Το τουρκικό γεωτρύπανο στην ανατολική Μεσόγειο, η γεωπολιτική διαμάχη μεταξύ Τουρκίας-Ελλάδας και Κύπρου, αλλά και η ανίσχυρη θέση των Βρυξελλών απέναντι στον Ερντογάν στον Τύπο.
Στο επίκεντρο του γερμανικού Τύπου βρίσκεται σήμερα ο απόπλους του νέου τουρκικού γεωτρύπανου «Αμπντούλ Χαμίντ Χαν», με τη Handesblatt να σημειώνει ότι αυξάνεται η δυσαρέσκεια των Βρυξελλών προς τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η Τουρκία στέλνει εκ νέου ένα γεωτρύπανο στην ανατολική Μεσόγειο, βάζοντας έτσι στο πρόγραμμα μία νέα διαμάχη με την Ελλάδα, σχολιάζει δημοσίευμα στη Süddeutsche Zeitung. Όπως παρατηρεί, «τα δύο κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ διαφωνούν εδώ και χρόνια για την κυριότητα και τα δικαιώματα εξόρυξης των ορυκτών πόρων στο θαλάσσιο βυθό».
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Τούρκου υπ. Ενέργειας, Φατίχ Ντονμέζ, το γεωτρύπανο θα ξεκινήσει τις εργασίες του στη «Γαλάζια Πατρίδα», ένας όρος που – όπως επισημαίνει η εφημερίδα του Μονάχου – είναι πολιτικά φορτισμένος «καθώς η Τουρκία τον χρησιμοποιεί για να εκφράσει τις διεκδικήσεις της σε μεγάλα τμήματα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου».
Το δημοσίευμα συνεχίζει αναφέροντας ότι η Άγκυρα θεωρεί ότι το δικαίωμά της για μία ενδεχόμενη εκμετάλλευση (σ.σ. των φυσικών πόρων στο Αιγαίο) παρεμποδίζεται, «επειδή η Ελλάδα, βασιζόμενη ακόμη και σε μικροσκοπικές, ακατοίκητες βραχονησίδες, έχει οριοθετήσει τα σύνορά της γύρω από τα νησιά της εις βάρος της Τουρκίας».
«Ωστόσο, τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, ως κράτους-μέλους της ΕΕ αναγνωρίζονται διεθνώς. Η Αθήνα – σε αντίθεση με την Άγκυρα – έχει επίσης υπογράψει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982, η οποία θεσπίζει το νομικό πλαίσιο για τις δραστηριότητες σε θαλάσσια ύδατα και ωκεανούς».
Από την άλλη, η γερμανική εφημερίδα επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν προσχώρησε ποτέ στη σύμβαση και δεν αισθάνεται ότι δεσμεύεται από αυτήν, προσθέτοντας ότι «και η Κύπρος αποτελεί μέρος αυτής της ελληνοτουρκικής διαμάχης, καθώς κοιτάσματα φυσικού αερίου υπάρχουν και γύρω από το διαιρεμένο νησί της Μεσογείου. Εκεί η Κυπριακή Δημοκρατία, κράτος-μέλος της ΕΕ, και η Τουρκία, καθώς και το βόρειο τμήμα της Κύπρου που κατελήφθη από την Τουρκία το 1974, μάχονται για τα δικαιώματα πρόσβασης. Ωστόσο, η “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” αναγνωρίζεται ως κράτος μόνο από την Άγκυρα».
Αυξάνεται η δυσαρέσκεια στις Βρυξέλλες
Η εφημερίδα Handelsblatt εστιάζει σε μία άλλη πτυχή: Τον εκνευρισμό των Βρυξελλών απέναντι στις κινήσεις του Ερντογάν.
Αναφερόμενη στη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογραμμίζει ότι «οι ισορροπίες είναι λεπτές, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. είναι ήδη προβληματικές. Στις Βρυξέλλες η δυσαρέσκεια κατά του Ερντογάν φαίνεται εδώ και εβδομάδες να αυξάνεται. Όχι μόνο οι προκλήσεις του προς την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και η προσέγγισή του με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και άλλους αυταρχικούς ηγέτες δείχνουν να εξοργίζουν τους εταίρους».
Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει η εφημερίδα, «υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους μία αντίδραση της Ε.Ε. και των ΗΠΑ κατά του νατοϊκού εταίρου και υποψήφιου προς ένταξη στην ΕΕ θεωρείται απίθανη: η σημασία της Τουρκίας είναι πλέον πολύ μεγάλη για να υπάρξει μία σκληρή αντίδραση εναντίον της».
«Επιπλέον, οι υπ. Εξωτερικών της Ε.Ε. δεν πρόκειται να συνεδριάσουν ξανά πριν από τα τέλη Αυγούστου. Συνεπώς, πριν από τη συνεδρίαση αυτή δεν αναμένεται καμία ευρωπαϊκή απάντηση στα καμώματα του Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης γνωρίζει πολύ καλά ότι από τη Δύση έχει το ελεύθερο, κάτι το οποίο θα μπορούσε να πυροδοτήσει επιπλέον εντάσεις σε βάρος της ΕΕ τους επόμενους μήνες και πριν από τις κρίσιμες εκλογές στη χώρα του».
Σύμφωνα, βέβαια, με τους ανταποκριτές της εφημερίδας σε Βρυξέλλες και Κωνσταντινούπολη, «οι συζητήσεις σχετικά με τις οχλήσεις Ερντογάν γίνονται μόνο σε κλειστούς κύκλους και αναπαράγονται στην Άγκυρα μέσω χαμηλών διπλωματικών διαύλων. Δημόσια ωστόσο η Κομισιόν και τα κράτη-μέλη τηρούν σιγή ιχθύος. Λόγος, ότι μία δημόσια επίπληξη δύσκολα θα προκαλούσε εντυπώσεις στον Τούρκο πρόεδρο – κάτι το οποίο θα υπογράμμιζε με τη σειρά του πόσο ανίσχυρες είναι οι Βρυξέλλες».