Θέμα Αγωγή αναγνωριστική, Διαθήκη, Διαθήκης ακύρωση.
Περίληψη:
Ακύρωση της διαθήκης λόγω ανικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξής της, λόγω μη συνείδησης των πραττομένων ή ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Στοιχεία του ορισμένου της αγωγής. Η παραβίαση του άρθρου 210 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Άρθρο 1719 αρ. 3 ΑΚQ: προϋποθέσεις κλπ Αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ: Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Αρ. 10 άρθρο 559, 11 περ άρθρο 559. Οι γνωμοδοτήσεις του 390 ΚΠολΔ είναι έγγραφα και ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα. Προσωπικά δεδομένα Ν 2472/1997. Βιντεοκασέτα που λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή είναι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Η παραδοχή της απόφασης περί μη συναίνεσης του βιντεοσκοπουμένου είναι ανέλεγκτη ως αναγομένη στην εκτίμηση πραγμάτων. Παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της επικοινωνίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Αριθμός 2169/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Α. Μ., κατοίκου …, και 2)Δ. Α. Μ., κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν με από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γραβιά.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Γ. Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σωτηρόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3536/2009 μη οριστική, 3170/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5387/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/12/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 17/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα δικογράφου. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1719 αρ. 3 ΑΚ, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίηση της με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996 και 216 ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της αγωγής για ακύρωση διαθήκης, λόγω ανικανότητας, κατά το χρόνο της συντάξεώς της, του διαθέτη λόγω μη συνείδησης των πραττομένων ή ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, είναι ο θάνατος του διαθέτη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, η ύπαρξη της διαθήκης νόμιμα δημοσιευμένης, τα στοιχεία εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, η ανικανότητα του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και ο λόγος της ανικανότητάς του για σύνταξη διαθήκης, ήτοι έλλειψη συνείδησης των πράξεων και ψυχική ή διανοητική διαταραχή, καθώς και τα αίτια που την προκάλεσαν, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αναφορά συγκεκριμένης νόσου, η οποία μπορεί να είναι οποιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί επιρροή ασκεί το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και της στερήσεως της συνειδήσεως των πράξεών του και της βουλήσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της, περί ακυρότητας ιδιογράφου διαθήκης, αγωγής, λόγω συνδρομής και των δύο περιπτώσεων της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), συνύπαρξη των οποίων στο πρόσωπο του διαθέτη δεν αποκλείεται, περιέχει επαρκώς όλα τα προαναφερθέντα και απαραίτητα για το ορισμένο της στοιχεία, ενώ το αν η άνοια ή ο καρκίνος αποτελούν ασθένειες που επιφέρουν τις συνέπειες της επικαλουμένης διατάξεως, είναι αντικείμενο αποδείξεως και όχι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής, για το οποίο όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, αρκεί το αναφερόμενο στην επίμαχη διάταξη αποτέλεσμα, χωρίς τον προσδιορισμό συγκεκριμένης νόσου. Ενόψει τούτων ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, που με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη κηρύξεως του δικογράφου της αγωγής, ως απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτόδικα και με λόγο εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 218 παρ.1 ΚΠολΔικ. στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής μπορούν να ενωθούν περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων είναι η μη αντιφατικότητα των αγωγών, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, διατάσσεται, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ’ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει σαφώς, ότι αν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής ενωθούν περισσότερες αιτήσεις, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, του άρθρου 218 ΚΠολΔικ, η τοιαύτη σώρευση αγωγών δεν επάγεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, αλλά απλώς διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και εάν το δικαστήριο είναι καθ’ύλην ή κατά τόπον αναρμόδιο, παραπέμπει την ή τις αγωγές στο καθ’ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς σε καμία περίπτωση, να απορρίπτει την αγωγή ως άκυρη ή απαράδεκτη. Επομένως, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων, διατάξει ή όχι τον χωρισμό των περισσοτέρων αυτών αιτήσεων, δεν παρέχεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της προαναφερθείσας διατάξεως, του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γιατί το Εφετείο δεν κήρυξε απαράδεκτο το δικόγραφο της αγωγής, αφού σωρεύονταν σ’αυτό δύο αυτοτελείς και αντιφατικές μεταξύ τους βάσεις, του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ και δη εκείνες της έλλειψης συνειδήσεως και της πνευματικής ή ψυχικής διαταραχής. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν επιφέρει την επικαλούμενη κύρωση, αφού η οριζόμενη από το νόμο συνέπεια είναι ο χωρισμός των τυχόν αντιφατικών αγωγών, ανεξάρτητα από το ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει αντίφαση, καθόσον, όπως αναλυτικότερα αναφέρεται στον επόμενο αναιρετικό λόγο, δεν αποκλείεται η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι … όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Σε αντίθεση δηλαδή, με την αρχική διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996, που προπαρατέθηκε, η οποία, ως ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, απαιτούσε επίσης, τη στέρηση της χρήσης του λογικού από πνευματική ασθένεια δηλαδή, διανοητική ή ψυχική διαταραχή οφειλόμενη σε ασθένεια, επιφέρουσα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη, ο οποίος μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τι έπραττε συντάσσοντας τη διαθήκη του, αλλά εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη, στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, δηλαδή δεν μπορούσε αυτός να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς, ελεύθερα, τη βούλησή του και να αντισταθεί, έτσι, σε υποβολή προερχόμενη από άλλους, η ήδη ισχύουσα διάταξη απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες, οι οποίες σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ, προκαλούσαν έλλειψη της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή, οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του και, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται, κατά νόμο, η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθμ. 3 ΑΚ τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ, προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθόλη τη διάρκειά της. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαρειά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαίο η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού αυτή, τεκμαίρεται, λόγω της διάρκειάς της. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 20/2011). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 467/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 1258/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ’αυτό αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την κύρια βάση της αγωγής για ακύρωση της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης λόγω συνδρομής των περιπτώσεων της διατάξεως 1719 αρ. 3 ΑΚ, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: “Η Μ. χήρα Σ. Α. Α., το γένος Κ. και Π. Μ., πέθανε στο Νοσοκομείο “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, όπου νοσηλευόταν, σε ηλικία 81 ετών (έτος γέννησης 1925). ‘Ηταν κάτοικος, όσο ζούσε, Κολωνακίου Αθηνών, …. Ο θάνατος της, σύμφωνα με το από 26-12-2006 πιστοποιητικό θανάτου, το οποίο συνέταξε ο γιατρός του παραπάνω Π. Φ., οφειλόταν “σε γενικευμένο CA Ορθού”. Από το γάμο της με τον Σ. Α., ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει το έτος 1988, η θανούσα δεν απέκτησε τέκνα και πλησιέστερους, κατά το χρόνο του θανάτου της, συγγενείς της είχε τους δύο εναγομένους – ανεψιούς της, τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της Α. Μ.. Η αποβιώσασα είχε συντάξει τη, νομίμως δημοσιευθείσα με το 989/9-2-2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρυχθείσα, κύρια με την 420/9-2-2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, από 17-5-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως: “Αθήνα 17-5- 1999. Η Διαθήκη μου. Η υπογεγραμμένη Μ. Σ. Α., το γένος Κ. και Π. Μ., θέλω να κανονίσω τα της περιουσίας μου μετά το θάνατο μου. Ορίζω τα εξής: Αφήνω όλη μου την περιουσία, κινητή και ακίνητη, στην Α. Σ., που πιστά με υπηρετεί τριάντα χρόνια με αγάπη και αφοσίωση. Αθήναι 17-5-1999. Η διαθέτις Μ. Α.. Υπογραφή”. Με την εν λόγω διαθήκη της η αποβιώσασα εγκαθιστά μοναδική κληρονόμο της, σε ολόκληρη την περιουσία της, κινητή και ακίνητη, την ενάγουσα, προσδιορίζοντας, με λιτή και σαφή διατύπωση, το λόγο που την ώθησε στη σύνταξή της. Η χρονολογία σύνταξης της διαθήκης αναγράφεται δύο φορές, στην αρχή και στο τέλος του κειμένου της, ενώ δύο φορές αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο της διαθέτιδος, στην αρχή και στο τέλος του κειμένου της-επίσης πάνω ακριβώς από την υπογραφή της – στοιχεία από τα οποία εμφαίνεται η πρόθεση της διαθέτιδος να προσδώσει ιδιαίτερο κύρος στην από αυτή επιχειρούμενη πράξη. Μεταξύ της ενάγουσας και της διαθέτιδος υπήρχε επί 37,5 και πλέον έτη οιονεί οικογενειακή σχέση, παρόμοια με τη σχέση μητέρας και κόρης. Η ενάγουσα διέμενε στην οικία της διαθέτιδος από μικρή ηλικία και είχε περιποιηθεί και φροντίσει διαδοχικά τη μητέρα της και το σύζυγο της, μετά δε το θάνατο τους φρόντιζε και περιποιούνταν την ίδια μέχρι την ημέρα που αυτή απεβίωσε. Ενδεικτικό της ιδιαίτερης αυτής σχέσης τους είναι το γεγονός ότι η διαθέτις είχε καταστήσει την ενάγουσα συνδικαιούχο των τραπεζικών λογαριασμών της και πληρεξούσια να ασκεί τα δικαιώματά της στη μισθωμένη θυρίδα της στην τράπεζα “ALPHA BANK”. Μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2006, η Μ. Α. δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Όταν υποβλήθηκε, όμως, στις 31-10-2006, σε ιατρικές εξετάσεις στην “Κεντρική Κλινική Αθηνών”, στην οποία επειγόντως εισήχθη με έντονο άλγος στην κοιλιακή χώρα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη καρκίνου του ορθού. Για το λόγο αυτό, στις 6-11-2006 εισήχθη, με επιμέλεια της ενάγουσας, στην Β’ Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου “ΚΑΤ”, όπου σύμφωνα με την 1797/28-3-2007 ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος γιατρού της Π. Β., διαγνώστηκε ατελής αποφρακτικός ειλεός, συνεπεία ευμεγέθους ανεγχείρητου αδενοκαρκινώματος του ορθού”, από δε τον κλινικοεργαστηριακό έλεγχο, διαπιστώθηκαν πολλαπλές ηπατικές μεταστάσεις. Λόγω της γενικευμένης καρκινομάτωσης κοιλίας, η ασθενής υποβλήθηκε σε παρηγορητική σιγμοειδοστομία, δίκην δικάνου όπλου”, για την αντιμετώπιση της εντερικής απόφραξης. Συστήθηκε από τους θεράποντες γιατρούς της συντηρητική αγωγή και εξήλθε από το Νοσοκομείο την 1-12-2006. Στις 13-12- 2006, η ασθενής, αφού επιδεινώθηκε στο μεταξύ η κατάσταση της υγείας της, εισήχθη, με επιμέλεια των εναγομένων αυτή τη φορά, οι οποίοι είχαν εκδιώξει την ενάγουσα από την, επί της οδού … στο Κολωνάκι, οικία της, στην Ε’ Παθολογική κλινική του νοσοκομείου “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, όπου διαγνώσθηκε και πάλι γενικευμένος καρκίνος του ορθού με πολλαπλές ηπατικές μεταστάσεις, υπεζωκοτική συλλογή, ενδοκοιλιακή συλλογή και λεμφαδενικές διογκώσεις πύλης ήπατος”, αποφασίστηκε δε από τους θεράποντες γιατρούς η μη υποβολή της ασθενούς σε χημειοθεραπεία αλλά σε υποστηρικτική αγωγή, αφορώσα κυρίως τη θρέψη. Προοδευτικά η τελευταία εγκατέστησε ηπατική εγκεφαλοπάθεια και κατέληξε στις 26-12-2006, όπως όλα τα παραπάνω προκύπτουν από το 1722/18-4-2006 πιστοποιητικό νοσηλείας της παραπάνω κλινικής. Στις 4- 12-2006, η ασθενής φέρεται να έχει συντάξει τη, δημοσιευθείσα με τα 990/9-2-2007 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρυχθείσα κυρία με την 421/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, ιδιόγραφη διαθήκη της, σύμφωνα με την οποία ανακαλεί την προγενέστερη από 17-5-1999, διαθήκη και ορίζει μοναδικούς κληρονόμους της σε όλη την, κινητή και ακίνητη, περιουσία της τους εναγομένους – ανεψιούς της. Απ’ όλα τα ιατρικά έγγραφα, τα σχετικά με την ασθένεια και τη νοσηλεία της διαθέτιδος, αποδεικνύεται ότι η κατάσταση της υγείας της κατά το χρονικό διάστημα, από 6-11-2006 μέχρι και 26-12-2006, ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη. Κατά την περίοδο αυτή υπήρχε βαριά συνολική κλινική εικόνα της ασθενούς, εξαιτίας του ογκολογικού νοσήματος [αδενοκαρκίνωμα του ορθού με γενικευμένη καρκινωμάτωση κοιλίας και μεταστάσεις στο ήπαρ και τους πνεύμονές], που επιδεινωνόταν προοδευτικά και των συνοδών σωματικών – παθολογικών διαταραχών [υποσιτισμός – υπεραμμωναιμία – ηπατική εγκεφαλοπάθεια]. Κατά την εισαγωγή της στο νοσοκομείο Κ.Α.Τ, στις 6-11-2006, η ασθενής εμφάνιζε εικόνα έκπτωσης των ψυχικών – νοητικών της λειτουργιών, που οφειλόταν στην ανάπτυξη οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λόγω του υποκείμενου νοσήματος και των συνοδών παθολογικών διαταραχών. Ειδικότερα, έπασχε από ψυχική διανοητική διαταραχή και συγκεκριμένα από οργανικό ψυχοσύνδρομο [delirium] με διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, κατάσταση νοητικής σύγχυσης, μειωμένη ικανότητα να εστιάσει και να διατηρήσει την προσοχή της, διαταραχές του χωροχρονικού προσανατολισμού, έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, με κυμαινόμενη πορεία και εναλλαγές ανάμεσα σε διέγερση και καταστολή. Χρειαζόταν να της χορηγούνται ψυχότροπα φάρμακα καθ’ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της δηλαδή “aloperidin” και μάλιστα σε ενέσιμη μορφή, διότι δεν υπήρχε καμία συνεργασία με την ασθενή, για να λάβει αυτά από το στόμα. Η κλινική αυτή εικόνα έκπτωσης των ψυχικών και νοητικών λειτουργιών της, εξαιτίας της σωρευτικής δυσμενούς επίδρασης της νόσου της, συνεχίστηκε και μετά την έξοδό της από το παραπάνω νοσοκομείο και την ολιγοήμερη παραμονή στην οικία της, όταν δε, στις 13-12- 2006, εισήχθη επειγόντως στο Νοσοκομείο “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, διαπιστώθηκε ότι είχε ήδη αναπτύξει, λόγω των πολλαπλών ηπατικών μεταστάσεων, υπεραμμωναιμία, και ηπατική εγκεφαλοπάθεια.
Συνεπώς, όπως αποδείχθηκε, η σωματική ασθένεια, από την οποία έπασχε η διαθέτις, πριν από το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης διαθήκης, αλλά και κατά τον κρίσιμο αυτόν χρόνο [4-12-2006], προκάλεσε σε αυτήν τέτοια θόλωση της διάνοιάς της, εξαιτίας της οποίας, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου, δεν είχε τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία του περιεχομένου της διαθήκης που συνέταξε και να συλλάβει τη σημασία των ιδιαίτερων διατάξεών της και των συνεπειών που απέρρεαν απ’ αυτή.
Με την κρίση αυτή του Δικαστηρίου συμπορεύονται οι δικαστικοί πραγματογνώμονες Ε. Τ., νευρολόγος – ψυχίατρος και Ι. Δ., ειδικός δικαστικός γραφολόγος, στις σχετικές εκθέσεις τους. Ειδικότερα, ο μεν πρώτος αναφέρει χαρακτηριστικά στο πόρισμά του, ότι καθόλο το χρονικό διάστημα, από 6- 11-2006 μέχρι 26-12-2006, η κατάσταση της υγείας της Μ. Α. ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη λόγω του ογκολογικού νοσήματος που έβαινε προοδευτικά επιδεινούμενο και των συνοδών σωματικών – παθολογικών διαταραχών [υποσιτιμός, υπεραμμωναιμία – ηπατική εγκεφαλοπάθεια] και της χορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής, καθώς και της ψυχικής – διανοητικής διαταραχής, εξαιτίας των οποίων η λειτουργία της βούλησής της και η δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης, που συνέταξε στις 4-12-2006, πρέπει να περιοριζόταν αποφασιστικά, ο δε δεύτερος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη, από 4-12-2006, ιδιόγραφη διαθήκη, χαράχθηκε και, κατά τα χειρόγραφα στοιχεία της, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την θανούσα Μ. Α., η οποία, όμως, κατά το χρόνο χάραξης της διαθήκης, παρουσίαζε μειωμένη φυσική κατάσταση και συμπτώματα αδυναμίας. Στο ίδιο συμπέρασμα επίσης, ότι, δηλαδή, η διαθέτις, κατά το χρόνο σύνταξης της προσβαλλόμενης διαθήκης, δεν είχε πλήρη συνείδηση των πραττομένων και βρισκόταν σε μειωμένη και διαταραγμένη πνευματική κατάσταση, καταλήγουν οι Γ. Α., καθηγητής της Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με την από 3-1-2008 γνωμοδότηση του, που συντάχθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, με βάση τα πιστοποιητικά νοσηλείας της διαθέτιδος στα πιο πάνω νοσοκομεία “ΚΑΤ” και “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Π. Κ., ο οποίος στην, από 17-1-2008, έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης αναφέρει ότι τα γραφικά στοιχεία στην προσβαλλόμενη διαθήκη υποδεικνύουν έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών της θανούσας, γεγονός που είναι πασιφανές και αυταπόδεικτο μόνο και μόνο από την έλλειψη της λογικής συνοχής στη διάρθρωση του κειμένου και η τεχνική σύμβουλος της ενάγουσας Β. Σ., ειδική δικαστική γραφολόγος – γραφοψυχολόγος, η οποία επισημαίνει στην από 18-1- 008 έκθεσή της ότι η γραφή και υπογραφή στην επίμαχη διαθήκη εκφέρονται με κοπιώδη και παθολογική χάραξη λόγω των δυσμενών συνθηκών χάραξης [κακή βιολογική, κακή ψυχική και πνευματική κατάσταση υγείας, μη επαρκής ικανότητα συγκράτησης της γραφίδας]. Το αντίθετο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε στη σχετική έκθεσή του ο τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων Δ. Κ., σύμφωνα με το οποίο η εικόνα της από 4-12-2006 διαθήκης της Μ. Α., είναι μεν εικόνα γραφής από πρόσωπο που υποφέρει από κινητική αδυναμία, η οποία οδηγεί σε ελλείψεις της γραμματικής αρτιότητας των χαρασσόμενων λέξεων, αλλά τα νοήματά της διατυπώνονται ολοκληρωμένα και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα έκπτωσης πνευματικών λειτουργιών της γραφέως της, δεν κρίνεται πειστικό, ενόψει των όσων έχουν προεκτεθεί. Περαιτέρω, όλα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, σχετικά με την κατάσταση της υγείας της Μ. Α., κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης, επιβεβαιώνει ο μάρτυρας της ενάγουσας Π. Β., που ήταν ο θεράπων γιατρός της θανούσας και είχε καθημερινή επαφή μαζί της καθόλο το χρονικό διάστημα [6-11-2006 έως 1-12-2006] της νοσηλείας της στο νοσοκομείο “ΚΑΤ”, ο οποίος συνέστησε και τη συντηρητική αγωγή της μετά την έξοδό της απ’ αυτό και μέχρι την εισαγωγή της στον “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ” [13-12-2006]. Έχοντας δε άμεση γνώση της κατάστασης της υγείας της, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο μάλιστα επισημαίνει ότι δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία μαζί της, διότι η ασθενής ήταν “συγχυτική”, με πλήρη διαταραχή του προσανατολισμού και συχνά διεγερτική και οποιεσδήποτε πληροφορίες για το ιστορικό, τα συμπτώματά της και γενικά τις αντιδράσεις της, λάμβανε από την ενάγουσα που ήταν συνεχώς δίπλα της και φρόντιζε, εκτός των άλλων, και για την ελάχιστη σίτισή της, καταθέτει ότι, με δεδομένη τη σωματική και διανοητική κατάστασή της, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο παραπάνω νοσοκομείο, πιστεύει ακράδαντα, ότι και όταν εξήλθε από αυτό, κατά το επίμαχο, δηλαδή, χρονικό διάστημα σύνταξης της από 4-12-2006 ιδιόγραφης διαθήκης, δεν υπήρξε καμία βελτίωση της υγείας της, αλλά αντίθετα επιδείνωση. Τα ίδια αναφέρουν οι μάρτυρες Α. – Α. Τ. πρώτη εξαδέλφη της θανούσας, και Ε. Ρ., στενή φίλη της, στις πιο πάνω … και …, από 31-7-2007 ένορκες βεβαιώσεις τους, έχοντας άμεση γνώση της κατάστασης της υγείας της Μ. Α., κατά το κρίσιμο διάστημα σύνταξης της επίμαχης διαθήκης. Η δε μάρτυρας Α. Κ. στην …, από 23-9-2008 ένορκη βεβαίωση, αναφέρει ότι, μεταξύ της αποβιώσασας και της ενάγουσας, η οποία επί 37,5 χρόνια έμεινε πιστή δίπλα της, είχε αναπτυχθεί δυνατή συναισθηματική σχέση, όπως μεταξύ μάνας και κόρης και το αντίστροφο, και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν, 20 ημέρες πριν από το θάνατο της, με την τόσο επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της, να ανακαλέσει την προηγούμενη διαθήκη της και να συντάξει την επίμαχη, εγκαθιστώντας μοναδικούς κληρονόμους, σε όλη την περιουσία της. τους εναγομένους – ανεψιούς της, με τους οποίους ουδέποτε είχε καλές σχέσεις, οι ίδιοι δεν είχαν επιδείξει κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτή και μόνο, όταν πληροφορήθηκαν την περιπέτεια της υγείας της, εμφανίστηκαν τυπικά στο νοσοκομείο, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, με σκοπό να σφετεριστούν την περιουσία της. Οι μαρτυρίες αυτές δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγομένων Μ. Κ., συζύγου του δεύτερου από αυτούς, αλλ’ ούτε και από τις … και …/2008 ένορκες βεβαιώσεις των Α. Φ. και Π. Ρ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίοι δεν έχουν άμεση γνώση και αντίληψη των κρίσιμων περιστατικών και, συνακόλουθα, οι μαρτυρίες τους δεν κρίνονται πειστικές, ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα [έγγραφα] που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι. Πειστική, επίσης, δεν κρίνεται και η μαρτυρία, στην …/21-1-2008 ένορκη βεβαίωση, της Ε. Ν., αποκλειστικής νοσοκόμου, η οποία, αγνοώντας τα ιατρικά πιστοποιητικά, τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και τις γνωμοδοτήσεις ειδικών γιατρών και δικαστικών γραφολόγων, βεβαιώνει ότι η διαθέτις, λίγες ημέρες πριν αποβιώσει, είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος, πολύ καλή μνήμη και απόλυτη επαφή με το περιβάλλον.
Συνεπώς, με βάση τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, κατά το χρόνο σύνταξης της από 4-12-2006 επίμαχης διαθήκης, η ανωτέρω διαθέτις ήταν ανίκανη για τη σύνταξή της και ως εκ τούτου η διαθήκη αυτή είναι άκυρη, κατ’ άρθρα 1718 και 1719 αριθμ. 3 εδ.α ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996 και αναπτύχθηκε ήδη στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί των εναγομένων που περιέχονται στους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους της έφεσής τους”.
Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. ‘Ετσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις, του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτό και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Επομένως, οι από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω, έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο ως προς την παραπάνω κύρια και από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ βάση της αγωγής, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ’αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα ελλείψεως συνειδήσεως της διαθέτιδος και της ψυχικής και διανοητικής διαταραχής από την οποία, λόγω έκπτωσης των ψυχικών και νοητικών λειτουργειών της, λόγω της ασθενείας της έπασχε, κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, η οποία (διαταραχή) περιόρισε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς της. Ειδικότερα, αναφέρεται στην απόφαση ότι η διαθέτις πριν από το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης διαθήκης, αλλά και κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο (4.12.2006), έπασχε από ψυχική και διανοητική διαταραχή και συγκεκριμένα από οργανικό ψυχοσύνδρομο (delirium), που προκάλεσε έκπτωση των νοητικών της λειτουργιών, εξαιτίας της σωρευτικής επίδρασης της νόσου της (αδενοκαρκίνωμα του ορθού με γενικευμένη καρκινωμάτωση κοιλίας και μεταστάσεις στο ήπαρ και τους πνεύμονες), η οποία (διαταραχή) προκάλεσε σ’αυτήν θόλωση της διάνοιάς της, εξαιτίας της οποίας, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου, δεν είχε τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία του περιεχομένου της διαθήκης που συνέταξε και να συλλάβει τη σημασία των ιδιαίτερων διατάξεών της και των συνεπειών που απέρρεαν από αυτή. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις, του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως περί ελλείψεως νομίμου βάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το οργανικό ψυχοσύνδρομο (delirium), από το οποίο έπασχε η διαθέτις, έχει παροδικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πραγματικό των ψυχικών – διανοητικών διαταραχών του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως της εφαρμοσθείσας διάταξης πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Επειδή, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως, του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις αποδείξεις, ούτε να επιβεβαιώνεται από πουθενά “ότι κατά τη συγκεκριμένη ημέρα της σύνταξης της επίδικης διαθήκης συνέτρεχε θόλωση της διανοίας της διαθέτιδος εξαιτίας οργανικού ψυχοσυνδρόμου – delirium”. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο στην παραδοχή του για την ουσιαστική βασιμότητα του ως άνω ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κλπ καθώς επίσης των ενόρκων βεβαιώσεων, των εκθέσεων πραγ/νης των γνωμοδοτήσεων και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι. Έτσι στην εν λόγω παραδοχή του το Εφετείο δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη και γι’αυτό πρέπει οι παραπάνω αιτιάσεις του ερευνώμενου (τρίτου) λόγω να απορριφθούν ως αβάσιμες. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ. του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΟλΑΠ 2/2008). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμία ωστόσο διάταξη, δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση, καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξ ετέρου οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (ΚΠολΔικ 390), όπως είναι οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων και οι γνωματεύσεις και ο σχολιασμός των εκθέσεων πραγ/νης, δεν είναι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα αλλά έγγραφα με ειδική ρύθμιση που εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο (ως δικαστικά τεκμήρια), χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή τους από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία τους. Επομένως η μνεία της απόφασης ότι “λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα” καλύπτει και αυτές και συνεπώς η παράλειψη μνείας τους στην απόφαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο από το άρθρο 559 αρ. 11 (Ολ ΑΠ 8/2005, Ολ ΑΠ 12/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναίρεσης, καθώς και με τον τέταρτο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο κατά τον σχηματισμό του δικανικού του πορίσματος, ως προς τη διανοητική και δικαιοπρακτική ικανότητα της διαθέτιδος της ένδικης διαθήκης, δεν έλαβε υπόψη την έκθεση πραγ/νης του δικαστικού πραγ/να Ε. Τ., καθώς και τις εκθέσεις του τεχνικού συμβούλου των αναιρεσειόντων Ι. Κ. (τρίτος λόγος) τις από 3.11.2008 “παρατηρήσεις” του Ι. Κ. (αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής) επί της από 3.1.2008 γνωμοδότησης του ψυχιάτρου Γ. Α., καθώς και τις από 23.5.2012 γνωματεύσεις των ιατρών Β. Β. και Γ. Α., για την πνευματική και ψυχική κατάσταση της διαθέτιδος (τέταρτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον από την αναφορά της απόφασης στην έκθεση του διορισθέντα με δικαστική επιταγή, πραγματογνώμονα, Ε. Τ. (φύλλο 5β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην έκθεση αυτή (φύλλο 9α) δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το ως άνω αποδεικτικό μέσο και το συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για την στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού του πορίσματος. Το ίδιο ισχύει και για τις επίμαχες γνωμοδοτήσεις και γνωματεύσεις, καθόσον η αναφορά της απόφασης “σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι” (φύλλο 6α) καλύπτει και αυτές, που αναμφίβολα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης λήφθηκαν υπόψη και δεν χρειαζόταν ειδική και χωριστή αξιολόγηση καθεμιάς τους (ΑΠ 1025/2014). Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι λόγοι (4ος και αιτιάσεις του 3ου) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 7 παρ.2γ του Ν.2472/1997 “περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, προκύπτει ότι για το “ευαίσθητο δεδομένο” της υγείας επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία αν “αφορά αποκλειστικά δεδομένα του υποκειμένου, τα οποία δημοσιοποιεί ή του είναι αναγκαία για την αναγνώριση ή άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον του δικαστηρίου”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 αρ. 3 του ΚΠολΔικ, ιδιωτικά έγγραφα, μεταξύ άλλων, θεωρούνται και οι μηχανικές απεικονίσεις και συνακόλουθα οι οπτικοακουστικοί δίσκοι (DVD). Εξάλλου κατά τα άρθρα 2 παρ.1, 9 παρ1 εδ. β, 9Α και 19 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκές Συμβάσεως για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντ. “κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, τη δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της Χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών βιντεοσκόπηση ιδιωτικής συνομιλίας, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι’ αυτό ασχέτως του χώρου όπου έγινε η βιντεοσκόπηση, στην οποία χωρίς τη συναίνεση του δευτέρου των βιντεοσκοπηθέντων αποτυπώθηκε είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως προσώπου που επιχείρησε τη βιντεοσκόπηση, δηλ. έστω και αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη βιντεοσκόπηση. Εξ άλλου χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα συνταγματικής ισχύος ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή, κατά του παραβάτη ποινικής κυρώσεως (ποινής φυλακίσεως) που προβλεπόταν κατά τον ένδικο χρόνο λήψεως της ένδικης βιντεοσκόπησης (χρόνος νοσηλείας στο ΚΑΤ 6-11-2006 έως 26-12-2006) από το άρθρο 370Α παρ.2 του ΠΚ, κατά το οποίο “όποιος αθέμιτα μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις, μεταξύ αυτού και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (Ολ ΑΠ 1/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες των διατάξεων των αριθμών 1 και 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά τις οποίες το Εφετείο, κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2 και 7 παρ.2γ του Ν. 2472/1997, δέχθηκε ότι ο οπτικοακουστικός δίσκος (DVD) που οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν νόμιμα στο Εφετείο (και που η λήψη του ήταν αναγκαία για την προάσπιση της μνήμης του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, ήτοι της διαθέτιδος θείας τους, ενώπιον του δικαστηρίου, για την αντίκρουση του ψευδούς ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης ότι η διαθέτις έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο και ότι συνακόλουθα η διαθήκη της είναι άκυρη) ήταν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο γιατί λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση της διαθέτιδος. Οι αιτιάσεις αυτές δεν ιδρύουν τους επικαλούμενους λόγους, τούτο δε γιατί εφόσον το Εφετείο δέχθηκε, ανέλεγκτα, ότι δεν υφίστατο συναίνεση της διαθέτιδος για την επίμαχη βιντεοσκόπηση, δεν υφίσταται παραβίαση των επικαλουμένων διατάξεων του Ν. 2472/1997, το δε επίμαχο αποδεικτικό μέσο ήταν ανεπίτρεπτο και ορθά δεν λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες και υπό την επίκληση των διατάξεων 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ , αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις αποδείξεις ότι δεν υφίστατο συναίνεση της διαθέτιδος για τη βιντεοσκόπηση, καθώς και ότι δεν αιτιολογεί γιατί δεν υπήρχε η συναίνεση αυτή, είναι αβάσιμες και μάλιστα ο λόγος του 559 αρ. 10 γιατί αφορά σε εκτίμηση των αποδείξεων και ο λόγος του 559 αρ. 19 γιατί αφορά σε αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε (Ολ ΑΠ 15/2006). Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις τους, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔικ. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27.12.2012 αίτηση των Κ. Α. Μ. και Δ. Α. Μ. κατά της Α. θυγ. Γ. Σ., για αναίρεση της υπ’αριθμ. 5387/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ