Γενικά δεν απαιτείται από τον νόμο η ασκούμενη από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους έφεση να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων αυτού. Ειδικά, στη δίκη για τη διανομή, ο εναγόμενος ασκώντας έφεση πρέπει με ποινή απαραδέκτου να την απευθύνει και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου). Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζεται εκ του νόμου ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της εφέσεως από τον εκκαλούντα ο παραπάνω αναγκαίος ομόδικός του στο μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και, λόγω του διπλού χαρακτήρα της εν λόγω δίκης έχει ουσιαστικά και την ιδιότητα του αντιδίκου. Πώληση με πλειστηριασμό επίκοινου ακινήτου.
Αριθμός 558/2017
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Μπαντουβά, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πατρών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.-
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 9 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) … και 5) … οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Παναγιώτας Τζάρου – Δημακοπούλου.-
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …, 9) …, όλων (και των τεσσάρων) κατοίκων Αθηνών (οδός …), οι οποίοι παραστάθηκαν η μεν τέταρτη (4η) εξ αυτών μετά, οι δε λοιποί δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Σωτηρίου Βαρβαρούτα.-
Η πρώτη των εφεσίβλητων μαζί με τους: 1) …, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του η δεύτερη, ο τρίτος, η τέταρτη και ο πέμπτος των εφεσίβλητων, και 2) …, στη θέση της οποίας υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της η έκτη, η έβδομη, ο όγδοος και ο ένατος των εφεσίβλητων άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας την από 11-01-2001 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 50/2001 αγωγή διανομής κατά α) του …, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οι εκκαλούντες και β) κατά του ….
Επί της αγωγής τούτης, η οποία συζητήθηκε αρχικώς ενώπιον του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ερήμην αμφοτέρων των παραπάνω εναγομένων, στη δικάσιμο της 04-12-2001 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 876/2001 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
Ακολούθως οι εφεσίβλητοι, εκ των οποίων οι υπ’ αριθμούς 2-9 είχαν ήδη υπεισέλθει στη δικονομική θέση των ως άνω αρχικώς εναγόντων ως καθολικοί διάδοχοι τούτων με την από 16-06-2010 και υπ’ αριθμ. εκθ.καταθ. 130/18-6-2010 κλήση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, στρεφόμενη κατά των εκκαλούντων ως καθολικών διαδόχων του αρχικώς εναγομένου …, καθώς και κατά των κληρονόμων του επίσης εναγομένου …, ο οποίος απεβίωσε μετά την έκδοση της μη οριστικής αποφάσεως, ήτοι κατά των …, επανέφεραν προς συζήτηση την παραπάνω αγωγή. Συζητηθείσης δε της αγωγής αντιμωλία των διαδίκων στη δικάσιμο της 04-10-2011 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ 12/2012 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή αυτή, και διατάχθηκε η με δημόσιο πλειστηριασμό πώληση του επικοίνου επιδίκου ακινήτου. –
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι υπεισερχόμενοι στη δικονομική θέση του πρώτου εναγομένου … – εκκαλούντες, με την από 23-03-2012 έφεση τους, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 29/26-03-2012 και προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθμόν 154/30-03-2012 πράξη της Γραμματέως αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 8πς-05-2014, κατόπιν πρώτης αναβολής για τη δικάσιμο της 12ης-11-2015 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται παραπάνω.-
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της υποθέσεως, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.-
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι κατά την πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου με την παρ. 1 του άρθρου 76 του ΚΠολΔ, ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, με την παράγραφο δε 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παραγράφου 1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους, αυτό δε με την έννοια ότι αν ένας αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου, ότι ασκούν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου, παρά το ότι αδράνησαν. Από αυτά έπεται ότι δεν απαιτείται από το νόμο η ασκούμενη από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους έφεση να απευθύνεται, με ποινή απαραδέκτου, και κατά των ομοδίκων αυτού, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος, θα εμφανίζεται να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, αυτό το οποίο ακριβώς είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (ΟλΑΠ 63/1981 ΝοΒ 29 1257).
Όμως, ειδικά επί αναγκαστικής ομοδικίας, η οποία προκύπτει σε δίκη για τη διανομή, όπου είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών, κατά το άρθρο 478 ΚΠολΔ, αυτά που προεκτέθηκαν δεν μπορούν να ισχύουν. Όπως συνάγεται, ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 798 και 799 του ΑΚ, 480 παρ.3, 481 αριθ.2, 482 παρ.1, 483 και 489 του ΚΠολΔ, η αγωγή για τη διανομή δεν είναι μόνο διαπλαστική, καθώς επιδιώκει τη διάπλαση νέας έννομης σχέσεως για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, αλλά είναι και διπλού χαρακτήρα με την έννοια ότι δημιουργείται δίκη, κατά την οποία προκαταβολικά και ανεξάρτητα από αυτήν ο ενάγων είναι συγχρόνως και εναγόμενος, όπως και κάθε εναγόμενος είναι συνάμα αντίδικος του συνεναγομένου του, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα οποιοσδήποτε από τους εναγομένους να υποβάλλει αίτηση (η οποία δε φέρει χαρακτήρα ανταγωγής, ώστε να είναι εφαρμοστέα όσα ορίζονται στο άρθρο 268 παρ. 2 του ΚΠολΔ) με βάση πραγματικό διάφορο της αγωγής ως προς το επίκοινο δίκαιο και τη διάπλαση αυτού, και σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως αυτής να αποβεί η δίκη σε βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με τη διάπλαση έννομης σχέσεως κατά τρόπο διάφορο από αυτόν που επιδιώχθηκε με την αγωγή, και συνεπώς να καταλήξει η δίκη σε βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων και του άλλου ή των λοιπών εναγομένων, οι οποίοι κατά τούτο είναι αντίδικοι μεταξύ τους, δεσμευόμενοι από τη διαπλαστική ενέργεια της αποφάσεως που εκδίδεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ακολούθως, η δίκη για τη διανομή που άρχισε είναι ομοίως διπλή καθ’ όλη την πορεία της και συνεπώς και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Το ότι ένας ή ορισμένοι από τους κοινωνούς, ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, βρίσκονται σε αντίστοιχη δικονομική θέση κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα και σε κάθε στάδιο αυτού, είναι όλως συμπτωματικό, αφού κάθε ένας από αυτούς, ανεξαρτήτους της παραπάνω δικονομικής θέσεως του, μπορεί να έχει αντίθετα συμφέροντα προς τον άλλο, όπως εκτέθηκε, και, προβάλλοντας αυτά να είναι ουσιαστικά αντίδικος του άλλου. Επομένως, στη δίκη για τη διανομή, ο εναγόμενος ασκώντας έφεση, πρέπει με ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει αυτήν και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου), σύμφωνα προς το άρθρο 517 εδ.β του ΚΠολΔ, γιατί στην ειδική αυτή περίπτωση η παράγραφος 4 του άρθρου 76 του ίδιου κώδικα κατά την οποία «η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παραγράφου 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους» δεν εφαρμόζεται. Πραγματικά δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζεται εκ του νόμου ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της εφέσεως από τον εκκαλούντα ο παραπάνω αναγκαίος ομόδικος του στο μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και, λόγω του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει ουσιαστικά και την ιδιότητα του αντιδίκου (ΟλΑΠ 321/1983 ΝοΒ 31 1575, ΑΠ 149/2012, ΑΠ 319/2012, ΕΘ 290/2012 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ είναι το παραδεκτό της εφέσεως που ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό (ΕΛαρ 346/2012 ).-
Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 12/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας που διέταξε την πώληση με πλειστηριασμό του επικοίνου επιδίκου ακινήτου των διαδίκων, εκδόθηκε επί της από 11-01-2001 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 50/2001 αγωγής της πρώτης των εφεσίβλητων … και των: 1) …, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του η δεύτερη, ο τρίτος, η τέταρτη και ο πέμπτος των εφεσίβλητων, 2) …, στη θέση της οποίας υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της η έκτη, η έβδομη, ο όγδοος και ο ένατος των εφεσίβλητων κατά του …, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οι εκκαλούντες και κατά του …, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως καθολικοί του διάδοχοι η …, ο … και ο …, οι οποίοι φέρονται ερήμην δικασθέντες κατά την αρχική δικάσιμο της αγωγής την 04.12.2001, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 876/2001 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και αντιμωλία δικασθέντες, εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο με τους εκκαλούντες πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά τη συζήτηση της αγωγής μετά από την με ημερομηνία 16-06-2010 και υπ’ αριθμ. καταθ. 130/18-6-2010 κλήση των εφεσίβλητων, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ 12/2012 εκκαλουμένη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.
Με την τελευταία αυτή εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή η παραπάνω αγωγή, διατάχθηκε η με δημόσιο πλειστηριασμό πώληση του επικοίνου ακινήτου και επιβλήθηκε εις βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων ποσού 180 ευρώ. Την απόφαση αυτή, προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μόνον οι υπεισερχόμενοι στη δικονομική θέση του πρώτου εναγομένου … υπ’ αριθμ. 1-5 από τους καθ’ων η κλήση – εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεση τους. Η έφεση, όμως τούτη κατά της προαναφερόμενης πρωτόδικης αποφάσεως απευθύνεται μόνο κατά των εναγόντων, όχι δε, όπως έπρεπε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν εκτενώς στη προηγούμενη μείζονα σκέψη και κατά των πρωτοδίκως λοιπών συνεναγομένων των εκκαλούντων, και συγκεκριμένα των υπεισελθόντων στη θέση του αρχικώς δευτέρου των εναγομένων …, καθολικών αυτού διαδόχων που προαναφέρονται. Εν προκειμένω, θα έπρεπε η έφεση να απευθύνεται υποχρεωτικά, με ποινή απαραδέκτου αυτής και κατά των συνεναγομένων των εκκαλούντων διότι, όπως εκτίθεται ανωτέρω η δίκη για τη διανομή που άρχισε με την άσκηση της αγωγής διανομής είναι διπλή καθ’ όλη την πορεία της και συνεπώς και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά συνέπεια το ότι οι εκκαλούντες κοινωνοί και οι μη συμπεριλαμβανόμενοι στο δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως συνεναγόμενοι τους συγκοινωνοί, ως αμυνόμενοι, βρίσκονταν σε αντίστοιχη δικονομική θέση κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα (εναγόμενοι), όπως και σε κάθε μετέπειτα στάδιο αυτού, είναι όλως συμπτωματικό, αφού κάθε ένας από αυτούς τους συνεναγόμενους, ανεξαρτήτως από την παραπάνω θέση του, θα μπορούσε να έχει αντίθετα συμφέροντα προς τον άλλο και προβάλλοντας αυτά να είναι ουσιαστικά αντίδικος του άλλου. Επομένως, στην προκείμενη δίκη για τη διανομή του επιδίκου επικοίνου ακινήτου, ο ένας εκ των εναγομένων και εν προκειμένω εκείνοι που υπεισήλθαν ως καθολικοί διάδοχοι στη θέση του, ασκώντας έφεση, θα έπρεπε με ποινή απαραδέκτου, να απευθύνουν αυτήν και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου τους (συνεναγομένου), σύμφωνα προς το άρθρο 517 εδ.β του ΚΠολΔ. Τούτο δε γιατί στην ειδική αυτή περίπτωση η παράγραφος 4 του άρθρου 76 του ίδιου κώδικα κατά την οποία «η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παραγράφου 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους» δεν εφαρμόζεται, καθώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζονται εκ του νόμου ως αντιπροσωπευόμενοι στην άσκηση της εφέσεως από τους εκκαλούντες οι παραπάνω αναγκαίοι ομόδικοι τους (καθολικοί διάδοχοι του αρχικώς εναγομένου …) στο μέτρο που θα μπορούσαν να έχουν αντίθετα συμφέροντα προς αυτούς και να έχουν ουσιαστικά και την ιδιότητα του αντιδίκου των συνεναγομένων τους εκκαλούντων. Τούτο δε ισχύει, ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω οι συνεναγόμενοι κατά των οποίων απαραδέκτως δεν απευθύνθηκε η έφεση, φέρεται με την εκκαλουμένη απόφαση να έχουν εκπροσωπηθεί από τον ίδιο με τους εκκαλούντες πληρεξούσιο δικηγόρο, γεγονός μάλιστα που δεν ισχύει κατά τους εκκαλούντες, συνιστώντας πρόδηλο σφάλμα που εμφιλοχώρησε κατά την σύνταξη της αποφάσεως, αιτούμενοι μάλιστα με ειδικό λόγο εφέσεως, όπως δύνανται να πράξουν κατά την ορθότερη άποψη (Βαθρακοκοίλη Ερμην ΚΠολΔ, Τόμος Β’, άρθρ. 315 αριθμ. 17, 42 με παραπομπές στην νομολογία), τη διόρθωση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθόσον από τις κατατιθέμενες από αυτούς προτάσεις ήταν σαφές ότι οι εν λόγω εναγόμενοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, αλλά δικάσθηκαν ερήμην. Η εξέταση ωστόσο του συγκεκριμένου λόγου που αφορά τη διόρθωση της εκκαλουμένης αποφάσεως προϋποθέτει την άσκηση παραδεκτής εφέσεως. Εξάλλου ακόμη και εάν, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση, οι συνεναγόμενοι τούτοι (καθολικοί διάδοχοι του αρχικώς εναγομένου …) στην πρωτοβάθμια δίκη της 4ης-10-2011 μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, για το παραδεκτό της υπό κρίση εφέσεως, εφόσον τούτοι δεν συμπεριλαμβάνονται στα πρόσωπα των εκκαλούντων, θα έπρεπε υποχρεωτικά τούτη (έφεση) να απευθύνεται και εναντίον τους, ανεξαρτήτως της δικονομικής θέσεως τούτων στον πρώτο βαθμό ως ομοδίκων των εκκαλούντων. Επομένως πρέπει η έφεση για τον παραπάνω λόγο να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.-
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 23-03-2012 και υπ’ αριθμ. καταθ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου 29/26-03-2012 έφεση, κατά της υπ’ αριθμ 12/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (τακτικής διαδικασίας).-
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, την 29η Δεκεμβρίου 2017, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους,
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επειδή η Δικαστής μετατέθηκε
Η Διευθύνουσα το Εφετείο Πατρών
Στεφανία Καρατζά
Πρόεδρος Εφετών