ΑΡΙΘΜΟΣ 1571/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Κατάσχεση κατάθεσης κοινού λογαριασμού. Χρηματικά ποσά που προέρχονται από συντάξεις.
– Κατά το άρθρο 4 του Ν. 5638/1932 «Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αυτή τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους […]». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει, ότι με την κατάθεση των χρημάτων στο όνομα περισσοτέρων δικαιούχων, δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, κατά την έννοια του άρθρου 489 ΑΚ, δηλαδή καθένας από τους δικαιούχους έχει δικαίωμα να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό αυτό σε πρώτη ζήτηση. Όμως, σε περίπτωση κατασχέσεως καταθέσεως κοινού λογαριασμού εκ μέρους του δανειστού ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται να κατάσχει το σύνολο της καταθέσεως, αφού κατά αμάχητο τεκμήριο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της καταθέσεως που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. Έτσι, η κατάθεση, κατά το υπόλοιπο μέρος, που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους, παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (ΑΠ 825/2018, ΑΠ 1812/2007).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 περ. ε’ του ΚΕΔE, όπως η περίπτωση ε’ αντικαταστάθηκε με την παρ.8 της υποπαρ. Δ.1 του άρθρου 2 Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015) και ίσχυε κατά το χρόνο επιβολής της ένδικης κατασχέσεως, εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων «οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του ½ του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως του χρόνου γένεσης των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και στις ήδη επιβληθείσες ενεργείς κατασχέσεις για τις απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του τρίτου που γεννώνται από την έναρξη ισχύος του».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 εδ. α’ του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ (όπως το πρώτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε με την παρ.8β’ της υποπαρ. Δ.1 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015) «οι καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός […]». Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 περ. ε’ και 2 εδ. α’ του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ προκύπτει ότι εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και κατά το 1/2 από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ, η εξαίρεση δε αυτή ισχύει ακόμη και αν οι μισθοί, συντάξεις κ.λπ. καταβάλλονται με κατάθεση (περιοδική πίστωση) σε ατομικό ή κοινό τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, εφόσον βεβαίως αποδεδειγμένα τα ποσά του λογαριασμού αυτού έχουν τον προαναφερόμενο χαρακτήρα. Έτσι, η απαίτηση από μισθούς, συντάξεις ή ασφαλιστικές παροχές είναι ακατάσχετη όχι μόνον στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού φορέα, αλλά και όταν τα σχετικά ποσά κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο ο δικαιούχος έχει υποδείξει, οπότε και γεννάται απαίτηση αυτού έναντι της τράπεζας να του χορηγήσει το κατατεθέν ποσό δυνάμει της σύμβασης που τον συνδέει με αυτήν, αφού με την κατάθεση ο μισθός και η σύνταξη δεν αποβάλλουν ουσιαστικά το συγκεκριμένο χαρακτήρα τους. Επίσης, εξαιρούνται της κατασχέσεως και οι καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ακόμη και αν δεν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης κ.λπ.), μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση, όμως, γνωστοποίησης από το φυσικό πρόσωπο, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της φορολογικής διοίκησης, ενός μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα λογαριασμού ως ακατασχέτου. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, εφόσον υπάρχει ήδη ατομικός ή κοινός λογαριασμός περιοδικής, κατά τα ανωτέρω, πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει, προς εξασφάλιση του ακατασχέτου της κατάθεσης, να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο συγκεκριμένος αυτός λογαριασμός ως μοναδικός ακατάσχετος, γεγονός που έχει ως συνέπεια το φυσικό πρόσωπο να μην έχει, πέραν του ακατάσχετου ποσού της σύνταξης (μέχρι του ποσού των 1.000 ευρώ και κατά 1/2 από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ), και επί πλέον ακατάσχετο κατάθεσης (μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ). Κατά συνέπεια, το ακατάσχετο των συντάξεων στα χέρια τρίτων μέχρι του ως άνω ποσού, που κατατίθενται σε ατομικό ή κοινό τραπεζικό λογαριασμό του συνταξιούχου, προστατεύεται σε κάθε περίπτωση, είτε ο λογαριασμός δηλώθηκε από τον καταθέτη ως ακατάσχετος είτε όχι, και συγκεκριμένα στην μεν πρώτη περίπτωση και ως (προστατευτέα) κατάθεση του δηλωθέντος συνταξιοδοτικού λογαριασμού ως μοναδικού ακατάσχετου λογαριασμού σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ, στη δεύτερη δε περίπτωση (ήτοι όταν ο λογαριασμός δεν έχει δηλωθεί), προστατεύεται αυτοτελώς, ως χαρακτηρισμένος συνταξιοδοτικός λογαριασμός κατά την παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου, εφόσον πράγματι τα ποσά αυτού αποτελούν προϊόν κατατεθείσας σύνταξης. Ενόψει αυτών, σε περίπτωση επιβολής κατασχέσεως, εις χείρας πιστωτικού ιδρύματος, ατομικού ή κοινού λογαριασμού, τα ακατάσχετα ποσά του άρθρου 31 ΚΕΔΕ από συντάξεις, δεν χάνουν τον ακατάσχετο χαρακτήρα τους και προστατεύονται εξ ολοκλήρου, δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση κοινού λογαριασμού, όπου ισχύει το τεκμήριο του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 και, ως εκ τούτου, εφόσον υφίσταται ακατάσχετη απαίτηση κατά την ανωτέρω έννοια (σύνταξη κλπ), οφείλει αυτό να προβεί σε αρνητική δήλωση. Επομένως, για τη διενέργεια κατασχέσεως σε κοινό λογαριασμό, στον οποίο o συνδικαιούχος είναι οφειλέτης του Δημοσίου, είτε είναι χαρακτηρισμένος ο λογαριασμός αυτός ως συνταξιοδοτικός ή η κατάθεση σ’ αυτόν προέρχεται, πράγματι, αποκλειστικά από τη μηνιαία σύνταξη του μη οφειλέτη δικαιούχου είτε έχει δηλωθεί από τον καταθέτη συνταξιούχο ως μοναδικός ακατάσχετος, θα πρέπει να προηγηθεί η αφαίρεση του ακατάσχετου ποσού (ήτοι του ποσού των 1.000 ευρώ και του 1/2 από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ), αφού αυτός δεν παύει να είναι ακατάσχετος μέχρι το ανωτέρω ποσό, και, εν συνεχεία, να εφαρμοσθεί για το υπερβάλλον ποσό η ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, περί ιδανικών μεριδίων, οπότε θα κατασχεθεί το ποσό της καταθέσεως που αναλογεί, με βάση το πιο πάνω τεκμήριο, στον συνδικαιούχο οφειλέτη του Δημοσίου.