Ισως τελικά κάτι καλό να προκύψει από τον πληθωρισμό. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τείνει να καταργήσει τουλάχιστον ορισμένους από τους δασμούς που επέβαλε ο προκάτοχός του σε αγαθά περίπου 350 δισ. δολαρίων, τα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες εισάγουν από την Κίνα.
Η κυβέρνησή του εκτιμά ότι βλάπτουν τους καταναλωτές. Ενας καλύτερο επιχείρημα θα ήταν ότι δεν κατόρθωσαν να επιφέρουν αλλαγές εξαρχής στη συμπεριφορά της Κίνας. Ο Τζο Μπάιντεν δεν σχεδίασε τους δασμούς – αυτός ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος προσπάθησε να τιμωρήσει αθέμιτες πρακτικές, όπως είναι οι κινεζικές καταχρήσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά έκανε λάθος, αφήνοντάς τους σε ισχύ για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Κίνα αρχικά συμφώνησε να αγοράσει επιπλέον 200 δισ. δολάρια σε προϊόντα από τις ΗΠΑ σε διάστημα δύο ετών και να κάνει ουσιαστικές αλλαγές πολιτικής. Αυτό δεν συνέβη. Η Κίνα δεν αγόρασε κανένα από αυτά τα επιπλέον προϊόντα από τις ΗΠΑ, όπως διαπιστώνει το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Πίτερσον. Ο δείκτης του πληθωρισμού, ο οποίος βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 40 ετών, έχει οδηγήσει σε επανεξέταση του μέτρου των δασμών.
Το Αμερικανικό Φόρουμ Δράση υπολογίζει ότι οι δασμοί σε είδη όπως είναι τα παιχνίδια, οι μπογιές και το σαπούνι κοστίζουν στους καταναλωτές και στις καταναλώτριες στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου 50 δισ. δολάρια ετησίως. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάποιοι στην ομάδα του προέδρου Τζο Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, ρέπουν προς την κατάργηση ορισμένων δασμών άμεσα, όπως ανέφερε σχετικώς σε δημοσίευμά της η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal. Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Πίτερσον εκτιμά ότι ο ανταγωνιστικός αντίκτυπος της απόσυρσης όλων των δασμών θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μια πτώση κατά μία ποσοστιαία μονάδα επί του δείκτη τιμών καταναλωτή στη χώρα. Σημειωτέον ότι ο δείκτης αυτός τον Μάιο και σε ετήσια βάση εμφάνισε μια άνοδο της τάξεως του 8,6%.
Συν τοις άλλοις, σήμερα πλέον έχουν συμβεί γεγονότα απρόβλεπτα, τα οποία έχουν καταστήσει άνευ νοήματος τους δασμούς που προώθησε η κυβέρνηση του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών, το έλλειμμα του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αυξήθηκε κατά 15% από το 2020 έως το 2021 και έχει ενισχυθεί ξανά από τις αρχές του 2022 και έως τώρα.
Παρά το γεγονός αυτό, όμως, οι δασμοί επί των κινεζικών εισαγωγών εξακολουθούν να έχουν πολιτική αξία, διότι η Κίνα παραμένει ένας από τους λίγους υπερκομματικούς στόχους στην Ουάσιγκτον, πίσω από τον οποίο συντάσσονται Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί. Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν μελετά το ενδεχόμενο να προβεί σε αύξηση άλλων δασμών σε εισαγόμενα από την Κίνα είδη, όπως είναι τα μηχανήματα βιομηχανικής χρήσης, ενώ θα μπορούσαν να ακολουθήσουν είδη υψηλής τεχνολογίας, σημείωσε η εφημερίδα Wall Street Journal.
Πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί πως μεταχειρίζεται με ηπιότητα την Κίνα, ειδικά από τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία είχε προσεγγίσει κατά την προεκλογική εκστρατεία του. Επιπλέον, και οι κρατικές επιδοτήσεις καθώς και άλλες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποτελούν πρόβλημα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Ωστόσο, οι μέσω δασμών επιθέσεις δεν επιφέρουν αποτέλεσμα. Ο δε πληθωρισμός προκαλεί απλώς το θανάσιμο πλήγμα σε μια ιδέα η οποία ούτως ή άλλως δεν είχε πολλά περιθώρια επιβίωσης.