Αν η επιμέλεια του τέκνου έχει ανατεθεί στον ένα γονέα, έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει μόνος του για τα τρέχοντα καθημερινά θέματα και όχι για εκείνα, που είναι προορισμένα να επηρεάσουν κρίσιμα για τη ζωή του θέματα, όπως η ονοματοδοσία, η επιλογή αναδόχου και η επιλογή θρησκεύματος, που παραμένουν στον πυρήνα της γονικής μέριμνας. Για την εξειδίκευση του συμφέροντος του παιδιού σε περίπτωση που οι γονείς είναι αλλόθρησκοι, ο δικαστής δεν θα προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση των διαφόρων θρησκευτικών ή δογματικών διδασκαλιών, αλλά θα προσδιορίσει τη θρησκευτική εκπαίδευση του παιδιού, στηριζόμενος στις κρατούσες θρησκευτικές πεποιθήσεις του στενότερου οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι ασκούντες την επιμέλεια μπορούν να μεταδώσουν στο ανήλικο τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές ή η ακολουθούμενη μέθοδος θρησκευτικής αγωγής αντίκεινται στο Σύνταγμα. Η αρμοδιότητα των γονέων να ορίζουν το θρήσκευμα του παιδιού με το μυστήριο του βαπτίσματος δεν αντίκειται στο άρθρο 13 του Συντάγματος, προκειμένου να μην αφήνεται το παιδί σε κατάσταση θρησκευτικής ουδετερότητας, αφού δεν έχει την ωριμότητα να επιλέξει μόνο του θρήσκευμα. Ανήλικη θυγατέρα 11 ετών με πατέρα μουσουλμάνο και μητέρα χριστιανή ορθόδοξη. Κρίνεται ότι πρέπει να επιτραπεί η βάπτισή της ως χριστιανής ορθόδοξης, επειδή ζει στην Ελλάδα, πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο, όπου κυρίαρχο είναι το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διατήρηση εκκρεμότητας στην επιλογή του θρησκεύματός της μπορεί να έχει συνέπειες στην ψυχοσωματική και πνευματική της ανάπτυξη, το συμφέρον της απαιτεί να μην διαφοροποιείται από τα άλλα παιδιά ως προς τον εκκλησιασμό, τον αγιασμό και τις άλλες εορτές, πρέπει να αποφύγει τον κίνδυνο να δεχθεί ρατσιστικές επιθέσεις, η δε βάπτιση θα δώσει τέλος στη διένεξη των διαδίκων και θα συντελέσει στη διατήρηση και ενίσχυση του ψυχικού και συναισθηματικού δεσμού με το οικογενειακό, εκπαιδευτικό και φιλικό της περιβάλλον.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 880/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 9ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μόσχα Πολέμη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Μαρία Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 17 Ιανουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …, κατοίκου Ν. Ψυχικού Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Παναγιώτη Νικολόπουλο.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …, κατοίκου Ν. Ψυχικού Αττικής, ενεργούσας ατομικά αλλά και ως ασκούσας την αποκλειστική επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους , η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ίου Κ.Πολ.Δικ., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ʼγγελο Μορφόπουλο.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 18 Ιουλίου 2014 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./2016, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 10392/2018 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από 26 Σεπτεμβρίου 2018 έφεση του προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./2018.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 26.9.2018 και με αριθμ.καταθ../18 έφεση του εκκαλούντος που ηττήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθμ. 10392/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των επιλύσεως διαφορών που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρα 606 επ. ΚΠολΔ), επί της από 18.7.2014 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ./2014 αγωγής του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496 ΚΠολΔ, εφόσον κανένας από τους διαδίκους δεν επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε αποδεικνύεται κάτι τέτοιο από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε ούτε η κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ απώτατη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφαση. Δεδομένου δε, ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, με την υπό κρίση αγωγή, επικαλούμενος σχετική διαφωνία του με την εναγομένη, τέως σύζυγο του, χριστιανή ορθόδοξη στο θρήσκευμα, ως προς την βάφτιση της ανήλικης θυγατέρας τους, ζητεί ν’ απαγορευθεί η σε ιερό ναό κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας βάπτιση του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, .., που γεννήθηκε στις 3.3.2008, χωρίς την συναίνεση του. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513 και 1514 Α.Κ., ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 17 του ν. 1329/1983, προκύπτει ότι η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού από τους γονείς. Η πολιτεία εμπιστεύεται στους γονείς το λειτούργημα της φροντίδας και της ανατροφής των παιδιών, ως εκ του φυσικού δεσμού και της στοργής αυτών απέναντι στα τέκνα και παρέχει σ’ αυτούς, για το σκοπό αυτό, τις σχετικές εξουσίες ώστε να μπορούν να επιτελέσουν το έργο αυτό. Το περιεχόμενο της γονικής μέριμνας αναλύεται σε επί μέρους δικαιώματα, τα κυριότερα των οποίων είναι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, η διοίκηση της περιουσίας του και η αντιπροσώπευση του. Ειδικότερα, η σπουδαιότερη λειτουργία της επιμέλειας είναι η ανατροφή του ανηλίκου, που έχει ως αντικείμενο τη μέριμνα και τη φροντίδα για την σωματική συντήρηση και ανάπτυξη του, την ικανοποίηση των υλικών αναγκών του, τη σωματική του ασφάλεια και υγεία, την κοινωνική, ηθική και θρησκευτική του διάπλαση καθώς και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Κάθε δε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει ν’ αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από το νόμο, λαμβάνεται υπόψη υπό την ευρεία και γενική έννοια και για τη διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζεται σε συνδυασμό προς όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και, εμπεριστατωμένα (βλ. ΑΠ 537/2012, ΑΠ 2130/2007, ΑΠ 1218/2006, 1910/2005). Αν η επιμέλεια του ανηλίκου έχει ανατεθεί σε περίπτωση διάστασης των γονέων με δικαστική απόφαση στον έναν από τους δύο γονείς, π.χ. στην μητέρα τότε αυτή έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει μόνη της, για τα τρέχοντα και καθημερινά μόνο θέματα, τα σχετιζόμενα με την επιμέλεια του τέκνου, όχι δε και εκείνα που είναι προορισμένα να επηρεάσουν κρίσιμα για τη ζωή του θέματα (όπως ονοματοδοσία, επιλογή αναδόχου, επιλογή θρησκεύματος κ.λπ.), για τα οποία δεν είναι αρκετή, κατά την αληθινή έννοια των προμνημονευομένων διατάξεων, η απόφαση του ενός από τους δυο γονείς. Και τούτο γιατί, και αν ακόμη η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον έναν γονέα λ.χ. στην μητέρα, εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας η λήψη απόφασης επί των πιο πάνω σοβαρών ζητημάτων, όπως η επιλογή θρησκεύματος, που είναι ζήτημα κρίσιμο και καθοριστικό για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και τη ζωή του τέκνου, γι’ αυτό είναι και απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δυο γονείς, να αποφασίζουν αυτοί από κοινού για τα ζητήματα αυτά και αν διαφωνούν, τη διαφορά τους θα τη λύσει το δικαστήριο, μη αποκλεισμένης της λήψης ασφαλιστικών μέτρων αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση. Την ύπαρξη του συμφέροντος του τέκνου θα αντλήσει το δικαστήριο από την κοινωνική πείρα, την κοινή συνείδηση της κοινωνίας, με αντικειμενικά κριτήρια και μέτρα. Η δε δικαστική κρίση πρέπει να κατατείνει στη διαφύλαξη, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου του παιδιού. Στην περίπτωση δε που οι γονείς είναι αλλόθρησκοι η εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου είναι δυσχερές εγχείρημα. Ο δικαστής προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση σχετικά με την ένταξη του παιδιού στο ένα ή άλλο θρήσκευμα ή δόγμα, δεν θα προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση των διαφόρων θρησκευτικών ή δογματικών διδασκαλιών, αλλά θα προσδιορίσει τη θρησκευτική εκπαίδευση του παιδιού, στηριζόμενος στις κρατούσες θρησκευτικές πεποιθήσεις του στενότερου οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντος, όπου προορίζεται να ζήσει και ν’ αναπτυχθεί το παιδί.
Περαιτέρω, ως θρησκευτική αγωγή του ανηλίκου τέκνου νοείται το σύνολο των ενεργειών αναφορικά με την ένταξη του τέκνου σε ορισμένο θρήσκευμα, καθώς και τη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνειδήσεως του. Με άλλα λόγια οι γονείς ή οποιοσδήποτε άλλος ασκεί την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου δύνανται να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την τυπική είσοδο του τέκνου σε ορισμένη θρησκευτική κοινότητα και συνάμα να του μεταδώσουν τις οποιεσδήποτε θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ακόμη και αθεϊστικές, εφόσον αυτές πρεσβεύουν οι ίδιοι, υπό τον όρο πως αυτές δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα, τη δημόσια τάξη ή τα χρηστό ήθη, όπως συνάγεται εκ του άρθρου 2 § 4 του Συντάγματος. Αντιθέτως, αν οι πεποιθήσεις αυτές έρχονται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα, τότε το δικαίωμα αποδυναμώνεται και το δικαστήριο θα διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο, ακόμη δύναται να προβεί μέχρι και στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον έναν ή και τους δύο γονείς. Τα ίδια θα ισχύσουν και σε περίπτωση που το περιεχόμενο των μεταδιδόμενων πεποιθήσεων συνάδει μεν με το Σύνταγμα, ωστόσο, όμως, η ακολουθούμενη μέθοδος θρησκευτικής αγωγής, είτε αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος, είτε συνιστά παράβαση νόμου υπό την έννοια της § 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος. Επίσης, το δικαστήριο δύναται να παρέμβει και σε άλλες περιπτώσεις προκειμένου να προστατευθεί η αδιαμόρφωτη ακόμη θρησκευτική συνείδηση του ανηλίκου τέκνου. Η απορρέουσα δε εκ της επιμέλειας αρμοδιότητα των γονέων να καθορίζουν το θρήσκευμα και το δόγμα του παιδιού δια του μυστηρίου του βαπτίσματος που τελείται εφάπαξ (ΟλΑΠ 240/75), δεν συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στη θρησκευτική συνείδηση του, ούτε προσηλυτισμό και κατ’ επέκταση δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, αφού δεν δύναται το ίδιο το παιδί να αφήνεται σε μια κατάσταση «θρησκευτικής ουδετερότητας», εφόσον δεν διαθέτει την αναγκαία ωριμότητα, είτε να επιλέξει το θρήσκευμα που επιθυμεί, είτε να μην επιλέξει κανένα θρήσκευμα.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η εναντίον του αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης των μαρτύρων αποδείξεως και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου, και όλων χωρίς εξαίρεση των εγγράφων που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψιν διδάγματα της κοινής πείρας πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Οι διάδικοι, εκ των οποίων ο ενάγων είναι Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα και η εναγόμενη Χριστιανή Ορθόδοξη, τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο Χαλάνδρι Αττικής, στις 29.9.2006. από τον οποίο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, που γεννήθηκε στις 3.3.2008 και στο οποίο, με σχετική δήλωση τους στον ληξίαρχο Αμαρουσίου, έδωσαν το όνομα …. Με τη γέννηση της δε η ανήλικη απέκτησε το υπ’ αριθμ. … αιγυπτιακό πιστοποιητικό γέννησης από το οποίο προκύπτει ότι είναι Αιγύπτια υπήκοος και μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, όπως ο ενάγων πατέρας της. Περαιτέρω, οι διάδικοι προέβησαν σε ονοματοδοσία του τέκνου τους στο ληξιαρχείο Αμαρουσίου, δυνάμει της από 6.3.2008 ληξιαρχικής πράξης γέννησης -βάφτισης και ονοματοδοσίας, δίδοντας το όνομα … με συναπόφαση των διαδίκων. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, με αποτέλεσμα να διακοπεί οριστικά στις 16.3.2010 και να λυθεί αμετακλήτως με την υπ’ αριθμ. 5608/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Δυνάμει δε της υπ’ αριθμ. 5401/2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου ανατέθηκε η άσκηση της επιμέλειας της ανήλικης στην εναγομένη. Την 1.9.2013 η εναγομένη επιχείρησε να προβεί στην βάπτιση της ανήλικης θυγατέρας τους, σύμφωνα με τους τύπους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού προηγουμένως είχε γνωστοποιήσει στον ενάγοντα την ως άνω πρόθεση της. Πλην όμως ο ενάγων εμφανισθείς στην εκκλησία με ύβρεις και απειλές προς την ενάγουσα και τον ιερέα, υποχρέωσε αυτούς να μην προχωρήσουν στην τέλεση του άνω θρησκευτικού μυστηρίου, διότι διαφωνούσε ως μουσουλμάνος σχετικά με την επιλογή του συγκεκριμένου τύπου θρησκευτικής βάφτισης. Ακολούθως, ο τελευταίος με την από 3.9.2013 αίτηση του, επικαλούμενος επικείμενο κίνδυνο συνιστάμενο στη σχετική διαφωνία του με την εναγομένη, χριστιανή ορθόδοξη ως προς την βάφτιση της ανήλικης θυγατέρας τους, ζητούσε ως ασφαλιστικό μέτρο ν’ απαγορευθεί προσωρινά η σε Ιερό ναό κατά τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας βάφτιση της ανήλικης και εκδόθηκε η με αριθμ. 3354/2014 απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που έκανε δεκτή την αίτηση του. Ενόψει δε της προαναφερθείσας διαφωνίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει με γνώμονα πάντα το συμφέρον του τέκνου (ηλικίας κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής 9 ετών). Η ανήλικη είναι ένα παιδί που δεν διαφέρει από τα άλλα της ηλικίας της και το οποίο έχει ενταχθεί αρμονικά στο σχολικό και οικογενειακό του περιβάλλον. Ενόψει δε του ότι το ανήλικο ζει στην Ελλάδα, πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο, όπου κυρίαρχο θρήσκευμα είναι αυτό της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τυχόν αλλαγή των θρησκευτικών πεποιθήσεων με τις οποίες αναγνωρίζεται στο περιβάλλον, όπου ζει και αναπτύσσει την προσωπικότητα του, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην κοινωνική ζωή του και στις σχέσεις του με τους συμμαθητές του. Η διατήρηση της συγκεκριμένης εκκρεμότητας από τη μη επιλογή θρησκεύματος σε ένα παιδί μπορεί να έχει συνέπειες στην ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη. Το συμφέρον του ανηλίκου επιτάσσει τη μη διαφοροποίηση του από τα υπόλοιπα παιδιά τα οποία ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, που περιλαμβάνει αγιασμό κατά την έναρξη του έτους, προσευχή το πρωί, καθώς και τον εκκλησιασμό τους στις επίσημες εορτές του σχολείου. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι ειδικά αυτή την χρονική περίοδο παρατηρείται έξαρση βίας εντός του κόλπου της σχολικής κοινωνίας, καθώς και ρατσιστικές επιθέσεις, απέναντι σε παιδιά που διαφοροποιούνται ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Συνεπώς, η ανήλικη πρέπει ν’ αποφύγει να έχει τραυματικές εμπειρίες από τα φαινόμενα εκφοβισμού που ήδη έχουν βιώσει άλλα παιδιά σε ανάλογες περιπτώσεις. Η βάπτιση επομένως αυτής, που συνιστά επιλογή θρησκεύματος, πέραν του ότι θα δώσει τέλος στη διένεξη των διαδίκων, σχετικά με το προαναφερθέν θέμα, θα συντελέσει στη διατήρηση και ενίσχυση του ψυχικού και συναισθηματικού δεσμού της με το οικογενειακό, εκπαιδευτικό και φιλικό της περιβάλλον, γεγονός που είναι απαραίτητο για την περαιτέρω ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική της ανάπτυξη. Δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της επιμέλειας που ασκεί η εναγόμενη, αφού σε καμία περίπτωση δεν θίγει το συμφέρον του ανηλίκου, το οποίο όπως καθορίζεται από τις βιοτικές συνθήκες, ανάγκες και ηλικία της ανήλικης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εξυπηρετείται από την επιλογή του δόγματος της ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Κατ’ ακολουθίαν των εκτεθέντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιτραπεί στην εναγομένη μητέρα του να προβεί στην τέλεση της βάφτισης του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ασκούσα την επιμέλεια του, χωρίς την συναίνεση του ενάγοντος πατέρα του, καθορίζοντας έτσι μονομερώς το θρήσκευμα αυτού, χωρίς να συνιστά αυτό διακριτή μεταχείριση υπέρ της εναγομένης μητέρας, αφού μοναδικό κριτήριο για να λάβει τέλος η διένεξη των διαδίκων, όσον αφορά στην επιλογή του θρησκεύματος, αποτελεί το συμφέρον του τέκνου μόνο.
Τα ανωτέρω ενισχύονται από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος … που εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγομένης, η οποία εξεταζόμενη κατέθεσε ότι ο μοναδικός συμμαθητής της ανήλικης, που είναι μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, έχει υποστεί ρατσιστικές επιθέσεις από τους συμμαθητές του, οπότε ο ίδιος κίνδυνος ελλοχεύει και για την τελευταία, λόγω μη επιλογής θρησκεύματος. Η ίδια δε κατέθεσε ότι η ανήλικη της έχει εκμυστηρευτεί τους φόβους και το άγχος της για τυχόν στοχοποίησή της, αφού ήδη στις περιπτώσεις εκκλησιασμών κάθεται απομονωμένη με τον συμμαθητή της, Μουσουλμάνο στο θρήσκευμα, σε ξεχωριστές θέσεις.
Κατ’ ακολουθίαν των εκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, με τις ως άνω, αιτιολογίες απέρριψε την αγωγή, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο και ουδόλως έσφαλε ως προς την εκτίμηση και την αξιολόγηση του ενώπιον του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού, ώστε οι περί του αντιθέτου λόγοι της υπό κρίση εφέσεως ελέγχονται ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν λόγω του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Λόγω δε της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 10392/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14-2-2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14-2-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ