Η καταβολή από την αναιρεσείουσα των αναγνωρισθέντων ως οφειλομένων από την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η οποία αναιρέθηκε, θεωρείται ως εντελώς άκυρη
Ο Άρειος Πάγος, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης αναίρεσης της Τράπεζας Πειραιώς, έκρινε ότι η καταβολή από την τελευταία των αναγνωρισθέντων ως οφειλομένων από την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η οποία ακολούθως αναιρέθηκε, θεωρείται ως εντελώς άκυρη (ΑΠ 45/2022).
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η επίδοση της επιταγής και κάθε μετέπειτα πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, που έγιναν με βάση την αναιρεθείσα απόφαση, αλλά και η εκούσια συμμόρφωση τόσο σε επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση όσο και σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, η οποία αναιρέθηκε, καθίστανται άκυρες.
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο τόνισε αρχικά ότι ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε και δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης, δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην ασκούμενη αίτηση αναίρεσης του ηττηθέντος διαδίκου, αφού, ως προς αυτόν, δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, ακόμη και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της.
Ακολούθως, επεσήμανε ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως και αναδρομικά την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο, εκτελεστότητα ή διαπλαστική ενέργεια, καθώς και παρεπόμενες και αντανακλαστικές ενέργειες για οποιοδήποτε ζήτημα κρίθηκε με αυτή, ενώ οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση. Συνακόλουθα, η επίδοση της επιταγής και κάθε μετέπειτα πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, που έγιναν με βάση την αναιρεθείσα απόφαση, αλλά και η εκούσια συμμόρφωση τόσο σε επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση όσο και σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, η οποία αναιρέθηκε, καθίστανται άκυρες. Και τούτο, διότι με την αναίρεση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ως προς την οποία θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση είτε θα απορρίψει την έφεση και θα επικυρώσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η έφεση επανεξετάζεται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, αφού κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, και αφού παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις.
Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο, απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους σχετικούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έκρινε ότι με την εν όλω αναίρεσή της, η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ακυρώθηκε και οι διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση. Συνεπώς, εντεύθεν, ανετράπη το εξ αυτής δεδικασμένο. Ως εκ τούτου, η καταβολή των δι’ αυτής (ανατραπείσας απόφασης) αναγνωρισθέντων ως οφειλομένων από την αναιρεσείουσα, η οποία συμμορφώθηκε εκουσίως με το διατακτικό της, θεωρείται ως εντελώς άκυρη, μη παράγουσα, πλέον, υπέρ αυτής έννομες συνέπειες, διατηρούσα τη δυνατότητα να αναζητήσει τα αδικαιολογήτως υπ’ αυτής καταβληθέντα.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, ο Άρειος Πάγος διατάσσει, με την αναιρετική απόφασή του, επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, ευχέρεια, η οποία παρασχέθηκε από το νομοθέτη προς αποφυγή νέων δικαστικών αγώνων για την αποκατάσταση της πριν από την αναίρεση κατάστασης. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται αποκλειστικά και μόνον από τον αναιρεσείοντα, όχι δε από τον αναιρεσίβλητο ή τον προσθέτως παρεμβαίνοντα και να είναι σαφής και ορισμένη, εξετάζεται δε μόνον αν αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, εφόσον με την αίτηση ζητείται η επιστροφή χρημάτων, πρέπει να αναγράφεται σ’ αυτήν το ακριβές ποσό που καταβλήθηκε από τον αιτούντα και του οποίου ζητείται η απόδοση, άλλως, απορρίπτεται ως αόριστη. Σε περίπτωση δε που η αίτηση επαναφοράς δεν υποβληθεί στον Άρειο Πάγο, μπορεί, κατ’ άρθρο 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ο νικήσας στην αναίρεση διάδικος να υποβάλει την αίτηση αυτή στο εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε μετ’ αναίρεση η υπόθεση.
Εν προκειμένω, το επικουρικώς υποβληθέν αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κρίθηκε απαράδεκτο, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι υποβλήθηκε από την ηττηθείσα αναιρεσίβλητη-εκκαλούσα.
Απόσπασμα απόφασης
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ’ ουσία η αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Καθόσον αφορά στην έφεση, που είχε ασκήσει η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, ορθώς έκρινε, δεσμευόμενο από το επιλυθέν με την ως άνω αναιρετική απόφαση νομικό ζήτημα. Περαιτέρω, καθόσον αφορά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την εκκαλούσα με τον πρόσθετο λόγο της έφεσής της και συγκεκριμένα ότι η εκούσια συμμόρφωσή της με το διατακτικό της τελεσίδικης 5233/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ήδη αναιρεθείσας επέφερε την απόσβεση της ενοχικής υποχρέωσής της, διώκοντας, εντεύθεν, την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης, επί τω τέλει όπως απορριφθεί η αγωγή των αναιρεσιβλήτων, προκειμένου αυτοί να στραφούν κατά των κυρίως παρεμβάντων και να διεκδικήσουν τα καταβληθέντα, άλλως να εξαρτηθεί η τυχόν καταδίκη της από την προηγούμενη απόδοση των ήδη καταβληθέντων, άλλως να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, είναι αβάσιμοι. Και τούτο διότι, με την εν όλω αναίρεσή της, η ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση (5233/2007) ακυρώθηκε και οι διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια, εντεύθεν, την ανατροπή του εξ αυτής δεδικασμένου. Ως εκ τούτου, η καταβολή των δι’ αυτής (ανατραπείσας απόφασης) αναγνωρισθέντων ως οφειλομένων από την ήδη αναιρεσείουσα, η οποία συμμορφώθηκε εκουσίως με το διατακτικό της, θεωρείται ως εντελώς άκυρη, μη παράγουσα, πλέον, υπέρ αυτής έννομες συνέπειες, διατηρούσα τη δυνατότητα να αναζητήσει τα αδικαιολογήτως υπ’ αυτής καταβληθέντα. Περαιτέρω, το επικουρικώς υποβληθέν αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι προεχόντως απαράδεκτο, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι υποβλήθηκε από την ηττηθείσα αναιρεσίβλητη-εκκαλούσα. Ενόψει των ανωτέρω, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε μεν εσφαλμένη αιτιολογία και συγκεκριμένα ότι η εκκαλούσα-ασκούσα τον πρόσθετο λόγο και ήδη αναιρεσείουσα προέβη στην ως άνω καταβολή, ενεργώντας από αμέλεια, αφού δεν ανέμενε την έκδοση διαταγή πληρωμής εκ μέρους των κυρίως παρεμβάντων ούτε την άσκηση αίτησης αναίρεσης εκ μέρους των εναγόντων (ήδη αναιρεσιβλήτων), η οποία παρίστατο σφόδρα πιθανή, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου αντικειμένου της δίκης και της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς, εν τέλει, έκρινε ότι η εκούσια συμμόρφωση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας στην ανωτέρω αναγνωριστική απόφαση δεν επέφερε την απόσβεση της οφειλής της και, εντεύθεν, απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής. Πρέπει, συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 578 του Κ.Πολ.Δ., ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ως προς αμφότερα τα σκέλη τούτου, με τον οποίο προσάπτονται ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 416, 417, 914 και 281 του Α.Κ. (άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί αυθαίρετης παραδοχής της αναιρεσιβαλλομένης ότι η ενέργειά της να καταβάλει στους κυρίως παρεμβάντες τα ως άνω ποσά οφείλεται σε αμέλειά της, εκτός του ότι είναι παντελώς αόριστες και δεν ιδρύουν την επικαλούμενη από τον αριθμό 11β’ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, τυγχάνουν αλυσιτελείς, αφού, ενόψει όσων προεκτίθενται, δεν μπορούν, ούτως ή άλλως, να επιφέρουν την έννομη συνέπεια που επιδιώκουν, δεν επιδρούν, δηλαδή, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Πρέπει, συνακόλουθα, να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ως απαράδεκτος.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.