Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου
Στις 9 Ιουλίου 1831, ο Καποδίστριας απέστειλε στον LordPalmerston, τότε Υπουργό Εξωτερικών και μετέπειτα πρωθυπουργό της Βρετανίας, ένα βαρυσήμαντο και πολυσέλιδο διάβημα,1 διά του οποίου εγκαλούσε την Αγγλία ευθαρσώς για συνέργεια “ξένων πρακτόρων” (Αγγλίας και Γαλλίας) με εντοπίους μνηστήρες της εξουσίας (Φαναριώτες, προεστώτες κ.ο.κ.), με σκοπό την ανατροπή της Ελληνικής Κυβερνήσεως δια “στασιώδους ῥαδιουργίας” πριν ολοκληρωθεί το εθνοαπελευθερωτικό έργο του Εθνάρχου.
Συγκεκριμένα, ο Καποδίστριας αρχίζει το διάβημά του με μία συνοπτική αναφορά στις προσχηματικές αιτιάσεις της “στασιώδους” αντιπολιτεύσεως (“ἀντιπολιτείας”) εναντίον του, περί δήθεν αυταρχικής και αντιλαϊκής (“δυσκοίνου” και “ἐπαχθοῦς”) διακυβερνήσεώς του, ως εξής:
“Μετ᾿ ἀνεκφράστου λύπης βλέπω ἐκ τῶν πρὸς τὸν Κ[ύριο] Δώκινς [E. Dawkins, Πρόσεδρο τῆς Αγγλίας ἐν Ἑλλάδι] τελευταίων ὁδηγημάτων τῆς ὑμετέρας ᾽Εξοχότητος τὰ ὁποῖα ἰδιοπίστως μοι προσεκοίνωσεν, ὅτι κλίνετε νὰ πιστεύσετε ὅτι ὁ ἐπικρεμάμενος σήμερον εἰς τὴν Ἑλλάδα κίνδυνος προέκυψε κατὰ μέγα μέρος ἐκ τοῦ πολιτεύματος τῆς ἐνεστώσης κυβερνήσεως, χρωματισθέντος, ὡς φαίνεται, πρὸς ὑμᾶς δυσμορφώτατα. Εἶναι, λέγουσι, τὸ πολίτευμα τοῦτο δύσκοινον καὶ πρὸς τὸν λαὸν ἐπαχθές· οἱ ξένοι εἰσβάλλουσιν εἰς ὅλα τὰ ὑπουργήματα· ἡ κατασκοπεία [μυστικὴ ἀστυνόμευσις] εἶναι τὸ κύριον τῆς διοικήσεως ἐλατήριον.
Ἀγνοῶν ἐγὼ ἐπὶ τίνων πραγμάτων στηρίζουσιν οἱ κατήγοροι τὰς κατηγορίας ταύτας, ἐζήτησα μὲν παρὰ τοῦ Κ. Δώκινς διασαφήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐξ ὅσων μοι ἔδωκε, δὲν ἔμαθόν τι νεώτερον. Ὅθεν ἔρχομαι ἐπὶ τὰ ἐπόμενα.”
Στη συνέχεια, ο Καποδίστριας προσδιορίζει με παρρησία ποιοί είναι οι πρωτεργάτες της εξυφαινομένης συνομωσίας: Φαναριώτες, πρόκριτοι (κοτσαμπάσηδες και πλοιοκτήτες), πρώην αξιωματούχοι ή υπηρέτες “τοῦ ἐκπνεύσαντος Αλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων”, άπαντες ιδιοτελώς κινούμενοι, όπως επίσης και ξενοσπουδαγμένοι ημιμαθείς νέοι, που ως (δήθεν) δημοκρατικοί και «φιλελεύθεροι» 2 ήσαν “μέλη τῶν ἐν Γαλλίᾳ καὶ Γερμανίᾳ κρυπτῶν ἑταιριῶν”. Δηλαδή όλοι εκείνοι που οδήγησαν την Ελλάδα εμφυλιακώς στην καταστροφή το 1824-1827 και εν τέλει στο “χεῖλος τοῦ τάφου” το 1827. Ακόμη χειρότερα, ο Καποδίστριας υπαινίσσεται ότι πολλοί εξ αυτών ετέλεσαν αντεθνικές πράξεις, δεδομένου ότι ἐν καιρῷ πολέμου3 απεπειράθησαν να υπονομεύσουν, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν, την διαπραγματευτική θέση της εμπολέμου Ελλάδος έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων, διά προσωπικών παραστάσεών τους ενώπιον των Προσέδρων και εκπροσώπων των Προστατίδων Δυνάμεων στην Ελλάδα και διά σωρείας πολιτικώς συκοφαντικών και αντεθνικώς υπονομευτικών “αναφορών” τους σε υπουργούς ξένων κυβερνήσεων, καταχωρισθέντων στα “γραμματοφυλάκια τῶν ὑπουργῶν τῶν συμμάχων Αυλῶν”, ως εξής:
“Οἱ άνθρωποι οὗτοι, τῶν ὁποίων τὴν ἱκανότητα πρῶτος ἐγὼ ὁμολογῶ, εἶναι αὐτοὶ οἱ ὑπὸ διάφορα σχήματα καὶ χρώματα διευθύναντες τὰ τῆς Ἑλλάδος πράγματα ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς ἐπαναστάσεως μέχρις τῆς ἐλεύσεώς μου. Τί δὲ ἡ Ἑλλὰς ἦτον ἐπὶ τῆς διοικήσεως αὐτῶν, ὅλοι γνωρίζουσιν· […] Ἑλλὰς ὑπήρχε τότε [1827] τὸ Ναύπλιον, ἡ Αἴγινα, καί τινα ἄλλα ὀχυρὰ μέρη, κακῶς φρουρούμενα, κατὰ τὴν στερεὰν καὶ τὸ Αἰγαῖον. Ὁ λαὸς ἢ ἐπλανήτευεν εἰς τὰ ὄρη, ἢ συνεσωρεύετο εἰς τὰ ὀχυρά, ὑφιστάμενος τὴν χειρίστην δεσποτείαν, τὴν τοῦ στρατιώτου, ὑπὸ τῆς ἐνδείας καὶ πείνης ὠθουμένου εἰς τὴν λῃστείαν κατὰ γῆν τε καὶ κατὰ θάλασσαν.
Οὐδέ θέλω μὲν ἐγὼ ν᾿ ἀποδώσω τὴν τηλικαύτην καταστροφὴν εἰς μόνους τοὺς ἀξιοῦντας τότε κυβερνᾶν τὴν Ἑλλάδα· ὁ Ἑλληνικός ὅμως λαός, κακῇ τύχῃ αὐτῶν, δὲν εἶναι τόσον ἐπιεικής πρὸς αὐτούς, ἀλλ’ εἰς αὐτοὺς ἀπονέμει καὶ τὸ ὑπέρογκον ἐξωτερικὸν χρέος [λόγῳ διασπαθήσεως τῶν «Δανείων τῆς Ἀνεξαρτησίας» το 1824-1825], καὶ τὸν ἐμφύλιον πόλεμον [1824-1825], καὶ τὰς εὐτυχίας τοῦ Ἰβραχὶμ Πασᾶ [1825-1827], καὶ τὴν πειρατείαν, καὶ ὅλας τὰς συμφορὰς αἱ ὁποῖαι ἔφεραν τὸ ἔθνος εἰς τὸ χεῖλος τοῦ τάφου [1827]. […]
Καὶ πάλιν, ἐλθὼν εἰς Ἑλλάδα [1828], αὐτοὺς τούτους ἐκάλεσα πλησίον μου, καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἠθέλησα νὰ μοιρασθῶ τὴν εὐθύνην τῆς τῶν κοινῶν διοικήσεως· αὐτοὶ δὲ πῶς ἐπλήρωσαν τὴν προσδοκίαν μου;
Πᾶσαν εὐκαιρίαν ἐπιδεξίως μετεχειρίσθησαν, πᾶσαν ὑπόθεσιν ὁπωσοῦν δύσκολον προθύμως ἐξεδούλευσαν, καταγινόμενοι νὰ συμποδίσωσι, νὰ δυσφημίσωσι, καὶ νὰ παραλύσωσι τὴν κυβέρνησιν τῆς ὁποίας ἦσαν μέρος. Κεῖνται αἱ ὑλικαὶ ἀποδείξεις τῆς οἰκτρᾶς ταύτης ἀληθείας ἐν τοῖς κοινοῖς γραμματοφυλακίοις [τῆς Ἑλλάδος], καὶ ἔξεστί μοι πιστεύειν ὅτι καὶ τὰ γραμματοφυλάκια τῶν ὑπουργῶν τῶν συμμάχων Αυλῶν [Ἀγγλίας, Γαλλίας] δὲν στεροῦνται αὐτῶν, ἂν τὸ ἐν Λονδίνῳ συνέδριον ἀποφασίσῃ νὰ κοπιάσῃ καὶ ἀναθεωρήσῃ ἐπὶ τούτῳ ὅσας ἐξιστορήσεις πλουτεῖ περὶ τῆς ἐσωτερικῆς καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος.
Δὲν ἔχω δὲ ὁμοίους ὅλους τοὺς συνιστῶντας τὸ κόμμα τοῦτο Έλληνας. Ἀλλὰ κυρίως μὲν πολυπράγμονας καὶ κορυφαίους λέγω τοὺς ἐκ τῆς φαναριωτικῆς σχολῆς ὁρμωμένους καὶ τοὺς ἐκ τῆς σχολῆς τοῦ ἐκπνεύσαντος Αλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων· οἱ δὲ λοιποὶ συνίστανται, τὸ μὲν, ἔκ τινων προκρίτων, ποθούντων τὴν ἐπὶ Τουρκοκρατίας εἰς τὰς ἐπαρχίας ἐπιῤῥοήν των, τὸ δὲ, ἔκ τινων νέων πρεσβευόντων τὰ τῶν ἐν Γαλλίᾳ καὶ Γερμανίᾳ κρυπτῶν ἑταιριῶν, Οἵ τε πρῶτοι καὶ οἱ ἔσχατοι, μὴ εὐχαριστούμενοι εἰς κυβέρνησιν ζῶσαν καὶ χωρὶς αὐτούς, ἐργάζονται ἐλπίζοντες νὰ συστήσωσιν ἄλλην, ὅλως ὑποκειμένην εἰς τὰ θελήματά των.”
Κατόπιν, ο Καποδίστριας αναφέρεται στην αποδεδειγμένη (από το 1824-1827) πολιτική ανεπάρκεια των επί Οθωμανοκρατίας αναδειχθέντων προεστώτων και προκρίτων, στερουμένων όχι μόνον οποιασδήποτε βιωματικής πολιτικής εμπειρίας σε επίπεδο εθνικής διακυβερνήσεως αλλά ακόμη και στοιχειώδους γνώσεως της ελληνικής γλώσσης, δεδομένου ότι οι συνειρμικές παραστάσεις και η πολιτική εμπειρία των προεστώτων περιορίζετο μόνον στα Οθωμανικά εξουσιαστικά ειωθότα: Αυτό που εγνώριζαν καλώς ήταν μόνον πώς να συμπεριφέρονται ως ραγιάδες διαμεσολαβητές μεταξύ των ομογενών τους ραγιάδων και της Οθωμανικής απολυταρχίας σε τοπικό (επ’ ουδενί εθνικό) επίπεδο προς συλλογή φόρων και εισφορών και απόδοσή τους στο ταμείο του επιτοπίου πασά και εκείθεν του Σουλτάνου. Περί της πολιτικής ανεπαρκείας των εν λόγω προκρίτων σε εθνικό επίπεδο, συμφωνούσε ακόμη και ο Edward Dawkins, εν Ελλάδι επιτετραμμένος Πρόσεδρος της Αγγλίας, σύμφωνα με τον οποίο “εάν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἀναδειχθῶσι καὶ πάλιν κυβέρνησις, ἡ Ἑλλὰς πάντως θέλει μεθυποπέσῃ εἰς ὀλεθριωτάτην ἀναρχίαν”—όπως πράγματι επεσυνέβη και το 1831-1833, αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και μέχρις αφίξεως στην Ελλάδα του Βασιλέως Όθωνος (6 Φεβρουαρίου 1833), όπως εξ άλλου είχε ήδη επισυμβεί εμφυλιακώς το 1824-1825, ή όπως είχε ήδη καταδειχθεί από τις υπ’ αυτών εξυφανθείσες τρεις (3) απόπειρες αντικαποδιστριακής ενόπλου ανταρσίας κατά της εθνικής Κυβερνήσεως ἐν καιρῷ πολέμου το 1829-1831, ήτοι ποινικώς κολάσιμες πράξεις εσχάτης προδοσίας,4 ως εξής:
“Επ᾿ ἀληθείας δὲ πῶς οἱ πρόκριτοι οὗτοι, γινόμενοι διευθυνταὶ τῶν πραγμάτων, ήθελαν δυνηθῆ νὰ ἐνεργήσωσι τὴν ἐξουσίαν, μὴ ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς τὴν ἀναγκαίαν ἱκανότητα, στερούμενοι καὶ τῶν ἐλαχίστων γνώσεων, καὶ τὴν ἰδίαν αὐτῶν γλῶσσαν μετριώτατα εἰδότες γράφειν καὶ ἀναγινώσκειν!
Ἔπειτα καὶ ἡ ἀντιποιητὴ ἀριστοκρατία αὕτη συνιστᾷ ἆρα γε, ἢ δύναται νὰ συστήσῃ σῶμα, ἑνότητα ἔχον πνεύματος καὶ ἐνεργείας; ᾽Εν ὅσῳ ἡ παροῦσα γενεὰ ζῇ, οἱ ταύτης τῆς τάξεως ῞Ελληνες πρὸς μὲν πολυπραγμοσύνην καὶ συμποδισμόν τῶν καθεστώτων εἶναι καλοί, ὡς ἐκ τῶν συμφερόντων καὶ τῶν παθῶν αὐτῶν κινούμενοι, πρὸς δὲ στηριγμόν καὶ σύστασιν κυβερνήσεως, πολὺ ἀπέχουσιν.
Τὸ αὐτὸ φρονεῖ καὶ ὁ Κ. Δώκινς, […] ὅτι καθ᾿ ἣν ἡμέραν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἀναδειχθῶσι καὶ πάλιν κυβέρνησις, ἡ Ἑλλὰς πάντως θέλει μεθυποπέσῃ εἰς ὀλεθριωτάτην ἀναρχίαν.
Προσθέτω δὲ ὅτι αὐτοί, μὴ ἔχοντες πλέον μηδὲ δυνάμενοι ἔχειν ουδεμίαν ἐπιῤῥοὴν ἐπὶ τοῦ λαοῦ, ουδὲ φάντασμα κυβερνήσεως δύνανται νὰ συστήσωσιν, ἂν δὲν βληθῶσιν ὑπό τὴν σκέπην ξένης χειρὸς καὶ δυνάμεως, ὄχι ἠθικῶς μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑλικῶς.
Άν εἶχε ἄλλως τὸ τῆς ἐπιῤῥοῆς τοῦ κόμματος τούτου, διὰ τί ἀπὸ τριῶν ἐτῶν, μάλιστα δὲ ἐσχάτως, δὲν ἠδυνήθη νὰ κατορθώσῃ τὸν σκοπόν του; Καὶ ὅμως οὐδ’ ἐστερεῖτο οὐδὲ στερεῖται βοηθῶν. Τρὶς ἐδοκίμασε νὰ φέρῃ τὸν στρατὸν εἰς ἀνταρσίαν, καὶ τρὶς ἀπέτυχεν. ᾿Ηγωνίσθη νὰ σηκώσῃ εἰς ἀποστασίαν τὰς ἐπαρχίας τῆς στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ τῆς Πελοποννήσου, καὶ αὐταὶ ἔμειναν ἥσυχοι. Σήμερον τέλος σπουδάζει νὰ χωρίσῃ ἀπὸ τὸ ἔθνος τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου δι᾿ ἐφημερίδος πορορμώσης τὸν λαὸν εἰς ἀφηνιασμόν, τὸν ὁποῖον ζητεῖ νὰ καταστήσῃ νόμιμον διὰ τῶν ἀναφορῶν [πρὸς τὰς Κυβερνήσεις Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας].”
Σε εκείνο μάλιστα το πλαίσιο, ο Καποδίστριας αναφέρεται στην πλήρη και παταγώδη αποτυχία των “στασιωδῶς ῥαδιούργων” να υπονομεύσουν όχι μόνον με πολιτικά αλλά και με ένοπλα μέσα το εθνοαπελευθερωτικό έργο της Κυβερνήσεως. Με υπερηφάνεια δε πραγματικού Εθνάρχου, αναφέρει ότι για την προάσπιση της σταθερότητος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ή ακόμη και για την προστασία της ζωής του Κυβερνήτου, η Ελλάς δεν έχει χρεία ξένων στρατευμάτων, διότι αρκούν προς τούτο η Θεία Πρόνοια και η Ελληνική Πολιτεία, ήτοι οι ένοπλες δυνάμεις του έθνους και η παλλαϊκή υποστήριξη με την οποία οι Έλληνες πολίτες περιέβαλαν προστατευτικώς τον Καποδίστρια:
“Σᾶς ἐρωτῶ λοιπὸν, Μιλόρδε, ἂν ὁ λαὸς δὲν ήθελε τὴν παροῦσαν κυβέρνησιν, πῶς αὐτὴ ἠδύνατο νὰ ἐκπληροῖ τὰ καθήκοντα ὅπως τὰ ἐκπληροῖ, τουτέστι διὰ τῶν ἐννόμων καὶ συνήθων ὁδῶν; […]
Τέλος αἱ πληροφορίαι τὰς ὁποίας ἡ ὑμετέρα ᾽Εξοχότης ἔλαβε περὶ τῆς στάσεως τῆς κυβερνήσεως ταύτης, εἶναι γυμναὶ πάσης ἀληθείας, καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ τέλει τῶν πρὸς τὸν Κ. Δώκινς ὁδηγιῶν, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμα [ζωή] τοῦ Κυβερνήτου ἐσκεπάσθη [ἐπροφυλάχθη] ἀπὸ παντός κινδύνου, προσταχθέντων τῶν γαλλικῶν στρατευμάτων νὰ τὸν φυλάξωσιν.
Ἀλλ᾿ ἐγώ, ὅταν ὁ στρατηγός Κ. Σνεϊδέρος [Schneider, διαδεχθεὶς τὸν Στρατηγὸν Maison εἰς τὴν διοίκησιν τοῦ Γαλλικοῦ ἐκστρατευτικοῦ Σώματος] μοὶ ἐπρόσφερε τοῦτο, τῷ ἀπεκρίθην διὰ τοῦ γράμματος5 τοῦ ὁποίου τολμῶ νὰ σᾶς περικλείσω ἶσον. Καὶ δύναμαι, Μιλόρδε, τρανότατα νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι καὶ ἐταξείδευσα πάντοτε καὶ ζῶ καὶ σήμερον ἐν τῇ Ἑλλάδι ὡς καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ἀποβάσεώς μου, καὶ ὅτι καὶ σήμερον καὶ τότε καὶ πάντοτε τὴν κεφαλήν μου τίθημι ὑπὸ τὴν φρούρησιν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἰδίας μου[Ἑλληνικῆς] πολιτείας.”
Μετά τις ως άνω διευκρινήσεις (διπλωματικώς αναγκαίες ως αιτιολογική βάση του διαβήματος), ο Καποδίστριας προχωρεί χωρίς περιφράσεις (“μετὰ πάσης παῤῥησίας”) στην «ταμπακιέρα» του διαβήματος: Καταγγέλλει την Κυβέρνηση της Αγγλίας, όπως επίσης και της Γαλλίας, ότι αποπειρώνται να υπονομεύσουν την Ελληνική Κυβέρνηση διά εξωθεσμικής επικοινωνίας “ξένων πρακτόρων” με τους “ρᾳδιουργοῦντες κατὰ τῆς κυβερνήσεως”. Ακόμη χειρότερα, ο Καποδίστριας καταγγέλλει ότι οι εν Ελλάδι πληρεξούσιοι Πρόσεδροι της Αγγλίας και Γαλλίας, ομαδόν μετά των υπαλλήλων τους, έχουν εκπέσει σε κατώτατο επίπεδο διπλωματικής αηθείας, έχοντες μετατραπεί συλλογικώς σε… πρακτορείο διανομής αντιπολιτευομένου τύπου (άρθρα του οποίου καλούσαν τον λαό εις δολοφονία του Κυβερνήτου του), ως εξής:
Δὲν κρύπτω πρὸς τὴν ὑμετέραν ᾽Εξοχότητα ὅτι τὰ κατ᾿ ἐμὲ ἀπέβησαν δυσκολώτερα καὶ κινδυνωδέστερα, ὄχι ἐκ τῆς ἀχαριστίας ἢ τῆς στασιώδους διαθέσεως τῶν Ἑλλήνων, ἀλλ᾿ ἵνα εἴπω μετὰ πάσης παῤῥησίας, ἐκ τῆς βοηθείας ἣν εὑρίσκουσι παρὰ τῶν ξένων πρακτόρων οἱ ρᾳδιουργοῦντες κατὰ τῆς κυβερνήσεως!
Δέον νομίζουσιν οἱ κύριοι πράκτορες νὰ δέχωνται, νὰ περιποιῶνται καὶ νὰ εὐνοῶσι τοὺς ἀνθρώπους τούτους. Οὕτως ἆρα γε ἔχουσι νὰ διδάξωσι τὸ ἔθνος ὅτι ἡ κυβέρνησίς του ἀξιοῦται τῆς εὐδοκίας τῶν συμμάχων Δυνάμεων;
Η ἐφημερὶς τῆς Σμύρνης, καὶ ἡ Ἑλληνικὴ τῆς Ὕδρας, αἱ κηρύττουσαι τὴν ἀποστασίαν, ἔρχονται τακτικῶς εἰς τοὺς Προσέδρους, καὶ οἱ ὑπ’ αὐτοὺς τὰς μεταδίδουσιν εἰς τοὺς ῞Ελληνας τοὺς καὶ μηδόλως φροντίζοντας.”
Έτι περαιτέρω, στο ίδιο διάβημα και με περίτεχνη διπλωματική διατύπωση, ο Καποδίστρας υπεδήλωνε ότι η παρελκυστική τακτική της Αγγλίας κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των Προστατίδων Δυνάμεων (1830-1831) για την προς βορράν επέκταση της Ελληνικής Επικρατείας στην οροθετική γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, υποδαύλιζε “τὴνδιαφθορά, τόν ἐμφύλιο πόλεμο, τὴνἀνατροπὴ καὶ τὴν ἀναρχία” στην Ελλάδα, ήτοι αποτελούσε τον βασικό συντελεστή προπαγανδιστικής ενδυναμώσεως των στασιαστών το 1831, δρώντων τότε υπό την τριανδρία Κουντουριώτη-Μιαούλη-Μαυροκορδάτου, σε στασιαστική συνέργεια με τους Μαυρομιχαλαίους, υπό την αιγίδα πρωτευόντως της Αγγλίας και δευτερευόντως της Γαλλίας, ως το “παρ᾿ ὑμῖν ἐπαναστατικό κόμμα”. Ο Καποδίστριας μάλιστα υπαινίσσεται ότι η Ελληνική Κυβέρνηση είχε γνώση των “μυστικών” μεθοδεύσεων της Αγγλίας και των συναρτωμένων ψευδών διαδόσεων των στασιαστών, δεδομένου ότι δεν “δύναται νὰ ὑπάρξῃ μυστήριον ἐν Ἑλλάδι”. Σε εκείνο το πλαίσιο, ο Καποδίστριας έκανε έκκληση προς την Αγγλική Κυβέρνηση να συναινέσει άμεσα στην επίλυση των δύο βασικών εθνικών ζητημάτων της Ελλάδος, αντί να παρεμβαίνει εμφυλιακώς στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας—ήτοι η Αγγλία, από κοινού με τις άλλες Προστάτιδες Δυνάμεις, αφενός να εκλέξει βασιλέα των Ελλήνων και αφετέρου να προσδιορίσει τα βόρεια σύνορα της Ελλάδος στην ως άνω νέα οροθεσία, οπότε και θα ολοκληρούτο επί τέλους το “προπαρασκευαστικόν” εθνοαπελευθερωτικό και πολιτειακό έργο του Καποδίστρια.
“Δὲν θέλω νὰ συνεχίσω τὴν λυπηρὰν ταύτην διήγησιν, ἀλλ᾿ ἀνέφερα μόνον τὰ ἀνωτέρω, ἵνα σᾶς ἀποδείξω, Μιλόρδε, ὅτι κυβέρνησις οὕτω πολεμουμένη, καὶ ὅμως εἰσέτι πειθαρχουμένη παρὰ τοῦ ἔθνους, καὶ τὴν ἡσυχίαν αὐτοῦ καὶ εὐταξίαν δυναμένη φυλάττειν, ἀδύνατον νὰ ἦναι κυβέρνησις λαομίσητος.
Τόση εἶναι ὅμως ἡ τυφλὴ ἔπαρσις τῶν κορυφαίων τοῦ παρ᾿ ὑμῖν ἐπαναστατικοῦ κόμματος, ὥστε πρὸ ὀλίγου ἔβαλαν νὰ περιφέρωσι τὰ ἄρθρα τῶν γαλλικῶν ἐφημερίδων αἱ ὁποῖαι λαλοῦσι περὶ τῆς ὑποτιθεμένης συμμαχίας τῆς ῾Ρωσσίας μετὰ τῆς Πόρτας. Πρὸς τούτοις τὸ μέγα καὶ μυστηριῶδες τέχνημα τοῦ κόμματος (ἐὰν δύναται νὰ ὑπάρξῃ μυστήριον ἐν Ἑλλάδι) εἶναι τὸ νὰ πείθῃ τοὺς ἀπατωμένους ὅτι, εὐθὺς ἀφ᾿ οὗ τὸ ἔθνος ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ τὴν παροῦσαν κυβέρνησίν του καὶ συστήσῃ κυβέρνησιν συνταγματικήν, ἡ Γαλλία καὶ ἡ Ἀγγλία θέλουσι προμηθεύσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὅρια πλατύτατα, καὶ τὴν Κρήτην ὁμοῦ καὶ τὴν Σάμον. […]
Οὐδὲ πρὸς τὴν ψευδῆ εἴδησιν ἣν σᾶς ἔδωκαν περὶ τῆς κατασκοπείας [μυστικῆς ἀστυνομεύσεως] καὶ τυρρανίας τῆς κυβερνήσεως θέλω ἀποκριθή διὰ μακρῶν ἐπιχειρημάτων.
῍Αν τοιοῦτος ἦτον ὁ χαρακτὴρ καὶ τοιαῦτα τὰ ἐλατήρια τῆς κυβερνήσεως, πῶς ἤθελεν ἀφήσῃ εἰς ὕπαρξιν τὰς μηχανουργίας [μηχανοῤῥαφίας] τὰς πρὸ πολλοῦ κατ᾿ αὐτῆς ἑτοιμαζομένας; Μαθοῦσα ἐν καιρῷ διὰ τῶν κατασκόπων τὰ πράγματα, εἶχε καὶ φυλακὰς ἵνα τὰ περιστείλῃ.
Αἱ δὲ ἐπαρχίαι, ἐξ ἐναντίας, καὶ ἡ ὁλότης τοῦ ἔθνους τοῦτο μὲ ἐπιμέμφονται, ὅτι ἐξ ἀρχῆς δὲν ἐξέβαλα ἐκ τῆς Ἑλλάδος τοὺς Φαναριώτας καὶ τοὺς μαθητὰς τοῦ Αλῆ Πασᾶ, τοὺς διεξάγοντας τὰς κακούργους συσκευὰς ταύτας. Τοῦτο δὲ ἔπραξα, πρῶτον, κηλούμενος ὑπὸ τῆς ἐλπίδος ὅτι θέλουσι διορθωθῆ ἐκ τῆς νέας θέσεως εἰς ἣν παρ᾿ ἐμοῦ ἐτάττοντο, καὶ ὕστερον ἐνόμισα προτιμότερον νὰ τοὺς ἀφήσω νὰ κριθῶσι ἐκ τῶν ἔργων των, ὡς καὶ θέλουσι κριθῆ ἢ ταχύτερον ἢ βραδύτερον.
᾽Ελπίζω Μιλόρδε, ὅτι ὅταν λάβετε τὸ μακρὸν τοῦτο γράμμα, τὸ ἐν Λονδίνῳ συνέδριον θέλει ἔχει τελειωμένας τὰς περὶ Ἑλλάδος ἀποφάσεις [περί βασιλέως τῶν Ἑλλήνων καὶ διευρύνσεως τῆς Ἑλληνικῆς ᾽Επικρατείας πρὸς βορράν, εἰς τὴν ὁροθετικὴν γραμμὴν Ἀμβρακικοῦ-Παγασητικοῦ]. Ἀλλ᾿ ἂν ἀκόμη δὲν ἐτελείωσε, σπεύσατε, ἱκετεύω, τὸ ἔργον, μηδὲ ἀνέχεσθε νὰ τρέχῃ ὁ τόπος οὗτος τὸν καθημερινὸν κίνδυνον τῆς διαφθορᾶς, τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, τῆς ἀνατροπῆς καὶ τῆς ἀναρχίας· διότι πολὺ δεινότερα πάσης ἐννοίας ἐνδέχεται νὰ ἦναι τ᾿ ἀποτελέσματα.
Αἱ μεθόριοι ἐπαρχίαι τῆς ᾽Οθωμανικῆς αὐτοκρατορίας πλήρη ἐπανάστασιν ἄγουσι, καὶ ὁ Βεζίρης κάθηται ἐπ᾿ ἀμύνης. Τί θέλει γείνῃ, ἃν καὶ οἱ ῾Ρουμελιῶται ἐπιδοθῶσιν εἰς τὰς ἀρχαίας των ἕξεις καὶ εἰς τὰ μηχανήματα [μηχανοῤῥαφίας] τῶν θελόντων ἔχειν παρ᾿ αὐτοῖς τὴν ἀνέκαθεν ἐπιῤῥοὴν καὶ ἀξίωσιν; Kαὶ τὸ Αἰγαῖον πάλιν θέλει πληρωθῆ πειρατῶν, καὶ τότε αἱ Δυνάμεις βιασθήσονται μετελθεῖν πολιτεύματα ἀνοικειότερα πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ τὸν κύριον σκοπὸν τῆς συμμαχίας αὐτῶν.[…]
Πρὶν ἀναδεχθῶ τὴν προσωρινὴν κυβέρνησιν τῆς Ἑλλάδος, ἀπεσάφησα πρὸς τὰς συμμάχους Αὐλάς, καὶ πρὸς τοὺς πρέσβεις αὐτῶν συνελθόντας ἐν Πόρῳ, καὶ πρὸς τοὺς Προσέδρους ὕστερον ἐπανέλαβον, ὅτι ἄνακτα χρειάζεται ἡ Ἑλλάς ἵνα ὑπάρξῃ ἐπικράτεια ἐλευθέρα καὶ αὐτόνομος, καὶ ὅτι ἐγὼ μετὰ χαρᾶς ἀνελάμβανα τὴν προπαρασκευὴν τῆς τοιαύτης σωτηρίου ἀποκαταστάσεως.
Καὶ τὰ πράγματα καὶ ἡ ἰδία μου πεῖρα μ᾿ ἐβεβαίωσαν ἔτι ἰσχυρότερον εἰς τὴν τότε ῥηθεῖσαν γνώμην. Όθεν δὲν εἰργάσθην ἐν τῇ Ἑλλάδι οὔτε ὑπὲρ ἐμαυτοῦ οὔτε ὑπὲρ τῶν ἐμῶν, καὶ ἡ διοίκησις καὶ αἱ δοξασίαι μου εἶναι ὅλως ἀμέτοχοι προσωπικοῦ συμφέροντος, ἐκτὸς ἂν λογισθῇ προσωπικὸν συμφέρον κρείττονος γένους ἡ πλήρης μου αὐταπάρνησις.
Καθ᾿ ὅσον ἔχουσι τὰ πράγματα σήμερον ἐκτὸς καὶ ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος, τοῦτο καὶ μόνον δὲν παύω ζητῶν, ἵνα αἱ Δυνάμεις κόψωσιν ὅπως οἴδασι τὴν περὶ κυβερνήσεως τῆς Ἑλλάδος σπουδαιοτάτην κρίσιν [περί βασιλέως καὶ νέας ὁροθεσίας].
Καὶ πιστεύσατε, Μιλόρδε, ὅτι ὅλων τῶν ἀποφάσεων καταθυμιωτάτη [πλέον εὐχάριστη] ἔσται εἰς ἐμὲ ἡ ἀπαλλάξουσὰ με τάχιον ἐκ τοῦ ἐπικειμένου μοι βάρους [διακυβερνήσεως τῆς Ἑλλάδος μέχρις ελεύσεως του α΄βασιλέως των Ελλήνων].”
Δυστυχώς, το διάβημα Καποδίστρια κατά της Αγγλίας δεν πρόφθασε να επενεργήσει άμεσα, δηλαδή να παρωθήσει την Αγγλία και κατά συνακολουθία την Γαλλία να σταματήσουν να υποθάλπουν τους στασιαστές, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι επακολουθήσασες στασιαστικές τους ενέργειες: Μόλις πέντε ημέρες αφ’ ότου απεστάλη το από 9 Ιουλίου 1831 διάβημα του Καποδίστρια, ήτοι πριν φθάσει εγκαίρως στον παραλήπτη του, ξέσπασε το ξενοκίνητο κίνημα προς βιαία κατάληψη του εθνικού ναυστάθμου στον Πόρο στις 14 Ιουλίου 1831 από (200) ενόπλους Υδραίους υπό τον Μιαούλη, κατ’ εντολή των Κουντουριωτών και με πολιτική καθοδήγηση του Μαυροκορδάτου.
Εκείνο το ένοπλο κίνημα—που κατ’ ουσίαν ήταν πραξικόπημα, δεδομένου ότι εξ αρχής συμμετέσχον σε αυτό (Υδραίοι) αξιωματικοί και πληρώματα του εθνικού Πολεμικού Στόλου της Ελλάδος στο πλευρό των στασιαστών—κατέληξε μετά από 17 ημέρες στην εξωπραγματική6 (αυτο)καταστροφή του εθνικού Πολεμικού Στόλου της Ελλάδος από τους στασιαστές, ήτοι της δικρότου ΕΛΛΑΣ (64 κανονιών), ναυαρχίδος του Ελληνικού Στόλου, της τρικάρτατης κορβέττας ΥΔΡΑ (26 κανονιών) και της επίσης τρικάρτατης κορβέττας ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΣΠΕΤΣΩΝ (26 κανονιών), πρώην ΑΓΑΜΕΝΩΝ της Λ. Μπουμπουλίνας, ενώ παρ’ ολίγον οι στασιαστές να καταστρέψουν ακόμη και το θρυλικό ατμοκίνητο ΚΑΡΤΕΡΙΑ, που υπό τον πλοίαρχο Frank A. Hastings είχε προκαλέσει δια της Ναυμαχίας της Ιτέας την επακόλουθη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827. Ούτε καν το φρούριο Heideck στο Πόρο διέλαθε την καταστροφική μανία των στασιαστών, που δεν εδίστασαν να το ανατινάξουν.
Όπως είχε προσκιαγραφήσει ο Καποδίστριας στο διάβημά του, οι στασιαστές είχαν εν τοις πράγμασι την υποστήριξη των Άγγλων και Γάλλων, αφενός με την μορφή «αυστηράς ουδετερότητος» των ναυτικών τους δυνάμεων (Αγγλικών και Γαλλικών), η οποία προφανώς ευνούσε τους στασιαστές, και αφετέρου με την μορφή διαπραγματευτικής διαμεσολαβήσεως από τους ναυάρχους Lyons και Lalande (της Αγγλικής και Γαλλικής μοίρας αντίστοιχα) από 23 Ιουλίου 1831, δήθεν προς ειρηνική «συνδιαλλαγή» μεταξύ της Εθνικής Κυβερνήσεως και των στασιαστών, ωσάν η Εθνική Κυβέρνηση και οι πραξικοπηματίες να ήσαν (δήθεν) θεσμικώς, πολιτικώς, και νομικώς ισότιμοι.
Εντούτοις, μετά την από 1 Αυγούστου 1831 ανακατάληψη του ναυστάθμου του Πόρου από κυβερνητικές δυνάμεις και την αποτυχία και εκείνης της ξενοκίνητης ενόπλου ανταρσίας να ανατρέψει τον Κυβερνήτη, ο Ελληνικός λαός, με αισθήματα ευλόγου αποτροπιασμού ή και οργής6 κατά των καταστροφέων του Εθνικού Στόλου, συσπειρώθηκε ακόμη περισσότερο γύρω από τον Εθνάρχη του. Το δε διεθνές γόητρο του Καποδίστρια αυξήθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της αποφασιστικότητας που επέδειξε έναντι των στασιαστών, παρότι αυτοί ενεργούσαν με υποκίνηση και υποστήριξη από τις δυτικές Προστάτιδες Δυνάμεις.7
Όταν λοιπόν τα νέα για το (καταστροφικό αλλά αποτυχόν) πραξικόπημα του Πόρου έφθασαν σχεδόν ταυτόχρονα με το διάβημα Καποδίστρια στην Αγγλία, στα μέσα Αυγούστου 1831, η Αγγλία είχε πλέον απογυμνωθεί από κάθε πρόσχημα για περαιτέρω εφαρμογή της παρελκυστικής της τακτικής όσον αφορά στη νέα οροθεσία της Ελληνικής Επικρατείας. Κατά συνέπεια, μόλις ένα μήνα μετά, στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, η Αγγλική Κυβέρνηση, πιεζομένη αφόρητα πλέον από τον φιλοκαποδιστριακό φιλέλληνα πρέσβυ της Ρωσίας στο Λονδίνο KhristoforAndreyevichLieven, και μη έχουσα ουδέν πλέον πρόσχημα αναβλητικότητος, εξαναγκάσθηκε να συναινέσει επί τέλους, επί διακυβερνήσεως Καποδίστρια, στη διεύρυνση της Ελληνικής Επικρατείας στην οροθετική γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και προς τούτο να συνυπογράψει με τις άλλες δύο Προστάτιδες Δυνάμεις το 5ο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (14 Σεπτεμβρίου 1831)—κάτι που η Αγγλία μετά διπλωματικής εμμονής είχε πασχίσει ματαίως να αποφύγει επί 16 μήνες (μετά την αποποίηση του Ελληνικού Στέμματος από τον πρίγκιπα Leopold στις 17 Μαΐου 1830), με την μάταιη προσδοκία η απελευθέρωση της Ελλάδος να «πιστωθεί» μάλλον στον μελλοντικό «δυτικόφιλο» βασιλέα των Ελλήνων (δήθεν ἐλέῳ Ἀγγλίας) παρά στον «ρωσόφιλο» Κυβερνήτη τους.
Κατά συνέπεια, μετά την συλλογική αποτυχία των στασιαστών και των δυτικών πατρώνων τους να ανατρέψουν πολιτικώς ή και ενόπλως τον Καποδίστρια, ή έστω να αναβάλουν την τελική απελευθέρωση της Ελλάδος, και μάλιστα υπό την διπλωματική σκιά του διαβήματος Καποδίστρια και των επακολούθων συναφών υπομνημάτων και διαβημάτων του προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, και κυρίως αμέσως μετά την πλήρη επικράτηση (εφαρμογή) των εθναρχικών σχεδίων του Καποδίστρια όχι μόνον κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και κατά των επιβουλών των δυτικών Προστατίδων Δυνάμεων8 από 14 Σεπτεμβρίου 1831, δεν απέμενε σε όλους εκείνους παρά μόνον το έσχατο μέσον προς προώθηση των ιδιοτελών τους σκοπών: Η δολοφονία του Εθνάρχου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Άνευ προσχημάτων.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 ΠΗΓΗ ΔΙΑΒΗΜΑΤΟΣ: “ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ”, (έκδ. Πέτρος Δ. Στεφανίτσης, Αθήνα: 1841), τ. Δ΄, σσ. 224-231, εδώ:
2 Όλοι εκείνοι οι (δήθεν δημοκρατικοί, “φιλελεύθεροι” ή “συνταγματικοί”) συνεργοί της “στασιώδους ῥαδιουργίας” (1829-1831) και ηθικοί συναυτουργοί της δολοφονίας του Καποδίστρια (1831), συνωθούντο μετέπειτα να προσφέρουν ιδιοτελώς τις υπηρεσίες τους στη βασιλική εξουσία κατά την διάρκεια της (μη συνταγματικής) απολυταρχίας του Όθωνος (1833-1843). Κάποιοι δε από εκείνους τους (δήθεν δημοκρατικούς) μνηστήρες της εξουσίας υπηρέτησαν τον απόλυτο μονάρχη ως υπουργοί ή και πρωθυπουργοί του, όπως οι Σ. Τρικούπης, Α. Μαυροκορδάτος και Ι. Κωλέττης.
3 Όταν ο Καποδίστριας απέστειλε το διάβημά του στον Υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, στις 9 Ιουλίου 1831, ούτε το εμπόλεμον μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε αρθεί, ούτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αποδεχθεί και αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδος, ούτε τα τελικά Ελληνο-Τουρκικά σύνορα είχαν προσδιορισθεί (αναγνωρισθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις), ούτε οι (ένοπλοι) Τούρκοι είχαν αποχωρήσει από την Αττική και Βοιωτία μέχρι τότε.
4 Κατά την τριετία 1829-1831, οι “αντιπολιτειακώς” συνασπισθέντες και υπονομευτικώς “ρᾳδιουργοῦντες” κατά της εθνικής Κυβερνήσεως—φαναριώτες, προεστοί, όπως επίσης “ἡμίσοφοι καὶ λογιώτατοι, σπουδασταὶ τῆς Εὐρώπης”—θεωρούσαν, ή ήθελαν (ιδιοτελώς) να θεωρούν, ότι οι “στασιώδεις ῥαδιουργίες” τους συνιστούσαν μάλλον (νόμιμη) πολιτική αντιπαράθεση (“ἀντιπολιτείαν”), παρά (παράνομες) πράξεις εθνικής μειοδοσίας ή και προδοσίας, όπως τουλάχιστον υποδηλούται σε έγκριτα ιστοριογραφικά αφηγήματα (Σ. Τρικούπη, Κ. Παπαρρηγοπούλου κ.ο.κ.).
Εν τούτοις, από νομική άποψη, οι τρεις αντικαποδιστριακές ανταρσίες προ του διαβήματος Καποδίστρια κατά της Αγγλίας, και κυρίως η καταστροφή του Ελληνικού Στόλου στην 4η ανταρσία (14 Ιουλίου-1 Αυγούστου 1831) και η φονοκτόνος κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες με την υποστήριξη των Γάλλων στην 5η ανταρσία (23 Αυγούστου – 18 Σεπτεμβρίου 1831) μετά το διάβημα, και τελικά η επακόλουθη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831), δεν ήσαν εκφάνσεις μιας νομίμου πολιτικής αντιπαραθέσεως (έν καιρῷ εἰρήνης), αλλά συνιστούσαν πράξεις εσχάτης προδοσίας, ως ξενοκίνητες αντενέργειες τελεσθείσες ἐν καιρῷ πολέμου (επισημείωση 2 ως άνω)—ήτοι καθ’ όν χρόνο διεξήγετο ο πολεμικός και διπλωματικός αγώνας του Καποδίστρια κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων—σύμφωνα με την σύγχρονη Ελληνική Νομοθεσία (άρθρα 134-135 Π.Κ.) και το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρα 48-49), όπως επίσης και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των επαναστατικών Συνταγμάτων Επιδαύρου (άρθρα με΄, οα΄, π΄, πς΄), Άστρους (άρθρα μγ΄, οα΄) και Τροιζήνος (άρθρα 95, 125, 131).
Πράγματι, ο Καποδίστριας έγραφε στην από 13 Αυγούστου 1831 επιστολή του προς τον Έλληνα πρέσβυ στη Γαλλία Μιχαήλ Σούτσο επί λέξει τα εξής:
“ἡ γραμματεία τῆς δικαιοσύνης ἑτοιμάζει ἀναφορὰν περὶ εἰσαγωγῆς εἰς δίκην τῶν ἀρχηγῶν τῆς ἀνταρσίας, ἐπὶ ἄκρᾳ προδοσίᾳ ἐγκαλουμένων…”
5 Ιδέ την από 8 Ιουνίου 1831 επιστολή του Καποδίστρια προς τον Γάλλο Στρατηγό Schneider περί της προσφοράς του δευτέρου να διαθέσει 400-500 στρατιώτες του Γαλλικού εκστρατευτικού Σώματος ως προσωπική φρουρά του Κυβερνήτου [“ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ”, ό.π. (Επισ. 1), τ. Δ΄, σσ. 202-203].
6 Η (αυτο)καταστροφή του Πολεμικού Στόλου της Ελλάδος στον Πόρο το 1831 ήταν εξωπραγματική, διότι τότε, στις 1 Αυγούστου 1831, ο φαναριώτης Μαυροκορδάτος από κοινού με τους πλοιοκτήτες Κουντουριώτες εργαλειοποίησαν τον Ανδρέα Μιαούλη, ως θλιβερό υποχείριό τους, για να επιτελέσουν σε μία ημέρα αυτό που δεν είχε κατορθώσει επί μία δεκαετία ο “πολυάρμενος” πολεμικός στόλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας—εξοπλισμένος με φρεγάτες, δίκροτα και τρίκροτα—ήτοι την καταστροφή του εθνικού Πολεμικού Στόλου της Ελλάδος! Δεδομένου δηλαδή ότι ο τριηπειρωτικός Οθωμανικός στόλος δεν είχε κατορθώσει να καταβυθίσει ούτε ένα από τα μεγάλα (δικάταρτα ή τρικάταρτα) πλοία των Ελλήνων θαλασσομάχων καθ’ όλη την διάρκεια του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, ο Ανδρέας Μιαούλης, μέχρι τότε αήττητος Ναύαρχος της Ελλάδος, εξέπεσε οριστικώς έκτοτε (από το 1831) στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων ως “αἰώνια καταδικασμένος”, όπως έγραψε τότε ο Καποδίστριας εν πλήρει θλίψει για την αντεθνική κατάντια ενός θρυλικού ήρωα της Ελληνικής Εθνεγερσίας, ήτοι για εκείνη την αδιανόητη εθνική Ὕβρι το 1831, την οποία μόνο ένας από τους Μεγάλους Τραγικούς της Κλασικής Ελλάδος θα μπορούσε ίσως να αποτυπώσει.
7 Περί της Αγγλο-Γαλλικής συνομωσίας κατά της Ελλάδος το 1831, ο Καποδίστριας έγραφε στην από 24 Αυγούστου 1831 επιστολή του προς τον Έλληνα πρέσβυ στη Γαλλία Μιχαήλ Σούτσο, μεταξύ άλλων τα εξής:
“῾Η προσωρινὴ κυβέρνησις ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον πρὸς τοὺς ῾Υδραίους καὶ τοὺς ὀλίγους αὐτῶν ὁδηγούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μεγάλους πάτρωνας [Ἀγγλία, Γαλλία] καὶ ἤδη φανεροὺς προστάτας αὐτῶν.”
Ίσως επομένως η ως άνω παραπομπή των εντοπίων συνεργών της ξενοκίνητης αντικαποδιστριακής και αντεθνικής συνομωσίας ενώπιον της Δικαιοσύνης, “ἐπὶ ἄκρᾳ προδοσίᾳ ἐγκαλουμένων” (Επισ. 4), να μην ήτο τελικά δυνατόν να διεξαχθεί χωρίς να διαταραχθούν ανεπανόρθωτα οι διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος με την Αγγλία και Γαλλία. Διά τούτο ίσως η Ελληνική Δικαιοσύνη ουδέποτε ενησχολήθη με εκείνα τα κακουργήματα (καταστροφή του εθνικού Στόλου κ.τ.λ.) τότε και έκτοτε.
8 Η υποκίνηση και υποστήριξη των στασιαστών από την Αγγλία και Γαλλία, τόσον κατά την πραξικοπηματική κατάληψη του εθνικού ναυστάθμου στον Πόρο, όσο και κατά την καταστροφή του εθνικού Πολεμικού Στόλου, όπως επίσης και μετά από εκείνη την καταστροφή—π.χ. κατά την επακόλουθη κατάληψη και λεηλασία της Καλαμάτας από τους στασιαστές στις 2 Σεπτεμβρίου 1831 με υποστήριξη (παθητική και ενεργητική) Γαλλικών στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων—δεν είναι δυσεξήγητη: Ουδέποτε οι δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις διετίθεντο, τότε και έκτοτε, επί 200 χρόνια μέχρι σήμερα, να επιτρέψουν στην Ελλάδα να εξελιχθεί σε θαλασσοκράτειρα (εν δυνάμει ανταγωνιστική τους) στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το παρόν άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένο απόσπασμα (σσ. 93-102) του βιβλίου με τίτλο “Καποδίστριας ο Μέγας”, που είναι δωρεάν αναγνώσιμο και προσβάσιμο (freely readable and downloadable), ως προεπισκόπηση, εδώ: https://www.academia.edu/43012120/Καποδίστριας_ο_Μέγας