Αν το ακίνητο φέρεται εγγεγραμμένο ως «άγνωστου ιδιοκτήτη», η διόρθωση συντελείται είτε με την έγερση αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής (άρθρο 6 παρ. 2), που ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας οκτώ ετών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του ο.κ.χ.ε., είτε με αίτηση (άρθρο 6 παρ. 3) ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που κοινοποιείται, επί ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση, στο Ελληνικό Δημόσιο. Η εγγραφή διορθώνεται με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Αν ασκηθεί η αίτηση της παρ. 3 και απορριφθεί, ο αιτών μπορεί να επανέλθει με την αγωγή της παρ. 2 κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Η αίτηση της παρ. 3 μπορεί να περιλαμβάνει και αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθ. 43/2008
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωσή της, ολικά ή μερικά. Η αγωγή, που μπορεί να είναι αναγνωριστική ή διεκδικητική, ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ ετών, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του ΟΚΧΕ, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3 του ιδίου νόμου. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (ως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν. 3127/2003 και με το άρθρο 2 του ν. 3481/2006), όταν η αγωγή αφορά σε ακίνητο φερόμενο κατά την παραπάνω εγγραφή ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου οριστεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών (δέκα ημερών πριν από το νόμο 3481/2006) από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο κι εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Η κοινοποίηση γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της αίτησης. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, όταν πρόκειται για ακίνητο το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου δικαιώματος στο Κτηματολόγιο επί του ακινήτου αυτού και επιπλέον κατ’ αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν. 2664/1998)- και όποιος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτήν εγγραφή, να υποβάλει αίτηση ενώπιον του ως άνω δικαστή, δικάζοντος κατά την εκουσία δικαιοδοσία, με την οποία θα αιτείται τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί για «άγνωστος» να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Η εν λόγω αίτηση δεν στρέφεται κατ’ ουδενός, ο δε ΟΚΧΕ, όπως και οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων, στα πλαίσια των δικών της εκουσίας δικαιοδοσίας, δεν καθίστανται διάδικοι. Αλλωστε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 3481/2006 (που αντικατέστησε για τα ακίνητα «αγνώστου ιδιοκτήτη» την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998, ως ίσχυε με το ν. 3127/2003, η οποία εκδικαζόταν κατά την τακτική διαδικασία και στρεφόταν κατά του ΟΚΧΕ, με την αίτηση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή που εκδικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία), αναφέρεται ότι «από την εγγραφή υπέρ αγνώστου ιδιοκτήτη και μόνο δεν δημιουργείται πραγματική ιδιωτική διαφορά μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων και πάντως όχι μεταξύ του ενάγοντος και του ΟΚΧΕ, υπό την έννοια ότι είναι η αρχή που εξέδωσε την πράξη για την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών κι επομένως αμφισβήτησε την κυριότητα του ενάγοντος». Επίσης, η διατύπωση της διάταξης «αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας», δεν έχει την έννοια της δυνατότητας του αξιώνοντος δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου που φέρεται ως «αγνώστου», να επιλέξει αν θα ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 κατά την τακτική διαδικασία ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 κατά την εκουσία, αλλά εάν θα επιλέξει μεταξύ: α’) της εξωδικαστικής διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής κατά την προβλεπόμενη διαδικασία από την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου και αφού συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις και β) της διορθώσεως με δικαστική απόφαση εκδιδόμενης επί αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3. Μόνο σε περίπτωση που απορριφθεί ως αβάσιμη η τελευταία, μπορεί ο αξιώνων εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου «αγνώστου ιδιοκτήτη» να εγείρει την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2, στρεφόμενος πλέον κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ζήτημα όμως γεννάται, αν με την εν λόγω αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 μπορεί να υποβληθεί και αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας, πέραν της διορθώσεως της ανακριβούς εγγραφής. Με δεδομένο ότι η εκδιδόμενη επί της αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3 απόφαση είναι αναγκαίο να κρίνει επί της κυριότητας του ακινήτου, ώστε ακολούθως να διατάξει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, κατά την άποψη του παρόντος δικαστηρίου, αν και δεν ορίζεται ρητά στην ως άνω διάταξη, αλλά κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, πρέπει στην αίτηση να περιλαμβάνεται και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας και κατ’ επέκταση σχετική διάταξη στην εκδιδόμενη απόφαση. Η επιλογή από το νομοθέτη της εκουσίας δικαιοδοσίας για την επίλυση της εν λόγω διαφοράς, η οποία επιβλήθηκε από λόγους οικονομίας και επιτάχυνσης της δίκης, δεν εμποδίζει την κρίση του δικαστηρίου επί της κυριότητας με σχετική διάταξη και τούτο διότι, πρώτον, για το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής πρέπει να συντρέχουν δύο διαδικαστικές προϋποθέσεις, ήτοι η έννομη σχέση της οποίας ζητείται η διάγνωση υπό την έννοια της βιοτικής σχέσης ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από την έννομη τάξη και το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την άσκησή της από τον ενάγοντα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 70, τόμος Α’, σελ. 438 επ.), αμφότερες δε οι προϋποθέσεις συντρέχουν και στην περίπτωση της αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει σήμερα και, δεύτερον, υπάρχει νομοθετικό και νομολογιακό προηγούμενο, όπου με διάταξη νόμου υποθέσεις κυριότητας ακινήτων υπάγονται στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα η προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, που αφορά στην κυριότητα των κτημάτων που απαλλοτριώνονται προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την εκουσία δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 246 παρ. 1 και 5 του Αγροτικού Κώδικα και στις εν λόγω υποθέσεις το δικαστήριο, με διάτα-ξή του, αναγνωρίζει την κυριότητα του προσφεύγοντος επί ακινήτου (βλ. ΑΠ 526/1980 ΝοΒ 1980.1947, Εφθεσ 2318/1990 Αρμ 1990.1122, Εφθεσ 516/1990 ΕλλΔνη 31.1330, ΕφΑΘ 11566/1986 Αρμ 1987.508 και Β. Βαθρακοκοίλη ό.π., άρθρο 739, τόμος Δ’, σελ. 401-402 και για όλα τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη ΜονΠρθεσ 43451/2006, δημ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Όλα τα ανωτέρω ισχύουν σήμερα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 2662/1998 για το Εθνικό Κτηματολόγιο, με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3481/2006 (ΦΕΚ τ. Α’ 162/2.8.2006), πλην όμως, πριν από τις ως άνω αλλαγές, σε περίπτωση αγωγής που αφορούσε σε ακίνητο φερόμενο στις εγγραφές στα αρμόδια κτηματολογικά βιβλία ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ίσχυε ο ν. 2662/1998, όπως είχε τροποποιηθεί με τους νόμους 3127/2003, 3208/2002 και 3212/2003, που όριζε τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 2664/1998, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ ύλην και κατά τόπον πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή έγγραφή και η διόρθωσή της, ολικά ή μερικά. Η αγωγή, που μπορεί να είναι αναγνωριστική ή διεκδικητική, ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ετών, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβέρνησης της απόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 3 του ιδίου νόμου. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (ως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 ν. 3127/2003), όταν η αγωγή αφορά σε ακίνητο φερόμενο κατά την παραπάνω εγγραφή ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», απευθύνεται κατά του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο, εντός δέκα ημερών από την κατάθεσή της. Η ως άνω αγωγή εκδικαζόταν με την τακτική διαδικασία, ως αναγνωριστική ή διεκδικητική. To άρθρο 45 του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και ως προς το είδος της διαδικασίας, ορίζει ότι το δικαστήριο που ήταν καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο όταν ασκήθηκε η αγωγή, είναι αρμόδιο έως την περάτωση της δίκης, ακόμη και αν, στη διάρκειά της, μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα (βλ. Νίκα, σε «Ερμηνεία ΚΠολΔ» Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, έκδοση 2000, άρθρο 45, αριθμ. 5, σελ. 105). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 91 και 92 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοίνωση της εκκρεμούς δίκης δεν αποτελεί μορφή αιτήσεως παροχής ενδίκου προστασίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου ν αποφανθεί γι’ αυτήν. 0 τρίτος όμως, προς τον οποίο ανακοινώθηκε η δίκη, χωρίς να υποχρεούται να απαντήσει στην ιστορική της βάση, δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο. Αν παρόλα αυτά δε μετάσχει στη διαδικασία, το δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση ν’ ασχοληθεί με την ανακοίνωση, δεδομένου ότι οι δυσμενείς συνέπειες για τον τρίτο, ο οποίος, ενώ του ανακοινώθηκε η δίκη δεν ενδιαφέρθηκε να λάβει μέρος σ’ αυτήν, δηλαδή η απώλεια του δικαιώματος της τριτανακοπής κατά της αποφάσεως, επέρχονται ευθέως από το νόμο (ΑΠ 1012/1991 ΕλλΔνη 34.571).
Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της στο ακροατήριο του δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκθέτει ότι δυνάμει του υπ αριθμ. 73586/6.12.1989 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Βέροιας X. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βέροιας, στον τόμο … και με αριθμό 62, απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα ενός αγρού, σημερινής αξίας 15.000 ευρώ, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του αγροκτήματος Αμμου Αγίας Βαρβάρας, του νομού Ημαθίας, το οποίο έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ …, από τον πατέρα της, στην κυριότητα του οποίου είχε περιέλθει δυνάμει του υπ’ αριθμ. 9381/1952 συμβολαίου του άλλοτε συμβολαιογράφου Βέροιας Α. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βέροιας, από το Μ.Τ. Ότι από το 1952 ο δικαιοπάροχος πατέρας της και στη συνέχεια από το έτος 1989 η ίδια νέμονταν και κατείχαν τον ανωτέρω αγρό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, καλλιεργώντας τον ο πατέρας της και εκμισθώνοντάς τον αυτή σε τρίτο καλλιεργητή. Ότι ο εν λόγω αγρός έχει εμβαδόν 3.899 τ.μ., όπως προέκυψε από πρόσφατη καταμέτρησή του και όχι 3.344 τ.μ., όπως αναγράφεται στο τελευταίο συμβόλαιο και αποτελεί τμήμα του ακινήτου με το προαναφερόμενο ΚΑΕΚ, που κατά στο κτηματολογικό φύλλο εμφανίζεται με εμβαδόν 5.208 τ.μ., πλην όμως τα υπόλοιπα τ.μ. αποτελούν τμήμα του υπ’ αριθμ. 221 γειτονικού αγρού ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, με αριθμό ΚΑΕΚ … Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι στα πλαίσια της δημιουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, η κτηματική περιοχή Αμμου Αγίας Βαρβάρας, του Δήμου Βέροιας, του νομού Ημαθίας, όπου βρίσκεται το επίδικο, υπήχθη στις διαδικασίες κτηματογράφησης, οι οποίες ήδη ολοκληρώθηκαν. Ότι εκ παραδρομής δεν δήλωσε την κυριότητά της στο παραπάνω ακίνητο και αυτό σήμερα εμφανίζεται στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Βέροιας ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον της, ζητά να αναγνωρισθεί ότι είναι αποκλειστική κυρία με παράγωγο τρόπο του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, συνολικού εμβαδού 3.899 τ.μ., άλλως με τα προσόντα της έκτακτης ή τακτικής χρησικτησίας, να διορθωθεί και συμπληρωθεί η εσφαλμένη αρχική εγγραφή στα εν λόγω κτηματολογικά βιβλία και να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία της τακτικής δικαιοδοσίας, στη δικάσιμο της 4.10.2006, όπου εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 34/ΤΜ/2007 μη οριστική του απόφαση και στη σημερινή δικάσιμο, η συζήτηση της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, καθόσον κατά την άσκησή της (κατάθεση 9.5.2006 και επίδοση στο εναγόμενο την 15.5.2006), αυτή η διαδικασία (τακτική) εφαρμοζόταν για τις αγωγές αυτού του είδους, που αφορούν σε ακίνητο φερόμενο στα κτηματολογικά βιβλία ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» (άρθρο 6 παρ. 2 ν. 2664/1998, ως ίσχυε πριν από την τροποποίηση και συμπλήρωσή του με το άρθρο 2 του ν. 3481/2006, 7, 9, 11 περ. α’, 29 και 45 αναλογικά εφαρμοζόμενο ΚΠολΔ βλ. μείζονα σκέψη), αντίγραφο της οποίας έχει εγγραφεί εμπρόθεσμα στο κτηματολογικό φύλλο του Εθνικού Κτηματολογίου του ακινήτου με ΚΑΕΚ … και με αριθμό καταχώρησης 2236/5.6.2006 (βλ. επικαλούμενο και προσκομιζόμενο με αριθ. πρωτ. 2236/5.6.2006 πιστοποιητικό του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου Βέροιας), ενώ για το παραδεκτό της αντίγραφό της ανακοινώθηκε με αυτοτελές δικόγραφο εμπρόθεσμα στο Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο (βλ. τις υπ’ αριθμ. 11685Β 715.5.2006 και 2499Γ 73.5.2007 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Π), πλην όμως το δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με την ανακοίνωση δίκης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, όπως και οι λοιποί καθών η ανακοίνωση της δίκης (βλ. τα πρακτικά). Επίσης, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής, αφενός αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998, καθότι, σύμφωνα με την υπ αριθμ. 179/15.10.2003 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ορίστηκε ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στο ΔΔ Αγίας Βαρβάρας, του Δήμου Βέροιας, του Νομού Ημαθίας, η 20.10.2003 και αφετέρου κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αγωγής στον προϊστάμενο του αρμοδίου κτηματολογικού γραφείου (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ αριθμ. 1652Δ’ /11.5.2006 και 30.4.2007 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Βέροιας Π. Κ.). Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές τωνάρθρων999, 1000, 1033, 1041, 1045, 1051, 1192, 1194 ΑΚ, 68, 70, 176 και 219 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας, που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από αυτήν που περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθμ. 34/ΤΜ/2007 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339, σε συνδ. με 395 ΚΠολΔ), εφόσον επιτράπηκε η απόδειξη με μάρτυρες και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), μη λαμβανομένων υπόψη των δύο από 4.10.2006 υπεύθυνων δηλώσεων του ν. 1599/1986 του I. Δ. και του Γ. Π, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, καθόσον οι μαρτυρίες υπό τη μορφή υπεύθυνων δηλώσεων ή βεβαιώσεων του ν.δ. 105/1966 ή του ν. 1599/1986 δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα αλλά ανεπίτρεπτα και δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 28.628, ΑΠ 1102/2006 ΝοΒ 2006.1507, ΣτΕ 21/2006, δημοσίευση Νόμος), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ αριθμ. 73586/6.12.1989 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Βέροιας X. Π, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βέροιας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 62, περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της ενάγουσας, εκτός άλλων ακινήτων, ένας αγρός, ευρισκόμενος στην κτηματική περιοχή Αγίας Βαρβάρας Ημαθίας στη θέση «Αντλία», συνολικού εμβαδού 3.344 τ.μ., που συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησία Μ.Μ., με δρόμο προς ποταμό και από δύο πλευρές με αγρό ιδιοκτησίας Μ.Τ. To ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας πατέρα της Α.Γ. του 0., δυνάμει του υπ αριθμ. 9381/3.1.1952 συμβολαίου αγοραπωλησίας του άλλοτε συμβολαιογράφου Βέροιας Α.Ε.Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Βέροιας, από τον πωλητή Μ.Τ. (βλ. τα ως άνω συμβόλαια, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και την κατάθεση του μάρτυρα στα πρακτικά). 0 δικαιοπάροχος (πατέρας) της ενάγουσας, από το έτος 1952 που αγόρασε τον ως άνω αγρό από τον Μ.Τ. και μέχρι το έτος 1989, τον νεμόταν και τον κατείχε καλλιεργώντας τον με αμπέλια μέχρι το 1975 και στη συνέχεια με ροδακινιές, ενώ η ενάγουσα από το έτος 1989, που έλαβε χώρα το ως άνω συμβόλαιο γονικής παροχής και της παραδόθηκε από τον πατέρα της η νομή και η κατοχή του αγρού, έως το 1995, τον καλλιεργούσε με ροδακινιές και στη συνέχεια τον εκμίσθωσε στην Ζ. Γ. προς καλλιέργεια, η οποία μέχρι σήμερα τον καλλιεργεί με ροδακινιές (βλ. το από 7.12.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως αγροτικού κτήματος, που η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει). Δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, η ενάγουσα νέμεται και κατέχει τον επίδικο αγρό, συνυπολογίζοντας το δικό της χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου της (άρθρο 1051 ΑΚ- βλ. κατάθεση μάρτυρα), έχοντας έτσι καταστεί κυρία αυτού σε κάθε περίπτωση (πλην του ως άνω συμβολαίου) και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, χωρίς ποτέ να οχληθεί ή να αμφισβητηθεί το δικαίωμά της στο ως άνω ακίνητο από οποιονδήποτε. Τα παραπάνω σύνορα του επιδίκου ακινήτου, το οποίο έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ …, σήμερα ορίζονται, σύμφωνα με το κτηματολόγιο, από τα ακίνητα με αριθμούς ΚΑΕΚ … έκτασης 31.831 τ.μ., ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, 160010306032 έκτασης 3.343 τ.μ. ιδιοκτησίας Γ.Γ., … έκτασης 5.181 τ.μ. ιδιοκτησίας Ι.Δ., … έκτασης 11.527 τ.μ. ιδιοκτησίας Δ.Μ. και … έκτασης 3.964 τ.μ. αγνώστου ιδιοκτήτη (βλ. τα πέντε από 18.10.2007 έγγραφα αρχικών εγγραφών του κτηματολογικού γραφείου Βέροιας, το απόσπασμα προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος της A’ ανάρτησης, το από 27.2.2006 κτηματολογικό διάγραμμα, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα), ενώ από το με ημερομηνία Απριλίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α.Λ. και της τεχνικού τοπογραφικών εφαρμογών Μ.Τ. προκύπτει ότι η έκταση του επιδίκου αγρού, ο οποίος στο τοπογραφικό ορίζεται με κορυφές Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Α, είναι 3.899 τ.μ. και όχι 3.344 τ.μ. που αναγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο, όπως επίσης ότι ο αριθμός του τεμαχίου αυτού είναι 222γ, ο οποίος αποτελεί διαιρετό τμήμα μείζονος αγρού με αριθμό τεμαχίου 222 (βλ. το από 27.2.2006 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα). Στο κτηματολόγιο το ακίνητο εμφαίνεται ότι έχει έκταση 5.028 τ.μ. και ότι βρίσκεται στη θέση «Αμμουδιά» του αγροκτήματος Αμμου, που είναι η δεύτερη ονομασία της θέσης «Αντλία» (βλ. το από 12.10.2007 έγγραφο αρχικών εγγραφών). Πλην όμως η πραγματική του έκταση είναι 3.899 τ.μ., η οποία ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας. Η υπόλοιπη έκταση δεν ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας, αλλά αποτελεί τμήμα του γειτονικού ακινήτου με αριθμό ΚΑΕΚ …, αποκλειστικής κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου, στα πλαίσια της δημιουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου το αγρόκτημα Αμμου της κτηματικής περιοχής της Αγίας Βαρβάρας, του Δήμου Βέροιας, του νομού Ημαθίας, όπου βρίσκεται το επίδικο, υπήχθη στις διαδικασίες κτηματογράφησης των ν. 2308/1995, 2664/1998 και 3127/2003, οι οποίες ήδη ολοκληρώθηκαν, ως ημερομηνία δε έναρξης ισχύος του θεσμού του κτηματολογίου στην εν λόγω περιοχή ορίστηκε, με την υπ’ αριθμ.179/2/15.10.2003 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, η 20.10.2003. Πλην όμως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, εκ παραδρομής, δεν δήλωσε την κυριότητά της επί του ανωτέρω αγρού στα αρμόδια γραφεία του Εθνικού Κτηματολογίου και αυτός σήμερα εμφανίζεται στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Βέροιας με αριθμό ΚΑΕΚ …, συνολικό εμβαδό 5.028 τ.μ. (βλ. το από 12.10.2007 επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο αρχικών εγγραφών του κτηματολογικού γραφείου Βέροιας) και φέρεται ότι ανήκει κατά πλήρη κυριότητα (100%) σε άγνωστο ιδιοκτήτη και όχι στην ενάγουσα, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητάς της στο ανωτέρω ακίνητο. Επομένως, υφίσταται έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της ενλόγω αγωγής και, σύμφωνα με όσα προειπώθηκαν, η ανωτέρω αρχική εγγραφή είναι εσφαλμένη.
Συνεπώς, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα είναι η αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακινήτου με αριθμό ΚΑΕΚ … , συνολικού εμβαδού 3.899 τ.μ. και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής του ακινήτου με τον παραπάνω αριθμό ΚΑΕΚ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα θα επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου που χάνει τη δίκη, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της ενάγουσας (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.