Υπολείπεται η Ελλάδα στην αποτελεσματική εφαρμογή στη δικαστική λειτουργία. Απαιτούνται σημαντικές πρωτοβουλίες αναφέρεται όπως είχε αποκαλύψει το dikastiko.gr.
Ειδικές συστάσεις στα κράτη- μέλη της Ε.Ε. περιλαμβάνει η τρίτη κατά σειρά έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου, που δημοσιεύθηκε επισήμως την Τετάρτη.
Πέρα από τα «αγκάθια» που καταγράφονται για την Ελλάδα, στην έκθεση επισημαίνονται και αρκετά θετικά. Μεταξύ αυτών αναφέρεται πως η ψηφιοποίηση της διοικητικής δικαιοσύνης έχει προχωρήσει αρκετά, ενώ η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα με στόχο τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για τα άτομα με αναπηρία.
Όπως είχε γράψει το dikastiko.gr σοβαρές προκλήσεις εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης της Ελλάδας ως προς την αποδοτικότητά του.
Οι στατιστικές δείχνουν ότι το πολιτικό δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει προκλήσεις αποτελεσματικότητας, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση επίδικων αστικών και εμπορικών διαφορών σε πρώτο βαθμό έχει αυξηθεί (637 ημέρες το 2019 έναντι 559 ημερών το 2018). Στη διοικητική δικαιοσύνη, το ποσοστό μη εκκαθάρισης υποθέσεων παρέμεινε υψηλό (162,8% το 2020 έναντι 163,5% το 2018) αν και ο απαιτούμενος χρόνος που απαιτείτο μειώθηκε (σε 551 το 2020 από 601 ημέρες το 2018).
Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, η ψήφιση του αναθεωρημένου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επιδιώκει να εισάγει βελτιώσεις όσον αφορά τις καθυστερήσεις και τη συνοχή της νομολογίας.
Ωστόσο, τονίζει ότι η αντίληψη για τη διαφθορά του δημόσιου τομέα παραμένει υψηλό. Στον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς του 2022 από τη Διεθνή Διαφάνεια, η Ελλάδα σημειώνει 49/100 και κατατάσσεται 17η στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 58η παγκοσμίως .
Αυτή η αντίληψη ήταν σχετικά σταθερή τα τελευταία πέντε χρόνια. Το Ειδικό Ευρωβαρόμετρο για τη Διαφθορά του 2022 δείχνει ότι το 98% των ερωτηθέντων θεωρούν τη διαφθορά διαδεδομένη στη χώρα τους (μέσος όρος ΕΕ 68%) και το 59% των ερωτηθέντων αισθάνεται ότι επηρεάζεται προσωπικά από τη διαφθορά στην καθημερινή τους ζωή (μέσος όρος ΕΕ 24%).
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, το 90% των εταιρειών θεωρεί ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη (μέσος όρος ΕΕ 63%) και το 76% θεωρεί ότι η διαφθορά αποτελεί πρόβλημα κατά την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας (μέσος όρος ΕΕ 34%).
Επιπλέον, το 30% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι υπάρχουν αρκετές επιτυχείς διώξεις για να αποτρέψουν τους πολίτες από πρακτικές διαφθοράς (μέσος όρος ΕΕ 34%), ενώ το 19% των εταιρειών πιστεύει ότι άτομα και επιχειρήσεις που συλλαμβάνονται για δωροδοκία ανώτερου αξιωματούχου τιμωρούνται κατάλληλα (μέσος όρος ΕΕ 29 %).
Παράλληλα, το επίπεδο της αντιλαμβανόμενης δικαστικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να μην είναι αυξημένο. Συνολικά, το 53% του γενικού πληθυσμού και το 59% των εταιρειών αντιλαμβάνονται το επίπεδο ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών ως «αρκετά ή πολύ καλό» το 2022.
Σύμφωνα με στοιχεία στον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ για τη δικαιοσύνη του 2022, δεν μπορεί να εντοπιστεί σαφής τάση στην εξέλιξη του αντιληπτού επιπέδου ανεξαρτησίας από το 2016. Και τα δύο στοιχεία έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το 2021 (55% για το ευρύ κοινό και 60% για τις εταιρείες). αλλά είναι υψηλότερα από το 2016 (47% για το ευρύ κοινό και 37% για τις εταιρείες).
Κράτος δικαίου: Οι διορισμοί των ανώτατων δικαστικών λειτουργών
Οι διαδικασίες διορισμού για τις ανώτατες και ανώτερες θέσεις δικαστών και εισαγγελέων συνεχίζουν να προκαλούν ανησυχίες, σύμφωνα με την Κομισιόν. Όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες εκθέσεις για το κράτος δικαίου, το σύστημα διορισμών εγείρει ανησυχίες ότι υπόκειται σε δυνητικά ισχυρή επιρροή από την εκτελεστική εξουσία.
Η σχετική νομοθεσία ορίζει ότι οι διορισμοί δικαστών και εισαγγελέων στις υψηλότερες θέσεις – όπως ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου – γίνονται με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν εισήγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη κοινοβουλευτικού οργάνου. Δεν υπάρχει καμία ανάμειξη του δικαστικού σώματος στη διαδικασία διορισμού και το Σύνταγμα αποκλείει 14 αποτυχόντες υποψηφίους από το να υποβάλουν ενώπιον ανεξάρτητου δικαστηρίου την απόφαση να μην τους προτείνει για διορισμό.
Επίσης, στην έκθεση τονίζεται πως η Ελλάδα στερείται ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου για την προστασία ανώνυμων μαρτύρων και δεν έχει ακόμη μεταφέρει την οδηγία για την προστασία των πληροφοριοδοτών.
Ειδική αναφορά γίνεται στην ανάγκη να διασφαλιστεί νομικά η βελτίωση της προστασίας των δημοσιογράφων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Σύμφωνα με την Κομισιόν πρόκειται για ένα τομέα, στον οποίο “νοσεί” η χώρα.
«Εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν απειλές και επιθέσεις ενώ το επαγγελματικό τους περιβάλλον έχει επιδεινωθεί περαιτέρω» ενώ κόλαφος είναι η έκθεση και για το πόθεν έσχες, καθώς οι κανόνες για τη δεοντολογία των πολιτικών υπαλλήλων συνέχισαν να εφαρμόζονται, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες όσον αφορά την ακεραιότητα στο πλαίσιο της αστυνομίας.