Ο Άρειος Πάγος αναιρεί απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν 10.000 ευρώ σε κάθε ενάγοντα για προσβολή προσωπικότητας και δέχεται αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί
Στον ιστότοπο του Αρείου Πάγου δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 1167/2021 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος, επί αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Ιστορικό:
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, το Μον.Πρωτ.Θεσ, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα:
“Η εναγομένη, εταιρία κινητής τηλεφωνίας, παράγει και προωθεί διάφορες υπηρεσίες – προϊόντα στο χώρο των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα. Οι ενάγοντες είναι σύζυγοι μεταξύ τους και συνδρομητές της εναγομένης πάνω από δέκα έτη, με ταυτοποιημένους σ’ αυτήν αριθμούς τηλεφώνων (… για τον πρώτο ενάγοντα και … για την δεύτερη ενάγουσα), κατ’ αρχήν με σχετική έγγραφη σύμβαση και στη συνέχεια μέσω καρτοκινητής. Τα τελευταία έτη οι ενάγοντες έχουν υποστεί δυσάρεστες καταστάσεις, όπως βαριές ασθένειες των γονέων τους, θάνατο του αδερφού της δεύτερης ενάγουσας, προβλήματα υγείας, οικονομικές δυσκολίες κλπ, με συνέπεια να μην επιθυμούν καμία ενόχληση στα τηλέφωνά τους (σταθερά και κινητά), κανένα μήνυμα – sms και καμία ενόχληση από τρίτους.
Για τους λόγους αυτούς, στις 22-7-2011 απευθύνθηκαν στην “αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” και, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εγγράφηκαν στο Μητρώο του άρθρου 13 § 3 ν. 2472/1997, που τηρεί η άνω αρχή, έχοντας λάβει δύο επίσημες βεβαιώσεις της αρχής, ότι έχουν εγγραφεί στο Μητρώο προσώπων που δεν επιθυμούν να περιλαμβάνονται σε αρχεία, τα οποία έχουν σκοπό την προώθηση προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών (βλ. αριθ. πρωτ.: Γ/ΕΞ/5.100/1.22-7-2011 και Γ/ΕΞ/5.101/1.22-7-2011, αντίστοιχα), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 3 και 19 παρ. 4 εδ. δ’ του Ν. 2472/1997. Παρ’ όλο, όμως, που συνέβη αυτό, οι ενάγοντες άρχισαν να δέχονται σωρεία γραπτών μηνυμάτων στα δύο ως άνω κινητά τους τηλέφωνα, από τις 14-6-2013 έως και τις 11-7-2013, προερχόμενα από την εναγομένη και από προστηθέντες της συνεργάτες κλπ, με την ένδειξη αποστολέα: … ή … ή 5… στις οθόνες των δύο κινητών τους, σε ώρες ακατάλληλες, εργασίας αυτών κλπ. Συγκεκριμένα, ο πρώτος ενάγων έχει δεχθεί 30 μηνύματα, ήτοι […], ενώ η δεύτερη ενάγουσα δέχθηκε 6 μηνύματα και δη […]
Τα ανωτέρω μηνύματα της εναγομένης, τα οποία τα είχαν δει αναλυτικώς και οι μάρτυρες των εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/2015 και …/2013 ένορκες βεβαιώσεις τους), αφορούσαν κληρώσεις, τυχερά παιχνίδια, δώρα και προσφορές κι όχι ενημερώσεις για το υπόλοιπο του χρόνου ομιλίας των εναγόντων και το κόστος χρέωσης προς αριθμούς κλήσεων που πληροφορίες καταλόγου ή ραντεβού με γιατρούς, ήτοι απαραίτητες γνωστοποιήσεις εκ μέρους της εναγομένης προς όφελος αυτών (εναγόντων).
[…]
Από τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά προκύπτει ότι η ανωτέρω πράξη των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης ήταν παράνομη, αφού έγινε χωρίς δικαίωμα και υπαίτια, αφού τελέστηκε εκ βαρείας αμέλειας αυτών, οι οποίοι αγνόησαν τις αιτήσεις των εναγομένων και τις επίσημες, βεβαιώσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα περί εγγραφής αυτών στο μητρώο προσώπων που δεν επιθυμούν να περιλαμβάνονται σε αρχεία, τα οποία είχαν σκοπό την προώθηση προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών εξ αποστάσεως, είχε δε ως συνέπεια την παραβίαση των άρθρων 11 και 14 του Ν. 3471/2006, ως και των διατάξεων του Ν. 2472/2007 και των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Υπέστησαν, λοιπόν, οι ενάγοντες προσβολή της προσωπικότητάς τους, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, οι ρυθμίσεις του Ν. 3471/2006 και του Ν. 2472/1997 συμπληρώνουν το, προϋπάρχον νομικό πλαίσιο και συγκεκριμενοποιούν τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας, έτσι ώστε να θεωρείται απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου, χωρίς, την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του Νόμου, γι’ αυτό η εναγομένη, ως ευθυνόμενη για τις υπαίτιες και παράνομες πράξεις των προστηθέντων υπαλλήλων της, είναι υποχρεωμένη να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της αναστάτωσης, στενοχώριας και ταλαιπωρίας που υπέστησαν, όφειλαν δε να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης.
Λαμβανομένου υπόψη του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης (η περιουσιακή ζημία του πρώτου ενάγοντος ανέρχεται σε 2,46 ευρώ), των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της βαρύτητας του πταίσματος των οργάνων της εναγομένης και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών και κυρίως των εναγόντων, κρίνεται ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ο πρώτος ενάγων ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, αφαιρουμένου του ποσού των 50 ευρώ, για το οποίο επιφυλάσσεται να παρασταθεί ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, ήτοι το ποσό των 9.950 ευρώ (10.000 – 50) + 2,46 ευρώ για τη χρέωση των 2 SMS που έστειλε η κόρη του = 9.952,46. Το άνω ποσό δικαιούται ο πρώτος ενάγων, ενώ η δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ για την ίδια ως άνω αιτία, το οποίο κρίνεται επίσης εύλογο (ελάχιστο κατά τον ως άνω νόμο), αφαιρουμένου του ποσού των 50 ευρώ, ήτοι το ποσό των 9.950 ευρώ (10.000 – 50). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, ενώ όπως προαναφέρθηκε η υπαιτιότητα της εναγομένης τεκμαίρεται, η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, όπως έπρεπε, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη.”.
Η κρίση του Αρείου Πάγου:
«Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων ης διακριτικής του ευχέρειας ( Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 1406/2015).
Με το να επιδικάσει, όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στους ήδη αναιρεσίβλητους- ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτοί υπέστησαν από την αναφερόμενη παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων, εκ μέρους της ήδη αναιρεσείουσας-εναγομένης, το ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ στον καθένα, όπως τούτο προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές του, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερτερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως και είναι υπερβολικό, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά επιδικάσθηκαν για 30 μηνύματα που έλαβε ο πρώτος και 6 μηνύματα που έλαβε η δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες, περί τα πράγματα παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης. Επομένως, ο σχετικός τέταρτος αναιρετικός λόγος, από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 του ΑΚ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, με το οποίο καθορίσθηκε και επιδικάσθηκε, με αυτήν, στον καθένα από τους αναιρεσίβλητους- ενάγοντες, καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της προς τούτο διακριτικής ευχέρειας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και επομένως κατά παραβίαση της απορρέουσας από την διάταξη της παρ. 1 άρθρου 25 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, το ανωτέρω ποσό των 10.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αναφερόμενη σ’ αυτήν (προσβαλλομένη) παράνομη προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων εκ μέρους της αναιρεσείουσας-εναγομένης.
Ακολούθως, η υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της που αναιρέθηκε, πρέπει να παραπεμφθεί, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ώστε να επανακαθορισθεί από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τα προαναφερόμενα, το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί στους αναιρεσίβλητους για την ένδικη αιτία. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα σ’ αυτήν (άρθρα 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι που νικήθηκαν στη δίκη πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο, σχετικό, αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 αριθμ. 2 ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζητήσεως, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία με την επικύρωσή της από το Εφετείο θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση (ολΑΠ 11/2007, 22/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της υπέβαλε παραδεκτά αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ζητώντας να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι σε επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σ’ αυτούς σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Από τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι: 1) με την 18738/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η αναιρεσείουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στον πρώτο αναιρεσίβλητο το ποσό των 9.952,46 ευρώ και στην δεύτερη αναιρεσίβλητη το ποσό των 9.950 ευρώ, νομιμοτόκως, καθώς και ποσό των 800 ευρώ για δικαστικά έξοδα. 2) Στις 20-12-2017 οι αναιρεσίβλητοι επέδωσαν στην αναιρεσείουσα αντίγραφο από το Α’ εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως με επιταγή προς πληρωμή α) ποσού 9.952,46 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο στον πρώτο αναιρεσίβλητο και ποσού 9.950 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο στην δεύτερη αναιρεσίβλητη β) ποσού 4.482 και 4.480 ευρώ αντίστοιχα για τόκους υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής γ) ποσού 800 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη δ) ποσού 1.037,91 ευρώ για τέλος απογράφου και ε) ποσού 872,60 ευρώ για έκδοση αντιγράφων, έξοδα επιδόσεως, αμοιβή συντάξεως επιταγής και συνολικά το ποσό των 31.574,97 ευρώ. 3) Στις 20-12-2017 η αναιρεσείουσα κατέθεσε στον κοινό λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τα ποσά των 16.072,67 και 14.158 ευρώ αντίστοιχα, και συνολικά 30.230,67 ευρώ, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα του ως άνω κοινού λογαριασμού. Το ποσό αυτό των 30.230,67 ευρώ συνολικά και όχι τα επιπλέον αιτούμενα ποσά των 672,30 και 672 ευρώ αντίστοιχα που, ως παρακρατηθέντες φόροι επί των τόκων υπερημερίας, αποδόθηκαν από την αναιρεσείουσα στο δημόσιο (ολ ΑΠ 31/2009 και 11/2007, ΑΠ 591/2015), πρέπει οι αναιρεσίβλητοι να υποχρεωθούν να επιστρέψουν και δη ο καθένας ξεχωριστά κατά το ανωτέρω χρηματικό ποσό που έλαβε, σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως από την αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή της αιτήσεως της τελευταίας ως και ουσιαστικά βάσιμης, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αποφάσεως αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό».