Με τις προχθεσινές αποφάσεις του Eurogroup χάθηκε οριστικά η ευκαιρία για μείωση του φόρου κατανάλωσης
Τον τέταρτο υψηλότερο φόρος κατανάλωσης βενζίνης στην Ευρώπη πληρώνουν σήμερα οι Έλληνες καταναλωτές, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε χθες το Tax Foundation, Το χειρότερο είναι ότι σε αυτές τις εξαιρετικά υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, που φέρνουν την ελληνική αμόλυβδη σταθερά ανάμεσα στις ακριβότερες της Ευρώπης, έχουν «παγιδευθεί» επ’ αόριστον οι Έλληνες καταναλωτές, χωρίς να έχουν καν την ευκαιρία για ένα… διάλειμμα, όπως συνέβη πρόσφατα στη Γερμανία.
Το Eurogroup έδωσε χθες σαφείς κατευθύνσεις για την οικονομική πολιτική του 2023, δίνοντας έμφαση στην αντιμετώπιση των συνεπειών του υψηλού πληθωρισμού με εισοδηματικές ενισχύσεις στους οικονομικά ασθενέστερους. Υπέδειξε όμως στις κυβερνήσεις να αποφύγουν γενικές μειώσεις φόρων στα καύσιμα προκειμένου να μειωθούν οι τιμές.
Έτσι, χάθηκε για την Ελλάδα η ευκαιρία να ακολουθήσει μια πολιτική όπως αυτή που εφάρμοσε η Γερμανία, όπου μειώθηκαν δραστικά οι φόροι για μια περίοδο τριών μηνών. Η ιδέα αυτή είχε εξετασθεί από το οικονομικό επιτελείο, αλλά απορρίφθηκε για να μην χαθούν έσοδα
Όπως σημειώνει το Tax Foundation, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί από τις χώρες της ΕΕ να επιβάλλουν ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης 0,36 ευρώ ανά λίτρο στη βενζίνη. Στον χάρτη που δημοσιεύει το ίδρυμα φαίνεται ότι μόνο η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Πολωνία τηρούν τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή καυσίμων. Ολες οι άλλες χώρες της ΕΕ επιλέγουν να επιβάλλουν υψηλότερους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στη βενζίνη.
Ο χάρτης των ειδικών φόρων κατανάλωσης στη βενζίνη (ευρώ/λίτρο)
Η Ολλανδία έχει τον υψηλότερο φόρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 0.82 € ανά λίτρο. Η Ιταλία εφαρμόζει τη δεύτερη υψηλότερη τιμή στα 0.73 € ανά λίτρο), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία με 0.72 € ανά λίτρο και την Ελλάδα (0,70 ευρώ ανά λίτρο).
Ο χαμηλότερος φόρος βενζίνης είναι στην Ουγγαρία, στα 0,34 ευρώ ανά λίτρο. Το επόμενο χαμηλότερο είναι στη Βουλγαρία και την Πολωνία (και οι δύο στα 0.36 € ανά λίτρο).
Περίπου το 30% των νέων επιβατικών οχημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οχήματα ντίζελ. Ως εκ τούτου, πολλοί Ευρωπαίοι καταναλωτές αντιμετωπίζουν ειδικούς φόρους κατανάλωσης για το ντίζελ αντί για τη βενζίνη. Η ΕΕ ορίζει έναν ελαφρώς χαμηλότερο ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης 0,33 ευρώ ανά λίτρο (1,48 δολάρια ανά γαλόνι) για το ντίζελ.
Είκοσι πέντε από τις 27 χώρες της ΕΕ επιβάλλουν χαμηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης στο ντίζελ από ό,τι στη βενζίνη. Τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δεν είναι πλέον μέρος της ΕΕ, όσο και το Βέλγιο επιβάλλουν τον ίδιο συντελεστή στους δύο τύπους καυσίμων, ενώ η Σλοβενία φορολογεί το ντίζελ με συντελεστή 0,01 ευρώ υψηλότερο από τον συντελεστή του στην αμόλυβδη βενζίνη. Ο μέσος ειδικός φόρος κατανάλωσης στη βενζίνη είναι 0.55 € ανά λίτρο στην Ευρώπη και 0.44 € ανά λίτρο για το ντίζελ.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιβάλλει τον υψηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης στο ντίζελ, στα 0,67 ευρώ ανά λίτρο, ακολουθούμενο από την Ιταλία (0,62 ευρώ ανά λίτρο) και το Βέλγιο (0,60 ευρώ ανά λίτρο).
Οι χώρες με τους χαμηλότερους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο ντίζελ είναι η Ουγγαρία, στα 0,31 ευρώ ανά λίτρο, ακολουθούμενη από τη Μάλτα, τη Βουλγαρία και την Πολωνία, οι οποίες χρεώνουν δασμούς 0,33 ευρώ ανά λίτρο.
Φέτος, οι ευρωπαϊκές χώρες είδαν τις τιμές της ενέργειας να αυξάνονται σημαντικά, εν μέρει λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Έντεκα χώρες μείωσαν προσωρινά τους φόρους φυσικού αερίου και ντίζελ για να καταπολεμήσουν εν μέρει τις υψηλότερες τιμές. Η Γερμανία εφάρμοσε τη μεγαλύτερη προσωρινή μείωση βενζίνης, από 0,67 ευρώ σε 0,36 ευρώ, ακολουθούμενη από τη μείωση του Βελγίου από 0,60 ευρώ σε 0,46 ευρώ. Όλες οι προσωρινές περικοπές προβλέπεται να λήξουν το αργότερο στο τέλος του ημερολογιακού έτους.
Όλες οι χώρες της ΕΕ επιβάλλουν επίσης φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στο φυσικό αέριο και το ντίζελ. Τα ποσά των ειδικών φόρων κατανάλωσης που εμφανίζονται στον χάρτη αφορούν μόνο τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και δεν περιλαμβάνουν τον ΦΠΑ, ο οποίος χρεώνεται επί της αξίας πώλησης του φυσικού αερίου και του ντίζελ.
Σημειώνεται ότι τα ελληνικά έσοδα από τα «χαράτσια» στον ενεργειακό τομέα ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι μόλις 1,9% του ΑΕΠ. Χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, παρότι αντιμετώπισαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στη διάρκεια της κρίσης της περασμένης δεκαετίας, διατηρούν σχετικά χαμηλά τη φορολογική επιβάρυνση των ενεργειακών προϊόντων (1,5% του ΑΕΠ και 1,9%, αντίστοιχα).
Με βάση στοιχεία της περιόδου 2015 – 2020, τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο ντίζελ και τη βενζίνη ανέρχονται συνολικά περίπου σε 4 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ένα μέτρο όπως αυτό που εφαρμόσθηκε στη Γερμανία, για παράδειγμα με μείωση κατά 50% στον ΕΦΚ βενζίνης και ντίζελ για τρεις μήνες, θα είχε κόστος της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα αρκετά «ακριβό» μέτρο πολιτικής, που όμως θα είχε μεγάλη πολιτική αξία, αφού θα συνέβαλε στην αποφυγή μιας έκρηξης κοινωνικής δυσαρέσκειας μέσα στο καλοκαίρι.