Σχεδόν μισό αιώνα μετά, τι μας διδάσκει η Ιστορία για την καταστροφή του 1974;
«Η καταστροφή του 1974 φαίνεται στις πραγματικές τεράστιές της διαστάσεις, εάν ενταχθεί στην ευρύτερη ιστορία του Κυπριακού και αναλογιστούμε πώς ξεκίνησε η μεταπολεμική διεκδίκησή του στη δεκαετία του 1950, ως αίτημα αυτοδιάθεσης και ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, και πώς κατέληξε μέσα σε 25 χρόνια».
Αυτό τονίζει στη Cyprus Times ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Φάκελο της Κύπρου. «Εκείνο που κυριαρχεί, μέρα με τη μέρα από τις 20 Ιουλίου 1974, είναι μια εικόνα διάλυσης, χάους και σύγχυσης, ενώ εάν επιδεικνυόταν η στοιχειώδης τήρηση των προβλεπομένων από τα αμυντικά σχέδια για αντιμετώπιση εχθρικής εισβολής είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν πετύχαινε η τουρκική απόβαση», υποδεικνύει και κακίζει την καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση του επόμενου τόμου του Φακέλου της Κύπρου.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά, τι μας διδάσκει η Ιστορία για την καταστροφή του 1974;
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η τουρκική εισβολή του 1974 συνιστούν μιαν εθνική καταστροφή με τραγικότατες συνέπειες για την Κύπρο και ανυπολόγιστες επιπτώσεις στις ευρύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εξίσου τραγικό είναι και το γεγονός ότι το πραξικόπημα της Χούντας του Δημήτριου Ιωαννίδη έδωσε την αφορμή και τη δικαιολογία για την πραγματοποίηση της τουρκικής εισβολής, υπό την ανοχή ή την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων (κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών και της «εγγυήτριας» της Κυπριακής Δημοκρατίας, Βρετανίας). Ουσιαστικά η Κύπρος πλήρωσε με βαρύτατο κόστος και οδύνη από τη μια, την επτάχρονη δικτατορία στην Ελλάδα και ειδικότερα την πιο ακραία της μορφή, το καθεστώς Ιωαννίδη και, από την άλλη, τον τουρκικό επεκτατισμό που υλοποίησε ένα μακροχρόνιο στόχο, την κατάκτηση της Κύπρου. Η καταστροφή του 1974 φαίνεται στις πραγματικές τεράστιές της διαστάσεις, εάν ενταχθεί στην ευρύτερη ιστορία του Κυπριακού και αναλογιστούμε πώς ξεκίνησε η μεταπολεμική διεκδίκησή του στη δεκαετία του 1950, ως αίτημα αυτοδιάθεσης και ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, και πώς κατέληξε μέσα σε 25 χρόνια.
Κατά πολλούς, το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή ήταν τόσο προβλέψιμα, που μόνον αφελείς δεν μπορούσαν να δουν τα επίχειρα. Τι μαρτυρούν τα ντοκουμέντα της εποχής;
Είναι δύο διαφορετικά κεφάλαια. Ως προς το πραξικόπημα υπάρχουν μαρτυρίες, που αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, σε απομνημονεύματα και συνεντεύξεις, όπου συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ισχυρίζονται ότι τον είχαν προειδοποιήσει ή είχαν έντονους φόβους για το επικείμενο πραξικόπημα. Έχοντας διαβάσει ανέκδοτα πρακτικά συνομιλιών του προέδρου Μακαρίου με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο αλλά και τις δημοσιευμένες ομιλίες ή συνεντεύξεις του, θεωρώ ότι ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι θα προχωρούσαν Έλληνες αξιωματικοί στην υλοποίηση του πραξικοπήματος εις βάρος του. Επιπλέον, διατηρούσε μια ανάλογη βεβαιότητα ότι η Τουρκία δεν θα προχωρούσε στις απειλές της για εισβολή σε ένα ανεξάρτητο κράτος όπως ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία ή θα εμποδιζόταν τελικώς, όπως έγινε το 1964 ή το 1967. Ως προς την τουρκική εισβολή υπάρχουν δεκάδες τεκμήρια ότι το Πεντάγωνο και η ελληνική κυβέρνηση των ανδρεικέλων της Χούντας στην Αθήνα είχαν πληροφορηθεί από διαφορετικές και αξιόπιστες ελληνικές πηγές, από την Κύπρο, την Τουρκία και τη Βρετανία, πέρα από τα όσα μετέδιδαν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, τουλάχιστον από την Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974 για τις προετοιμασίες και την επικείμενη τουρκική στρατιωτική επιχείρηση «Αττίλας». Εδώ δεν πρόκειται για αφέλεια αλλά για εγκληματικές παραλείψεις ή για εσκεμμένη αδιαφορία που ισούται με εσχάτη προδοσία.
O Φάκελος της Κύπρου αποτελείται από τα Πορίσματα των ειδικών επιτροπών των Κοινοβουλίων Ελλάδας και Κύπρου, τις καταθέσεις που λήφθηκαν από τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές επιτροπές και το συμπληρωματικό αρχειακό υλικό που συγκεντρώθηκε. Δημοσιοποιήθηκαν οκτώ τόμοι, υπολείπονται ακόμη περίπου 20. Από το 2019 και μετά τα πράγματα κάπως έχουν σκαλώσει. Πρόσφατα η πρόεδρος της Βουλής, κ. Δημητρίου, είπε ότι θα δημοσιοποιηθεί το Φθινόπωρο ο ένατος τόμος. Γνωρίζετε κάτι;
Όχι δεν γνωρίζω κάτι παραπάνω. Ελπίζω να συνεχιστεί η έκδοση, είτε έντυπη είτε ψηφιακή, καθώς είναι πολύ μεγάλη και ακατανόητη η τριετής καθυστέρηση. Γνωρίζω ότι από την πλευρά της Βουλής των Αντιπροσώπων, από το 2019, τόσο οι κύριοι Δημήτρης Συλλούρης και Αδάμος Αδάμου όσο και η κυρία Αννίτα Δημητρίου έκαναν αρκετά διαβήματα και προσπάθειες για να συνεχιστεί η έκδοση, όπως προβλέπουν και τα σχετικά πρωτόκολλα συνεργασίας που υπογράφτηκαν μεταξύ των προέδρων των δύο κοινοβουλιών από την εποχή των κκ. Νίκου Βούτση και Γιαννάκη Ομήρου (Ιανουάριος 2016).
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας, το σημαντικότερο εύρημα από τα έγγραφα που έχετε διεξέλθει, μέσα από το αρχείο του Φακέλου της Κύπρου;
Τα έγγραφα, κυρίως του «μαρτυρικού υλικού», που συγκεντρώθηκαν από τις διάφορες υπηρεσίες και τα υπουργεία στην Αθήνα περιέχουν χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες που συγκλονίζουν τον ερευνητή και συνθέτουν την εικόνα της εθνικής καταστροφής σε διαστάσεις ευρύτερες από αυτές που γνωρίζουμε ή έχουμε ζήσει. Τεκμηριώνεται η ανικανότητα και η αβελτηρία της στρατιωτικής ηγεσίας που ακριβώς επειδή προερχόταν από μια ιεραρχία που είχε επιβληθεί και διαβρωθεί από την επτάχρονη δικτατορία στάθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει την τουρκική εισβολή. Μια στρατιωτική ηγεσία που ήταν εξαιρετικά ικανή στο να οργανώνει πραξικοπήματα και να ανατρέπει τις δημοκρατικές κυβερνήσεις αλλά αποδείχθηκε πλήρως ανίκανη να υπερασπιστεί την εθνική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και τα μέλη της, στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, είτε δρούσαν ως πέμπτη φάλαγγα αποφεύγοντας να εφαρμόσουν τα «Σχέδια Αμύνης» και να προστατέψουν την Κύπρο, ως όφειλαν, είτε ενδιαφέρονταν μόνο για την προσωπική τους επιβίωση εν όψει της διαφαινόμενης αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να σας απαριθμήσω δεκάδες «σημαντικά ευρήματα» για τη στάση της διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα ή του ΓΕΕΦ στη Λευκωσία, για την ιστορία των στρατιωτικών μονάδων της Εθνικής Φρουράς, τον ηρωισμό ή τη λιποψυχία μεμονωμένων αξιωματικών. Εκείνο που κυριαρχεί, μέρα με τη μέρα από τις 20 Ιουλίου 1974, είναι μια εικόνα διάλυσης, χάους και σύγχυσης, ενώ εάν επιδεικνυόταν η στοιχειώδης τήρηση των προβλεπομένων από τα αμυντικά σχέδια για αντιμετώπιση εχθρικής εισβολής είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν πετύχαινε η τουρκική απόβαση. Ακόμη και με τη μεσολάβηση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου που είχε βαρύτατες συνέπειες στην ψυχική ενότητα του κυπριακού Ελληνισμού.
Μάθαμε κάτι που δεν γνωρίζαμε, μέσα από το Φάκελο της Κύπρου;
Ως προς τους οκτώ τόμους που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα (2018-2019) από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων περιέχουν τις τελικές μορφές των καταθέσεων στην ελληνική Βουλή κατά το 1986-1988 αξιωματικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για το Κυπριακό ή κατείχαν υψηλές ή νευραλγικές θέσεις κατά την περίοδο 1967-1974 (Μ. Γεωργίτσης, Κ. Κομπόκης, Γ. Ντενίσης, Αθ. Σημαιοφορίδης, Αθ. Σκλαβενίτης, κ.ά.). Είναι οι αυθεντικές καταθέσεις που δόθηκαν σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή που συνεδρίαζε κεκλεισμένων των θυρών και βρίσκονται επιτέλους στη διάθεση των ερευνητών και κάθε πολίτη, αφού μέχρι τώρα ήταν απόρρητες, ασχέτως εάν μέρος τους είχε κατά καιρούς διαρρεύσει. Φωτίζουν αρκετές πτυχές των γεγονότων του 1974 και της εποχής που προηγήθηκε, ενώ είναι αποκαλυπτικές του τρόπου που αντιμετώπιζαν τον «Φάκελο της Κύπρου» τα ελλαδικά κοινοβουλευτικά κόμματα κατά το 1986-1988. Η δημοσιοποίηση όλων των καταθέσεων είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για τη μελέτη πολλών πτυχών της ιστορίας της Κύπρου και της Ελλάδας στην υπό αναφορά περίοδο που μέχρι τώρα ήταν αδύνατο να γίνει συστηματικά και με τη χρήση έγκυρων πηγών.
Πέραν της ηθικής αξίας και της εθνικής σημασίας, η παράδοση του υλικού της Βουλής των Ελλήνων στην Κύπρο, έχει πολιτικά και στρατιωτικά διδάγματα. Φάνηκε ουσιαστικά το μέγεθος της προδοσίας. Προφανώς όμως υπάρχει και υλικό που δεν θα βρεθεί ποτέ, δεν είναι;
Είναι πασίδηλο ότι ένα μέρος του ελληνικού αρχειακού υλικού (στην Ελλάδα και στην Κύπρο) για το Κυπριακό έχει καταστραφεί ή πιθανότατα να μην δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Και αυτό ισχύει (για στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά έγγραφα) και για την περίοδο πριν από το 1967, αφού στην Ελλάδα ακόμη και έγγραφα της δεκαετίας του 1950 για το Κυπριακό, στα μεγάλα δημόσια αρχεία, δεν είναι προσιτά στους ερευνητές, για ανεξήγητους λόγους. Οι παραπάνω σιωπές οδήγησαν σε μια απαράδεκτη μακρά και νοσηρή κατάσταση φοβίας των αρμόδιων στο να δώσουν στην έρευνα πολύτιμες αρχειακές ενότητες για την ιστορία της Κύπρου. Από την άλλη, μέρος αυτού του υλικού βρέθηκε σε χέρια διαφόρων αναρμόδιων ή επιτήδειων, που διαθέτουν επιλεγμένα αποσπάσματα ή τμήματά του κατά το δοκούν. Για παράδειγμα, από το πρόσφατο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο» μάθαμε ότι κάποιοι έχουν στην κατοχή τους ηχητικά αντίγραφα όσων διαμείφθηκαν στο κρίσιμο «Πολεμικό Συμβούλιο» που συνήλθε με καθυστέρηση στην Αθήνα, από το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974. Είναι ένα ιστορικό ηχητικό ντοκουμέντο που από ό,τι γνωρίζω δεν έχει διασωθεί σε δημόσιο ελληνικό αρχείο. Μπορώ να κατανοήσω το πώς βρέθηκε σε «αλλότρια χέρια», όμως είναι εντελώς απαράδεκτο να συνεχίζεται η κατάσταση της αδιαφορίας και των «κλειστών αρχείων» 48 χρόνια μετά το καλοκαίρι του 1974.
Δεδομένου ότι το Κυπριακό παραμένει σε εκκρεμότητα, πόσο εύκολο είναι να αναζητήσουμε απαντήσεις σε καίρια ζητήματα; Ακόμη υπάρχουν ανάμεσά μας πρωταγωνιστές των γεγονότων, ακόμη και σκοτεινών πτυχών.
Η ιστορική έρευνα για ζητήματα που παραμένουν εκκρεμή, είτε ως ζητήματα που γεννούν πολιτικές αντιπαραθέσεις είτε ως συλλογικά και ατομικά τραύματα και ανοικτές πληγές είναι φυσικό να αντιμετωπίζει δυσκολίες και εμπόδια, ειδικά εάν συνυπολογιστούν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τις ελλιπείς αρχειακές διαθεσιμότητες. Υπάρχουν έντονες διαμορφωμένες απόψεις σε τμήματα ή στο σύνολο της κυπριακής κοινωνίας που αποτελούν προϊόν των προσωπικών βιωμάτων από την καταστροφή που έπληξε τον τόπο το 1974. Όπως έχει πει ήδη ο Σεφέρης, για μια ανάλογη τραυματική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, «τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου, τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς». Όντως, υπάρχουν άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα, οικογένειες που θρηνούν θύματα στην περίοδο δράσης της ΕΟΚΑΒ ή στο πραξικόπημα ή στην τουρκική εισβολή, ίσως και άνθρωποι που πιθανόν να βαρύνονται με εγκλήματα πολέμου ή άλλοι, άνδρες και γυναίκες, που υπήρξαν θύματα εγκλημάτων πολέμου και μιλιταριστικής βαρβαρότητας. Και επιπλέον, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που στερούνται της πατρικής τους γης και περιουσίας από το 1974. Την ίδια ώρα, διάφοροι φανατικοί συνεχίζουν να κηρύττουν την ψύχωση της δικής τους μοναδικής «αλήθειας» και του μίσους για τον εσωτερικό «άλλο» ενώ, παράλληλα, η εποχή μας και το διαδίκτυο προσφέρονται για την αναπαραγωγή κάθε απίθανης συνωμοσιολογίας. Σε αυτό το τοπίο, προφανώς και δεν είναι εύκολη η δουλειά του ιστορικού για το 1974 αφού, επιπλέον, για κάθε αράδα που γράφει πρέπει να ξορκίσει και τα δικά του τραυματικά βιώματα και μνήμες. Και βέβαια, ο ιστορικός δεν εργάζεται ερήμην της κοινωνίας και των κυρίαρχων απόψεών της, όμως οφείλει να θέτει ερωτήματα και να αναζητά απαντήσεις και να καταθέτει το επιστημονικό προϊόν της έρευνάς του με τη δυνατή ψυχραιμία και νηφαλιότητα και όχι με κραυγές και αναθέματα. Και ευτυχώς, η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου παραμένει μια περίοδος που ελκύει ερευνητικά είτε παλαιότερους ιστορικούς είτε νεότερους συναδέλφους, οι οποίοι έχουν και το πλεονέκτημα της «άγνοιας κινδύνου». Μάλιστα, εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς ιστορικών έχουν ήδη δώσει σημαντικά βιβλία για επιμέρους πτυχές, κυρίως της στρατιωτικής ιστορίας. Στα επόμενα χρόνια ο επιστημονικός διάλογος για την ιστορία του 1974 είναι επόμενο ότι θα κερδίσει περισσότερο έδαφος και μεγαλύτερο ακροατήριο. Μακάρι αυτή η νομοτελειακή εξέλιξη να συμβαδίσει και με καλύτερες μέρες για την ημικατεχόμενη πατρίδα μας.