις ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου. Η διάρκειά τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να ήταν καθοριστικό για την εξέταση προσφυγών όπως αυτής του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι διαδικασίες ενώπιον Συνταγματικού Δικαστηρίου λαμβάνονται υπόψη όταν, αν και το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της ουσίας, η απόφασή του μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της διαφοράς ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου εκκρεμούσε από τις 27 Φεβρουαρίου 2018, δηλαδή για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, και δεν έχει εκδοθεί καμία απόφαση. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η επίμαχη διαδικασία αφορούσε τα μέσα διαβίωσης του προσφεύγοντος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο προσφεύγων λάμβανε το μειωμένο ποσό της σύνταξης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι συνταξιοδοτικές διαφορές εμπίπτουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων που απαιτούν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξέτασή τους από τις εθνικές αρχές.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν βρήκε επαρκή αιτιολόγηση για την καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 13
Οι σχετικές αρχές σχετικά με την αποτελεσματικότητα ενός ένδικου μέσου στο πλαίσιο της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας συνοψίστηκαν στην υπόθεση Rutkowski κ.α. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσφυγή του προσφεύγοντος είναι «αναμφισβήτητη» για τους σκοπούς του άρθρου 13 και ότι είχε δικαίωμα σε ένδικο μέσο με το οποίο θα μπορούσε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την παραβίαση της Σύμβασης ενώπιον των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένης αποζημίωσης για ηθική βλάβη που υπέστη λόγω καθυστερήσεων που είχαν σημειωθεί στην περίπτωσή του.
Ο προσφεύγων υπέβαλε τουλάχιστον δύο προσφυγές βάσει του νόμου του 2004. Η πρώτη του απορρίφθηκε στις 11 Ιουλίου 2018, δηλαδή ένα μήνα μετά την αναστολή της διαδικασίας. Ωστόσο, η δεύτερη για την διάρκεια της διαδικασίας εξετάστηκε στις 23 Αυγούστου 2019 και απορρίφθηκε από το Εφετείο της Βαρσοβίας, το οποίο αιτιολόγησε ότι η διάρκεια της διαδικασίας δεν μπορούσε να αποδοθεί στο Περιφερειακό Δικαστήριο, δεδομένου ότι είχαν ανασταλεί εν αναμονή της εξέτασης των νομικών ζητημάτων από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο εξέτασε προηγουμένως τον Νόμο του 2004 σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 και το άρθρο 13 της Σύμβασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν «αποτελεσματικός» για τους σκοπούς του. Ωστόσο, μετά από πολλά χρόνια εξελίξεων στην πολωνική δικαστική πρακτική, το Δικαστήριο αποφάσισε να επανεξετάσει την προηγούμενη θέση του σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας προσφυγής βάσει του νόμου του 2004 όσον αφορά την αντισταθμιστική πτυχή της και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ. Στην παρούσα υπόθεση, ομοίως, η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν προέκυψε εξ ολοκλήρου από παραλείψεις συγκεκριμένων δικαστηρίων. Μάλλον, η διάρκειά τους οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην περίοδο κατά την οποία περίμεναν την έκβαση της υπόθεσης ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αυτό επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την καταγγελία του προσφεύγοντος για τη διάρκεια της διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρχε ένδικο μέσο στο πολωνικό εγχώριο σύστημα που να στοχεύει στην αμφισβήτηση του χρόνου που απαιτείται για την εξέταση μιας υπόθεσης στην οποία αναστέλλεται η δικαστική διαδικασία εν αναμονή της εξέτασης ενός νομικού ζητήματος από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, στις ειδικές διαδικαστικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπου η διάρκεια της διαδικασίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την εξέταση της υπόθεσης από το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο προσφεύγων δεν είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικό ένδικο μέσο για να εξασφαλίσει την κατάλληλη ελάφρυνση για την παραβίαση της Σύμβασης ενώπιον των εθνικών αρχών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε και παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης.
Άρθρο 6 § 1 (για έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο)
Αναφορικά με τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά των αποφάσεων που μείωναν τις κοινωνικές του παροχές και ότι οι προσφυγές του, με κάποια καθυστέρηση, διαβιβάστηκαν στο αρμόδιο δικαστήριο. Η διαδικασία ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου ανεστάλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι η διαδικασία στην υπόθεση του προσφεύγοντος ήταν χρονοβόρα, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το διακύβευμα για αυτόν, ωστόσο, δεν θεώρησε ότι η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική σε τέτοιο βαθμό ώστε να στερήσει από τον προσφεύγοντα την ίδια την ουσία του δικαιώματός του. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η καταγγελία βάσει του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 και την απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση ( άρθρο 41): To ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2.100 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 763,05 για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).