Εφόσον το μίσθιο χρησιμοποιήθηκε ως οικογενειακή στέγη, κατόπιν του θανάτου του μισθωτή ο επιζών σύζυγος υπεισέρχεται εκ του νόμου, και σε κάθε περίπτωση ως κληρονόμος του θανόντος, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μισθωτικής σχέσης με συνέπεια τον αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου κληρονόμου του θανόντος χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή ότι το μίσθιο χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη. Τα ανωτέρω ισχύουν και στο σύμφωνο συμβίωσης. Ο επιζών συμβίος υπεισέρχεται στη μισθωτική σχέση του θανόντος συμβίου. Διακοπή και επανάληψη δίκης λόγω θανάτου διαδίκου. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο έστω και σιωπηρά η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξαγάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επανάληψης και η δίκη συνεχίζεται κανονικά.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 2528/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τμήμα 7° – Μισθωτικών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Άλκηστη Σιάννου – Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 1η Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ., κατοίκου Κυψέλης Αττικής (οδός .), με ΑΦΜ ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Χριστοδούλου.
Του εφεσίβλητου: ., κατοίκου Νέας Υόρκης ΗΠΑ, ., F. Ν.Υ. ., με ΑΦΜ ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Στ. Κούρου.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ., άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της ., την από 4.10.2019 (πρώτη) αγωγή του (με γενικό αριθμό κατάθεσης ./4.10.2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./4.10.2019), η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10-12-2019, οπότε και διακόπηκε βίαια η δίκη λόγω θανάτου στις 11-10-2019 της εναγομένης .. Ακολούθως, η υπόθεση εισήχθη για συζήτηση με την από 24-2-2020 (με γενικό αριθμό κατάθεσης ./26.2.2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./26.2.2020) κλήση του ως άνω ενάγοντος, σε βάρος του ., η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 8-4-2020, οπότε ματαιώθηκε και στη συνέχεια με πράξη του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 2-10-2020. Επίσης, ο ίδιος ως άνω ενάγων και νυν εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος του ., την από 6-3-2020 (δεύτερη) αγωγή του (με γενικό αριθμό κατάθεσης ./6.3.2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./6.3.2020), η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-4-2020, οπότε ματαιώθηκε και στη συνέχεια με πράξη του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 2-10-2020. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάσθηκαν και συζητήθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, στις 2-10-2020, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 152/20121 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία τις έκανε δεκτές.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ηττηθείς ως άνω καθ’ ου η κλήση (στην πρώτη αγωγή) και εναγόμενος (στη δεύτερη αγωγή), Δημήτριος Νίκας του Κωνσταντίνου, με την από 23-3-2021 έφεση του, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./23.3.2021 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./8.6.2021 ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Για τη συζήτηση της έφεσης ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε αυτή αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και κατέθεσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η υπό κρίση έφεση κατά της 152/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα (με την καταβολή του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ παραβόλου) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 § 1, 496, 498, 511, 513 § 1, 516 § 1, 517 και 518 § 1 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 10-3-2021, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. .Δ/10-3-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος και η υπό κρίση από 23-3-2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 23-3-2021 (βλ. την με αριθμό ./23-3-2021 πράξη κατάθεσης του αρμοδίου γραμματέως επί του δικογράφου της έφεσης), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών που προβλέπει το άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 ΚΠολΔ).
ΙΙ.Α. Σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, στην οποία κατά την ενδοτικού δικαίου ρύθμιση του άρθρου 590 ΑΚ, «ο εκμισθωτής φέρει τα βάρη του μισθίου και τους φόρους που το βαρύνουν», η επιβάρυνση του μισθωτή έναντι του εκμισθωτή με τις κοινόχρηστες δαπάνες, οι οποίες απορρέουν από την τυχόν σχέση οροφοκτησίας, κατ’ άρθρο 5 του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» αλλά και με τις δαπάνες ηλεκτροδότησης και ύδρευσης, προϋποθέτει σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, εκμισθωτή και μισθωτή. Επομένως, ο εκμισθωτής, εφόσον ο μισθωτής αποφεύγει την εκπλήρωση της συμβατικής αυτής υποχρέωσης, δικαιούται να επιδιώξει την καταβολή του ποσού της δαπάνης από τον δεύτερο. Ο εκμισθωτής, για να είναι ορισμένη η αξίωση του αυτή, οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στη συμβατική αυτή υποχρέωση, στο χρονικό διάστημα της μίσθωσης, στο είδος της παροχής, στο συνολικό ποσό της δαπάνης και στην υπαγωγή της μέσα στη χρονική διάρκεια της μισθωτικής σύμβασης (ΑΠ 573/1996 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ ΣΑ, ΕφΠειρ 638/1992 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 520 και 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί να ζητεί την απόρριψη της ο εκκαλών, έστω και για άλλο λόγο, λ.χ. για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και επιπλέον να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση χωρίς την άσκηση εκ μέρους του εφεσίβλητου ιδίας έφεσης ή αντέφεσης (ΑΠ 1004/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 413/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 530/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 911/2008 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με βάση το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, το εφετείο αποκτά την εξουσία να κρίνει αυτεπαγγέλτως εάν η αγωγή είναι ή όχι ορισμένη (ΑΠ 248/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 419/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/1997 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 84/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 433/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 294/2020 ΝΟΜΟΣ).
Β. Περαιτέρω, στο άρθρο 612 § 2 του ΚΠολΔ, ορίζονται τα ακόλουθα: «Στην περίπτωση, όπου το μίσθιο χρησίμευε, όσο ζούσε ο μισθωτής, ως οικογενειακή στέγη με την έννοια του άρθρου 1393 και ζει κατά το χρόνο του θανάτου του ο σύζυγος του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά σ’ αυτόν, ο οποίος δικαιούται όμως, τηρώντας την προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, να καταγγείλει οποτεδήποτε τη μίσθωση». Η παραπάνω διάταξη είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου (Απ. Γεωργιάδης, ΕιδΕνοχΔ, I, § 31, αριθ. 26, Χ. Παπαδάκης, Αγωγές 2007, αριθ. 5368, Ν. Ψούνη – Ζορμπά, «Η τύχη της μίσθωσης οικογενειακής στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.591επ και ιδίως 604), αφού αποσκοπεί στην προστασία του συζύγου που επιζεί, με το να του εξασφαλίσει την παραμονή του στην οικογενειακή στέγη μετά το θάνατο του συζύγου του μισθωτή και για να μη διαταραχθεί ο ρυθμός της μέχρι τώρα ζωής του (Απ. Γεωργιάδης, «Η οικογενειακή στέγη» σε ΕλλΔνη 1988, σελ.1292, με παραπομπές στη θεωρία), αντίληψη που ενισχύεται και από το γράμμα του νόμου, ο οποίος δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία (I. Κατράς, Ερμηνεία των άρθρων 612 και 612Α του Αστικού Κώδικα σε ΑρχΝ 1983.186). Έτσι, είναι άκυρη η συμφωνία ότι ο θάνατος του μισθωτή θα επιφέρει τη λύση της μίσθωσης (Ρ. Παντελίδου σε ΣΕΑΚ, άρθρο 612, αριθ. 16) ή ότι ο επιζών σύζυγος δεν θα έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, ενώ επίσης δεν είναι νόμιμη η συμφωνία ότι αντί για τον επιζώντα σύζυγο θα υπεισέρχεται κάποιος τρίτος στη μίσθωση (Ν. Ψούνη – Ζορμπά, «Η τύχη της μίσθωσης οικογενειακής στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.605). Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη που πηγάζει από τη φύση της υπεισέλευσης ως διαδοχής από το νόμο, όπως αυτή αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω και την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, δεν είναι νοητή παραίτηση του επιζώντος συζύγου από το δικαίωμα υπεισέλευσης (Ν. Ψούνη – Ζορμπά, «Η τύχη της μίσθωσης οικογενειακής στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.613-614), ενώ κατ’ άλλη άποψη, ο επιζών σύζυγος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα υπεισέλευσης οπότε στη μισθωτική σχέση θα υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του μισθωτή (Απ. Γεωργιάδης, «Η οικογενειακή στέγη» σε ΕλλΔνη 1988, σελ. 1294). Η τελευταία αυτή άποψη αφενός μεν δε συμβιβάζεται με τη φύση της υπεισέλευσης, αφετέρου δημιουργεί σωρεία δυσεπίλυτων προβλημάτων (προθεσμία για παραίτηση, εξακολούθηση μίσθωσης χωρίς μισθωτή μέχρι να οριστικοποιηθεί η υπεισέλευση κλπ) και επιπρόσθετα η άποψη αυτή δεν είναι και πρακτικά και λογικά αποδεκτή στις συναλλαγές, αφού θα δημιουργούσε πλείστα προβλήματα στον εκμισθωτή (I. Κατράς, Αστικές και Νέες εμπορικές μισθώσεις, έκδοση 2020, § 46Α, 561). Για την υπεισέλευση του συζύγου στη μίσθωση δεν απαιτείται να είχε γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή η χρήση του μισθίου ως οικογενειακής στέγης, αρκεί μόνο ότι το μίσθιο αποτελούσε πράγματι την οικογενειακή στέγη (Ν. Ψούνη – Ζορμπά, «Η τύχη της μίσθωσης οικογενειακής στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.603). Αυτό προϋποθέτει συμβίωση των συζύγων στο μίσθιο και δεν έχει σημασία αν ο ένας από τους συζύγους ή και οι δύο ήταν κύριοι ακινήτων κατοικιών στις οποίες όμως δεν κατοικούσαν, αρκεί ότι οικογενειακή στέγη ήταν το μίσθιο. Έτσι, αν οι σύζυγοι δεν συμβιούσαν στην ίδια στέγη, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ, ενώ οικογενειακή στέγη εξακολουθεί να υπάρχει και στην περίπτωση που, μετά τη διακοπή της συμβίωσης, το δικαστήριο είχε παραχωρήσει, κατ’ άρθρο 1393 ΑΚ, την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης στον επιζώντα σύζυγο (Απ. Γεωργιάδης, ΕιδΕνοχΔ, I, § στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.603, βλ. όμως Χ. Παπαδάκη, Αγωγές, 2007, αριθ. 5370). Περαιτέρω, αναφορικά με την φύση της υπεισέλευσης του επιζώντος συζύγου στη μισθωτική σύμβαση του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ έχουν υποστηριχθεί οι ακόλουθες απόψεις: Κατά μία άποψη, την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, ο επιζών σύζυγος υπεισέρχεται στη μίσθωση, στην περίπτωση του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ, έστω και αν δεν είναι κληρονόμος του μισθωτή – συζύγου του, δηλαδή ακόμη και αν αποποιήθηκε την κληρονομιά του. Έτσι, το κληρονομικό δικαίωμα των κληρονόμων του μισθωτή αποκλείεται και περιέρχεται αποκλειστικά, με απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, στον επιζώντα σύζυγο, όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου αλλά του συζύγου, σαν ειδικού διαδόχου στη σχέση από το νόμο, όπως προκύπτει και από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης και συνεπώς ανεξάρτητα από την αποδοχή ή όχι της κληρονομιάς. Πρόκειται, δηλαδή, για μία εξωκληρονομική ρύθμιση, που ισχύει ανεξαρτήτως κληρονομικής ιδιότητας, ήτοι ως ειδική διαδοχή με μελλοντική ενέργεια και συγκεκριμένα ως μία ιδιότυπη εκ του νόμου υπεισέλευση, με συνέπεια ο επιζών σύζυγος να υπεισέρχεται ως μισθωτής στη μίσθωση από το νόμο και όχι με βάση το κληρονομικό του δικαίωμα (Π. Φίλιος, ΕιδΕνοχΔ, έκδοση 2005, § 52.Β. Ι.2, σελ. 308, Π. Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ, II, έκδοση 2005, § 125.1.2, σελ. 48). Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να συνάγεται τόσο από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ, η οποία στοχεύει, όπως προαναφέρθηκε, στο να προστατέψει τον επιζώντα σύζυγο, εξασφαλίζοντας του την παραμονή του στην οικογενειακή στέγη μετά τον θάνατο του συζύγου του όσο και από το γράμμα του νόμου σύμφωνα με το οποίο «…τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά (αποκλείοντας κάθε άλλο) σ’ αυτόν» (I. Κατράς, Αστικές και Νέες εμπορικές μισθώσεις, έκδοση 2020, § 46, 562 – 563, Β. Βαθρακοκοίλης, Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ έκδοση, Τόμος Α’, άρθρο 612, σελ. 797 – 798). Έτσι, ο μισθωτής δεν μπορεί να ορίσει με διαθήκη ότι στη μίσθωση θα υπεισέρχονται άλλα άτομα εκτός από τη σύζυγο του (Έτσι ήδη και Ν. Ψούνη – Ζορμπά, «Η τύχη της μίσθωσης οικογενειακής στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.599 και 605). Κατά μία άλλη άποψη, η υπεισέλευση του μισθωτή στη μίσθωση γίνεται «κληρονομικά) δικαιώματι» (Χ. Παπαδάκης, Αγωγές, 2007, αριθ. 5377, Απ. Γεωργιάδη, «Η οικογενειακή στέγη» σε ΕλλΔνη 1988.1293, Ρ. Παντελίδου σε ΣΕΑΚ, άρθρο 612, αριθ. 17). Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι δεν είναι ορθό να αποσυνδεθεί πλήρως η υπεισέλευση του συζύγου από την κληρονομική διαδοχή (βλ. Κ. Παντελίδου, Μίσθωση πράγματος και ειδικές μισθώσεις, έκδοση 2020, § 14, αριθ. 6, σημ. 83 – 85, σελ. 226). Τέλος, κατά μία άλλη άποψη πρόκειται για κληροδοσία εκ του νόμου (I. Σπυριδάκης, Μίσθωση κατοικίας, σελ. 292). Περαιτέρω, αναφορικά με την έκταση της υπεισέλευσης, κατά μία άποψη, που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, ο επιζών σύζυγος υπεισέρχεται στη μισθωτική σχέση εξαρχής και αποκτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τη μίσθωση είτε αυτά γεννήθηκαν πριν είτε μετά το θάνατο του μισθωτή (I. Κατράς, Αστικές και Νέες εμπορικές μισθώσεις, έκδοση 2020, § 46.563, Χ. Παπαδάκης, Αγωγές, 2007, αριθ. 5383επ, Απ. Γεωργιάδης, ΕιδΕνοχΔ, I, § 31, αριθ. 28, Ν. Ψούνη – Ζορμπά, «Η τύχη της μίσθωσης οικογενειακής στέγης σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή συζύγου» σε ΕλλΔνη 1994.607επ), ενώ κατ’ άλλη άποψη, η υπεισέλευση δεν έχει αναδρομική δύναμη και επέρχεται από το χρόνο του θανάτου του μισθωτή και περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που γεννώνται μετά το θάνατο (Π. Φίλιος, Μισθώσεις κατοικίας, §13.Β.III.1, σελ. 65, I. Σπυριδάκης, Μίσθωση κατοικίας, σελ. 293). Σημειώνεται δε ότι ενόψει των προαναφερομένων αλλά και από τη διατύπωση της ίδιας της διάταξης του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ («αποκλειστικά», «οποτεδήποτε») πρέπει να θεωρηθεί αυτή αναγκαστικού δικαίου, με την έννοια ότι ο μισθωτής δεν μπορεί να ορίσει ότι η μίσθωση οικογενειακής στέγης λύεται με το θάνατο του (Π. Φίλιος, Ειδ.ΕνοχΔ I, § 52α, Β, Κ. Παντελίδου, Μίσθωση πράγματος και ειδικές μισθώσεις, έκδοση 2020, § 14, αριθ. 6, σημ. 84, σελ. 226, αντίθετα Β. Τσούμας, Αστικές & Εμπορικές Μισθώσεις – Οροφοκτησία, έκδοση 2012, § 20, σελ. 398). Τέλος, στο άρθρο 8 εδάφιο α’ του Ν. 4356/2015, που αφορά στο σύμφωνο συμβίωσης, ορίζεται ότι «Ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους» και στο άρθρο 12 εδάφιο α’ του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Άλλες διατάξεις νόμων που αφορούν αξιώσεις των συζύγων μεταξύ τους, καθώς και αξιώσεις, παροχές και προνόμια έναντι τρίτων ή έναντι του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέρη του συμφώνου, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο…». Επομένως, η διάταξη του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ και όσα ερμηνεύθηκαν ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης (βλ. I. Κατρά, Αστικές και Νέες εμπορικές μισθώσεις, έκδοση 2020, § 44Β, αριθ. 3, σελ. 553 και § 46.Β. αριθ. 5, σελ. 562).
Γ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α’, 287 § 1 και 290 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά τα άρθρα 524 § 1 και 591 § 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης και στις ειδικές διαδικασίες, συνδυαζόμενες και προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο θάνατος διαδίκου, ο οποίος, όμως, πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει την δίκη, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να γίνει εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων υπέρ των οποίων επήλθε η διακοπή, τα οποία υπεισέρχονται στην δικονομική του θέση. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει την δίκη στην θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί επανάληψης και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 110/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 194/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1205/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 618/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 2453/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να γίνει, όπως προαναφέρθηκε, εκούσια με ρητή δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, αλλά και σιωπηρά, από τα πρόσωπα τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στην δικονομική του θέση. Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 ΚΠολΔ, προκύπτει, εκτός άλλων, ότι στην περίπτωση διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχος του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και στην εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα διαδικασία (ΕφΑιγ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 218/2020 ΝΟΜΟΣ). Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επανάληψης και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 836/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 807/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 507/2020 ΝΟΜΟΣ).
III. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και νυν εφεσίβλητος με την (πρώτη) από 4-10-2019 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./4-10-2019) αγωγή του ιστορούσε ότι με το από 8-3-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης εκμίσθωσε στην (αρχική) εναγόμενη, ., το ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο και δη τη με στοιχεία Ε-1 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα), εμβαδού 150 τμ, που βρίσκεται στον πέμπτο όροφο πολυώροφης οικοδομής στην Αθήνα, επί της οδού ., προκειμένου η μισθώτρια να τη χρησιμοποιήσει ως κατοικία της ίδιας και του τότε συντρόφου της, ., νυν εκκαλούντος, ότι η διάρκεια της σύμβασης μίσθωσης ορίστηκε τριών (3) ετών, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 15-3-1999 μέχρι 15-3-2002, το δε μηναίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 200.000 δραχμών, πλέον του τέλους χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 5% ετησίως. Ότι επιπλέον συμφωνήθηκε ότι τη μισθώτρια βαρύνουν μεταξύ άλλων οι κοινόχρηστες δαπάνες που αναλογούν στο μίσθιο και ότι η ανωτέρω μισθώτρια, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, κατέβαλε στον ίδιο (ενάγοντα) το ποσόν των 400.000 δραχμών (ήδη 1.173,88 ευρώ), το οποίο συμφωνήθηκε να επιστραφεί κατά τη λήξη της μίσθωσης και μετά την ακριβή εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της, ήτοι συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό δόθηκε ως ποινική ρήτρα. Ότι, στη συνέχεια, με τα από 15-4-2011, 15-5-2012 και 15-7-2013 ιδιωτικά συμφωνητικά η διάρκεια της μίσθωσης παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι τις 15-07-2014, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα μειώθηκε διαδοχικά και ορίστηκε στο ποσό των 625 ευρώ και έκτοτε με προφορική συμφωνία του ίδιου (ενάγοντος) και της μισθώτριας η σύμβαση μίσθωσης παρατάθηκε για αόριστο χρόνο. Ότι η μισθώτρια, αν και έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου, δεν κατέβαλε από δυστροπία τα μισθώματα των μισθωτικών μηνών Ιουλίου (από 15-7-2019 μέχρι 14-8-2019), Αυγούστου (από 15-8-2019 μέχρι 14-9-2019) και Σεπτεμβρίου (από 15-9-2019 μέχρι ΜΙ 0-2019) του έτους 2019, συνολικού ποσού 1.875 ευρώ (625 ευρώ χ 3 μήνες), παρόλο που επανειλημμένα οχλήθηκε σχετικά. Ότι, λόγω της δυστροπίας της εναγομένης στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, δικαιούται να ζητήσει την απόδοση του μισθίου. Ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η εναγομένη δεν τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της από τη σύμβαση μίσθωσης, αφού κατέστη δύστροπη και συνεπώς κατέπεσε υπέρ του ίδιου (ενάγοντος) ως ποινική ρήτρα το ποσό των 1.173,88 ευρώ που του είχε δοθεί ως «εγγύηση». Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε: 1) να υποχρεωθεί η εναγομένη μισθώτρια, καθώς και κάθε τρίτος που κατέχει στο όνομα αυτής ή απ’ αυτή έλκει δικαιώματα, να του αποδώσει τη χρήση του μίσθιου ακινήτου, για το λόγο ότι έχει καταστεί επανειλημμένα δύστροπη, διότι, παρότι επανειλημμένα οχλήθηκε, καθυστερεί από δυστροπία να καταβάλει τα ήδη ληξιπρόθεσμα μισθώματα, 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.875 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε μισθώματος, ήτοι την 30η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση και 3) να αναγνωριστεί ότι κατέπεσε υπέρ του ως ποινική ρήτρα η δοθείσα από τη μισθώτρια «εγγύηση» ποσού 1.173,88 ευρώ. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η παραπάνω αγωγή προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10-12-2019, κατά την οποία διακόπηκε βίαια η δίκη λόγω θανάτου της εναγομένης, ., στις 11-10-2019. Ακολούθως, ο ενάγων με την από 24-2-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./26-2-2020) αίτηση – κλήση του, σε βάρος του . και νυν εκκαλούντος, επανέφερε προς συζήτηση την ως άνω αγωγή, εκθέτοντας ότι την 11-10-2019 απεβίωσε, στην Αθήνα, η αρχική εναγομένη, ., συμβία του καθ’ ου η κλήση, ., με τον οποίο είχε συνάψει το υπ’ αριθ. ./3.7.2018 σύμφωνο συμβίωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών . Ότι κατά της ως άνω εναγομένης είχε ασκήσει την προαναφερόμενη αγωγή του, κοινοποιηθείσα και προς τον συμβίο και σύνοικο της αρχικής εναγομένης, καθ’ ου η κλήση και νυν εκκαλούντα, πλην όμως κατά τη συζήτηση της, στις 10-12-2019, γνωστοποιήθηκε ο θάνατος της μισθώτριας, αρχικής εναγομένης, και κατόπιν τούτου διεκόπη βιαίως η δίκη. Ότι παρελθούσης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης, άνευ αποποίησης από τον καθ’ ου η κλήση της κληρονομιάς της ως άνω συμβίας του και αρχικής εναγομένης, ., ο καθ’ ου η κλήση τυγχάνει κληρονόμος αυτής και κατόπιν του θανάτου της μισθώτριας εφαρμόζονται, κατ’ άρθρο 8 εδάφιο α’ του Ν. 4356/2015, αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους καθώς και η διάταξη του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ. Ότι, κατόπιν τούτων, ο καθ’ ου η κλήση υπεισήλθε αποκλειστικά, κατ’ άρθρο 612 § 2 του ΑΚ, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της υπό κρίση μίσθωσης και δη αναδρομικά, νομιμοποιούμενος παθητικά στην υπό κρίση αγωγή. Ότι ο καθ’ ου η κλήση ουδέποτε άσκησε το δικαίωμα του περί καταγγελίας της μίσθωσης, αλλά εξακολουθεί να κατοικεί στο μίσθιο, χωρίς να έχει καταβάλει τα αιτούμενα με την υπό κρίση αγωγή μισθώματα, ούτε και εκείνα που οφείλει μετά το θάνατο της μισθώτριας, έχοντας υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της επίδικης μίσθωσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε να γίνει δεκτή η ως άνω κλήση προκειμένου να ορισθεί νέα ημερομηνία συζήτησης της ως άνω από 4-10-2019 αγωγής του, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-4-2020, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2-10-2020. Περαιτέρω, ο ίδιος ενάγων με τη (δεύτερη) από 6-3-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./6-3-2020) αγωγή του ιστορούσε όσα εξέθεσε στην ανωτέρω πρώτη αγωγή του. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι, μετά το θάνατο της εναγομένης της πρώτης αγωγής – μισθώτριας, ., στις 11-10-2019, συνέχισε να κάνει χρήση του μίσθιου ακινήτου ο εναγόμενος, ., ο οποίος συνδεόταν με τη μισθώτρια με σύμφωνο συμβίωσης, που συντάχθηκε στις 3-7-2018 και επομένως στη σύμβαση μίσθωσης υπεισήλθε ως μισθωτής αποκλειστικά ο εναγόμενος (άρθρα 8 του Ν. 4356/2015, 612 § 2 του ΑΚ), ο οποίος δεν προέβη σε καταγγελία της μίσθωσης. Ότι ο εναγόμενος, πέραν της υποχρέωσης του προς καταβολή των οφειλόμενων από τη μισθώτρια . ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, που κατέστησαν επίδικα με την πρώτη υπό κρίση αγωγή, δεν κατέβαλε από δυστροπία, αν και έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου, τα μισθώματα και των μισθωτικών μηνών Οκτωβρίου (από 15-10-2019 μέχρι 14-11-2019), Νοεμβρίου (από 15-11-2019 μέχρι 14-12-2019) και Δεκεμβρίου (από 15-12-2019 μέχρι 14-1-2020) του έτους 2019 και Ιανουαρίου (από 15-1-2020 μέχρι 14-2-2020) και Φεβρουαρίου (από 15-2-2020 μέχρι 14-3-2020) του έτους 2020, συνολικού ποσού 3.125 ευρώ (625 ευρώ χ 5 μήνες). Ότι, επιπλέον ο εναγόμενος δεν κατέβαλε, ως όφειλε, τις κοινόχρηστες δαπάνες, που βαρύνουν το μίσθιο, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2019, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 276,60 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να καταβάλει ο ίδιος (ενάγων) το ανωτέρω ποσό (276,60 ευρώ) στο διαχειριστή της πολυκατοικίας. Ότι, λόγω της δυστροπίας του εναγομένου στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, δικαιούται να ζητήσει την απόδοση του μισθίου και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η μισθώτρια ., αλλά και ο εναγόμενος, δεν τήρησαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους από τη σύμβαση μίσθωσης, αφού κατέστησαν δύστροποι, συνεπώς κατέπεσε υπέρ του ίδιου (ενάγοντος) ως ποινική ρήτρα το ποσό των 1.173,88 ευρώ που δόθηκε ως «εγγύηση» από την μισθώτρια. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε: 1) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, καθώς και κάθε τρίτος που κατέχει στο όνομα αυτού ή απ’ αυτόν έλκει δικαιώματα, να του αποδώσει τη χρήση του μίσθιου ακινήτου, για το λόγο ότι έχει καταστεί επανειλημμένα δύστροπος, διότι καθυστερεί από δυστροπία να καταβάλει τα ήδη ληξιπρόθεσμα μισθώματα, 2) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 3.125 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα, άλλως ως αποζημίωση χρήσης (σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι η σύμβαση μίσθωσης λύθηκε με το θάνατο της μισθώτριας .), με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε μισθώματος, ήτοι την 30η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση και β) το συνολικό ποσό των 276,60 ευρώ, που αφορά κοινόχρηστες δαπάνες των μηνών Ιουλίου – Αυγούστου 2019, Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2019 και Νοεμβρίου 2019 – Δεκεμβρίου 2019, το ποσόν δε αυτό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και 3) να αναγνωριστεί ότι κατέπεσε υπέρ του ως ποινική ρήτρα η δοθείσα από τη μισθώτρια . «εγγύηση» ποσού 1.173,88 ευρώ. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η παραπάνω αγωγή προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-4-2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2-10-2020, οπότε, αφού συνεκδικάσθηκε με την πρώτη ως άνω από 4-10-2019 αγωγή, συζητήθηκαν αμφότερες, αντιμωλία των διαδίκων και επ’ αυτών εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 152/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτές έγιναν δεκτές ως και κατ’ ουσία βάσιμες. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ο ηττηθείς ως άνω καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος, με την οποία επικαλείται εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθούν στο σύνολο τους οι προαναφερόμενες αγωγές.
IV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του ενάγοντος (ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να απαιτείται ειδική αξιολόγηση καθενός αποδεικτικού μέσου ούτε διάκριση από ποιό από αυτά προκύπτει άμεση απόδειξη και από ποιό έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1611/2008 ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρον 529 του ΚΠολΔ, από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρα 261, 524 § 1 εδάφιο α’, 591 § 1 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρα 336 § 4 του ΚΠολΔ, 591 § 1 εδάφιο α’ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 8-3-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ο ενάγων εκμίσθωσε στην αρχική εναγομένη, ., τη με στοιχεία Ε-. οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα), εμβαδού 150 τμ, που βρίσκεται στον πέμπτο όροφο πολυώροφης οικοδομής στην Αθήνα, επί της οδού ., προκειμένου η μισθώτρια να τη χρησιμοποιήσει ως κατοικία της ίδιας και του τότε συντρόφου της, ., καθ’ ου η κλήση – εναγομένου και νυν εκκαλούντος. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών και συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 15-3-1999 μέχρι 15-3-2002, το δε μηναίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 200.000 δραχμών, πλέον του τέλους χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 5% ετησίως και καταβαλλόμενο την 15η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι τη μισθώτρια βαρύνουν, μεταξύ άλλων, οι κοινόχρηστες δαπάνες που αναλογούν στο μίσθιο (όρος 3 της σύμβασης). Η ανωτέρω μισθώτρια, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 400.000 δραχμών (ήδη 1.173,88 ευρώ), το οποίο συμφωνήθηκε να της επιστραφεί κατά τη λήξη της μίσθωσης και μετά την ακριβή εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της, ήτοι συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό δόθηκε ως ποινική ρήτρα (όρος 4 της σύμβασης). Το ποσό αυτό συμφωνήθηκε ότι θα αναπροσαρμόζεται αυτοδικαίως και άνευ άλλου τινός μετά από κάθε αναπροσαρμογή του μισθώματος ώστε να αντιστοιχεί πάντοτε προς τα μισθώματα δύο (2) μηνών, ενώ συμφωνήθηκε επιπρόσθετα ότι το ποσόν αυτό δεν δύναται να συμψηφιστεί με τυχόν οφειλόμενα μισθώματα ή άλλες οφειλές της μισθώτριας (όρος 4 της σύμβασης) καθώς και ότι θα καταπίπτει υπέρ του ενάγοντος λόγω ποινικής ρήτρας σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής του μισθώματος, της εγγύησης και εν γένει παράβασης των όρων και συμφωνιών του εν λόγω συμφωνητικού μίσθωσης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση (όρος 10 της σύμβασης). Επίσης, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ότι η καθυστέρηση και η μη εμπρόθεσμη πληρωμή του μηνιαίου μισθώματος παρέχει το δικαίωμα στον εκμισθωτή ενάγοντα, εκτός των άλλων, να ζητήσει την αποβολή της μισθώτριας από το μίσθιο (όρος 10 της σύμβασης). Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, η μισθώτρια παρέλαβε αυθημερόν (8-3-1999) το μίσθιο και έκανε ακώλυτη χρήση αυτού. Στη συνέχεια, με τα από 15-4-2011, 15-5-2012 και 15-7-2013 ιδιωτικά συμφωνητικά η διάρκεια της μίσθωσης παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι τις 15-7-2014, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα μειώθηκε διαδοχικά και τελικά ορίστηκε στο ποσό των εξακοσίων είκοσι πέντε (625) ευρώ. Έκτοτε, με προφορική συμφωνία του ενάγοντος και της μισθώτριας . η σύμβαση μίσθωσης παρατάθηκε για αόριστο χρόνο, με μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 625 ευρώ. Η μισθώτρια, αν και έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου μαζί με τον εναγόμενο και νυν εκκαλούντα, ., διατηρώντας αυτό καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ως οικογενειακή τους στέγη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες του ενάγοντος και νυν εφεσίβλητου, δεν κατέβαλε από δυστροπία τα μισθώματα των μισθωτικών μηνών Ιουλίου (από 15-7-2019 μέχρι 14-8-2019), Αυγούστου (από 15-8-2019 μέχρι 14-9-2019) και Σεπτεμβρίου (από 15-9-2019 μέχρι 14-9-2019) του έτους 2019, συνολικού ποσού 1.875 ευρώ (625 ευρώ χ 3 μήνες). Ειδικότερα, με την από 12.7.2019 εξώδικη όχληση, διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση του κατά της μισθώτριας και του συμβίου και συνοίκου αυτής . (βλ. τις υπ’ αριθ. .Δ/15-7-2019 και .Δ/15-7-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητού του Εφετείου Αθηνών .) ο ενάγων κάλεσε αυτούς να του καταβάλουν μέχρι την 25-7-2019 τα μισθώματα των μισθωτικών μηνών Μαΐου 2019 (15-5-2019 – 14-6-2019), ποσού 625,00 ευρώ και Ιουνίου 2019 (15-6-2019 – 14-7-2019), ποσού 625,00 ευρώ καθώς και τις οφειλές κοινοχρήστων κ.λπ. (ποσού 174,05 ευρώ), τα οποία ποσά καταβλήθηκαν τελικά την 25-7-2019. Ακολούθως, ο ενάγων με την από 11.9.2019 εξώδικη όχληση, διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση του κατά της μισθώτριας και του συμβίου και συνοίκου αυτής, . (βλ. τις υπ’ αριθ. .Δ/11-9-2019 και .Δ/11-9-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητού του Εφετείου Αθηνών .) κάλεσε αυτούς να του καταβάλουν μέχρι την 25-9-2019 τα μισθώματα των μισθωτικών μηνών Ιουλίου 2019 (15-7-2019 – 14-8-2019), ποσού 625,00 ευρώ και Αυγούστου 2019 (15-8-2019 – 14-9-2019), ποσού 625,00 ευρώ, πλην όμως αμφότεροι αρνήθηκαν να του καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά, οπότε ο ενάγων άσκησε την από 4-10-2019 (πρώτη) υπό κρίση αγωγή του. Στις 11-10-2019, απεβίωσε η μισθώτρια . και μετά το θάνατο αυτής στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης υπεισήλθε ως μισθωτής αποκλειστικά ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος, ., με τον οποίο η θανούσα συνδεόταν με το υπ’ αριθ. ./3-7-2018 σύμφωνο συμβίωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών . (βλ. την με ημερομηνία από 6-2-2020 προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο Ληξιαρχική Πράξη Συμφώνου Συμβίωσης του Δήμου Αθηναίων). Ειδικότερα, εφόσον το μίσθιο χρησίμευε, όσο ζούσε η ., ως οικογενειακή στέγη της ίδιας και του ., τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση, είτε αυτά γεννήθηκαν πριν, είτε μετά το θάνατο της ανωτέρω μισθώτριας, περιήλθαν αποκλειστικά στον ., ο οποίος δεν κατήγγειλε τη σύμβαση. Έτσι, ο ., σύμφωνα και με όσα έχουν αναφερθεί στην υπό στοιχεία ΙΙΒ νομική σκέψη της παρούσας, υπεισήλθε στην ανωτέρω μίσθωση ως επιζών συμβίος της θανούσας μισθώτριας, σύμφωνα με το άρθρο 612 § 2 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4356/2015, ανεξαρτήτως μάλιστα του εάν είναι ή όχι κληρονόμος του μισθώτριας – συζύγου του. Έτσι, οποιοδήποτε κληρονομικό δικαίωμα των κληρονόμων της . αναφορικά με την επίδικη μίσθωση αποκλείεται και περιέρχεται αποκλειστικά, με απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, στον εναγόμενο, όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου αλλά του συμβίου, σαν ειδικού διαδόχου στη σχέση από το νόμο, όπως προκύπτει και από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης και συνεπώς ανεξάρτητα από την αποδοχή ή όχι της κληρονομιάς. Πρόκειται, λοιπόν, όπως αναφέρθηκε, για μία εξωκληρονομική ρύθμιση, που ισχύει ανεξάρτητα από την κληρονομική ιδιότητα, ήτοι ως ειδική διαδοχή με μελλοντική ενέργεια και συγκεκριμένα ως μία ιδιότυπη εκ του νόμου υπεισέλευση, με συνέπεια ο επιζών συμβίος να υπεισέρχεται αποκλειστικά αυτός ως μισθωτής στη μίσθωση από το νόμο και όχι με βάση το κληρονομικό του δικαίωμα. Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να συνάγεται τόσο από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ, η οποία στοχεύει στο να προστατέψει τον επιζώντα σύζυγο, εξασφαλίζοντας του την παραμονή του στην οικογενειακή στέγη μετά τον θάνατο του συζύγου του όσο και από το γράμμα του νόμου σύμφωνα με το οποίο «…τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά (αποκλείοντας κάθε άλλο) σ’ αυτόν». Επάλληλα, όμως με τα ανωτέρω, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι, κατά το άρθρο 612 § 2 του ΑΚ, η υπεισέλευση του μισθωτή στη μίσθωση γίνεται «κληρονομικά) δικαιώματι», όπως υποστηρίζεται, και πάλι ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος και νυν εκκαλών, ., θα ήταν υποχρεωμένος αυτός αποκλειστικά και μόνον, αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλον τυχόν κληρονόμο της θανούσας μισθώτριας, να καταβάλει στον ενάγοντα τα οφειλόμενα πριν και μετά το θάνατο της μισθώτριας μισθώματα, αφού ο ίδιος είναι και εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, εφόσον δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομιά της ούτε έχει κατατεθεί αγωγή σε βάρος του περί αμφισβήτησης του κληρονομικού του δικαιώματος, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο έγγραφα, ήτοι το με αριθμό πρωτοκόλλου ./16-12-2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Θηβαίων, τα με αριθμούς ./12-2-2020, ./29-1-2022, ./12-2-2020 και ./1-2-2022 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τα με αριθμούς ./8-2-2022 και ./9-2-2022 πιστοποιητικά του Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, ο καθ’ ου η κλήση -εναγόμενος, ., υποχρεούται προς καταβολή των οφειλομένων από τη μισθώτρια . ανωτέρω ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, συνολικού ποσού 1.875 ευρώ. Επιπρόσθετα, όμως, ο ., αν και συνέχισε να χρησιμοποιεί το παραπάνω μίσθιο ως κατοικία του και μετά το θάνατο της αρχικής μισθώτριας, ., όπως είχε δικαίωμα, κατ’ άρθρο 612 § 2 του ΑΚ, δεν κατέβαλε από δυστροπία τα μισθώματα των μισθωτικών μηνών Οκτωβρίου (από 15-10-2019 μέχρι 14-11-2019), Νοεμβρίου (από 15-11-2019 μέχρι 14-12-2019) και Δεκεμβρίου (από 15-12-2019 μέχρι 14-1-2020) του έτους 2019 και Ιανουαρίου (από 15-1-2020 μέχρι 14-2-2020) και Φεβρουαρίου (από 15-2-2020 μέχρι 14-3-2020) του έτους 2020, συνολικού ποσού 3.125 ευρώ (625 ευρώ χ 5 μήνες). Επιπλέον, ο εναγόμενος δεν κατέβαλε, όπως όφειλε, τις κοινόχρηστες δαπάνες, που βαρύνουν το μίσθιο, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2019, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 276,60 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Ειδικότερα, τις κοινόχρηστες αυτές δαπάνες, που ανέρχονται στα επιμέρους ποσά των 94,92 ευρώ (για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2019), των 99,43 ευρώ (για τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2019) και των 82,25 ευρώ (για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2019), εξόφλησε ο ενάγων στο διαχειριστή της πολυκατοικίας και επομένως του οφείλονται τα ανωτέρω ποσά. Επομένως, ο εναγόμενος . υποχρεούται προς καταβολή των οφειλόμενων από τον ίδιο ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, συνολικού ποσού 3.125 ευρώ, και κοινόχρηστων δαπανών, συνολικού ποσού 276,60 ευρώ. Λόγω της ανωτέρω δυστροπίας της μισθώτριας ., αλλά και του εναγομένου, στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, ο ενάγων δικαιούται να ζητήσει την απόδοση του μισθίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η μισθώτρια ., αλλά και ο εναγόμενος, δεν τήρησαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους από τη σύμβαση μίσθωσης, αφού κατέστησαν δύστροποι, συνεπώς κατέπεσε υπέρ του ενάγοντος, ως ποινική ρήτρα, το ποσό των 1.173,88 ευρώ, που είχε δοθεί από την . στον ενάγοντα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, την 10-3-2021, κοινοποίησε στο . αντίγραφο της εκκαλουμένης και ο τελευταίος άσκησε την υπό κρίση έφεση. Μετά το πέρας της αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης (6-4-2021), ο ενάγων επέδωσε προς τον εκκαλούντα την 27.5.2021 αντίγραφο εκ του υπ’ αριθ. ./2021 πρώτου απογράφου εκτελεστού της εκκαλουμένης απόφασης, που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, μαζί με την από 25-4-2021 επιταγή προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθ. .Δ/27.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών .), με την οποία επιτασσόταν δυνάμει της άνω απόφασης και της άνω επιταγής προς πληρωμή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των ευρώ πέντε χιλιάδων εκατόν είκοσι έξι (5.126,00), ήτοι ποσό ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000,00) για επιδικασθέν κεφάλαιο, που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστό, πλέον ποσού ευρώ εκατόν είκοσι έξι (126,00) για έξοδα. Στη συνέχεια, ο ενάγων προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του ., δυνάμει του από 2-6-2021 κατασχετηρίου εγγράφου εις χείρας των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών με τις επωνυμίες «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Κατόπιν της άνω κατάσχεσης 1) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με την υπ’ αριθ. Ε./9.6.2021 δήλωση τρίτου, δήλωσε ότι ο . τηρεί λογαριασμό και ότι καλύπτεται πλήρως το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση (ευρώ 5.126,00) και ότι το δέσμευσε σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 87 Ν.Δ. 17.7/13.8.1923 «Περί Ειδικών Διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρειών», 2) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με την υπ’ αριθ. Π./2021 δήλωση τρίτου δήλωσε ότι ο . τηρεί λογαριασμό και ότι τυγχάνει αποδοτέο ποσό 1,72 ευρώ, 3) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με την υπ’ αριθ. ./2021 δήλωση τρίτου (αρνητική), δήλωσε ότι δεν υφίστανται λογαριασμοί εις χείρας της επ’ ονόματι του . και 4) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» με την υπ’ αριθ. Α./2021 δήλωση τρίτου δήλωσε ότι ο . τηρεί λογαριασμό και ότι τυγχάνει αποδοτέο προς τον ενάγοντα ποσό 18,50 ευρώ. Ακολούθως, με την από 22-7-2021 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2021) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων ζήτησε να διαταχθεί η απόδοση του παραπάνω δεσμευθέντος ποσού στον ίδιο και επ’ αυτής εκδόθηκε η 1052/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και παρασχέθηκε στον ενάγοντα η άδεια να προβεί στην ανάληψη από την ανωτέρω Τράπεζα του ποσού των 5.126 ευρώ. Στη συνέχεια, ο ενάγων προέβη στη βίαιη αποβολή του . από το επίδικο μίσθιο και προς τούτο συντάχθηκε η με αριθμό ./2-6-2021 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών .. Εντωμεταξύ, ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος άσκησε σε βάρος του ενάγοντος την από 10-6-2021 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2021) αίτηση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία είχε σωρεύσει και αίτημα προσωρινής διαταγής. Το αίτημα της προσωρινής διαταγής συζητήθηκε στις 22-6-2021 και απορρίφθηκε, όπως και η αίτηση, η οποία συζητήθηκε στις 13-10-2021 και εκδόθηκε η 4915/2021 απορριπτική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ερήμην του αιτούντος και νυν εκκαλούντος. Επίσης, ο ενάγων έχει ασκήσει κατά του ίδιου ως άνω εναγομένου δύο (2) ακόμη αγωγές για οφειλόμενα μισθώματα επόμενων μισθωτικών μηνών, οι οποίες συζητήθηκαν στις 8-2-2022 και εκκρεμεί επ’ αυτών η έκδοση αποφάσεων.
Ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος και νυν εκκαλών με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι η από 24-2-2020 κλήση του ενάγοντος, με την οποία ο τελευταίος επανέφερε προς συζήτηση την από 4-10-2019 (πρώτη) αγωγή του κατά του εκκαλούντος, συνεπεία της βιαίως διακοπείσας δίκης λόγω του θανάτου της αρχικής εναγομένης και μισθώτριας, ., είναι μη νόμιμη και απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση η ως άνω αγωγή, επειδή δεν γίνεται επίκληση και ως διάδικος δεν καλείται ως μοναδικός κληρονόμος της μισθώτριας, αλλά καλείται ως (φερόμενος) συνεχιστής της επίδικης μίσθωσης κατ’ άρθρο 1412 § 2 του ΑΚ (προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στη διάταξη αυτή αντί της ορθής του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ). Τον ισχυρισμό του αυτό, ο εκκαλών επαναφέρει παραδεκτά με τις προτάσεις του, σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων και νυν εφεσίβλητος με την (πρώτη) από 4-10-2019 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./4-10-2019) αγωγή του ζητούσε όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Η παραπάνω αγωγή προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10-12-2019, κατά την οποία όμως διακόπηκε βίαια η δίκη λόγω θανάτου της εναγομένης, ., στις 11-10-2019, η οποία γνωστοποιήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της θανούσας και προς τούτο συνετάγη το υπ’ αριθ. ./10-12-2019 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί βίαιης διακοπής της δίκης. Ακολούθως, ο ενάγων με την από 24-2-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 18228/296/26-2-2020) αίτηση – κλήση του, σε βάρος του . και νυν εκκαλούντος, επανέφερε προς συζήτηση την ως άνω αγωγή, εκθέτοντας ότι ο ανωτέρω είχε συνάψει με τη θανούσα το υπ’ αριθ. ./3.7.2018 σύμφωνο συμβίωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών . και ήταν και κληρονόμος αυτής, κατοικούσε δε με την θανούσα στο μίσθιο που διατηρούσαν ως οικογενειακή στέγη και ως εκ τούτου, με την επίκληση των διατάξεων του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ και 8 εδάφιο α’ του Ν. 4356/2015, υπεισήλθε στη μισθωτική σύμβαση και ήταν υπόχρεος εκείνος μετά το θάνατο της μισθώτριας για την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων. Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο με αριθμό πρωτοκόλλου ./14-10-2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που έχει συντάξει ο Ληξίαρχος του Δήμου Ζωγράφου Αττικής, προκύπτει πράγματι ότι η . του Ηρακλή απεβίωσε στην Αθήνα, στις 11-10-2019. Η παραπάνω θανούσα είχε συνάψει με τον καθ’ ου η κλήση – εναγόμενο το υπ’ αριθ. ./3-7-2018 σύμφωνο συμβίωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών . (βλ. την με ημερομηνία από 6-2-2020 προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο Ληξιαρχική Πράξη Συμφώνου Συμβίωσης του Δήμου Αθηναίων). Από το προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο με αριθμό πρωτοκόλλου 23095/16-12-2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Θηβαίων, προκύπτει ότι η ως άνω θανούσα κατά το χρόνο του θανάτου της άφησε μοναδικούς κληρονόμους της τον συμβίο της – εκκαλούντα, . και τον αδελφό της, ., ενώ όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο με αριθμούς ./12-2-2020, ./29-1-2022, 6308/12-2-2020 και ./1-2-2022 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τα με αριθμούς ./8-2-2022 και ./9-2-2022 πιστοποιητικά του Πρωτοδικείου Αθηνών και την με αριθμό 730/21-1-2020 έκθεση καταχωρήσεως δηλώσεως αποποιήσεως κληρονομιάς, η ως άνω θανούσα δεν κατέλειπε διαθήκη και ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος δεν αποποιήθηκε την κληρονομιά της, ούτε έχει κατατεθεί σχετική αγωγή για την αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του εκκαλούντος, ενώ ο αδελφός της θανούσας έχει ήδη αποποιηθεί την κληρονομιά της. Συνεπώς, μετά τον θάνατο της αρχικής εναγομένης, ., εξαιτίας του οποίου διεκόπη βίαια η δίκη και αφού παρήλθε το τετράμηνο της αποποίησης, ο ενάγων με την από 24-2-2020 κλήση του, παραδεκτά και νόμιμα επανέφερε προς συζήτηση την (πρώτη) από 4-10-2019 αγωγή του, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα υπό στοιχεία IIIB και ΙΙΓ νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι ο εκκαλών υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση αποκλειστικά ως μισθωτής, κατ’ άρθρο 612 § 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το κληρονομικό του δικαίωμα και σε κάθε περίπτωση (επαλλήλως) και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της θανούσας μισθώτριας, αποκλείοντας σε κάθε περίπτωση οποιονδήποτε άλλον κληρονόμο της θανούσας. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο εκκαλών επαναφέρει παραδεκτά με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τον προβληθέντα και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμό του ότι δεν συνδέεται με τον ενάγοντα με μισθωτική σχέση και ως εκ τούτου δεν υπέχει οικονομικές υποχρεώσεις έναντι αυτού. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι στο από 8-3-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης διαλαμβάνεται ότι η μισθώτρια έχει δικαίωμα να επιτρέπει την σε αυτό διαμονή του, ως φιλοξενούμενο της και επομένως ο ίδιος ούτε είχε ούτε άσκησε ούτε επικαλέσθηκε μισθωτικά δικαιώματα έναντι του ενάγοντος ή της μισθώτριας, η οποία ουδέποτε γνωστοποίησε στον ενάγοντα την μεταξύ τους σύσταση του συμφώνου συμβίωσης ή ότι το μίσθιο θα χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη ούτε ο ίδιος επιδίωξε να «αναβαθμίσει» την αιτία διαμονής του από «φιλοξενούμενος» σε «συμβίος». Ότι ούτε ο ενάγων είτε στην από 12-6-2019 εξώδικη διαμαρτυρία του είτε στην από 4-10-2019 αγωγή του επικαλείται την ιδιότητα του ως συμβίου της ., αν και είχαν ήδη συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Ότι συνέχισε να διαμένει στο επίδικο μίσθιο όχι σαν συνεχιστής ή κληρονόμος της μισθωτικής σχέσης ενεχόμενος σε αυτήν, η οποία με το θάνατο της μισθώτριας λύθηκε, αλλά κατοικεί σε αυτό, χωρίς άμεσο ή έμμεσο συμβατικό δικαίωμα. Ο παραπάνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ως προς όλες τις αιτιάσεις του. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην υπό στοιχεία ΙΙΒ νομική σκέψη της παρούσας, η υπεισέλευση του ενάγοντος στην επίδικη μισθωτική σχέση ως συμβίου της θανούσας μισθώτριας, ., είναι εκ του νόμου, σε αυτήν δε ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί το γεγονός ότι η θανούσα δεν είχε γνωστοποιήσει στον ενάγοντα ότι το μίσθιο θα χρησιμοποιείται ως οικογενειακή τους στέγη. Σε κάθε περίπτωση στο εν λόγω από 8-3-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης διαλαμβάνεται ρητά, στον όρο 5 του συμφωνητικού, ότι «Το μίσθιον θέλει χρησιμοποιηθεί υπό της μισθώτριας ως κατοικίας αυτής και του κ. ….», ήτοι ως οικογενειακή τους στέγη και πράγματι όπως αποδείχθηκε ως τέτοια χρησιμοποιήθηκε μέχρι και την αποβολή του εναγομένου από το εν λόγω διαμέρισμα, ο οποίος ουδέποτε κατήγγειλε αυτή, όπως είχε δικαίωμα (άρθρο 612 § 1 του ΑΚ). Ουδεμία δε έννομη επιρροή ασκεί το γεγονός ότι ο ενάγων στην εξώδικη διαμαρτυρία του ή στην αγωγή του δεν αναφέρει την ιδιότητα του εναγομένου, ως συμβίου της θανούσας μισθώτριας ή ότι ο ίδιος (ο εναγόμενος) δεν επιδίωξε να εισέλθει στην εν λόγω σύμβαση ως μισθωτής, αφού, όπως προελέχθηκε, πρόκειται για ιδιότυπη εκ του νόμου υπεισέλευση στην εν λόγω μισθωτική σύμβαση, με συνέπεια ο επιζών σύζυγος και αναλογικά και ο επιζών συμβίος (άρθρο 12 του Ν. 4356/2015) να υπεισέρχεται ως μισθωτής στη μίσθωση από το νόμο, την οποία (μισθωτική σύμβαση) ουδέποτε ο εναγόμενος κατήγγειλε, όπως είχε δικαίωμα, για να θεωρηθεί ότι λύθηκε, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται. Σημειώνεται δε ότι ο ενάγων κοινοποίησε και στον εναγόμενο αμφότερα τα από 12-7-2019 και 11-9-2019 εξώδικα του καθώς και την από 4-10-2019 υπό κρίση αγωγή του, όπως εξάλλου επιτάσσει και το άρθρο 612 § 2 του ΑΚ. Επομένως, μετά το θάνατο της μισθώτριας, ., εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ και ως εκ τούτου, επειδή, όπως αποδείχθηκε το εν λόγω μίσθιο χρησιμοποιούνταν από την ίδια και τον ., ως οικογενειακή τους στέγη, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης υπεισήλθε αποκλειστικά ο επιζών ως άνω συμβίος της θανούσας. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο ενάγων έχει αξίωση έναντι του για απόδοση της νομής και κατοχής του ακινήτου, ήτοι με βάση τα εμπράγματα δικαιώματα του επί του μισθίου ακινήτου και όχι με βάση την καταγγελθείσα από αυτόν (ενάγοντα) ενοχική σχέση της μίσθωσης. Και τούτο διότι α) με τις υπό κρίση αγωγές του ο ενάγων δεν κατήγγειλε την μίσθωση, όπως αβάσιμα υποδηλώνει ο εναγόμενος, αλλά αιτήθηκε την απόδοση του μισθίου και την επιδίκαση των οφειλομένων σε αυτόν μισθωμάτων λόγω δυστροπίας, κατ’ άρθρο 66 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλουμένη και β) σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση εκ του νόμου και επομένως ορθά ο ενάγων αξίωσε να ικανοποιηθεί από την ενοχική σχέση της μίσθωσης, κατ’ άρθρο 612 § 2 του ΑΚ και όχι με βάση τις διατάξεις περί νομής και κατοχής, των άρθρων 980 και 982 του ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωση που η νομή ασκείται διαμέσου ενός κατόχου, όπως είναι και ο μισθωτής, όταν όμως ο νομέας, εν προκειμένω ο εκμισθωτής, απολέσει τη νομή του χωρίς τη θέληση του, επειδή ο κάτοχος – μισθωτής είτε χάσει την φυσική εξουσία του πράγματος είτε εκδηλώσει την θέληση του να μην έχει πλέον το πράγμα για τον νομέα, αντιποιούμένος τη νομή του μισθίου, οπότε στην περίπτωση παράνομης διατάραξης της νομής ή αποβολής από αυτήν, ο εκμισθωτής έχει κατά του τρίτου τις αγωγές της νομής, των άρθρων 984επ ΑΚ (ΑΠ 923/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 233/1982 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4045/2011 ΝΟΜΟΣ, βλ. και I. Κατρά, Αστικές και Νέες εμπορικές μισθώσεις, Γ’ έκδοση – 2020, § 40Α4, σελ. 509 επ.), πραγματικά περιστατικά όμως που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του εναγομένου περί έλλειψης πληρεξουσιότητας της δικηγόρου του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον είχαν προσκομισθεί ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ενάγοντος (βλ. προσκομιζόμενες προτάσεις) και πριν την υποβολή της σχετικής ένστασης α) το από 1-10-2019 δικαστικό πληρεξούσιο του άρθρου 96 § 1 του ΚΠολΔ προς την πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος αναφορικά με την (πρώτη) από 4-10-2019 αγωγή, β) το από 11-12-2019 δικαστικό πληρεξούσιο του άρθρου 96 § 1 του ΚΠολΔ προς την πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος αναφορικά με την (δεύτερη) από 6-3-2020 αγωγή και γ) το υπ’ αριθ. ./7-2-2020 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ..
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου κλήσεως – αιτήσεως, κατά κακή εκτίμηση του περιεχομένου των διαλαμβανομένων στο σκεπτικό της εκκαλουμένης αποδείξεων… και κατά κακή εφαρμογή του νόμου δέχθηκε ότι τυγχάνει μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της ., με συνέπεια να επιδικαστούν σε βάρος του τα υπ’ αυτής οφειλόμενα μισθώματα, ότι ο ενάγων δεν διέλαβε στο ανωτέρω δικόγραφο του τα στοιχεία της υπεισέλευσής του στην κληρονομιά της θανούσης ως μοναδικού κληρονόμου, από την οποία εξαρτάται η νομιμοποίηση του ως τέτοιου διαδίκου (ΚΠολΔ 68) και ως εκ τούτου έπρεπε να απορριφθεί αυτό ως αόριστο και επιπρόσθετα ότι τα συνεκδικασθέντα δικόγραφα έπρεπε πρωτίστως να είχαν απορριφθεί ως αθεράπευτα αόριστα, καθ’ όσον δεν εκτίθενται σε αυτά τα αναγκαία στοιχεία θεμελίωσης του ισχυρισμού ότι τυγχάνει αποκλειστικός κληρονόμος της μισθώτριας και εντεύθεν της παθητικής νομιμοποίησης του. Ότι δεν τυγχάνει αποκλειστικός κληρονόμος της ., αλλά ότι αυτή άφησε ως κληρονόμους και κάποια πρωτοξάδελφά της, τα οποία απαριθμεί. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως προς όλες τις αιτιάσεις του ως αβάσιμος. Και τούτο διότι: α) όπως προκύπτει από την από 24-2-2020 κλήση του ενάγοντος, ο τελευταίος για την παθητική νομιμοποίηση του καθ’ ου η κλήση και νυν εκκαλούντος ισχυρίσθηκε ότι αυτός τυγχάνει κληρονόμος της . και ότι κατόπιν του επισυμβάντος θανάτου αυτής υπεισήλθε, κατ’ άρθρο 612 § 2 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδάφιο α’ του Ν. 4356/2015, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της επίδικης μίσθωσης και μάλιστα αναδρομικά, όπως αναφέρεται και στην υπό στοιχεία ΙΙΒ νομική σκέψη της παρούσας, β) σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, ο καθ’ ου η κλήση και εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στις υπό κρίση αγωγές, σύμφωνα με τα άρθρα 612 § 2 του ΑΚ και 12 του Ν. 4365/2015, ως συμβίος της θανούσας μισθώτριας, ., καθόσον το μίσθιο χρησιμοποιούνταν ως οικογενειακή τους στέγη και η υπεισέλευση του στη μίσθωση λαμβάνει χώρα εκ του νόμου, ως μία ιδιότυπη εκ του νόμου διαδοχή και στα πλαίσια μίας εξωκληρονομικής ρύθμισης και γ) διότι η υπεισέλευση του εκκαλούντος στη μίσθωση είναι αποκλειστική, αποκλείεται δηλαδή, εφόσον υπάρχει επιζών σύζυγος και αναλογικά επιζών συμβίος, η υπεισέλευση σε αυτή κάθε άλλου κληρονόμου της μισθώτριας (όπως των πρωτοξάδερφων αυτής). Επομένως, τα παραπάνω δικόγραφα των αγωγών και της κλήσης ήταν πλήρως ορισμένα και παραδεκτά, ορθά δε εκτιμήθηκαν, με επάλληλη αιτιολογία, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ειδικά ως προς την παθητική νομιμοποίηση του εκκαλούντος και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον παραπάνω λόγο π)ς έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και ο λόγος της έφεσης στο σύνολο του. Σημειώνεται δε ότι απορριπτέος ως αβάσιμος ελέγχεται και ο προβληθείς με την προσθήκη -αντίκρουση των προτάσεων του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αοριστίας του κονδυλίου των κοινοχρήστων δαπανών, καθόσον το εν λόγω κονδύλιο, το ορισμένο ή μη του οποίου ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΑ νομική σκέψη της παρούσας, είναι πλήρως ορισμένο, αφού αναφέρονται το χρονικό διάστημα της μίσθωσης, το είδος της παροχής (κοινόχρηστη δαπάνη), το συνολικό ποσό της δαπάνης και η υπαγωγή της μέσα στη χρονική διάρκεια της μισθωτικής σύμβασης.
Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι δεν υπεισήλθε αποκλειστικά ο ίδιος στη μισθωτική σχέση, είτε ως αποκλειστικός κληρονόμος της θανούσας μισθώτριας, καθόσον στην κληρονομιά της συντρέχει μετά άλλων κληρονόμων είτε ως επιζών σύζυγος της, καθόσον δεν τελούσαν μέχρι το θάνατο της σε διάσταση και σε κάθε περίπτωση δεν αντλούσε μισθωτικά δικαιώματα έναντι του ενάγοντος – εκμισθωτή, αφού δεν είχε γνωστοποιηθεί σε αυτόν ότι το μίσθιο χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως προς όλες τις αιτιάσεις του ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω και αποδείχθηκε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ο εκκαλών ετύγχανε συμβίος της θανούσας μισθώτριας, ., έχοντας συνάψει με αυτήν το υπ’ αριθ. ./3-7-2018 σύμφωνο συμβίωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών .. Επομένως, κατόπιν του θανάτου της μισθώτριας ., ο ., ως επιζών συμβίος της θανούσας, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην υπό στοιχεία ΙΙΒ νομική σκέψη της παρούσας, υπεισήλθε εκ του νόμου και σε κάθε περίπτωση ως κληρονόμος της θανούσας στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της εν λόγω μισθωτικής σχέσης αποκλειστικά, κατ’ απόκλιση δηλαδή από το γενικό κανόνα της κληρονομικής διαδοχής και με συνέπεια τον αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου κληρονόμου της θανούσας, και μάλιστα αναδρομικά, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή ότι το μίσθιο χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη, κατά την έννοια του άρθρου 1393 του ΑΚ, αρκεί να χρησιμοποιήθηκε ως οικογενειακή στέγη, όπως πράγματι αποδείχθηκε στην εξεταζόμενη περίπτωση. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολο του. Οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι κατέστησε σαφές στον ενάγοντα και νυν εφεσίβλητο, με ηλεκτρονικό μήνυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του αλλά και με τις από 29-7-2020 και 11-2-2021 εξώδικες διαμαρτυρίες του ότι δεν θεωρεί εαυτόν μισθωτή, ότι δεν επιθυμεί να προστατεύεται ως μισθωτής και ότι έχει στη διάθεση του προς παραλαβή το επίδικο μίσθιο είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, καθόσον η διάταξη του άρθρου 612 § 2 του ΑΚ, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην υπό στοιχεία ΙΙΒ νομική σκέψη της παρούσας, είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν είναι νοητή παραίτηση του επιζώντος συζύγου από το δικαίωμα υπεισέλευσης.
Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ανωτέρω, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι της έφεσης και η έφεση στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο. Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 εδάφιο α’, 183, 189 § 1, 191 § 2 και 591 § 1 εδάφιο α’ ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 23-3-2021 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του εκδόντος την απόφαση πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ./23-3-2021 και ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ./8-6-2021) έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ’ αριθ. ./2021 παραβόλου του Δημοσίου, που κατέθεσε ο εκκαλών για την ένδικη έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσόν των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2022 σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://194.219.10.22/Epikairothta/Nomologia/monefath%202528.2022.htm