Το ότι οι κυβερνήσεις αναγκάζονται ολοένα και περισσότερο να διασώσουν εταιρείες είναι ένα σημάδι της αποτυχίας, λένε αναλυτές. Είναι μόνο η αρχή της αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης. Η ενεργειακή ασφάλεια και τα όρια των αγορών.
Πριν από τρεις δεκαετίες, η Ευρώπη αποφάσισε να ανοίξει τις ενεργειακές αγορές για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό. Το αφήγημα έλεγε πως αυτή η κίνηση έχεις ως στόχο να φέρει χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές σε ολόκληρη την ήπειρο.
Με ρυθμό fast forward αυτό το αφήγημα γκρεμίστηκε το 2022. Οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου έχουν εκτοξευθεί, ενώ οι άλλοτε σταθερές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας παλεύουν να επιβιώσουν σε κλίμα αστάθειας, αναφέρει το Bloomberg. Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να αφήσουν την ενεργειακή ασφάλεια αποκλειστικά στα χέρια των αγορών.
Remaining Time-0:00
Fullscreen
Mute
Η Γερμανία βρίσκεται σε συνομιλίες για τη διάσωση της Uniper SE, η Γαλλία εξετάζει την εθνικοποίηση της Electricite de France SA, ενώ η Βρετανία έχει θέσει υπό κρατικό έλεγχο την εταιρεία παροχής φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας Bulb Energy Ltd.
«Αυτή είναι μόνο η αρχή της αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης στις αγορές», δήλωσε η Λέσλι Πάλτι-Γκάζμαν, πρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Gas Vista LLC με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Οι αιτίες για κάθε κίνηση διάσωση μπορεί να διαφέρουν, αλλά καθεμία έχει τις ρίζες της σε μια απλή αλήθεια: απλώς δεν κυκλοφορεί τριγύρω πλέον αρκετή ενέργεια.
Η Ρωσία περιορίζει σοβαρά τις προμήθειες στην Ευρώπη και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν παλεύει με έναν γηρασμένο στόλο πυρηνικών αντιδραστήρων.
Παράλληλα η έλλειψη ρυθμιστικού εποπτικού πλαισίου σήμαινε ότι οι πάροχοι φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα στη Βρετανία, πωλούσαν φθηνή ενέργεια χωρίς να σκεφτούν την επιστροφή ενός υπερκύκλου στα εμπορευμάτα με τιμές στην στρατόσφαιρα.
Και τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα χειρότερα. Με τα χρόνια, η Ευρώπη εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από το ρωσικό αέριο, το οποίο ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποιεί ως όπλο ως απάντηση στην παγκόσμια αντίθεση στην εισβολή του στη γειτονική Ουκρανία.
Η Gazprom PJSC περιορίζει τις εξαγωγές μέσω όλων των μεγάλων αγωγών προς την Ευρώπη, περιπλέκοντας τις προσπάθειες της ηπείρου να αποθηκεύσει αρκετό φυσικό αέριο ενόψει της χειμερινής περιόδου θέρμανσης.
Οι τιμές του φυσικού αερίου στη γηραιά ήπειρο, είναι ήδη οκτώ φορές υψηλότερες από το κανονικό και το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας σηματοδοτεί ότι η κρίση μπορεί να διαρκέσει το επόμενο έτος. Τα μελλοντικά συμβόλαια για το ηλεκτρικό ρεύμα το 2023 βρίσκεται σε τιμές έξι φορές υψηλότερες από τον μέσο όρο 5 ετών στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης.
Αυτό αυξάνει το κόστος όχι μόνο για τους καταναλωτές, αλλά και για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, από τις υψικαμίνους χάλυβα έως τις μεταλλουργικές μοναδές, τα εργοστάσια τσιμέντου και χημικών.
«Υπάρχει ένα όριο στο πόσο καιρό μπορεί να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, η αγορά δεν θα εξισορροπηθεί μέχρι το 2024», δήλωσε ο Γκέργκερι Μόλναρ, ενεργειακός αναλυτής στη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας. «Μέχρι τότε, αυτές οι οικονομικές εντάσεις θα υπάρχουν».
Η γερμανική κυβέρνηση μοιράζει εφάπαξ πληρωμές σε νοικοκυριά αυτόν τον μήνα για να αμβλύνει το πλήγμα από τους λογαριασμούς ενέργειας που ο υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ αποκάλεσε «πικρές ειδήσεις» για τους καταναλωτές.
Η Γαλλία σχεδιάζει να διπλασιάσει τα 25 δισ. ευρώ σε δαπάνες και μειώσεις φόρων που έχει ήδη δεσμεύσει για να προστατεύσει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις από το αυξανόμενο κόστος ενέργειας.
Η Ιταλία πρόκειται να δαπανήσει σχεδόν 40 δισ. ευρώ για την επιδότηση των λογαριασμών ενέργειας για τους καταναλωτές, ενώ η Βρετανία κατέβαλε περίπου 37 δισεκατομμύρια λίρες (44,7 δισεκατομμύρια δολάρια) για να μειώσει τον αντίκτυπο στους καταναλωτές.
Μόνο η κρατικοποίηση του Bulb θα κοστίσει στους καταναλωτές περίπου 2,2 δισ. λίρες.
Στη Τσεχική Δημοκρατία, η κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία κοινής ωφελείας CEZ βρίσκεται σε συνομιλίες με την κυβέρνηση σχετικά με μέτρα που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τη ρευστότητα σε ακραία γεγονότα, όπως ο τερματισμός των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Συνολικά, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι τα ευρείας κλίμακας διεθνή πακέτα στήριξης για τους καταναλωτές θα φτάσουν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά.
«Το ότι οι κυβερνήσεις αναγκάζονται ολοένα και περισσότερο να διασώσουν εταιρείες ενέργειας είναι ένα σημάδι της αποτυχίας τους να εξετάσουν τον αντίκτυπο των κραδασμών των τιμών στις πολιτικές τους», δήλωσε η Κάθριν Πόρτερ, σύμβουλος που έχει εργαστεί για στη EDF Trading. «Πρόκειται για μια σοβαρή παράβλεψη που θα προσθέσει στο ήδη υψηλό κόστος που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές».
Η Γερμανία δεν αποκλείει δελτίο σε ρεύμα και φυσικό αέριο τον χειμώνα
Ο ρυθμιστικός φορέας του τομέα της ενέργειας μελετά περιοχές και πελάτες προτεραιότητας, που θα έχουν εγγυημένη ηλεκτροδότηση σε περίπτωση μεγάλων κενών στην τροφοδοσία με φυσικό αέριο τον χειμώνα, από τα νοικοκυριά και τα νοσοκομεία ως τις φαρμακευτικές εταιρείες και την παραγωγή χαρτιού, μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι απότομες μειώσεις στις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream οδηγούν τις αρχές να κάνουν επείγουσες προετοιμασίες για το ενδεχόμενο ο χειμώνας στη Γερμανία να είναι εξαιρετικά σκληρός.
«Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε κάθε επιχείρηση συστημικά σημαντική», προειδοποίησε ο Κλάους Μίλερ, επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας δικτύου (Bundesnetzagentur), σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται σήμερα στα έντυπα του ομίλου μέσων ενημέρωσης Funke.
«Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες διασκέδασης είναι λιγότερη προτεραιότητα (…). Οι πισίνες σαφώς δεν είναι κρίσιμης σημασίας, ούτε η παραγωγή μπισκότων σοκολάτας», είπε.
Αν και διαβεβαίωσε πως τα νοικοκυριά είναι κορυφαία προτεραιότητα, ο κ. Μίλερ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να αποφασιστούν διακοπές της ηλεκτροδότησης.
«Αν φθάσουμε στο σημείο να επιβάλουμε δελτίο, θα χρειαστεί να μειώσουμε τη βιομηχανική κατανάλωση πρώτα», πρόσθεσε.
«Μπορώ να σας εγγυηθώ ότι θα κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να νοικοκυριά να μείνουν χωρίς αέριο. Αλλά αυτό που μάθαμε από την κρίση (της πανδημίας) του κορονοϊού είναι πως δεν πρέπει να κάνουμε υποσχέσεις που δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι μπορούμε να τηρήσουμε».
Η Ρωσία επικαλέστηκε τεχνικές δυσκολίες λόγω των κυρώσεων της Δύσης για τη μείωση περίπου στο μισό των ροών τις τελευταίες εβδομάδες. Μέλη της κυβέρνησης της Γερμανίας θεωρούν πως η Μόσχα προχωρά με αυτόν τον τρόπο σε αντίποινα για τις κυρώσεις που αντιμετωπίζει.
Οι εταιρικοί καταναλωτές θα έχουν προτεραιότητα ανάλογα με την εμπορική, οικονομική και κοινωνική σημασία τους σε ό,τι αφορά ενδεχόμενες διακοπές της χρηματοδότησης, είπε ο κ. Μίλερ. Το χαρτί, για παράδειγμα, θεωρείται κρίσιμο για να τυπώνονται εφημερίδες και για τις συσκευασίες, ιδίως φαρμάκων.
«Η ελευθεροτυπία είναι σημαντικό δικαίωμα» ιδίως διότι σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης «η ζήτηση για πληροφόρηση θα είναι εξαιρετικά υψηλή», πρόσθεσε.
Αν και ο κ. Μίλερ διαβεβαίωσε πως η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει σήμερα ελλείψεις ηλεκτρισμού, πετρελαίου ή βενζίνης, τόνισε πως τα νοικοκυριά πρέπει να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην εξοικονόμηση ενέργειας για να μειωθεί η κατανάλωση αερίου.
Ακόμη κι αν η Ρωσία σταματούσε εντελώς τις παραδόσεις, η Γερμανία θα συνέχιζε να παραλαμβάνει ποσότητες από αγωγούς στη Νορβηγία και στην Ολλανδία και υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) από άλλες χώρες, σημείωσε ο κ. Μίλερ.
Παράλληλα, ο αξιωματούχος του Αμβούργου που είναι αρμόδιος για θέματα Περιβάλλοντος προειδοποίησε πως σε περίπτωση διακοπής του εφοδιασμού με ρωσικού αέριο, η πόλη θα επιβάλει δελτίο στο ζεστό νερό και θα επιβάλει όριο θερμοκρασίας στα συστήματα θέρμανσης.
Σε περίπτωση «οξείας έλλειψης αερίου», το ζεστό νερό «θα είναι διαθέσιμο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας», είπε ο Γενς Κέρσταν στην εφημερίδα Welt am Sonntag.
Το ομοσπονδιακό σχέδιο για την αντιμετώπιση τέτοιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης προβλέπει να δοθεί προτεραιότητα στα νοικοκυριά και θεσμούς κρίσιμης σημασίας, όπως τα νοσοκομεία, όμως αυτό είναι «ανέφικτο στο Αμβούργο, για τεχνικούς λόγους», είπε.
Καθώς το Βερολίνο αναζητεί εναλλακτικούς προμηθευτές αερίου, συμπεριλαμβανομένου ΥΦΑ, ο κ. Κέρσταν προειδοποίησε ότι ο προσωρινός τερματικός σταθμός ΥΦΑ του Αμβούργου δεν θα είναι έτοιμος πριν από τα μέσα του 2023.
Οι δύο προσωρινοί τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ στο Βίλχελμσχαβεν και στο Μπρούνσμπουτελ αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία στα τέλη της χρονιάς, κατά τη Βελτ, που επικαλέστηκε το υπουργείο Οικονομίας.