Το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας δεν αποκλείεται να εφαρμόζεται σε ελάχιστους εργαζομένους ή ακόμη και σε έναν εργαζόμενο εάν είναι ο μοναδικός του τμήματος στο οποίο εμφανίστηκε ο περιορισμός της δραστηριότητας.
Το σύστημα εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση, στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής.
Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται είτε κατά ομάδες μισθωτών, εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από έναν μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας.
Χωρίς αυτήν την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη.
Κατά συνέπεια, δεν είναι κατά νόμον επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας επιλεκτικά σε συγκεκριμένους μόνο μισθωτούς όταν οι υπόλοιποι εξακολουθούν να εργάζονται με πλήρες ωράριο.
Το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας δεν αποκλείεται να εφαρμόζεται σε ελάχιστους εργαζομένους ή ακόμη και σε έναν εργαζόμενο εάν είναι ο μοναδικός του τμήματος στο οποίο εμφανίστηκε ο περιορισμός της δραστηριότητας.
Δεν αποκλείεται στον εργοδότη να επιβάλει μονομερώς το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας και στην περίπτωση που ο οφειλόμενος σε εξωγενείς παράγοντες περιορισμός της δραστηριότητάς του έχει διαρκή χαρακτήρα, προσδοκώντας μία μεταβολή συνθηκών, δεδομένου ότι πρωταρχική ουσιαστική προϋπόθεση για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι ο σημαντικός περιορισμός της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης, χωρίς να προσδιορίζεται από τον νόμο σε τι συνίσταται ο περιορισμός αυτός, ούτε ποια πρέπει να είναι η έκτασή του, ενώ περαιτέρω το αν ο χρονικός περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης έχει υπερβολικά μεγάλη διάρκεια δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά τον χρόνο λήψης της αποφάσεως για την επιβολή του μέτρου, αλλά η διάρκειά του διαπιστώνεται εκ των υστέρων, με βάση την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της επιχείρησης και με βάση τη σύναψη ή όχι επιχειρηματικών συμφωνιών.
Εξάλλου, ο πιθανολογούμενος χρόνος των εννέα μηνών για την ανάκαμψη της επιχείρησης έχει τεθεί ως περιορισμός μόνο για το ίδιο ημερολογιακό έτος, με τη δυνατότητα εκ νέου επιβολής του για το επόμενο έτος, όταν ο εργοδότης εκτιμά ότι σύντομα θα δημιουργηθούν και πάλι συνθήκες πλήρους απασχόλησης (ΑπόφασηΑρείου Πάγου, «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 81ος (2022), σελ. 126, σχόλιο Χρόνης Τσιμπούκης, ΕΕργΔ 2022, σ. 115).