ΑΡΙΘΜΟΣ 27/2022
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Διεθνείς πωλήσεις. Αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας. Πώληση γένους και πώληση είδους. Παράδοση πράγματος, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συμβάσεως. Δικαιώματα αγοραστή: αξίωση διόρθωσης ή άρσης του ελαττώματος ή αντικατάσταση του πράγματος. Διαφυγόν κέρδος. Αδικοπραξία.
– Στις περιπτώσεις διεθνών πωλήσεων που εκτελούνται με την αποστολή από τον πωλητή των εμπορευμάτων και την παραλαβή αυτών από τον αντισυμβαλλόμενό του σε άλλη χώρα, δηλαδή, συνδέονται με περισσότερες έννομες τάξεις, το δίκαιο, που θα διέπει τις συμβάσεις αυτές προσδιορίζεται καταρχήν από τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τις εκ των συμβάσεων αυτών έννομες σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών ρυθμίζει η “Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων”, που υπογράφηκε στη Βιέννη, στις 11-4-1980, τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1988 και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο σε 58 χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία. Η σύμβαση αυτή, η οποία περιέχει τους σχετικούς άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, έχει κυρωθεί τόσον από την Ελλάδα όσον και από τη Γερμανία. Στην Ελλάδα, η παραπάνω σύμβαση κυρώθηκε με το ν. 2532/1997 και τέθηκε σε ισχύ από 1-2-1999. Η ως άνω Σύμβαση ανήκει στην κατηγορία των αμέσως εκτελεστών συμβάσεων, αφού, κατ’ άρθρο 4 αυτής “Η παρούσα Σύμβαση διέπει αποκλειστικά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πωλητή και του αγοραστή που απορρέουν από αυτήν”. Η Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αλλά αμέσως εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Σύμβασης, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Με το άρθρο 6 της Σύμβασης επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπεται, δηλαδή, στα μέρη να συμφωνήσουν ρυθμίσεις, που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της εφαρμογής της, με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία του. Η Σύμβαση της Βιέννης εφαρμόζεται σε συμβάσεις πωλήσεως ή προμήθειας κινητών πραγμάτων, είτε έτοιμων είτε μελλόντων να κατασκευαστούν, μεταξύ μερών, που έχουν, κατά το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως, την εγκατάστασή τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, κατ’ άρθρο 10 περ. β’), σε διαφορετικά κράτη, εφόσον αυτά είναι “συμβαλλόμενα κράτη”. Εξάλλου, η Σύμβαση εφαρμόζεται, όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οδηγούν στην εφαρμογή του δικαίου ενός συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο 1). Η εν λόγω Σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθετήσεώς της. Έτσι, ο πωλητής, τόσον στη πώληση γένους όσον και στην πώληση είδους, έχει, ως κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής έχει ως κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 περ. α’ και β’). Ακολούθως, η Σύμβαση εισάγει έναν ενιαίο και γενικό λόγο ευθύνης, τη “συμβατική παράβαση”. Ο όρος αυτός υποδηλώνει κάθε μορφής και βαρύτητας παράβαση οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης υποχρεώσεως του πωλητή ή αγοραστή, δηλαδή, κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του ενός ή του άλλου. Ο όρος αυτός υποδηλώνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις που, στο πλαίσιο του Αστικού Κώδικα, είτε θα χαρακτηρίζονταν ως αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη ή πλημμελής εκπλήρωση είτε θα επέσυραν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού ενοχικού δικαίου του Α.Κ. Η ευθύνη για τις “συμβατικές παραβάσεις”, κατά τη Σύμβαση της Βιέννης, γεννάται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας αυτού που αθετεί, με την επιφύλαξη, βέβαια, της τυχόν συνδρομής των ειδικών λόγων απαλλαγής που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1. Ειδικότερα, η αξίωση αποζημιώσεως ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 74-79 της Σύμβασης αυτής. Περίπτωση απαλλαγής του οφειλέτη-αντισυμβαλλομένου καθορίζεται στο άρθρο 79 αυτής, το οποίο ορίζει ότι “ένας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψιν του το εμπόδιο ή να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ή τις συνέπειές του”. Η ρύθμιση αυτή διαφέρει από τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα, κατά το ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως της Βιέννης, ο οφειλέτης ευθύνεται και για τα τυχερά με τη στενή έννοια (άρα είναι αντικειμενική), για τα οποία δεν ευθύνεται κατά τον Α.Κ. και απαλλάσσεται μόνο σε περιπτώσεις ανώτερης βίας. Η αποζημίωση, που προβλέπεται με τη Σύμβαση της Βιέννης, είναι πάντα χρηματική, αποτελείται από το θετικό διαφέρον, ό,τι, δηλαδή, θα είχε το μέρος που ζημιώθηκε, αν η σύμβαση είχε εκπληρωθεί και περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος (άρθρο 74 παρ. 1). Η έκταση της αποζημίωσης προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2, που ορίζει ότι “η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή όφειλε να είχε προβλέψει ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης κατά το χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει”. Κριτήριο, δηλαδή, είναι η αντικειμενική, εκ των προτέρων, προβλεψιμότητα, όπως γίνεται δεκτό και στο ελληνικό δίκαιο, στο πλαίσιο της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας, για την έκταση της αιτιωδώς συνδεόμενης με την πράξη ζημίας, μόνον που αποκαταστατέα δεν είναι απλώς κάθε πιθανή ζημία, όπως δέχεται η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αλλά κάθε δυνατή ζημία, ως συνέπεια της πράξεως, αυξάνοντας την ευρύτητα της αποκαταστατέας ζημίας, σε σχέση με τον Α.Κ. Κατά τα λοιπά, ο υπολογισμός της ζημίας είναι συγκεκριμένος, όπως στον Α.Κ., ενώ το μέρος, που επικαλείται την αθέτηση της σχετικής συμβάσεως, πρέπει να λάβει όλα τα, κατά τις περιστάσεις, πρόσφορα μέτρα, για να περιορίσει τη ζημία, που προκύπτει από την αθέτηση της συμβάσεως. Αν παραλείψει να λάβει τέτοια μέτρα, το μέρος, που παρέβη τη σύμβαση, μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της σχετικής αποζημίωσης, κατά το μέρος που μπορούσε να περιοριστεί (άρθρο 77 της Σύμβασης της Βιέννης- άρθρο 300 του Α.Κ.). Σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση των συνεπειών των συμβατικών παραβάσεων, αυτές ρυθμίζονται με τρόπο, κατά βάση, ομοιόμορφο, τόσο για τον πωλητή όσον και για τον αγοραστή. Έτσι: 1) ο αντισυμβαλλόμενος του αθετούντος δικαιούται, καταρχήν, να αξιώσει την αυτούσια και προσήκουσα εκπλήρωση της αθετούμενης υποχρεώσεως (άρθρα 46 παρ. 1 και 62), εφόσον βέβαια αυτή είναι φυσικώς και νομικώς δυνατή. Στο πλαίσιο αυτό και σε περίπτωση παραδόσεως πράγματος, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συμβάσεως, ο αγοραστής δικαιούται να αξιώσει τη διόρθωση ή την άρση του ελαττώματος (άρθρο 46 παρ. 3) ή την αντικατάσταση του πράγματος (άρθρο 46 παρ. 2), εφόσον βέβαια, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για πώληση γένους. Αλλά και ο πωλητής έχει με ορισμένους όρους το ίδιο δικαίωμα (άρθρο 49). 2) Το δεύτερο δικαίωμα που παρέχεται στο δανειστή είναι να αξιώσει αποζημίωση (άρθρο 45 παρ. 1 περ.β’ , 61 παρ. 1β, 74-77) και μάλιστα σωρευτικώς με άλλα ένδικα βοηθήματα που τυχόν έχει ασκήσει (άρθρο 45 παρ. 2, 61 παρ. 2). 3) Τέλος, ο δανειστής δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (άρθρο 49), δικαίωμα, στο οποίο συγχωνεύεται η αναστροφή και εντάσσεται και το ειδικά ρυθμιζόμενο δικαίωμα για μείωση του τιμήματος, κατά το άρθρο 50. Κατά το άρθρο 35 παρ.1, εξάλλου, της ως άνω Σύμβασης “ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει κινητά πράγματα που κατά ποσότητα, ποιότητα και είδος, καθώς και ως προς τον τρόπο, κατά τον οποίο τοποθετούνται προς αποστολή ή συσκευάζονται, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης”.
– Ως διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία) λογίζεται το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Για την πληρότητα της αγωγής (άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ.), με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην απώλεια εσόδων, λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να εκτίθενται στο δικόγραφό της, σαφώς, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε, με πιθανότητα, από την επαγγελματική δραστηριότητα, το αιτηθέν ποσό κέρδους, δηλαδή, τα περιστατικά, που προσιδιάζουν στην προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί, δηλαδή, να αναφέρονται αφηρημένα οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά, απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδους, ως προς τα επιμέρους κονδύλια καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (Ολ.ΑΠ 22/1995, Ολ. ΑΠ 20/1992, ΑΠ 1048/2020, ΑΠ 698/2020, ΑΠ 206/2020, ΑΠ 2/2020).
– Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 914 του Α.Κ., συνάγεται ότι μόνη η έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως πωλήσεως ή μόνον η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του πωληθέντος δεν ιδρύει, αυτοθρόως, ευθύνη του πωλητή από αδικοπραξία, η οποία έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία έναντι της συμβατικής ευθύνης. Όταν, όμως, ο πωλητής, ενώ τελεί εν γνώσει της ελλείψεως της συμφωνηθείσας ιδιότητας ή της υπάρξεως του πραγματικού ελαττώματος, αποσιωπά τούτο δολίως, με εντεύθεν άμεση συνέπεια την υλική ή και ηθική ζημία του ζημιωθέντος, τότε, συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, εκτός από τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και δη της αστικής απάτης, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του Α.Κ., εφ` όσον συνιστούν συμπεριφορά, η οποία αντίκειται στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη αυτή να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, αλλά και ενέχει προσβολή δικαιώματος που αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, το οποίο αυτός όφειλε να σεβασθεί. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για συρροή αξιώσεων από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή, στην ίδια παροχή, οπότε είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση αυτών, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή (αξίωση από αδικοπραξία) ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οπότε σώζεται, ως προς αυτό. Με τα δεδομένα αυτά, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., αφού, χωρίς τη συμβατική σχέση, δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε, μπορεί να ασκηθεί η από αδικοπρακτική ευθύνη αξίωση, δεδομένου ότι, τότε, αυτή έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία, έναντι της συμβατικής. Με τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή των διατάξεων για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, όταν το ελαττωματικό κ.λ.π. πράγμα προκάλεσε ζημία σε άλλα πράγματα και προστατευόμενα έννομα αγαθά (υλικά ή ηθικά) του αγοραστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 του Α.Κ. προκύπτει, ότι, για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση, απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Στις προϋποθέσεις για την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης και συνεπώς υποχρέωσης του υπαιτίου προς αποζημίωση του αδικηθέντος περιλαμβάνονται η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ζημίας. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, κατά την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, υπάρχει, όταν το επιζήμιο γεγονός, κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε. Το αν η επελθούσα ζημία τελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την παράνομη πράξη του αδικοπραγήσαντος, αποτελεί ζήτημα κρινόμενο κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 783/2019, ΑΠ 266/2018, ΑΠ 1149/2014, ΑΠ 516/2014, ΑΠ 1375/2010, ΑΠ 500/2010).