Σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού από ένα κοινωνό, δικαιούνται οι υπόλοιποι, ακόμη κι αν δεν προέβαλαν αξίωση σύγχρησης του κοινού, να απαιτήσουν ανάλογη μερίδα από το όφελος που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε, που συνίσταται στην αξία της επί πλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού. Η αποζημίωση οφείλεται και όταν η αποκλειστική χρήση γίνεται κατόπιν συμφωνίας των κοινωνών. Όταν ο κοινωνός εμποδίζει παράνομα τη σύγχρηση του κοινού ή αποβάλει παράνομα τον κοινωνό, γεννάται αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Απόρριψη αιτήματος αποζημίωσης χρήσης μεταξύ πρώην συζύγων, επειδή κρίθηκε ότι με τη μητέρα συνοικούν στην οικογενειακή στέγη τα τρία ενήλικα τέκνα με άτυπη παραχώρηση εκ μέρους του πατέρα της χρήσης του ιδανικού του μεριδίου.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Αμπλιανίτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από το Γραμματέα Χρυσοσθένη Δαμαλά.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριο του, την 22α Μαρτίου 2017, για να δικάσει την αγωγή με αριθμό κατάθεσης 460/45/9.9.2016, με αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης χρήσεως, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Καρφά Χίου, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε και προκατέθεσε προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαρίας Σκαμάλου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …, κατοίκου Αγίας Ερμιόνης Χίου, η οποία παραστάθηκε και προκατέθεσε προτάσεις διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Παναγιώτη Νικολόπουλου και Ανθίππης Ζαννάρα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον ένα από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, ακόμη και αν δεν προέβαλαν αξίωση σύγχρησης του κοινού, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα από το όφελος που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, που προορίζεται από κατασκευής για κατοικία, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά τον χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 7/2015, ΑΠ 767/2014, ΑΠ 1694/2013, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διαχείριση του κοινού πράγματος δυνάμει συμφωνίας των κοινωνών αποτελεί τρόπο διοίκησης του πράγματος και δεν μεταβάλλει την ουσία του δικαιώματος αποζημίωσης των λοιπών κοινωνών σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού από έναν από τους κοινωνούς. Συνεπώς, η αποζημίωση αυτή οφείλεται και όταν η αποκλειστική χρήση γίνεται με βάση συμφωνία των κοινωνών (ΕφΔωδ 260/2006, ΠολΠρΑθ 2160/2010, Νόμος). ’λλη είναι η περίπτωση που ο κοινωνός που βρίσκεται στην κατοχή του κοινού δεν επιτρέπει στους υπόλοιπους να κάνουν χρήση του κοινού και δεν υφίσταται συμφωνία των συγκοινωνών ως προς την αποκλειστική χρήση από έναν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι συγκοινωνεί που αποκλείονται έχουν αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Η ευθύνη από αδικοπραξία θεμελιώνεται, δηλαδή, στο γεγονός ότι ο κοινωνός παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς ή όταν παράνομα τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 767/2014, Νόμος). Τέτοια παράνομη παρεμπόδιση δεν υφίσταται όταν η αποκλειστική χρήση από έναν γίνεται κατόπιν (άτυπης) συμφωνίας όλων. Τέλος, η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθρον 904 ΑΚ έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία και, επομένως, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι αβάσιμη (ΑΠ 1114/2013, ΧρΙΔ 2014 345).
Στην κρινόμενη αγωγή, με την οποία δηλώνεται παραίτηση από το δικόγραφο της υπ’ αριθμ. κατάθ. 1540/218/1.10.2012 όμοιας αγωγής, εκτίθεται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου: Ότι οι διάδικοι τυγχάνουν πρώην σύζυγοι και συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% έκαστος, ενός σαφώς προσδιορισμένου ακινήτου. Ότι από το χρόνο της λύσης του γάμου και εφεξής, η εναγομένη κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, δυνάμει άτυπης συμφωνίας των διαδίκων, καθόσον, μετά το χωρισμό τους, αυτοί δεν επιθυμούσαν τη συγκατοίκηση. Ότι, με τον τρόπο αυτό, αποκόμισε αυτή ωφέλεια κατά το ποσοστό συγκυριότητας του ενάγοντος επί του ακινήτου, ώστε να δικαιούται ο τελευταίος να αξιώσει την αξία χρήσης της ιδανικής του μερίδας από την εναγομένη, αναγόμενη στη μισθωτική αξία του ακινήτου, με τις διακρίσεις που γίνονται στην αγωγή. Για το λόγο αυτό, ζητείται να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 84476 ευρώ, με το νόμιμο τόκο εν μέρει από την επίδοση της πρότερης αγωγής και εν μέρει από την επίδοση της παρούσας, για το αξιούμενο ποσό που αφορά σε αποζημίωση χρήσης σε χρόνο ύστερο της οχλήσεως από την επίδοση της προηγούμενης αγωγής, με τις διακρίσεις που γίνονται στην κρινόμενη αγωγή, να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, είναι δε νόμιμη, ως προς την κύρια αγωγική της βάση, ερειδόμενη στις περί κονωνίας διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω, στη νομική σκέψη της παρούσας, και επιπλέον εκείνες των άρθρων 297, 298, 346, 1113 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Οι επικουρικές αγωγικές βάσεις, ωστόσο, της αδικοπρακτικής ευθύνης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού τυγχάνουν, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, μη νόμιμες, διότι, κατά τα διηγηματικώς αναφερόμενα στην αγωγή, δεν υφίσταται βούληση του ενάγοντα για πραγματική χρήση του κοινού από αυτόν, την οποία η εναγομένη δεν επιτρέπει παρανόμως, ώστε να συνάγεται άτυπη συμφωνία των συγκοινωνών για αποκλειστική χρήση από έναν (την εναγομένη-πρώην σύζυγο), ούτε αναφέρονται στην αγωγή πρόσθετα και ειδικά πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν κατάφαση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η αγωγή περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη. Η εναγομένη, από πλευράς της, πέραν της γενικής αρνήσεως της αγωγής, και ιδίως του γεγονότος ότι κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, ισχυρίζεται ότι η ένδικη απαίτηση έχει παραγραφεί μερικώς, καθώς και ότι το δικαίωμα του ενάγοντα ασκείται καταχρηστικά, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να έχει δημιουργηθεί σε αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, άλλως, και όλως επικουρικά, ότι η ένδικη απαίτηση έχει αποσβεστεί μερικώς, εξαιτίας εξόδων συντήρησης του κοινού (αναγκαίες δαπάνες), τις οποίες η ίδια κατέβαλε για το κοινό ακίνητο, εκτός της μερίδας της, και τις οποίες προτείνει προς συμψηφισμό. Οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν νόμιμες ενστάσεις, Στηριζόμενες στα άρθρα 250 αρ. 17, 281 και 440, 441 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από το σύνολο των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων και ιδίως τις ομολογίες των διαδίκων, τις υπ’ αριθμ. 6482/2016, 6483/2016, 404/2016, 4380/2016, 4397/2016 ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνεται υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα …, διότι στην κλήση προς τον ενάγοντα δεν αναγράφεται το επάγγελμα του εν λόγω μάρτυρα (άρθρα 422 και 424 ΚΠολΔ), τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν και τα κάθε είδους έγγραφα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο στις 8.10.1981, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα στις 29.4.2004. Από το γάμο τους αυτόν απέκτησαν τρεις κόρες, την …, η οποία γεννήθηκε στις 30.1.1985, τη …, η οποία γεννήθηκε στις 26.4.1986, και την …, η οποία γεννήθηκε στις 3.7.1987. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, απέκτησαν από κοινού, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. /9.9.1985 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Χίου …, νομίμως μεταγεγραμμένου, ένα άρτιο και οικοδομήσιμο οικόπεδο επιφανείας 839,29 τετρ. μέτρων, που βρίσκεται επί της κεντρικής οδού Χίου-Καρφά-Αγ. Ερμιόνης, στον παραθαλάσσιο οικισμό της Αγίας Ερμιόνης Δημοτικής Κοινότητας Θυμιανών, Δημοτικής Ενότητας Αγίου Μηνά Δήμου Χίου (πρώην Δημοτικού Διαμερίσματος Θυμιανών Δήμου Αγίου Μηνά Χίου και πρωτύτερα πρώην Κοινότητας Θυμιανών Χίου) και συνορεύει: Ανατολικά με αγροτική οδό, Δυτικά με την κεντρική οδό Χίου-Καρφά-Αγίας Ερμιόνης, Βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία … και εν μέρει με ιδιοκτησία … και Νότια με ιδιοκτησία … (ΚΑΕΚ …).
Επί του εν λόγω οικοπέδου και δυνάμει της υπ’ αριθ. 110/26.2.1986 άδειας οικοδομής του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της τ. Νομαρχίας Χίου, ανηγέρθη, με δαπάνες του ενάγοντα, διώροφη κατοικία επιφανείας 243,78 τετραγωνικών μέτρων και με υπόγειο εμβαδού 110 τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο αποπερατώθηκε το έτος 1992 και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε ως κοινή συζυγική στέγη. Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, κατά το έτος 1998, ο ενάγων υποχρεώθηκε, κατ’ άρθρον 1393 ΑΚ, να μετοικήσει σε άλλη οικία, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 246/1998 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, με αποτέλεσμα η ως άνω οικογενειακή στέγη να χρησιμοποιείται, προσωρινά, από την εναγομένη και τα ανήλικα, κατά το χρόνο εκείνο, τέκνα, στο μέτρο που η παραχώρηση της οικογενειακής στέγης συνιστά μερική εξόφληση της υποχρέωσης για διατροφή. Μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου (29.4.2004), η εναγομένη συνέχισε να χρησιμοποιεί το ως άνω ακίνητο, το οποίο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. /13.3.2003 πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Χίου …, νομίμως μεταγεγραμμένης, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, κατά ψιλή κυριότητα του ιδανικού μεριδίου της στην κόρη της, …, και παρακράτησε εφ’ όρου ζωής την επικαρπία αυτού. Η χρήση της οικίας από την εναγομένη γίνεται, ως σήμερα, από κοινού με τα τρία τέκνα της, τα οποία καίτοι ενήλικα, διαμένουν συχνά στο ως άνω ακίνητο, το οποίο αναγνωρίζουν, εμπράκτως, ως οικογενειακή τους στέγη, ενώ η …, ειδικά, χρησιμοποιεί το ως άνω ακίνητο ως κατοικία της, μαζί με τη μητέρα της, διότι απασχολείται, ως δικηγόρος, σε δικηγορικό γραφείο της Χίου. Με βάση τα παραπάνω, και με δεδομένο ότι αποδεικνύεται διαμονή των τριών τέκνων των διαδίκων στο κοινό ακίνητο, συνάγεται ότι ο ενάγων έχει παραχωρήσει, άτυπα τη χρήση του ιδανικού μεριδίου του σε αυτά, χωρίς αντάλλαγμα με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί και ο ίδιος το επίδικο, όχι αυτοπροσώπως, αλλά δια των τέκνων του. Συνεπώς, η εναγομένη δεν κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου των διαδίκων και δεν υποχρεούται σε αποζημίωση του ενάγοντος. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών ισχυρισμών της εναγομένης. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, στις 6 Ιουνίου 2017.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ