Περίληψη. Αυτοκινητικό ατύχημα – Παραβάσεις ΚΟΚ – Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης – Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου – Διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα – Εφαρμοστέο δίκαιο – Αποζημίωση – Νόμισμα – Διαφυγόν κέρδος – Βλάβη σώματος ή υγείας – Αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης -.
Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ. Σύγκρουση δίκυκλου μοτοποδηλάτου με ανασφάλιστη μοτοσυκλέτα, οφειλομένη, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, σε συντρέχουσα υπαιτιότητα των εμπλακέντων. Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης. Λόγος αναίρεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, θεμελιώνεται στην περίπτωση κατά την οποία εσφαλμένα εφαρμόζεται διάταξη νεότερου νόμου αντί εκείνου ο οποίος πράγματι ίσχυε κατά το χρόνο του βιοτικού συμβάντος, με την προϋπόθεση όμως ότι, το σφάλμα της μείζονος προτάσεως έχει επίπτωση και στο διατακτικό της απόφασης. Ο τραυματισθείς από υπαιτιότητα τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες των γονέων του για την αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται ν’ απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσλάμβανε, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν καταβάλει κανένα τέτοιο ποσό στους γονείς του, οι οποίοι με προσωπική τους θυσία, σε βάρος των λοιπών απασχολήσεών τους, περιποιούνται το τραυματισμένο τέκνο τους. Πρόσθετη αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμορφώσεως επιδικάζεται, αν η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως μόνιμες, κυρίως, καταστάσεις επηρεάζουν δυσμενώς την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη του παθόντος. Νόμιμο το αίτημα περί καταβολής ποσού για απώλεια εισοδημάτων στο διάστημα κατά το οποίο λόγω νοσηλείας της, κατέστη αδύνατο να συνεχίσει η παθούσα την εργασία της. Η σχέση που δημιουργείται με την διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και άρα, ως χρήμα, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημιώσεως, νοείται το εθνικό νόμισμα, με αυτό δε πρέπει, όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή η αποθετική ζημιά εκείνου που αδικήθηκε. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμο το αίτημα της αγωγής, όταν ζητείται καταψήφιση του εναγομένου σε δραχμές μεν, αλλά με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο εξοφλήσεως ή κατά το χρόνο συντάξεως ή καταθέσεως ή επιδόσεως της αγωγής. Ορθά απορρίφθηκε αίτημα περί καταβολής εφάπαξ, λόγω της ιδιομορφίας της περιπτώσεως της παθούσας και των αυξημένων αναγκών διατροφής και της ανικανότητάς της προς εργασία, του ισάξιου σε δραχμές ποσού DΜ, κατά το χρόνο της πληρωμής, το οποίο θα απολέσει μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων σε διάστημα 5ετίας.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1379/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης: Ρ.S. κατοίκου Γερμανίας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γραφανάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος: Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μανουσάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Ιουλίου 2000 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας-αναιρεσίβλητης και την από 20 Ιουλίου 2000 αγωγή του φορέα κοινωνικής ασφάλισης «Β.», που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3068/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4741/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα- αναιρεσίβλητη με την από 17-7-2003 αίτησή της και το αναιρεσίβλητο-αναιρεσείον με την από 26 Ιανουαρίου 2004 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κυριτσάκης, ανάγνωσε τις από 6 Οκτωβρίου 2004 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσεσιβλήτου – αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της από 26-1-2004 αίτησης και την απόρριψη της από 17-7-2003 (αντίθετης) αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η από 17.7.2003 αίτηση της Ρ.S. κατά του αναιρεσίβλητου ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ και η από 26.1.2004 αίτηση του τελευταίου κατά της αναιρεσίβλητης Ρ.S. στρεφόμενες κατά την αυτής (υπ’ αρίθ. 4741/2003) αποφάσεως του εφετείου Αθηνών, της οποίας ζητείται η αναίρεση για τους αναφερόμενους σε κάθε μια από τις αιτήσεις λόγους, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (αρθρ. 246 ΚΠολΔ).
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση περί του ότι τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι η πράξη ή παράλειψη εκείνη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αντίθετα, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (αρθρ. 561 παρ 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 569 αριθ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ‘Ελλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας , κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς η αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 26/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, το εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 21/7/1998 και περί ώρα 18:30, στο 3° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Μεγαλοχωρίου – Εμπορείου, στη Θήρα – Κυκλάδων, συγκρούσθηκαν το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΥΕΑ- δίκυκλο μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος (ως προς τον οποίο παραιτήθηκε του δικογράφου της η πρώτη ενάγουσα). Η σύγκρουση αυτή, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, κρίνεται ότι οφειλόταν σε συντρέχουσα υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο συμβάν οδηγών, ενώ κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος Εισηγητού, οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα ως άνω πρώτης οδηγού. Συγκεκριμένα, η συνυπαιτιότητα της οδηγού, που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε ποσοστό 70%, συνίσταται στο ότι, από προφανή της αμέλειά της, ενώ βρισκόταν με το δίκυκλο όχημά της σε ισόπεδο κόμβο (στον οποίο η προτεραιότητα ρυθμίζεται με πινακίδες της Τροχαίας) και ειδικότερα στη συμβολή της επαρχιακής οδού Μεγαλοχωρίου – Ακρωτηρίου με την προαναφερθείσα οδό, εισήλθε στην τελευταία με το όχημά της, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ 3 Ν. 2696/1999, αν και στην πορεία της υπήρχε ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ2, περί υποχρεωτικής διακοπής αυτής, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία της επί της οδού Μεγαλοχωρίου Εμπορείου (έχουσα προτεραιότητα), κινούμενης μοτοσικλέτας, που οδηγούσε ο αρχικά πρώτος εναγόμενος και ήταν ανασφάλιστη. Η συνυπαιτιότητα του τελευταίου, που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε ποσοστό 30%, συνίσταται στο ότι, αν και πλησίασε με το όχημά του στην προαναφερθείσα συμβολή των οδών και αντιλήφθηκε την ως άνω οδηγό να εισέρχεται σε αυτή, δεν οδηγούσε με σύνεση και δεν ρύθμισε την ταχύτητα της μοτοσικλέτας του, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία της σε περίπτωση ανάγκης, κατά παράβαση των άρθρων 12 και 19 Ν. 2696/1999. Κατά την γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, ουδεμία αμέλεια βαρύνει τον τελευταίο οδηγό, ο οποίος, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα, που συντάχθηκαν από την Τροχαία: 1) οδηγούσε στο δεξιό του, έχοντος πλάτος 4 μέτρων, ρεύματος πορείας της οδού, 2) εκινείτο με τη μοτοσικλέτα του, με ταχύτητα μικρότερη του επιτρεπομένου ορίου, 3) αν και αιφνιδιάσθηκε από την απρόβλεπτη ενέργεια της πρώτης οδηγού, που παρεμβλήθηκε στην πορεία του σε απόσταση τριών περίπου μέτρων (βλ. σχεδιάγραμμα και σ’ αυτό αποτυπούμενο μήκος φρεναρίσματος της μοτοσικλέτας), επιχείρησε, ανεπιτυχώς, αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά και τελικώς προσέκρουσε με το μπροστινό τμήμα της μοτοσικλέτας, στο αριστερό πλάγιο τμήμα του μοτοποδηλάτου, με επακόλουθο τον τραυματισμό (κυρίως στο κεφάλι) της ενάγουσας, η οποία, σημειωτέον, δεν φορούσε και προστατευτικό κράνος. Με την ίδια απόφαση, αφού εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή με ποσοστό συνυπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσικλέτας 30%. Με τις πιο πάνω παραδοχές της επικρατήσασας στο εφετείο γνώμης, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ασαφείς και ελλιπείς αιτιολογίες επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αφού με αυτά συνδέεται και από αυτά εξαρτάται η κρίση του δικαστηρίου περί της αμελούς ή επιμελούς συμπεριφοράς των εμπλακέντων στο ατύχημα οδηγών και του συνδέσμου της πράξης ή παράλειψης καθενός από αυτούς στο εν λόγω ατύχημα. Έτσι καθίσταται ανέφικτος ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και συνυπαιτιότητας των οδηγών. Ειδικότερα δεν αναφέρεται : α) πιο το πλάτος του οδοστρώματος της οδού Μεγαλοχωρίου Εμπορείου και αν οι δύο οδοί ήσαν διπλής κατευθύνσεως ή μονόδρομοι, β) σε πιο σημείο του οδοστρώματος ( δεξιό , αριστερό ή μέσο ) κινούνταν κάθε ένα από τα ουγκρουσθέντα οχήματα πριν από τη σύγκρουση και με ποια ταχύτητα εισήλθε το κάθε ένα αυτά στη διασταύρωση, γ) σε ποιο συγκεκριμένο σημείο του οδικού κόμβου ( συμβολής ) τοποθετείται το σημείο συγκρούσεως των δύο οχημάτων και δ) ποια τα συγκρουσθέντα μέρη (σημεία επαφής ) των δύο οχημάτων και ποιες συγκεκριμένες ζημίες υπέστη το κάθε ένα από αυτά, ε) δεν εξειδικεύει ποιες ήταν οι συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις του οδηγού της μοτοσικλέτας, που καθιστούσαν μη συνετή την οδήγηση και μη ενδεδειγμένη την κίνηση του οχήματός του, καθώς και αν οι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του συγκεκριμένου οδηγού (είχαν ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και καθιστούσαν αυτό συνυπαίτιο . Είναι, επομένως, εν μέρει βάσιμος, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, με τον οποίο αποδίδεται αιτίαση στην προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση της διατάξεως του άρθρ. 559 αρίθ. 19 ΚΠολΔ. Αντίθετα αβάσιμος και απορριπτέος είναι ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Ρ.S., με τον οποίο η τελευταία αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι παραβίασε τη πιο πάνω διάταξη του άρθρ. 559 αρίθ. 19, με το δεχθεί συνυπαιτιότητα της σε ποσοστό 70%, διότι ναι μεν η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των υπαιτίων οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, ότι ο ένας από τους οδηγούς αυτούς παραβίασε τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων τούτου από τους οδηγούς δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση, αυτοκινητικού ατυχήματος, αλλ’ εν προκειμένω δικαιολογείται επαρκώς, ότι με την ενέργειά της η αναιρεσείουσα, παρεμβλήθηκε στην πορεία της μοτοσικλέτας και προκάλεσε το ατύχημα και ότι δεν ήταν από μόνο του αρκετό , και αληθές να είναι, ότι την είχε αντιληφθεί οδηγός της μοτοσικλέτας να εισέρχεται στη διασταύρωση. Οι λοιπές αντιφατικές, πράγματι, παραδοχές της απόφασης ως προς το ποιος από τους οδηγούς οδηγούσε το αντίστοιχο όχημα και περί του αν αυτά ήταν μοτοσικλέτα ή μοτοποδήλατο, οφείλονται σε προφανή παραδρομή, όπως προκύπτει από τις συνολικές παραδοχές της απόφασης και πρέπει να διορθωθεί το σκεπτικό, χωρίς να εξαφανισθεί, κατά το σημείο τούτο, η προσβαλλόμενη απόφαση και να τεθεί, ότι η αναιρεσείουσα και παθούσα οδηγούσε το υπ’ αρίθ. ΥΕΑ- δίκυκλο μοτοποδήλατο και ο έτερος οδηγός (C.W.), την χωρίς αριθμό ανασφάλιστη δίκυκλη μοτοσικλέτα.
3. Αβάσιμος είναι και ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως της ίδιας αναιρεσείουσας Ρ.S., με τον οποίο αποδίδεται αιτίαση από το άρθρο 559 αρίθ. 11 εκ του ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την από 24.8.1998 προανακριτική κατάθεση του οδηγού της μοτοσικλέτας C.S. και την υπ’ αρίθ. 870/7.10.2002 καταδικαστική για τον εν λόγω οδηγό απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, διότι προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι το Εφετείο για να καταλήξει στην δικανική του κρίση , έλαβε υπόψη «όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικο». Από τη διαβεβαίωση αυτή αλλά και από το γεγονός ότι ο πιο πάνω οδηγός κηρύχθηκε συνυπαίτιος για το επισυμβάν ατύχημα, παρά τη διατυπωθείσα αντίθετη γνώμη της μειοψηφίας, προκύπτει ότι το εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω στοιχεία.
4. Από τη διάταξη του αρθρ. 930 παρ.3 του ΑΚ. με την οποία ορίζεται ότι «η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε», προκύπτει ότι για να μη αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται εκ του νόμου ή εξ άλλου λόγου να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, θεωρείται προτιμότερη από τα νομοθέτη, η αθροιστική απόλαυση από το ζημιωθέντα, τόσο της αποζημιώσεως από τον ευθυνόμενο από αδικοπραξία, όσο και από τον υπόχρεο από το νόμο για διατροφή γονέα, ο οποίος στα πλαίσια της υποχρεώσεώς του παρέχει διατροφή στο τέκνο του (ανήλικο ή ενήλικο κατά περίπτωση) υπό τις προϋποθέσεις του αρθρ. 1485 επ. ΑΚ. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από υπαιτιότητα τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες των γονέων του για την αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται ν’ απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσλάμβανε, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν καταβάλει κανένα τέτοιο ποσό στους γονείς του, οι οποίοι με προσωπική τους θυσία, σε βάρος των λοιπών απασχολήσεών τους, περιποιούνται το τραυματισμένο τέκνο τους (ΑΠ 371/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, παρότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό, ότι συνεπεία του τραυματισμού της η αναιρεσείουσα υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση με αιματέμεση και αίμα στις αμφώ τυμπανικές μεμβράνες, μεταφέρθηκε αρχικά στο Κοργιαλένειο – Μπενάκειο νοσοκομείο των Αθηνών (ΕΕΣ), όπου υποβλήθηκε σε εγχείριση και στη συνέχεια στην Πολυκλινική του Πανεπιστημίου της Φραγκφούρτης, όπου νοσηλεύθηκε από 28.7.1998 μέχρι τις 20-8-1998, ενώ ενδιάμεσα μεταφέρθηκε στη νευροχειρουργική κλινική Φραγκφούρτης, όπου υποβλήθηκε σε οστεοπλαστική κρανιοτομή, με αφαίρεση του επισκληρίδιου αιματώματος, ότι στις 30-7-1998 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση δέρματος από τον αριστερό μηρό στα κατεστραμμένα μαλακά μόρια της κνήμης και αντικαταστάθηκε ο νάρθηκας με γύψινο, ότι στις 7-8-1998, λόγω βραδυκαρδίας, της έγινε εμφύτευση βηματοδότη και ότι στις 17-8-1998 μεταφέρθηκε στο νευροχειρουργικό τμήμα της Πολυκλινικής , όπου διαπιστώθηκε ότι υφίσταται έντονο εγκεφαλοοργανικό ψυχοσύνδρομο, και ότι στη συνέχεια νοσηλεύθηκε σε δύο ιδιωτικές νευρολογικές κλινικές στη Φραγκφούρτη, κατά τα χρονικά διαστήματα από 21 Αυγούστου έως 8 Οκτωβρίου 1998 και 19 Σεπτεμβρίου έως 30 Νοεμβρίου 1999, απέρριψε ως μη νόμιμα το αίτημα για την επιδίκαση ποσού 120.589 δρχ. τα οποία η αναιρεσείουσα κατέβαλε ως έξοδα παραμονής της μητέρας της στην Κλινική στο διάστημα από 21.8.1998 μέχρι 23.9.1998 για την υποβοήθηση και την ψυχολογική της στήριξη, μετά από υπόδειξη νευρολόγου Ψυχιάτρου. Έτσι που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ,διότι λόγω της άκρως σοβαρής κατάστασης της υγείας της Ρ.S., είχε αυτή ανάγκη να υποβοηθείται στο διάστημα αυτό από τρίτο πρόσωπο στο οποίο θα κατέβαλε, όπως διατείνεται, τουλάχιστο το πιο πάνω ποσό. Είναι βάσιμος, επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της από 17.7.2003 αιτήσεως αναιρέσεως της Ρ. S. με τον οποίο αποδίδεται αιτίαση για παράβαση του άρθρου 559 αρίθ. 1 και εσφαλμένη ερμηνεία της πιο πάνω διάταξης. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που αποδίδεται αιτίαση για παράβαση του αριθ. 8 , εκ του ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο ισχυρισμός της ότι κατέβαλε η αναιρεσείουσα εξ ιδίων τα έξοδα της συνοδού κατά σύσταση του θεράποντος ιατρού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι ο ισχυρισμός αυτός έχει ληφθεί υπόψη αλλά απορρίφθηκε, ως μη νόμιμος, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
5. Βάσιμος είναι και ο τέταρτος από τους λόγους της από 17.7.2003 αιτήσεως αναιρέσεως της Ρ. S., με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση για παράβαση του άρθρου 559 αρίθ. 9 ( και όχι 8 ) διότι, παρότι η εν λόγω αναιρεσείουσα, ζήτησε με την αγωγή της και επανήλθε με την έφεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, να της καταβληθεί το ποσό των 3.046.729 δρχ. ισόποσο 17.944,20 DΜ, για απώλεια εισοδημάτων στο διάστημα από 10.9.1998 έως 1.7.2000 , κατά το οποίο λόγω νοσηλείας της κατέστη αδύνατο να συνεχίσει την εργασία της ω εξειδικευμένη πωλήτρια φωτογραφικών ειδών στο κατάστημα του πατέρα της F.S. στην πόλη 63075 Οffenbach οδός L. αρίθ. 15 της Γερμανίας το εφετείο δεν απήντησε επί του αιτήματός της το οποίο όμως είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των, αρθρ. 914, 929 και 298 ΑΚ .
6. Η σχέση που δημιουργείται με την διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και άρα για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημιώσεως εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ. Ως χρήμα, κατ’ άρθρο 297 ΑΚ., νοείται το εθνικό νόμισμα, με αυτό δε πρέπει, όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή η αποθετική ζημιά εκείνου που αδικήθηκε. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμο το αίτημα της αγωγής, όταν ζητείται καταψήφιση του εναγομένου σε δραχμές μεν, αλλά με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο εξοφλήσεως ή κατά το χρόνο συντάξεως ή καταθέσεως ή επιδόσεως της αγωγής (Ολ ΑΠ 14/1997, Ολ ΑΠ 9/1995). Με την κρινόμενη από 20.7.2000 αγωγή της Ρ. S., ιστορείται ότι στο προαναφερθέν ατύχημα η ίδια ως οδηγός τραυματίσθηκε σοβαρά και ως εκ τούτου υπέστη πέραν από τη θετική και αποθετική ζημία (διαφυγόντα κέρδη) και ζητεί λόγω της ανικανότητάς της αυτής, να της καταβληθεί εφάπαξ λόγω της ιδιομορφίας της περιπτώσεως της και των αυξημένων αναγκών διατροφής και της ανικανότητάς της προς εργασία, το ισάξιο σε δραχμές του ποσού των 73.144,20 DΜ, κατά το χρόνο της πληρωμής, το οποίο θα απολέσει μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στο διάστημα της 5ετίας από 1.8.2000 έως την 30.7.2005, ή διαφορετικά το ισάξιο σε δραχμές των 1219,07 DΜ, στις πρώτες πέντε ημέρες κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από τότε πού κάθε περιοδική παροχή είναι καταβλητέα μέχρι εξοφλήσεως. Με τη διατύπωση αυτή το εν λόγω αίτημα ορθά απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως μη νόμιμο και η αιτίαση της αναιρεσείουσας που προβάλλεται με τον 5ον από τους λόγους της αίτησης για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 1, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 Ν. 1329/1983, η αναπηρία ή παραμόρφωση που προκλήθηκε στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του και μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση του, εφόσον η βλάβη αυτή κατά κανόνα υπολογίζεται, κατά τα διδάγματα της επιστήμης, ότι θα είναι διαρκής, ή προσωρινή μεν, αλλά σε βαθμό τέτοιο που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μιας ευνοϊκής ευκαιρίας. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείτε στον παθόντα από τη βλάβη του σώματος ή της υγείας που υπέστη από αδικοπραξία, εκτός από την επίδραση που μπορεί ν’ ασκήσει τόσο στο ύψος των οποιονδήποτε δαπανών για νοσηλεία ή χρηματικών ποσών που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επί πλέον εξ αιτίας της αυξήσεως των δαπανών σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του, ήτοι της κατ’ άρθρο 929 ΑΚ, αποζημιώσεως όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή, διαφορετική και πέρα από εκείνη του άρθρου 929 ΑΚ αξίωση προς αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του παθόντος. Η πρόσθετη αυτή κατά το άρθρο 931 ΑΚ. αποζημίωση λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως επιδικάζεται, αν η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως μόνιμες, κυρίως, καταστάσεις επηρεάζουν δυσμενώς την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη του παθόντος. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο σχετικά αγωγικό κεφάλαιο της αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης Ρ. S. και δέχθηκε ανέλεγκτα ότι: από 1) τις βεβαιώσεις του ασφαλιστικού φορέα της αναιρεσείουσας στη Γερμανία, προκύπτει ότι αυτή ήταν ανίκανη προς εργασία μέχρι τις 17-1-2000, 2) το από 14-1-2003 πιστοποιητικό του νευρολόγου – ψυχιάτρου Μ., όπου αναφέρεται ότι μετά από εξέταση της ενάγουσας διαπιστώθηκε ότι οι διανοητικές της ικανότητες παρουσίασαν μικρή βελτίωση, υφίσταται ανοσμία, δεν υπάρχουν προβλήματα στην κινητικότητα των ματιών, η περιοχή των νευρικών άκρων δεν παρουσιάζει προβλήματα, δεν εντοπίζεται πάρεση στους μυώνες των άκρων, υπάρχει πνευματική διαύγεια και η διάθεσή της είναι ισορροπημένη, ενώ η ικανότητα πολλαπλής αντιλήψεως φαίνεται μειωμένη, και εκτίμησε, ότι οι συνέπειες από τον τραυματισμό της δεν επέφεραν σ’ αυτή μόνιμη και διαρκή αναπηρία ή παραμόρφωση, ώστε να δικαιούται αποζημιώσεως, κατ’ άρθρο 931 ΑΚ Με αυτά που δέχθηκε το εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης του αρθρ. 931 ΑΚ, Έτσι ενώ προηγουμένως (φύλλο 4ο) δέχθηκε ότι, κατά την έξοδό της, από τις δύο ιδιωτικές κλινικές της Φραγκφούρτης, όπου νοσηλεύτηκε η αναιρεσείουσα κατά το διάστημα από 21 Αυγούστου έως 8 Οκτωβρίου 1998 και από 19 Σεπτεμβρίου έως 30 Νοεμβρίου 1999, οι θεράποντες ιατροί αποφάνθηκαν ότι παρατηρείται σ’ αυτή περιορισμένη ικανότητα αυτοκριτικής με υπερεκτιμήσεις και διαταραχές ως προς την κανονική ροή του χρόνου, επιβεβαίωσαν την ανοσμία και από νευρολογικής απόψεως και κρίθηκε ολικά ανίκανη προς εργασία, τουλάχιστον μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 1999, ενώ έκτοτε το ποσοστό περιορίσθηκε σε ποσοστό 50%, δέχθηκε εν προκειμένω ότι εξακολουθεί η τελευταία να έχει « ανοσμία» , ότι η ικανότητα πολλαπλής αντίληψης « φαίνεται μειωμένη» και ότι οι διανοητικές ικανότητες της παρουσίασαν « μικρή » βελτίωση, χωρίς να προσδιορίζει έκταση της βελτίωσης, καταλήγει ότι κατάσταση της υγείας της , όπως διαμορφώθηκε « δεν επέφερε μόνιμη διαρκή αναπηρία ή παραμόρφωση ». Είναι βάσιμος, επομένως, ο 6ος από τους λόγους της αιτήσεως της Ρ. S. με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση από την παράβαση της διάταξης του αρθρ. 559 αρίθ. 19 , με την έννοια που ανωτέρω υπό στοιχεία 2 αναλύθηκε. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά τα σημεία που αποδίδεται αιτίαση από το άρθρ. 559 αρίθ. 11, ότι το ιατρικό πιστοποιητικό από 14.1.2003 του οποίου έκανε χρήση η απόφαση δεν το έχει επικαλεστεί η ίδια αναιρεσείουσα ή έτερος διάδικος της δίκης και ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την από 25.2.2000 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Dr. K.B., την οποία επικαλέστηκε στην αγωγή και τις προτάσεις της στο εφετείο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, στην πρώτη περίπτωση , διότι δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης από τη δική της παράλειψη να επικαλεστεί στο εφετείο το πιο πάνω ιατρικό πιστοποιητικό που το προσκόμισε για να αποδείξει την έκταση της καταστάσεως της υγείας της , και στη δεύτερη διότι δεν έγινε ρητή και σαφής, όπως απαιτείται, επίκληση της επικαλούμενης από 25.2.2000 ιατρικής γνωμάτευσης και μόνη η γενική επίκληση, «όλων των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρουμε στις αγωγές και τις προτάσεις μας», δεν είναι αρκετή.
8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρίθ. 1 ΚΠολΔ, θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως στην περίπτωση κατά την οποία εσφαλμένα εφαρμόζεται διάταξη νεότερου νόμου αντί εκείνου ο οποίος πράγματι ίσχυε κατά το χρόνο του βιοτικού συμβάντος, με την προϋπόθεση όμως ότι κατ’ άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το σφάλμα της μείζονος προτάσεως έχει επίπτωση και στο διατακτικό της απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον πρώτο από τους λόγους της από 26.1.2004 αιτήσεως αναιρέσεως του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ότι εσφαλμένα εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ 3. και αρθρ. 12 και 19 του νόμου 2696/1999 του Κώδικα οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος άρχισε να ισχύει δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στις 23.3.1999 (ΦΕΚ Α’ 57) και ως εκ τούτου δεν ίσχυε κατά το χρόνο, του επισυμβάντος την 21.7.1998 τροχαίου ατυχήματος. Έτσι που διατυπώνεται ο λόγος είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν διαλαμβάνεται ότι διάφορος θα ήταν η τύχη της αγωγής, αν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992 ) , αλλά και αβάσιμος διότι οι πιο πάνω διατάξεις, είναι ταυτόσημες κατά περιεχόμενο και αρίθμηση με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 3, 12 και 20 του ν. 2094/1992.
Πρέπει, επομένως, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου από τους λόγους της από 26.1.2004 αιτήσεως αναιρέσεως του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ και των τρίτου, τετάρτου και έκτου από τους λόγους της αιτήσεως Ρ. S., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που προαναφέρθηκε,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, την υπ’ αρίθ. 4741/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά μερική παραδοχή των από 26.1.2004 και 17.7.2003 αιτήσεων αναιρέσεως.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στο ίδιο εφετείο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη Ρ.S. στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το ύψος της οποίας ορίζει σε χίλια εκατό εβδομήντα (1.170) Ευρώ, και το αναιρεσίβλητο ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας Ρ.S., το ύψος της οποίας ορίζει και υπέρ της ιδίας, σε χίλια εκατό εβδομήντα (1.170 ) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Νοεμβρίου 2004 και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2004.