ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Αδικοπραξία. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι το άμεσο υποκείμενο της εκ της αδικοπραξίας προσβολής, ενώ, τρίτα πρόσωπα, έστω και του οικογενειακού περιβάλλοντος του άμεσου θύματος της αδικοπραξίας, τα οποία υφίστανται βλάβη στα περιουσιακά τους συμφέροντα ή δοκιμάζουν και αυτά ηθική βλάβη από την κατά του άμεσου θύματος αδικοπραξίας είναι εμμέσως ζημιούμενοι και δεν δικαιούνται σχετική αποζημίωση, ούτε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Αριθμός 487/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————-
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις: Α)Ηαπό 1-6-2018 (υπ’ αριθ. ……../05-10-2018 έκθεσης κατάθεσης) έφεση των 1)……….. συζύγου ……….. ……….., το γένος ……….. ………..και 2)……….. ……….. του ………..και Β)η από 16-5-2019 (υπ’ αριθ. ……/20-05-2019 έκθεσης κατάθεσης)έφεση των 1)……….. ……….. του ……….. και 2)……….. ……….. του ………..,οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς, και πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων. Οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 2331/2018οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών α)από 10-12-2012 (υπ’ αριθ. …../31-12-2012 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής των 1)……….. συζύγου ……….. ……….., το γένος ……….. ………..και 2)……….. ……….. του ……….. και β)από 4-2-2013 (υπ’ αριθ. …./7-2-2013 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του ……….. ……….. του ………..έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού έχει καταβληθεί το ανάλογο παράβολο για κάθε έφεση, αντιστοίχως, και εμπροθέσμως,ενόψει του ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η επίδοση της εκκαλούμενηςαπόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται αυτή(άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το ν. 4335/2015).Επομένως, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως περί του ότι αυτή είναι απαράδεκτη γιατί στρέφεται μόνον κατ’ αυτής, πρώτης ενάγουσας της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, και όχι και κατά του δεύτερου ενάγοντος της ίδιας αγωγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι στην προκείμενη υπόθεση δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαίο η έφεση αυτή να στρέφεται και κατά των δύο εναγόντων της ανωτέρω αγωγής (άρθρο 517 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, στην περίπτωση που οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη είναι περισσότεροι η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίων εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών θέλει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (βλ. ΑΠ 1140/2008 Δ 2009 187, ΑΠ 72/2005 ΕλλΔνη 2005 1459, ΕφΑθ 1710/2008 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η τ. Ι αρθρ. 517 αρ. 8 σελ. 798, Π. Γιαννόπουλο εις «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 517 αρ. 5 σελ. 98).
Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο α΄ αγωγή,οι ενάγοντες αυτής και ήδη εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, εξέθεσαν ότι, στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, στις 16-11-2008, οι εναγόμενοι προέβησαν εις βάρος της πρώτης από αυτούς στην περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, η οποία συνιστά τις αξιόποινες πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της απειλής από την οποία προκλήθηκε σ’ αυτούς (ενάγοντες) η εκτιθέμενη ζημία και ηθική βλάβη, αντιστοίχως. Βάσει των ανωτέρω περιστατικών, οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού εν μέρει του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, να καταβάλουν α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των 17.945 ευρώ ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους και το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, καθώς να αναγνωρισθεί ότι, για την τελευταία αιτία, υποχρεούνται οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, το ποσό των 40.000 ευρώ και β) στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 14.400 ευρώ ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας των σωματικών κακώσεων που προκλήθηκαν στην πρώτη από αυτούς (σύζυγό του) από την ανωτέρω αδικοπραξία των εναγομένων, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι, για την τελευταία αιτία, υποχρεούνται οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, το ποσό των 20.000 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση ενός έτους και χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης.Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο β΄ αγωγή, ο ενάγων αυτής και ήδη πρώτος εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, εξέθεσε ότι,στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, στις 16-11-2008, η εναγομένη προέβη εις βάρος του στην περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, η οποία συνιστά τις αξιόποινες πράξεις της ελαφράς σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της απειλής από την οποία υπέστη ηθική βλάβη. Βάσει των ανωτέρω περιστατικών, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της, με το νόμιμο τόκο από την 17-11-2008, επόμενη ημέρα της εν λόγω αδικοπραξίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση ενός έτους και χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης.Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες αγωγές, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή, ως προς την πρώτη των εναγόντων και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι αυτής να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.590 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, ενώ, απορρίφθηκε η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή ως προς το δεύτερο των εναγόντων, ως μη νόμιμη όσον αφορά στο αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης και ως ουσιαστικώς αβάσιμη, λόγω μη καταβολής του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου,όσον αφορά στο αγωγικό αίτημα περί αποζημιώσεως, επιπλέον, το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής απορρίφθηκε στο σύνολο του ως μη νόμιμο. Επίσης, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, η ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη αυτής οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, ενώ το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής απορρίφθηκε ως μη νόμιμο.Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι προαναφερθέντες εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ κρινόμενες εφέσεις τους, αντιστοίχως, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, και ζητούν: α)οι εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή τους και να απορριφθεί η ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή και β)οι εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως να εξαφανισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή του πρώτου από αυτούς να γίνει δεκτή στο σύνολο της και να απορριφθεί η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή.
Ι.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα προαναφερθέντα στοιχεία ή αυτά περιέχονται με ασάφεια ή είναι ελλιπή, ενόψει του ότι η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθίσταται μη νομότυπη η άσκηση της αγωγής, κατά συνέπεια, αυτή (αγωγή) να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Μάλιστα, το ανωτέρω απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (βλ. ΑΠ 515/2016 ΝοΒ 2017 98, ΑΠ 540/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1067/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία ζητείται η υποχρέωση σε καταβολή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 929 του ΑΚ, μόνη η αναφορά συλλήβδην του συνολικώς αιτουμένου ποσού αποζημιώσεως για κάποια αιτία, χωρίς την περιγραφή του είδους και του κόστους των επιμέρους στοιχείων αυτής, δεν αρκεί για την πληρότητα της αγωγής, η οποία ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη (βλ. ΕφΠατρ 577/2008 ΑχαΝομ 2009346).
Στην προκείμενη περίπτωση, η πρώτη ενάγουσα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, δια αυτής, ζητεί, μεταξύ άλλων, για αποζημίωσή της το συνολικό ποσό των 495 ευρώ, το οποίο αφορά στη δαπάνη για τη μεταφορά της και όπως αυτολεξεί αναγράφεται στην ανωτέρω αγωγή «… Για τις μετακινήσεις μου τόσο προς το νοσοκομείο, κατέβαλα κάθε φορά το ποσό των 15,00 ευρώ και για επιστροφή και συνολικά για τριάντα τρείς μετακινήσεις (33) το ποσό των 495 € …». Με αυτό όμως το περιεχόμενο η ανωτέρω αγωγή, εξεταζομένου αυτεπαγγέλτως του ορισμένου αυτής, τυγχάνει κατά το εν λόγω αίτημα απορριπτέα ως αόριστη, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), ενόψει του ότι η πρώτη ενάγουσα δεν προβαίνει στην αναγκαία εξειδίκευση των στοιχείων του εν λόγω κονδυλίου, δηλαδή δεν προσδιορίζει τον τόπο μεταβάσεως της για κάθε επικληθείσα διαδρομή (αφού σε άλλο σημείο της αγωγής αναφέρεται ότι είχε επισκεφθεί περισσότερα νοσοκομεία), ούτε το χρόνο διενέργειας αυτών, έτσι, ώστε αφενός μεν να μπορεί να κρίνει το Δικαστήριο περί της ουσιαστικής του βασιμότητας, αφετέρου δε να παρέχεται στους εναγόμενους η δυνατότητα αμύνης, χωρίς να αρκεί για να θεωρηθεί ορισμένο το αγωγικό δικόγραφο ως προς τούτο μόνη η προεκτεθείσα γενικόλογη αναφορά.Σημειωτέον ότι η ανωτέρω αοριστία της αγωγής, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων,ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως, όπως προαναφέρθηκε, και από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, ως προς το ανωτέρω αγωγικό αίτημα η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη (ενώ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το ίδιο αγωγικό αίτημα ως ουσιαστικώς αβάσιμο). Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο τούτο μπορεί να κρίνει απορριπτέο ως αόριστο το ανωτέρω αγωγικό αίτημα, ανεξαρτήτως του ότι αυτό είχε κριθεί ως ορισμένο με την εκκαλούμενη απόφαση, ενόψει του ότι με την ως άνω απόρριψή του δεν καθίσταται χειρότερη η θέση της πρώτης εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (βλ. ΑΠ 298/2010 ΝοΒ 2011 979).
ΙΙ.Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η τέλεση αξιόποινης πράξης, όπως αυτή της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 309 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά την τελευταία διάταξη, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 του ΠΚ σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ. Επίσης, για την υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητος του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαίτιου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας (βλ. ΑΠ 722/2018, ΑΠ 59/2017, ΑΠ 886/2015 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ.Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 929 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας από την οποία βλάπτεται το σώμα ή η υγεία του προσώπου, αξίωση αποζημιώσεως στην έκταση που διαγράφει ο νόμος έχει το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία και από την οποία αυτό ζημιώνεται. Ειδικότερα, δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι το άμεσο υποκείμενο της εκ της αδικοπραξίας προσβολής. Αντιθέτως,τρίτα πρόσωπα έστω και του οικογενειακού περιβάλλοντος του άμεσου θύματος της αδικοπραξίας, τα οποία υφίστανται βλάβη στα περιουσιακά τους συμφέροντα ή δοκιμάζουν και αυτά ηθική βλάβη από την κατά του άμεσου θύματος αδικοπραξίας είναι εμμέσως ζημιούμενοι και η ζημία τους δεν εμπίπτει στο πεδία προστασίας των προαναφερθέντων άρθρων (914 και 929 του ΑΚ). Ως εμμέσως ζημιούμενοι τρίτοι εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του νόμου μόνο στις οριζόμενες στο νόμο εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως είναι αυτές των άρθρων 928 εδ. β΄ και 929 εδ. β΄του ΑΚ, που δεν επιδέχονται ανάλογη εφαρμογή. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει σ’ αυτόν που έπαθε προσβολή της υγείας του από αδικοπραξία εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της υγείας κάποιου από αδικοπραξία χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη του μπορεί να ζητήσει μόνον ο άμεσα παθών τη σωματική βλάβη οποιασδήποτε μορφής, όμως όχι και ο σύζυγός του, οι γονείς του ή άλλοι άμεσοι συγγενείς αυτού, που μπορεί να επιβαρύνονται ή και να δοκιμάζονται ψυχικώς από τον εν λόγω τραυματισμό του (βλ. ΑΠ 89/2017, ΑΠ 798/2012, ΑΠ 1425/2010, ΕφΠειρ 485/2014, ΕφΠειρΜον 137/2014, ΕφΘρακ 355/2012 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Ι. Καράκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 384-385).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο δεύτερος ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής ζητεί, με την αγωγή αυτή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας των σωματικών κακώσεων που προκλήθηκαν στην πρώτη από αυτούς (σύζυγό του) από την ανωτέρω αδικοπραξία των εναγομένων, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι, για την ίδια αιτία, υποχρεούνται οι αντίδικοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, το ποσό των 20.000 ευρώ. Ειδικότερα, ο δεύτερος ενάγων επικαλείται με την ανωτέρω αγωγή ότι επηρεάσθηκε δυσμενώς η ψυχική κατάστασή του, όταν πληροφορήθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα σύζυγός του υπέστη τις αναφερόμενες σωματικές κακώσεις, τις οποίες διαπίστωσε και ο ίδιος όταν, στη συνέχεια, συναντήθηκε με αυτήν (σύζυγό του). Ωστόσο, η επικληθείσα με την ανωτέρω αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων στρεφόταν αποκλειστικώς εναντίον της πρώτης ενάγουσας και όχι και κατά του δεύτερου ενάγοντος, έτσι, δικαιούχος της σχετικής αξιώσεως είναι μόνον η πρώτη ενάγουσα ως το άμεσο υποκείμενο της εκ της εν λόγω αδικοπραξίας προσβολής. Επομένως, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), ο δεύτερος ενάγων θεωρείται ως εμμέσως ζημιωθείς, το ως άνω αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως αυτού (2ου ενάγοντος) είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το ίδιο ως άνω αγωγικό αίτημα ως μη νόμιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο περί του αντιθέτου λόγος (7ος) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
IV. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 928, 929, 1389 και 1390 του ΑΚ (όπως τα δύο τελευταία ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1329/1983), συνάγεται ότι σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του ενός συζύγου από αδικοπραξία και στέρησης εντεύθεν από τον άλλο σύζυγο των προσωπικών υπηρεσιών που προσέφερε εκείνος ως συνεισφορά του για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ανάλογα με τις δυνάμεις του, δικαιούται ο άλλος σύζυγος να απαιτήσει ατομικά από τον υπαίτιο του τραυματισμού και από τον κατά νόμο ενεχόμενο για τις από την αδικοπραξία αυτή ζημίες, αποζημίωση, για τη στέρηση των υπηρεσιών, που συνιστούσαν την από το νόμο οφειλόμενη συμβολή του παθόντος συζύγου στις οικογενειακές ανάγκες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 929 εδ. β΄ του ΑΚ, και για κάθε δαπάνη που διενήργησε ατομικά, και μάλιστα ανεξάρτητα του αν προσέλαβε ή όχι υποκατάστατη δύναμη (όπως οικιακή βοηθό) για την παροχή των υπηρεσιών, τις οποίες ο τραυματισθείς θα παρείχε στον άλλο σύζυγο με την έννοια που προαναφέρθηκε (βλ. ΑΠ 1205/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 243/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 984/2003ΧρΙΔ 2004 46, ΕφΠειρ 175/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ Μον6/2014 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά στο αγωγικό αίτημα του δευτέρου ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής περί της αξιώσεως αποζημιώσεως του, λόγω στερήσεως της παροχής υπηρεσιών της συζύγου του (1ης ενάγουσας), εξαιτίας των αναφερομένων σωματικών κακώσεων που επικαλείται ότι προκλήθηκαν σ’ αυτήν από την εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση είχε απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμο, λόγω μη καταβολής του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι ο δεύτερος ενάγων προσκόμισε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. …………/26-11-2018 «e-παράβολο»), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV), αυτό πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (6ο) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως. Σημειωτέον ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, δηλαδή στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων της εφέσεως, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιον του, του δικαστικού ενσήμου (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 524 παρ. VI αρ. 21 σελ. 226). Μάλιστα, εάν ασκηθεί από τον ενάγοντα έφεση νομότυπα και εμπρόθεσμα, η οποία συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μπορεί να προταθεί, ως μοναδικός λόγος της, η άρση της παραλείψεως αυτής, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, καθόσον το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση των σφαλμάτων των διαδίκων, όπως επί μη καταβολής από τον ενάγοντα του νομίμου δικαστικού ενσήμου (βλ. ΕφΑθ 93/2010 ΕλλΔνη 2011 1068, ΕφΘεσ 135/2008 Αρμ 2009 1223, ΕφΑθ 1972/2006 ΕλλΔνη 2007 277).
V. Kατά την έννοια του άρθρου 932 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση,από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (συμπεριλαμβανομένων των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τους εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Α΄εφέσεως φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητά τους δεν αμφισβητήθηκε), και της υπ’ αριθ. …../28-9-2017 ένορκης βεβαίωσης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……,με την επιμέλεια των εναγόντων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθρον 422 του ΚΠολΔ, κλήτευση των εναγομένων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …/25-9-2017εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……….), η οποία, σε κάθε περίπτωση, παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο ως νέο αποδεικτικό μέσο, κατ’ άρθρον 529 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1114/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3879/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 141/2012 ΠειρΝ 2012 160, ΕφετΔυτΣτερΕλλ 8/2012 ΔΕΕ 2012 598), χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη η προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως υπ’ αριθ. …../20-2-2014 ένορκη βεβαίωση η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, με την επιμέλεια του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής, γιατί οι προαναφερθέντες εκκαλούντες δεν επικαλούνται αυτή νομίμως, αφού στις προτάσεις τους, που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκλησή της, αλλά περιέχεται μόνο γενική αναφορά σε όλα τα έγγραφα που είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην ένορκη βεβαίωση, με παραπομπή στο αντίστοιχο συγκεκριμένο τμήμα των πρωτόδικων προτάσεων τους (βλ. ΑΠ 96/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1229/2002 ΕλλΔνη 2003 128, ΑΠ 130/2001 ΕλλΔνη 2001 1547), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι διαμένουν στην οικοδομή επί της οδού ……….. στο Νέο Φάληρο Πειραιώς και συγκεκριμένα οι ενάγοντες της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, οι οποίοι είναι σύζυγοι, σε διαμέρισμα του 4ου ορόφου αυτής και ο πρώτος εναγόμενος, πατέρας του δευτέρου εναγομένου, της ίδιας αγωγής (α΄) σε διαμέρισμα του 5ου ορόφου αυτής. Οι σχέσεις των διαδίκων (εναγόντων – εναγομένων) είναι ιδιαιτέρως τεταμένες για διάφορα ζητήματα, τα οποία δεν αφορούν στην παρούσα υπόθεση. Στις 16-11-2008 και περί ώρα 15:30,η πρώτη ενάγουσα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής (εναγόμενη της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής), μετέβη στο διαμέρισμα του 5ου ορόφου της ανωτέρω πολυκατοικίας, όπου διαμένουν οι εναγόμενοι της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την ύπαρξη θορύβων, που αυτή (1η ενάγουσα) θεωρούσε ότι προέρχονταν από το ανωτέρω διαμέρισμα στο οποίο διαμένουν οι εναγόμενοι της ίδιας αγωγής (α΄). Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής,κτυπώντας έντονα την πόρτα εισόδου του ανωτέρω διαμερίσματος (5ου ορόφου), απηύθυνε στον πρώτο των εναγομένων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής (ενάγοντα της β΄ αγωγής) τις φράσεις «άνοιξε την πόρτα ρε αλήτη, προικοθήρα, κάθαρμα, άνοιξε για να σε καθαρίσω, θα σε κόψει ο Χάρος τώρα εσένα και τη γυναίκα σου και τα κωλόπαιδά σου», «σπάω την πόρτα και μπαίνω και θα δεις τι θα συμβεί, θα σε κανονίσω», «θα σου μάθω εγώ να βγάζεις τον σκασμό εσύ και η χτικιάρα γυναίκα σου». Στη συνεχεία, ο πρώτος των εναγομένων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, αφού άνοιξε την πόρτα εισόδου του ανωτέρω διαμερίσματος, άρπαξε, βίαια, με τα χέρια του, την πρώτη ενάγουσα της ίδιας αγωγής (υπό στοιχείο α΄ )από τα ρούχα που αυτή έφερε και την κτύπησε με τις γροθιές του στο πρόσωπό της. Επίσης, στο επεισόδιο αυτό συμμετείχε και ο υιός του πρώτου εναγομένου της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, δεύτερος εναγόμενος της αγωγής αυτής, ο οποίος κατάφερε κτυπήματα με τις γροθιές του στο κεφάλι της προαναφερθείσας (1ης ενάγουσας της α΄ αγωγής). Ακόμη, η τελευταία (1η ενάγουσα) επιχείρησε να διατηρήσει την ισορροπία του σώματός της, τοποθετώντας το αριστερό της χέρι στο κούφωμα της πόρτας εισόδου του ανωτέρω διαμερίσματος, ενώ, οι εναγόμενοι της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής ώθησαν την πόρτα αυτή για να κλείσει, ασκώντας έντονη πίεση στο αριστερό χέρι της (1ης ενάγουσας). Κατόπιν, προσήλθαν στο ανωτέρω σημείο του εν λόγω επεισοδίου, ο ………., ο οποίος διαμένει σε διαμέρισμα του 4ου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, με τον ……….., οι οποίοι είχαν αντιληφθεί την πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής να καλεί σε βοήθεια. Όταν οι εναγόμενοι της υπό στοιχείο α΄ αγωγής διαπίστωσαν την παρουσία των προαναφερθέντων, που είχαν προστρέξει εκεί, εισήλθαν εντός του χώρου του ανωτέρω διαμερίσματος κλείνοντας την πόρτα εισόδου αυτού. Από τις προαναφερθείσες βίαιες πράξεις των εναγομένων της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, η πρώτη ενάγουσα της ίδιας αγωγής (υπό στοιχείο α΄) υπέστη τις ακόλουθες σωματικές βλάβες,και συγκεκριμένα κάταγμα ρινικών οστών με μικρή παρεκτόπιση αυτών, εκχύμωση αμφοτέρων των οφθαλμικών κόγχων (δίκην ομματϋαλίων), εκχύμωση μέσης διαμέτρου 5 εκ. περίπου στην αριστερή ζυγωματική χώρα, κάταγμα μύλης 1ου προγομφίου οδόντος του αριστερού ημιμορίου της άνω γνάθου (αριθ. 24), με συνοδό εκχύμωση βλεννογόνου στοματικής κοιλότητας και εκτεταμένες εκχυμώσεις διαστάσεων 20X7 εκ. και μέσης διαμέτρου 8εκ. περίπου στο αριστερό αντιβράχιο – καρπό – άκρα χείρα και την ραχιαία επιφάνεια του αριστερού αγκώνα, με συνοδό μεγάλου βαθμού οιδήματα (βλ. την υπ’ αρ. πρωτ. /…../21-11-2008 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ………….). Επίσης, την επομένη ημέρα του εν λόγω επεισοδίου (17-11-2008), η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής μετέβη, λόγω του ως άνω τραυματισμού της, στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» και εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία αυτού, όπου διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε εκχύμωση άνω-κάτω βλεφάρου αμφώ, κάταγμα ρινός, για την αποκατάσταση του οποίου τοποθετήθηκε ρινικός νάρθηκας, αιμάτωμα αριστερής παρειάς κάτω βλεφάρου, περιοφθαλμικές εκχυμώσεις, μόλωπες-οίδημα αριστερού καρπού και αντιβραχίονα και εκδορά δεξιάς κνήμης (βλ. τα υπ’ αριθ. πρωτ. ………….. πιστοποιητικά εξέτασης του προαναφερθέντος νοσοκομείου). Ακόμη, ο ως άνω τραυματισμός της πρώτης ενάγουσας της υπό στοιχείο α΄ αγωγής προκάλεσε προβλήματα και στη ψυχική κατάστασή της, ενόψει του ότι αυτή παρουσίαζε άγχος, ανησυχία, διαταραχές στον ύπνο, φόβο, απόσυρση και έλλειψη διάθεσης (βλ. την από 15-1-2009 ιατρική γνωμάτευση του ψυχίατρου ……………..). Σημειωτέον ότι δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι οι ως άνω σωματικές κακώσεις της πρώτης ενάγουσας της υπό στοιχείο α΄αγωγής προκλήθηκαν, όχι από τις προαναφερθείσες βίαιες πράξεις των εναγομένων της ίδιας αγωγής (υπό στοιχείο α΄), αλλά, από διαφορετική αιτία και συγκεκριμένα από την προσπάθεια αυτής να εισέλθει στο ανωτέρω διαμέρισμα και από την πρόσκρουση της πόρτας του, κατά το κλείσιμο αυτής,στο πρόσωπό της, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι αυτοί. Ειδικότερα, οι ανωτέρω σωματικές κακώσεις αφορούν σε περισσότερα σημεία του προσώπου της ενάγουσας της υπό στοιχείο α΄ αγωγής (όπως της ρινός, των δύο οφθαλμών, της αριστερής ζυγωματικής χώρας, του προγομφίου οδόντος, του αριστερού μέρους της άνω γνάθου, της στοματικής κοιλότητας), ενώ, σε περίπτωση που αυτές οφείλονταν στην πρόσκρουση της πόρτας στο πρόσωπο της θα ήταν μόνον στο σημείο της σχετικής πρόσκρουσης και όχι σε διάφορα σημεία του προσώπου της. Επιπλέον, οι προαναφερθείσες βίαιες πράξεις των εναγομένων της υπό στοιχείο α΄αγωγής εις βάρος της πρώτης ενάγουσας της ίδιας αγωγής επιβεβαιώνονται από την κατάθεση του μάρτυρα ………. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την από 18-6-2009 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα αυτού κατά τη σχετική προανάκριση, καθώς και την από 9-7-2009 προανακριτική έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του ….. .. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθέντες, κατά τα ως άνω, ήταν παρόντες κατά την εξέλιξη του εν λόγω επεισοδίου, έτσι, έχουν ιδία αντίληψη για τα σχετικά περιστατικά, μάλιστα, κρίνονται ως αξιόπιστοι, ενόψει του ότι δεν συνδέονται με κάποια ιδιαίτερη σχέση με τους διαδίκους. Αντιθέτως, η κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της μάρτυρος . ……….. δεν κρίνεται ως πειστική, ενόψει του ότι συνδέεται με στενή συγγενική σχέση με τους εναγόμενους της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, αφού είναι σύζυγος του πρώτου και μητέρα του δεύτερου των εναγομένων αυτών. Εξάλλου, οι τελευταίοι (εναγόμενοι της α΄ αγωγής), κατόπιν υποβληθείσας εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας της ίδιας αγωγής έγκλησης για το εν λόγω επεισόδιο, κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού και κατά συρροή (άρθρα 308 παρ. 1 και 309 του ΠΚ), δυνάμει της υπ’ αριθ. 809/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (δικάζοντος κατ’ έφεση). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι για τον ανωτέρω τραυματισμό της πρώτης ενάγουσας της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, αποκλειστικώς υπαίτιοι είναι αμφότεροι οι εναγόμενοι της ίδιας αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (υπό στοιχείο Ι) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, η οποία κατά το χρόνο του ανωτέρω επεισοδίου ήταν ηλικίας 59 ετών, λόγω του ανωτέρω τραυματισμού της, δαπάνησε τα ακόλουθα ποσά, κατά τα οποία και ζημιώθηκε : α) το ποσό των 30 ευρώ για την ιατρική εξέταση που πραγματοποίησε στο ιατρείο του οφθαλμιάτρου ……… (βλ. την υπ’αριθ. …../5-12-2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού αυτού) και β)το ποσό των 50 ευρώ για την ιατρική εξέταση που πραγματοποίησε στο ιατρείο του ψυχιάτρου ………..(βλ. την υπ’ αριθ. …./15-1-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού αυτού). Επίσης, η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής μετά τον τραυματισμό της και για χρονικό διάστημα ενός μηνός λάμβανε, βελτιωμένη, πέρα από τη συνηθισμένη, τροφή, για την ενίσχυση της σχετικής αποθεραπείας της. Για το σκοπό αυτό, η τελευταία δαπάνησε το συνολικό ποσό των 150 ευρώ (30 ημέρες X 5 ευρώ ημερησίως), και όχι το ποσό των 2.700 ευρώ (15 ευρώ Χ 30 ημέρες Χ 6 μήνες Χ 30 ημέρες) όπως αβασίμως, καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται αυτή (1η ενάγουσα)με την ανωτέρω αγωγή, ενόψει του ότι είναι κοινώς γνωστό ότι η σύγχρονη συνήθης διατροφή του μέσου κοινωνικώς ανθρώπου περιέχει τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η προαναφερθείσα ενάγουσα δαπάνησε για την αιτία αυτή το ανωτέρω ποσό (150 ευρώ), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (1ος υπό στοιχείο α΄ για την επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το εν λόγω επεισόδιο, καταστράφηκαν τα είδη ενδύσεως, που έφερε η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, τα οποία αναφέρονται στην αγωγή αυτή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία (1η ενάγουσα). Ειδικότερα, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι τα είδη ενδύσεως αυτά έφεραν φθορές, οι οποίες δεν ήταν εφικτό να αποκατασταθούν (όπως με καθαρισμό), μάλιστα, η επικληθείσα καταστροφή των ειδών αυτών δεν δικαιολογείται από την έκταση του ως άνω τραυματισμού της προαναφερθείσας ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμο το σχετικό αίτημα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος υπό στοιχείο γ΄) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, για χρονικό διάστημα 12 ημερών μετά το εν λόγω επεισόδιο, λόγω της ως άνω κατάστασης της υγείας της, είχε την ανάγκη υπηρεσιών τρίτου προσώπου για την εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών της, τις οποίες παρείχε σ’ αυτήν η θυγατέρα της (…….), με υπερένταση των δυνάμεων της. Έτσι, σε περίπτωση που η προαναφερθείσα ενάγουσα προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών υπολογίζεται ότι θα δαπανούσε ημερησίως το ποσό των 30 ευρώ, δηλαδή θα δαπανούσε για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα (12 ημερών) το ποσό των 360 ευρώ (30 ευρώ Χ 12 ημέρες= 360) και όχι των 14.400 ευρώ, για χρονικό διάστημα 6 μηνών, όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, ενόψει του ότι για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν ήταν εξειδικευμένες, επαρκούσε η απασχόληση τρίτου επί μερικές ώρες ημερησίως. Μάλιστα, η ανωτέρω κρίση περί του ότι δεν ήταν αναγκαία η παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών στην προαναφερθείσα ενάγουσα για μεγαλύτερο από το προαναφερθέν χρονικό διάστημα (12 ημερών), ενισχύεται από το ότι στην ανωτέρω υπ’ αριθ. …./21-11-2008 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ………… βεβαιώνεται ότι παρέμεινε σε ακινησία και έπρεπε να απέχει των ασχολιών της κατά το χρονικό διάστημα αυτό (12 ημερών). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς το σχετικό αίτημα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής ως ουσιαστικώς βάσιμο και υποχρέωσε τους εναγόμενους της ίδιας αγωγής να καταβάλουν στην προαναφερθείσα ενάγουσα για την αιτία αυτή το ανωτέρω ποσό (360 ευρώ), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (περί επιδικάσεως μεγαλύτερου ποσού) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ως εκ τούτου, η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, λόγω του ανωτέρω τραυματισμού της, δικαιούται ως αποζημίωση, για τις προαναφερθείσες αιτίες, το συνολικό ποσό των 590 ευρώ (30 + 50 + +150 + 360 = 590). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η προαναφερθείσα ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση το ανωτέρω ποσό (590 ευρώ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (υπό στοιχείο Ι) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω αδικοπραξία, η οποία αφορά στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, που τέλεσαν οι εναγόμενοι της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής εις βάρος της πρώτης ενάγουσας της ίδιας αγωγής, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω αδικοπραξίας, του είδους και της έκτασης της βλάβης που προκλήθηκε από αυτή, του βαθμού του πταίσματος των προαναφερθέντων εναγομένων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πρώτη ενάγουσα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτής, το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις (υπό στοιχείο V). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε τους εναγόμενους της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής να καταβάλουν στην ενάγουσα της ίδιας αγωγής το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς βάσιμους, μερικώς, λόγους (3οκαι 10ο) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως,ενώ, ο περί του αντιθέτου λόγος (υπό στοιχείο Ι) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, εξαιτίας του ανωτέρω τραυματισμού που υπέστη η πρώτη ενάγουσα της ίδιας αγωγής, σύζυγός του, στερήθηκε τις προσωπικές υπηρεσίες της, τις οποίες εκείνη προσέφερε ως συνεισφορά για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Κατά συνέπεια, δικαιούται ο δεύτερος ενάγων της υπό στοιχείο α΄ αγωγής να απαιτήσει από τους εναγομένους της ίδιας αγωγής (α΄)αποζημίωση για τη στέρηση των υπηρεσιών της συζύγου του, που συνιστούσαν την από το νόμο οφειλόμενη συμβολή της στις οικογενειακές ανάγκες, και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν προσέλαβε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών, τις οποίες η τραυματισθείσα θα παρείχε σ’ αυτόν, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV). Η ως άνω συνεισφορά της πρώτης ενάγουσας της υπό στοιχείο α΄ αγωγής συνίσταται στην προσφορά της με την προσωπική της εργασία για την αντιμετώπιση των αναγκών του συζυγικού οίκου των εναγόντων της ίδιας αγωγής (α΄), αφού αυτή απασχολείται αποκλειστικώς με τα οικιακά (παρασκευή εδεσμάτων, καθαρισμούς της οικίας και των ενδυμάτων τους και εν γένει την φροντίδα του συζύγου της), η οποία αποτιμάται, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου στο ποσό των 10 ευρώ ημερησίως. Επομένως, για χρονικό διάστημα 12 ημερών μετά το εν λόγω επεισόδιο, κατά το οποίο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄αγωγής ήταν ανίκανη να προσφέρει τις προαναφερεθείσες υπηρεσίες της για την αντιμετώπιση των αναγκών του συζυγικού οίκου, εξαιτίας του ανωτέρω τραυματισμού της, και τις σχετικές εργασίες εκτελούσαν από κοινού ο σύζυγός της (2ος ενάγων) και η θυγατέρα της (……), με υπερένταση των δυνάμεων τους, ο δεύτερος ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής δικαιούται ως αποζημίωση το ποσό των 120 ευρώ (10 ευρώ Χ 12 ημέρες= 120) και όχι των 14.400 ευρώ, για χρονικό διάστημα 6 μηνών, όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται ο προαναφερθείς ενάγων, ενόψει του ότι για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν ήταν εξειδικευμένες, επαρκούσε η απασχόληση επί μερικές ώρες ημερησίως, σε συνδυασμό με το ότι, κατά τους κανόνες διαβίωσης της σύγχρονης οικογένειας, όλα τα μέλη της συνεισφέρουν στην εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι και η πρώτη ενάγουσα της υπό στοιχείο α΄ αγωγής – εναγόμενη της υπό στοιχείο β΄ αγωγής τέλεσε, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, εις βάρος του ενάγοντος της υπό στοιχείο β΄ αγωγής, τις αξιόποινες πράξεις της απειλής και εξύβρισης (άρθρα 333 και 361 του ΠΚ),ενόψει του ότι με τις ανωτέρω εκτιθέμενες φράσεις που απηύθυνε σ’ αυτόν (ενάγοντα της υπό στοιχείο β΄ αγωγής), του προκάλεσε τρόμο και ανησυχία, ενώ οι χαρακτηρισμοί που του απέδωσε ήταν ικανοί, κατά την κοινή αντίληψη, να μειώσουν το κύρος της προσωπικότητάς του, αφού περιέχουν αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής του αξίας. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι ελέχθησαν από την εναγόμενη της υπό στοιχείο β΄ αγωγής προς τον ενάγοντα της ίδιας αγωγής οι προεκτεθείσες φράσεις συνάγεται και από την κατάθεση του μάρτυρα ………… ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος ανέφερε σχετικώς ότι, πριν αντιληφθεί την εναγομένη της υπό στοιχείο β΄ αγωγής να καλεί σε βοήθεια, άκουσε κάποιες ομιλίες μεταξύ της προαναφερθείσας εναγόμενης και του ενάγοντος της υπό στοιχείο β΄ αγωγής. Σημειωτέον ότι δεν αποδείχθηκε η πρόκληση κάποιας σωματικής κάκωσης, έστω και εντελώς ελαφράς, από την εναγομένη της υπό στοιχείο β΄ αγωγής προς τον ενάγοντα της ίδιας αγωγής. Ως εκ τούτου, από την ως άνω αδικοπραξία, η οποία αφορά στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της απειλής και εξύβρισης, που τέλεσε η εναγόμενη της υπό στοιχείο β΄ αγωγής εις βάρος του ενάγοντος της ίδιας αγωγής, ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω αδικοπραξίας, του είδους και της έκτασης της βλάβης που προκλήθηκε από αυτή, του βαθμού του πταίσματος της προαναφερθείσας εναγομένης, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτής, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις (υπό στοιχείο V). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε ότι η εναγομένη της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα της ίδιας αγωγής το ποσό των 500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο, μερικώς, λόγο (υπό στοιχείο ΙΙ) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, ενώ, οι περί του αντιθέτου λόγοι(4ος και 5ος) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ενώ η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη αποκλειστικώς ως προς τον πρώτο των εκκαλούντων (……….. ………..) και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο των εκκαλούντων (. ………..), και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (βλ. ΑΠ 1279/2004 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» σελ. 595 παρ. 2383),αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αυτής να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη ενάγουσα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής το ποσό των 5.590 ευρώ (590 + 5.000) και στο δεύτερο ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής το ποσό των 120 ευρώ, με το νόμιμο τόκο,για όλα τα ανωτέρω ποσά,από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής αυτής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει η ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής το ποσό των 1.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής αυτής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος των εναγομένων της ίδιας αγωγής και του ενάγοντος της ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγής, κατόπιν σχετικού αιτήματός του,εις βάρος της εναγομένης της ίδιας αγωγής (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση των ως άνω εφέσεων στους εκκαλούντες, αντιστοίχως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις ως άνω αναφερθείσες υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ από 1-6-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ……../2018) και από 16-5-2019(υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………./2019), αντιστοίχως, εφέσεις.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεση.
Δέχεται τυπικώς την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεση,και κατ’ ουσίαν αποκλειστικώς ως προς τον πρώτο των εκκαλούντων .( ………..) και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο των εκκαλούντων (. ………..).
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2331/2018απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στις ως άνω αναφερθείσες υπό στοιχείο α΄ και β΄ από 10-12-2012 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2012) και από 4-2-2013 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2013), αντιστοίχως, αγωγές.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ως άνω υπό στοιχείο α΄αγωγή(υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …/2012).
Υποχρεώνει τους εναγόμενους της ανωτέρω αγωγής (……….. ……….. και . ………..) να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη ενάγουσα της αγωγής αυτής (. σύζυγο ……….. ……….. το γένος ……….. ..) το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα (5.590) ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα της αγωγής αυτής (. ………..) το ποσό των εκατόν είκοσι(120) ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για όλα τα ανωτέρω ποσά, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής αυτής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τους προαναφερθέντες εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των προαναφερθέντων εναγόντων, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ./2013).
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη της ανωτέρω αγωγής (. σύζυγος ……….. ……….. το γένος ……….. .) οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα της αγωγής αυτής (……….. ………..) το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής αυτής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει την προαναφερθείσα εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του προαναφερθέντος ενάγοντος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως του παραβόλου (υπ’ αριθ. . . ./26-11-2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της ανωτέρω εφέσεως.
Διατάσσει την επιστροφή στον πρώτο εκκαλούντα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως του παραβόλου (υπ’ αριθ. …………/19-07-2019, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της ανωτέρω εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά,στις 13-7-2020, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Αναζήτηση για: