Σύμφωνα με στοιχεία του Centre for Research on Energy and Clean Air, η Ελλάδα ήταν 12η στην κατάταξη των χωρών με τις μεγαλύτερες εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων τις πρώτες 100 ημέρες μετά την εισβολή στην Ουκρανία
H Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά η Ευρωπαϊκή Ενωση συνεισέφερε το 61% των εσόδων της Ρωσίας από εξαγωγές ορυκτών καυσίμων.
Τις πρώτες εκατό ημέρες από την εισβολή της στην Ουκρανία, η Ρωσία εισέπραξε το ιλιγγιώδες ποσό των 97,7 δισ. δολαρίων ή 977 εκατ. δολάρια ημερησίως, παρά τις κυρώσεις της Δύσης και την προσπάθεια της Ευρώπης να διαφοροποιήσει τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της.
Σύμφωνα με στοιχεία του Centre for Research on Energy and Clean Air, η Ελλάδα ήταν 12η στην κατάταξη των χωρών με τις μεγαλύτερες εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων στο διάστημα αυτό, με τη ζήτηση της να αφορά κυρίως φυσικό αέριο μέσω αγωγού και το αργό πετρέλαιο.
Η Κίνα ξεπέρασε τη Γερμανία ως μεγαλύτερος εισαγωγές ρωσικών καυσίμων
Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία ήταν οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία μετά την Κίνα, ενώ στην πέμπτη θέση ήταν η Τουρκία.
Η Κίνα εισήγαγε σχεδόν 2 εκατ. βαρέλια ρωσικού πετρελαίου την ημέρα τον Μάιο ή σχεδόν 55% σε σχέση με πέρυσι, με τις αγορές να γίνονται με σημαντική έκπτωση σε σχέση με τις υπερβολικές τιμές της αγοράς. Αντίστοιχα, η Ρωσία έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου της Κίνας, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τη Σαουδική Αραβία.
Τη μεγαλύτερη αύξηση εισαγωγών κατέγραψε η Ινδία, η οποία αγόρασε το 18% των συνολικών εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου την περίοδο των 100 ημερών. Σημειωτέον ότι σημαντικη ποσότητα του πετρελαίου που αγοράζει η Ινδία από τη Ρωσία επανεξάγεται με τη μορφή κατεργασμένων προϊόντων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο μηνιαίος όγκος εισαγωγών ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία ήταν μειωμένος 15% τον Μάιο καθώς αρκετές ευρωπαϊκές χώρες μείωσαν ή σταμάτησαν εντελώς τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας. Ορισμένες μάλιστα αρνήθηκαν την πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια, όπως είχε ζητήσει η Μόσχα, οδηγώντας στη μείωση των εισαγωγών.