Ελλιπής έρευνα για τις συνθήκες της επιχείρησης από τους αξιωματικούς, που πυροβόλησαν θανάσιμα τους υπόπτους.
Δύο άτομα θεωρήθηκαν ύποπτα για τη διενέργεια επιθέσεων εναντίον αστυνομικών. Για το λόγο αυτό οργανώθηκε ειδική επιχείρηση από τις κρατικές και αστυνομικές αρχές. Ωστόσο, όπως κατήγγειλε ο πατέρας ενός εκ των δύο υπήρξε υπέρμετρη αστυνομική βία καθώς στήθηκε προμελετημένη ενέδρα από αστυνομικούς εναντίον τους, οι οποίοι τους πυροβόλησαν θανάσιμα.
Όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μετά την προσφυγή του πατέρα η έρευνα που διενεργήθηκε από τις ρωσικές αρχές ήταν ελλιπής και οι υπαίτιοι αστυνομικοί ουδέποτε ταυτοποιήθηκαν, ενώ η έρευνα αρχειοθετήθηκε. Για το λόγο αυτό επιδίκασε αποζημίωση 73.000 ευρώ (10.000 ευρώ για αποζημίωση, 60.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 3.000 ευρώ έξοδα και δαπάνες.
Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα (ο οποίος παρείχε αναλυτικές καταθέσεις επτά μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων αυτόπτων μαρτύρων του θανατηφόρου πυροβολισμού, καθώς και φωτογραφίες από τη σκηνή), όταν ο γιος του G.Μ. και ο Κ.Α, άοπλοι, πλησίαζαν το αυτοκίνητο του Κ.Α. το οποίο ήταν σταθμευμένο στην οδό … εκείνη την ημέρα, άγνωστοι αστυνομικοί έκλεισαν τον δρόμο.
Τόσο ο G.Μ. (ο οποίος βρίσκονταν στο δρόμο) και ο Κ.Α. (ο οποίος μπήκε στο αυτοκίνητο) δέχθηκαν έντονα πυρά από τρεις μασκοφόρους με πολιτικά ρούχα – όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια ήταν αστυνομικοί – που τους περίμεναν και τους είχαν στήσει ενέδρα. Χωρίς να δώσουν καμία προειδοποίηση, οι άνδρες πυροβόλησαν τρεις φορές από αδιευκρίνιστα πυροβόλα όπλα.
Μάρτυρες άκουσαν αυτόματα πυρά. Οι πυροβολισμοί προήλθαν από άνδρες που στέκονταν κοντά στο όχημα. Οι G.Μ. και Κ.Α. απεβίωσαν επί τόπου. Αρκετές σφαίρες έπληξαν το αυτοκίνητο (όπως επιβεβαιώθηκε περαιτέρω από τους ειδικούς βαλλιστικών). Το σώμα του G.Μ. ήταν πεσμένο στο έδαφος, καθώς δεν είχε μπει στο αυτοκίνητο. Αμέσως μετά τον πυροβολισμό, οι μασκοφόροι μετακίνησαν το σώμα του G.Μ. και αναζήτησαν πυροβόλα όπλα αλλά δεν βρήκαν πάνω του. Οι αστυνομικοί φέρεται να τοποθέτησαν πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά στο σημείο, για να μιμηθούν μια φερόμενη ανταλλαγή πυροβολισμών.
Αστυνομική βία: Οι ανακριτικές διαδικασίες
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι ανακριτές εξέτασαν αρκετούς μάρτυρες που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή, άκουσαν τους πυροβολισμούς αλλά δεν είχαν δει τα γεγονότα να εκτυλίσσονται καθώς και οι συγγενείς των G.Μ. και Κ.Α., μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων.
Δεν φαίνεται ότι οι αρχές εξέτασαν άλλους μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των αξιωματικών που διεξήγαγαν την επιχείρηση, ούτε διαπίστωσαν την ταυτότητα αυτών των αξιωματικών. Ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στον φάκελο της ποινικής δικογραφίας.
Πολλές φορές η διαδικασία κατά των G.Μ. και Κ.Α. διεκόπη λόγω του θανάτου τους και συνεχίστηκε από ανώτερη ανακριτική αρχή, καθώς η έρευνα ήταν ελλιπής. Στις 23 Μαρτίου 2011 η διαδικασία κατά των G.Μ. και Κ.Α. διακόπηκε για τους ίδιους λόγους.
Ο προσφεύγων πατέρας του ενός θύματος και ο δικηγόρος του ζήτησαν επανειλημμένα από τις ανακριτικές αρχές να ασκήσουν δίωξη για τη δολοφονία των G.M. και Κ.Α. και να χορηγήσουν στον προσφεύγοντα και σε άλλους συγγενείς τους το καθεστώς θύματος, να παρέχουν πληροφορίες και αρχεία ανακριτικών ενεργειών και να ανακρίνουν αυτόπτες μάρτυρες και τους αξιωματικούς που πραγματοποιούν την επιχείρηση. Τα αιτήματα απορρίφθηκαν ή έμειναν αναπάντητα.
Η κρίση του ΕΔΔΑ
Όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση, η ικανότητα του Δικαστηρίου να αξιολογήσει την επιχείρηση παρεμποδίστηκε σοβαρά από την έλλειψη ουσιαστικής έρευνας για τη συμπεριφορά των κρατικών υπαλλήλων. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν διέθετε επαρκή στοιχεία που θα του επέτρεπαν να επιβεβαιώσει «πέρα από εύλογη αμφιβολία» την εξιστόρηση των γεγονότων του προσφεύγοντος. Ταυτόχρονα, ο απολογισμός της κυβέρνησης δεν ήταν πλήρως συνεπής με τα διαθέσιμα στοιχεία και, όσον αφορά την εξέλιξη των σχετικών γεγονότων, περιείχε πολυάριθμες παραλείψεις και ασάφειες.
«Δεν αμφισβητείται ότι η επιχείρηση δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά είχε προγραμματιστεί εκ των προτέρων με τουλάχιστον κάποια προηγούμενη γνώση σχετικά με το προφίλ και τις δραστηριότητες του G.M. Ως εκ τούτου, οι αξιωματικοί θα έπρεπε να είχαν την υποχρέωση να καταστρώσουν διαφορετικά σενάρια επιχείρησης σύλληψης και να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο χρήσης θανατηφόρου βίας. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με το στάδιο σχεδιασμού της επιχείρησης που να υποδηλώνει ότι είχαν γίνει οι κατάλληλες προετοιμασίες σχετικά με αυτό. Ο αριθμός και ο χαρακτήρας των τραυμάτων στο σώμα του G.M., καθώς και τα πολλαπλά ίχνη σφαίρας στο αυτοκίνητο κατά την άποψη του Δικαστηρίου, εγείρουν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον οι αστυνομικοί είχαν σκοπό να συλλάβουν τους δύο άνδρες, και δεν είχαν πυροβολήσει με σκοπό να σκοτώσουν» καταλήγει.