Απόφαση 2180 / 2009 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Προυποθέσεις ευθύνης προς αποζημίωση, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Οι έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομικές και η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την συνδρομή των για την επέλευση της ζημίας, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 του ΚΠολΔ. Προυποθέσεις για την ίδρυση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων.
Αριθμός 2180/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα—–
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση, Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη και Σοφία Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεόδωρου Σχινά και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …, 2) …, 3) Συνεταιρισμού με την επωνυμία “ΑΛΛΗΛΟΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΤΕΛ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ”, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξιο Καλπούζο και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/9/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2540/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1074/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1/10/2008 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καραχάλιου ανέγνωσε την από 25/9/2009 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη αμφοτέρων των λόγων, της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. β’ και 914 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο ή περισσότερων οχημάτων, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά του οδηγού παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας αποτελεί και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιτελούς οδηγού, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα οδικής Κυκλοφορίας δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση της συγκρούσεως αυτοκινήτων, αποτελεί, όμως, στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί, σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξ άλλου, οι έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του εμπλακέντος στο αυτοκινητικό ατύχημα οδηγού, για την επέλευση της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και του ζημιογόνου αποτελέσματος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α’ και β’ και 19 του Κ.Πολ.Δ, για ευθεία παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και για παράβαση διδαγμάτων της κοινής πείρας, καθώς και για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως. Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου, περί του εάν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται το δικαστήριο, ως αποδειχθέντα, καθ’ εαυτά, αντικειμενικώς και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, συγκροτούν ή όχι την έννοια της υπαιτιότητας και θεμελιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Εξ άλλου, έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, συντρέχει και όταν η απόφαση έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιφατικότητα δε ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε, όχι, όμως, αν οι ελλείψεις ή αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του σαφώς εκτιθεμένου στην απόφαση αποδεικτικού πορίσματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ., ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται και έτσι ιδρύεται ο προβλεπόμενος από την διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει, όταν αποδίδεται στον κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία εκδηλώνεται, όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθεί, ή όταν εφαρμόζεται εσφαλμένως. Για την αναίρεση, όμως, της αποφάσεως, πρέπει το σφάλμα να επέδρασε στο διατακτικό της. Στην παρούσα περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, εν σχέσει προς την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα οδηγών, εδέχθη, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, τα κατωτέρω, πραγματικά περιστατικά: “Στις … και περί ώρα 12.20 ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … δημόσιας χρήσεως υπεραστικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας του ιδίου και του δεύτερου εναγομένου… με το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο …-… και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες που προκαλούσε σε τρίτους από τη λειτουργία στον τρίτο εναγόμενο αλληλοασφαλιστικό οργανισμό και κινούμενος με κανονική ταχύτητα (περί τα 30 χιλιόμετρο ανά ώρα) στην προορισμένη αποκλειστικά για την κίνηση λεωφορείων δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της οδού …στην Αθήνα, με κατεύθυνση από τη λεωφόρο …προς τη λεωφόρο …, έφθασε στη συμβολή της οδού αυτής με την οδό …. Η οδός …είναι μονής κατευθύνσεως και έχει έξι λωρίδες κυκλοφορίας, εκ των οποίων η πρώτη από δεξιά σε σχέση με πορεία των οχημάτων είναι λεωφορειακή, η δε οδός ..φθάνει μέχρι την οδό …με την οποία έχει το σχήμα Τ ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Όταν ο οδηγός αυτός έφθασε στο παραπάνω σημείο κινήθηκε ελαφρώς προς τα αριστερά, χωρίς να εισέλθει στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας, για να αποφύγει ένα επιβατικό αυτοκίνητο που είχε σταθμεύσει στη δεύτερη γωνία των ως άνω οδών και κατελάμβανε κατά το ήμισυ μέρος του το πεζοδρόμιο της οδού …και κατά υπόλοιπο ήμισυ το οδόστρωμα της δεξιάς λωρίδας της οδού αυτής και εμπόδιζε την ευθύγραμμη πορεία του λεωφορείου. Την ίδια στιγμή ο ενάγων οδηγούσε τη με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα του και εκινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της οδού … πίσω από το ως άνω υπεραστικό λεωφορείο. Πλησιάζοντας στη συμβολή της οδού αυτής με την οδό …, πραγματοποίησε υπέρβαση από τα δεξιά του Λεωφορείου, τη στιγμή που ο οδηγός του είχε ανοιχθεί προς τα αριστερά και ετοιμαζόταν να διέλθει παραπλεύρως του ως άνω σταθμευμένου αυτοκινήτου. Όταν ο ενάγων έφθασε στο ύψος του εμπρόσθιου τμήματος του λεωφορείου, βλέποντας ότι το σταθμευμένο αυτοκίνητο εμποδίζει την ευθύγραμμη πορεία του και σκοπεύοντας να το παρακάμψει και ταυτόχρονα να ολοκληρώσει την υπέρβαση του λεωφορείου, επιχείρησε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά, μπροστά ακριβώς από το λεωφορείο, που συνέχιζε την πορεία του. Εξαιτίας όμως του ελιγμού αυτού έχασε την ισορροπία της μοτοσικλέτας και στην προσπάθειά του να την επαναφέρει στην πορεία της πραγματοποίησε απότομο ελιγμό προς τα δεξιά. Αποτέλεσμα ήταν να ανατραπεί η μοτοσικλέτα και να πέσει στο οδόστρωμα με τη δεξιά της πλευρά μαζί με τον αναβάτη της. Αμέσως μετά η πεσμένη στο οδόστρωμα μοτοσικλέτα παρασύρθηκε από το λεωφορείο, ο οδηγός του οποίου λόγω της αιφνιδιαστικής κίνησης της μοτοσικλέτας στην πορεία του και της μικρής απόστασης που τον χώριζε από αυτή, δεν μπόρεσε, να ακινητοποιήσει έγκαιρα το λεωφορείο. Τα σημεία επαφής των δυο οχημάτων είναι, του μεν λεωφορείου το κάτω δεξιό μέρος, του εμπρόσθιου προφυλακτήρα, της δε μοτοσικλέτας το πλαϊνό αριστερό μέρος και ειδικότερα το πίσω γρανάζι της αλυσίδας. Αυτή έπαθε φθορές και βλάβες στη δεξιά της πλευρά από το σύρσιμό της στο οδόστρωμα. Περαιτέρω συνέπεια ήταν να τραυματισθεί ο ενάγων, ο οποίος υπέστη κάταγμα σκαφοειδούς οστού δεξιού άκρου ποδός και κάκωση ποδοκνημικής. Οι παραπάνω συνθήκες του ατυχήματος προκύπτουν ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα του Τμήματος Τροχαίας …και τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες των δυο οχημάτων και του τόπου του ατυχήματος. Ο πρώτος από τους ως άνω μάρτυρες κατέθεσε ότι ο ενάγων είχε μπροστά του το σταθμευμένο ΙΧΕ αυτοκίνητο, που καταλάμβανε μέρος του οδοστρώματος της δεξιάς λωρίδας και εμπόδιζε την ευθύγραμμη πορεία της μοτοσικλέτας και ότι αυτή κτυπήθηκε από το λεωφορείο στο αριστερό της τμήμα και ειδικότερα στο γρανάζι της αλυσίδας. Εξάλλου ο δεύτερος μάρτυρας κατέθεσε ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας έκανε ελιγμό μπροστά από το λεωφορείο στην προσπάθειά του να αποφύγει το σταθμευμένο όχημα και η μοτοσικλέτα ανατράπηκε πριν έρθει σε επαφή με το λεωφορείο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι διέκοψε την πορεία της μοτοσικλέτας του, λόγω πυκνής κίνησης, μπροστά από το ακινητοποιημένο λεωφορείο των εναγομένων και ότι αυτό ξεκίνησε ξαφνικά, παρόλο που όλα τα οχήματα εξακολουθούσαν να είναι ακινητοποιημένα, και επέπεσε με τον εμπρόσθιο προφυλακτήρα του στο πίσω τμήμα της μοτοσικλέτας, με αποτέλεσμα την προς τα δεξιά ανατροπή της, δεν ευσταθεί, καθόσον αναιρείται από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και δεν ενισχύεται από κάποια από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις. Άλλωστε, η μοτοσικλέτα δεν έχει υποστεί βλάβες στο πίσω τμήμα της ούτε υπάρχουν βλάβες ή ίχνη από το οπίσθιο τμήμα της μοτοσικλέτας στο εμπρόσθιο τμήμα του λεωφορείου, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι η μοτοσικλέτα παρασύρθηκε από το λεωφορείο μετά την ανατροπή της στο οδόστρωμα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η μοτοσικλέτα σύρθηκε στο οδόστρωμα επί 2,40 μέτρα, όπως προκύπτει από το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας, αποδεικνύει ότι το λεωφορείο βρισκόταν σε κίνηση κατά το χρόνο του ατυχήματος και δεν υπήρχε ακινητοποίηση των οχημάτων, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων. Τούτο ενισχύεται και από τον ταχογράφο του λεωφορείου, από τον οποίο προκύπτει ότι το όχημα αυτό κατά το χρόνο του ατυχήματος (12.20 ώρα) είχε αναπτύξει ταχύτητα λίγο μεγαλύτερη των 30 χιλιομέτρων την ώρα. Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσικλέτας (ενάγοντος), η οποία συνίσταται στο ότι αυτός δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι εκινείτο σε λωρίδα κυκλοφορίας, στην οποία είχε καθοριστεί να κυκλοφορούν μέσα δημόσιας οδικής μαζικής μεταφοράς προσώπων, ότι στη λωρίδα αυτή προπορευόταν αυτού ένα τέτοιο μέσο και ότι τμήμα της εν λόγω λωρίδας κατελάμβανε σταθμευμένο αυτοκίνητο (άρθρα 12 παρ. 1 ΚΟΚ, 330 ΑΚ) και μπορούσε να καταβάλει και έπί πλέον πραγματοποίησε προσπέραση του προπορευόμενου λεωφορείου προς τα δεξιά, πράγμα που δεν επιτρέπεται (άρθρο 17 παρ. 2 ΚΟΚ), ενώ στη συνέχεια πραγματοποίησε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά, μπροστά από το κινούμενο κανονικά λεωφορείο, χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως, όπως ήταν υποχρεωμένος (άρθρο 21 παρ. 1, 2 ΚΟΚ) αν μπορούσε να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών τροχοφόρων, με αποτέλεσμα λόγω του απότομου ελιγμού να χάσει την ισορροπία και να ανατραπεί στο μέσο και προς τα αριστερά της λωρίδας κυκλοφορίας που ακολουθούσε. Αντίθετα, ο οδηγός του λεωφορείου δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα γιατί οδηγούσε αυτό κανονικά στη λωρίδα της οδού που είχε καθοριστεί να κυκλοφορούν λεωφορεία και με κανονική ταχύτητα, δεν μπορούσε όμως να αποφύγει το ατύχημα οσηδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε, καθόσον η μοτοσικλέτα, μετά την αντικανονική προσπέραση του λεωφορείου από δεξιά, εισήλθε στην πορεία του με απότομο ελιγμό προς τα αριστερά και ανατράπηκε μπροστά του εντελώς αιφνιδιαστικά και απρόβλεπτα και σε ελάχιστη απόσταση από το λεωφορείο. Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ατυχήματος και των εξ αυτού συνεπειών είναι ο ενάγων-αναιρεσείων και, εξαφανίζοντας την πρωτόδικο απόφαση, κατά παράδοχήν της εφέσεως των εναγομένων αναιρεσιβλήτων, απέρριψε την αγωγή τούτου, η οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή από το Πρωτόδικο δικαστήριο. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 19 του άρθρου 550 του Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως των προαναφερομένων διατάξεων, λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι, με τις ανωτέρω παραδοχές του, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, επί του ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι της υπαιτιότητας ή μη των εμπλακέντων στο ένδικο ατύχημα οδηγών, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ύπαρξη ή μη των όρων των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν. Οι αντίθετες δε αιτιάσεις υπό στοιχ. α, β, γ, δ, στ’, ζ, η’ κρίνονται απαράδεκτες, διότι ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην πληρέστερη ανάλυση και ανάπτυξη των αποδείξεων, το εκ των οποίων, όμως, πόρισμα εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Ωσαύτως, η αντίθετος αιτίαση, υπό στοιχείο ε’ κρίνεται αβάσιμος, διότι το Εφετείο αιτιολογεί την προς τα δεξιά ανατροπή της μοτοσικλέτας, δεχόμενο, ανελέγκτως, ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας, αναιρεσείων, “…επιχείρησε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά, μπροστά ακριβώς από το λεωφορείο, που συνέχιζε την πορεία του. Εξ αιτίας όμως του ελιγμού αυτού έχασε την ισορροπία της μοτοσικλέτας και την προσπάθειά του να την επαναφέρει στην πορεία της, πραγματοποίησε απότομο ελιγμό προς τα δεξιά. Αποτέλεσμα ήταν να ανατραπεί η μοτοσικλέτα και να πέσει στο οδόστρωμα με την δεξιά της πλευρά”.. Εξ άλλου, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., επειδή το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι ο αναιρεσείων “εκινείτο σε λωρίδα κυκλοφορίας, στην οποία είχε καθορισθεί να κυκλοφορούν μέσα δημοσίας οδικής μαζικής μεταφοράς προσώπων και στη λωρίδα αυτή προπορευόταν ένα τέτοιο μέσο….”, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 4, 52 ΚΟΚ 914 ΑΚ, εν συνδυασμώ προς την υπ’ αριθμ. Α57439/ 4306/17-10-2003 ΚΥΑ ΠΕΧΩΔΕ και ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, με την οποία μεταφέρθηκε η λωρίδα αποκλειστικής κυκλοφορίας ΜΜΜ από το κέντρο της οδού … στη δεξιά πλευρά της οδού (στο τμήμα μεταξύ της Λ. …και …) και ορίσθηκε ότι επιτρέπεται η κίνηση σ’ αυτή και δικύκλων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αλυσιτελής. Και τούτο, διότι τα λοιπά πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ανωτέρω, δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, το Εφετείο, προς στοιχειοθέτηση της υπαιτιότητος του αναιρεσείοντος, στην επέλευση του ατυχήματος (ήτοι υπέρβαση από δεξιά του λεωφορείου, απότομος ελιγμός προς τα αριστερά προκειμένου να παρακάμψει το σταθμευμένο αυτοκίνητο και ολοκληρώσει την υπέρβαση του λεωφορείου), αρκούν για την θεμελίωση της τοιαύτης υπαιτιότητας αυτού. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-10-2008 αίτηση του …, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1074/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ