Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος συνεχίζουν να έχουν υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν την οποία ενέκρινε σήμερα το Ecofin
Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος συνεχίζουν να έχουν υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν την οποία ενέκρινε σήμερα το Ecofin.
To συμβούλιο συμφώνησε, επίσης, ότι η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία και η Σουηδία συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ανισορροπίες.
Αρκετές χώρες θα αντιμετωπίσουν υψηλούς κινδύνους για το χρέος
Οσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, το Ecofin αναφέρει σε έκθεση συμπερασμάτων του ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους, τα οποία αυξήθηκαν περαιτέρω συνεπεία λόγω της κρίσης του κορονοϊού και οι πολύ αρνητικές καθαρές διεθνείς επενδυτικές θέσεις σε ορισμένα κράτη μέλη αποτελούν σημαντική πηγή βραχυπρόθεσμης ευπάθειας.
Σημειώνει ότι «μεσοπρόθεσμα, και εφόσον οι πολιτικές παραμείνουν αμετάβλητες, αρκετά κράτη μέλη θα αντιμετωπίσουν, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Επιτροπής, υψηλούς κινδύνους, κυρίως λόγω των υψηλών επιπέδων δημόσιου χρέους και της ανοδικής πορείας του χρέους, κάτι που αντικατοπτρίζει την ασθενή αρχική δημοσιονομική θέση τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις προβλεπόμενες αυξήσεις των συνδεόμενων με τη δημογραφική γήρανση δημόσιων δαπανών τους, καθώς και την ευαισθησία τους σε δυσμενείς κλυδωνισμούς, συμπεριλαμβανομένης μιας λιγότερο ευνοϊκής διαφοράς επιτοκίου-ανάπτυξης»
«Τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους μπορεί να δυσχεράνουν την οικονομική ανάπτυξη, να μειώσουν την ικανότητα των κρατών μελών να παρέχουν αντικυκλική σταθεροποίηση σε περιπτώσεις περαιτέρω οικονομικής ύφεσης, και ενδέχεται να συνεπάγονται αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις ιδιαίτερα στο εσωτερικό της ευρωζώνης», αναφέρεται στα συμπεράσματα του Ecofin.
Καμπανάκι για το συνταξιοδοτικό
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών με τη μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων και την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης. Το Ecofin επισημαίνει ότι «ο κατάλληλος συνδυασμός πολιτικών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων δημοσιονομικής διατηρησιμότητας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση της ανάπτυξης, την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών —μεταξύ άλλων μέσω της μεταρρύθμισης των συστημάτων συνταξιοδότησης, υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας φροντίδας—, καθώς και στη διασφάλιση της μακροοικονομικής σταθερότητας».
Και συνεχίζει ότι επαναβεβαιώνει «την ανάγκη να συνεχίσουν να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα πολιτικής σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε χώρα, παράλληλα δε να αποφευχθεί η εφαρμογή μέτρων που αντιστρέφουν ήδη αναληφθείσες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της διατηρησιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται η λήψη περαιτέρω μέτρων για την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης, μεταξύ άλλων με την προώθηση της μεγαλύτερης σε διάρκεια και υψηλότερης συμμετοχής στην αγορά εργασίας και με την αποφυγή της πρόωρης εξόδου από αυτήν, λαμβανομένης παράλληλα υπόψη της εξέλιξης του προσδόκιμου ζωής κατά τον σχεδιασμό των συνταξιοδοτικών συστημάτων».
Τέλος, «ζητεί από τα κράτη μέλη, ιδίως εκείνα που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο στον τομέα της διατηρησιμότητας μεσοπρόθεσμα, για την περίοδο μετά το 2023 να ασκήσουν δημοσιονομική πολιτική που να στοχεύει στην επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και στη διασφάλιση αξιόπιστης και σταδιακής μείωσης του χρέους και δημοσιονομικής διατηρησιμότητας μεσοπρόθεσμα μέσω σταδιακής εξυγίανσης, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις».