ΑΠΟΦΑΣΗ
Alleleh κ.α. κατά Νορβηγίας της 23.06.2022 ( αριθ. προσφ. 569/2020)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απέλαση. Έλεγχος μετανάστευσης. Αναλογικότητα διατάξεων. Περιθώριο εκτίμησης της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφεύγουσα υπήκοος Τζιμπουτί ζούσε από το 2001 στην Νορβηγία όπου και παντρεύτηκε Νορβηγό υπήκοο και απέκτησαν 4 παιδιά. Η παραμονή της στην χώρα βασιζόταν στην επανειλημμένη παροχή εσφαλμένων πληροφοριών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου δεν είχε ποτέ νόμιμη άδεια διαμονής. Από τις αρμόδιες αρχές εκδόθηκε απόφαση απέλασης και απαγόρευσης εισόδου στην χώρα για δύο έτη. Η προσφυγή της για ακύρωση της απόφασης απέλασης απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε περιπτώσεις όπου διατάσσεται η απέλαση μέλους της οικογένειας, οι περιστάσεις που σχετίζονται με την ανάλυση της αναλογικότητας περιλαμβάνουν γενικά το βαθμό στον οποίο η οικογενειακή ζωή θα διαρρηχτεί ουσιαστικά, και εάν υπάρχουν λόγοι δημόσιας τάξης που βαρύνουν τον αποκλεισμό . Όταν εμπλέκονται παιδιά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον τους.
Στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η κύρωση που επιβλήθηκε στην πρώτη προσφεύγουσα επηρέασε εξίσου, αν όχι περισσότερο τα παιδιά της, ωστόσο τόνισε ότι η απαγόρευση επανεισόδου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είχε περιοριστεί σε δύο χρόνια και η αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ έχει κρίνει παραβίαση της οικογενειακής ζωής όταν η κύρωση είναι για πέντε χρόνια.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές αντιμετώπισαν μια εξισορρόπηση συμφερόντων που έπρεπε να γίνει σε μια κατάσταση όπου ιδιαίτερα σημαντικά συμφέροντα στον έλεγχο της μετανάστευσης υποστήριζαν την απέλαση της πρώτης προσφεύγουσας, παρά του ότι ταυτόχρονα μια απέλαση θα δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες στα μέλη της οικογένειας της. Επίσης έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές, προσπάθησαν να μεριμνήσουν για τα συμφέροντα των παιδιών . Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι οι αρχές του εναγόμενου κράτους υπερέβησαν τα περιθώρια εκτίμησης όταν, αφού εξέτασαν προσεκτικά τα γεγονότα και εξισορρόπησαν επαρκώς τα επίμαχα συμφέροντα. Κατά συνέπεια δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, η Neima Aden Alleleh, υπήκοος Τζιμπουτί, ο Rolf Erik Kristensen, Νορβηγός υπήκοος, και τα τέσσερα παιδιά τους που είναι Νορβηγοί υπήκοοι γεννήθηκαν το 1983, το 1967, το 2005, το 2009 και το 2013 αντίστοιχα. Ζουν στο Όσλο.
Η υπόθεση αφορούσε την απέλαση της μητέρας που, κατά την άφιξή της στη Νορβηγία το 2001, είχε παράσχει ψευδείς πληροφορίες στις αρχές μετανάστευσης σχετικά με τη χώρα καταγωγής της και είχε ζητήσει άσυλο για ψευδείς λόγους, και τις υποτιθέμενες συνέπειες της απέλασης στην οικογενειακή τους ζωή .
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Όσον αφορά την αναλογικότητα της απόφασης απέλασης της πρώτης προσφεύγουσας το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε περιπτώσεις όπου διατάσσεται η απέλαση μέλους της οικογένειας, οι περιστάσεις που σχετίζονται με την ανάλυση της αναλογικότητας σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνουν γενικά το βαθμό στον οποίο η οικογενειακή ζωή θα διαρρηχτεί ουσιαστικά, την έκταση των δεσμών στο Συμβαλλόμενο Κράτος, αν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια στον τρόπο της οικογένειας που ζει στη χώρα καταγωγής του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού και εάν υπάρχουν παράγοντες ελέγχου της μετανάστευσης (όπως ιστορικό παραβιάσεων του μεταναστευτικού νόμου) ή λόγοι δημόσιας τάξης που βαρύνουν τον αποκλεισμό. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι θα λάβει υπόψη τη διάρκεια της απόφασης αποκλεισμού, ιδίως εάν μια τέτοια απαγόρευση είναι περιορισμένης ή απεριόριστης διάρκειας. Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όταν «η οικογενειακή ζωή δημιουργήθηκε σε μια στιγμή που τα εμπλεκόμενα άτομα γνώριζαν ότι το καθεστώς μετανάστευσης ενός από αυτά ήταν τέτοιο που η διατήρηση της οικογενειακής ζωής στο κράτος υποδοχής θα ήταν εξαρχής επισφαλής» η παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης θα είναι πιθανή μόνο σε «εξαιρετικές περιστάσεις».
Όταν εμπλέκονται παιδιά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον τους. Σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου, προς υποστήριξη της ιδέας ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, το συμφέρον τους είναι υψίστης σημασίας.
Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει, όταν αξιολογούν εάν η απέλαση μέλους της οικογένειας είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της ΕΣΔΑ, να αναφέρουν συγκεκριμένους λόγους υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης, ιδίως για να μπορέσει το Δικαστήριο να ασκήσει την ευρωπαϊκή εποπτεία που του έχει ανατεθεί. Όταν η αιτιολογία των εγχώριων αποφάσεων είναι ανεπαρκής, χωρίς πραγματική στάθμιση των επίμαχων συμφερόντων, αυτό θα ήταν αντίθετο με τις απαιτήσεις του άρθρου 8.
(α) Εφαρμογή των αρχών αυτών στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο σημείωσε αρχικά ότι η απόφαση για την απέλαση της πρώτης προσφεύγουσας και την έκδοση διετούς απαγόρευσης επανεισόδου ελήφθη αρχικά από τη Διεύθυνση Μετανάστευσης και στη συνέχεια εξετάστηκε κατόπιν προσφυγής από το Συμβούλιο Προσφυγών Μετανάστευσης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διορίστηκε ψυχολόγος για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών, εξετάστηκαν πολλοί μάρτυρες και προσκομίστηκαν πολλά αποδεικτικά στοιχεία. Δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι η υπόθεση απέλασης της πρώτης προσφεύγουσας δεν αντιμετωπίστηκε διεξοδικά και γρήγορα, επιτρέποντας στους προσφεύγοντες να λάβουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται άμεσα με την κατάσταση των τεσσάρων παιδιών.
Όσον αφορά την νομική αιτιολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν ήταν «νόμιμη μετανάστρια» στη Νορβηγία, στο βαθμό που η παραμονή της εκεί βασιζόταν στην επανειλημμένη παροχή εσφαλμένων πληροφοριών για μεγάλο χρονικό διάστημα και επομένως δεν είχε ποτέ νόμιμη άδεια διαμονής.
Ως μια πρόσθετη αρχική διαπίστωση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το συμπέρασμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν ανυπέρβλητα εμπόδια για να μετακομίσει η οικογένεια στο σύνολό της στο Τζιμπουτί – η οποία σχετίζεται με μια πτυχή που σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου έχει μεγάλη σημασία για την αξιολόγηση της αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 – δεν έθιξε το επιχείρημα των προσφευγόντων ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με τον κίνδυνο ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων. Με βάση τα υλικά που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο, αυτό φαίνεται να συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο οι προσφεύγοντες είχαν δομήσει τα υπομνήματα τους ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αν και το ΕΔΔΑ δεν διαφώνησε με το Ανώτατο Δικαστήριο ως προς αυτό το σημείο εκκίνησης, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης την πολύ ιδιαίτερη πτυχή της παρούσας υπόθεσης ότι η κύρωση που επιβλήθηκε στην πρώτη προσφεύγουσα επηρέασε εξίσου, αν όχι περισσότερο, τα μέλη της οικογένειάς της, κυρίως όμως τα παιδιά της, όλα Νορβηγοί υπήκοοι που είχαν γεννηθεί και ζήσει όλη τους τη ζωή στη Νορβηγία. Ακόμα κι αν τα άλλα μέλη της οικογένειας ακολουθούσαν την πρώτη προσφεύγουσα στο Τζιμπουτί κατά την περίοδο που θα ίσχυε η απαγόρευση επανεισόδου για να διατηρηθεί η «οικογενειακή ζωή», θα έπρεπε να βιώσουν μια σημαντική ανεπιθύμητη αλλαγή στην «ιδιωτική ζωή» τους όταν θα μετακόμιζαν σε μια χώρα με την οποία δεν είχαν καμία σχέση, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής γλώσσας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση της ίδιας της πρώτης προσφεύγουσας, η οποία προερχόταν από το Τζιμπουτί, μιλούσε τη γλώσσα, είχε οικογένεια εκεί και μάλιστα είχε επισκεφθεί τη χώρα της μετά την άφιξή της στη Νορβηγία. Η απέλαση που επιβλήθηκε στην πρώτη προσφεύγουσα ως κύρωση για τη συμπεριφορά της θα μπορούσε έτσι, κάπως παράδοξα, να επιβαρύνει εξίσου βαριά αν όχι βαρύτερα και τα άλλα μέλη της οικογένειας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε σε αυτό το πλαίσιο – όπως και το Ανώτατο Δικαστήριο – ότι το νορβηγικό κοινοβούλιο ζήτησε από την κυβέρνηση να εξετάσει μια τροποποίηση του νόμου περί μετανάστευσης για να «επιτρέψει στη διοίκηση μετανάστευσης να αντικαταστήσει την χρήση της απέλασης και της απαγόρευσης εισόδου με ευρύτερο σύνολο κυρώσεων όπου αυτό δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις όπως το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού».
Επιπλέον, το Δικαστήριο κατανόησε τον ρόλο του Ανώτατου Δικαστηρίου να περιορίζεται στη διόρθωση της λανθασμένης ερμηνείας του νόμου από τα κατώτερα δικαστήρια. Ωστόσο, ακόμη και η εξέταση του κατά πόσον υπήρχαν «εξαιρετικές περιστάσεις» απαιτούσε επίσης μια συγκεκριμένη και ευρεία εξέταση της όλης υπόθεσης και πώς θα επηρεαζόταν ολόκληρη η οικογένεια από την απέλαση ενός μέλους της. Θα μπορούσε μάλιστα να είναι ιδιαίτερα σημαντικό το Ανώτατο Δικαστήριο να αποδείξει αυτή τη συγκεκριμένη αξιολόγηση σε μια κατάσταση όπου το κατώτερο δικαστήριο είχε δώσει, ανεξάρτητα από την ερμηνεία του νόμου, μια λεπτομερή εξήγηση γιατί, με βάση στοιχεία που του είχαν προσκομιστεί απευθείας κατά τη διάρκεια της εξέτασης της υπόθεσης, θεώρησε ότι η απέλαση έρχεται σε αντίθεση με το συμφέρον των παιδιών, γεγονός που κατά την εκτίμησή του κατέστησε την απέλαση δυσανάλογη απέναντί τους.
Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε διάφορες πτυχές που μετριάζουν τις επιπτώσεις της απέλασης στα παιδιά. Πρώτα απ’όλα, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι η απαγόρευση επανεισόδου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είχε περιοριστεί αρχικά σε δύο χρόνια. Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου είναι σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση της αναλογικότητας και το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη σε ανάλογες υποθέσεις η απαγόρευση εισόδου που επιβλήθηκε σε γονείς ήταν πέντε ετών όπως οι Antwi and Others και Darren Omoregie κλπ.
Τέλος, το Δικαστήριο τόνισε όχι μόνο τη σημασία του γεγονότος ότι η απαγόρευση επανεισόδου είχε περιοριστεί σε δύο χρόνια, αλλά ότι βασίζεται στο ότι θα της επιτραπεί να συνεχίσει την οικογενειακή της ζωή στη Νορβηγία όταν περάσουν τα δύο χρόνια.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η παρούσα υπόθεση δεν αποκάλυψε εξαιρετικές περιστάσεις που να απαιτούν από το εναγόμενο κράτος να αποσύρει την διαταγή απέλασης ώστε να μπορέσουν οι προσφεύγοντες να διατηρήσουν και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν την οικογενειακή ζωή στη Νορβηγία. Επιπλέον, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι εγχώριες αρχές αντιμετώπισαν μια εξισορρόπηση συμφερόντων που έπρεπε να γίνει σε μια κατάσταση όπου ιδιαίτερα σημαντικά συμφέροντα στον έλεγχο της μετανάστευσης υποστήριζαν την απέλαση της πρώτης προσφεύγουσας, παρά του ότι ταυτόχρονα μια απέλαση θα δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες στους άλλους προσφεύγοντες. Το Δικαστήριο δέχτηκε επίσης ότι οι εγχώριες αρχές, συμπεριλαμβανομένου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσπάθησαν να μεριμνήσουν για τα συμφέροντα των παιδιών στο μέτρο που μπορούσαν να συμβιβαστούν με τους λόγους δημοσίου συμφέροντος για την επιβολή κυρώσεων για τη συμπεριφορά της πρώτης προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, όσον αφορά το τελικό συμπέρασμα ότι η απέλαση δεν ήταν δυσανάλογη επειδή δεν υπερέβαινε τα πρότυπα που αναφέρει το Δικαστήριο στη σχετική με την υπόθεση νομολογία του, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι οι αρχές του εναγόμενου κράτους υπερέβησαν τα περιθώρια εκτίμησής τους όταν, αφού εξέτασαν προσεκτικά τα γεγονότα και εξισορρόπησαν επαρκώς τα επίμαχα συμφέροντα, αποφάσισαν να αποβάλουν την πρώτη προσφεύγουσα και να της απαγορεύσουν την επανείσοδο για δύο χρόνια. Ούτε υπήρχαν άλλοι λόγοι για να υποκαταστήσει το Δικαστήριο τη δική του εκτίμηση με εκείνη των αρμόδιων εθνικών αρχών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την προσεκτική εξέταση των εθνικών δικαστηρίων.
Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (επιμέλεια echrcaselaw.com).