Ούτε η υπαγωγή σε ρύθμιση του νόμου Κατσέλη δεν “φρέναρε” τις συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων. Παρά το γεγονός ότι όλες οι οφειλές της δανειολήπτριας είχαν ενταχθεί στη ρύθμιση με τετραετή ορίζοντα αποπληρωμής σύμφωνα με απόφαση Ειρηνοδικείου, η ίδια συνέχισε να δέχεται τηλεφωνήματα για αυτές. Αποφάσισε έτσι να προσφύγει στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία την δικαίωσε και επέβαλλε πρόστιμο 20.000 ευρώ στην εταιρεία.
Η καταγγελία κατά Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις αφορούσε α) για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που συνίστατο σε συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις οφειλέτιδας, η οποία, εν γνώσει της καταγγελλόμενης εταιρείας (που διαχειριζόταν τις επίμαχες απαιτήσεις έναντι της τελευταίας με εξουσίες, κατά το οικείο νομοθετικό πλαίσιο, δανειστή), είχε δικαστική απαλλαγή από το υπόλοιπο των οφειλών της και β) για μη κατ΄ ουσίαν εξέταση των δικαιωμάτων που άσκησε η καταγγέλλουσα, ως υποκείμενο των δεδομένων, προφασιζόμενη τη δήθεν μη δυνατότητα ταυτοποίησής της.
Ειδικότερα, η Αρχή διαπίστωσε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η καταγγελλόμενη εταιρεία έθεσε αδικαιολόγητα πρόσκομμα στην άσκηση των δικαιωμάτων της καταγγέλλουσας, καθώς και ότι η επίμαχη επεξεργασία έλαβε χώρα άνευ νομικής βάσης.
Αρχή Προστασίας Δεδομένων: Ο ισχυρισμός περί διατήρησης ιδιότητας διαχειριστή
Παράλληλα, η ανεξάρτητη Αρχή αντικρούει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων πως οι τηλεφωνικές οχλήσεις αφορούσαν όχι τις οφειλές προς τράπεζες, αλλά εκείνες που απέρρεαν από την ιδιότητα της ομόρρυθμου εταίρου σε επιχείρηση.
«Με τη με αριθ. … προαναφερόμενη Απόφαση του Ειρηνοδικείου [περιοχής] Χ, η καταγγέλλουσα έχει ήδη απαλλαγεί από τις επίμαχες οφειλές, για τις οποίες οχλείτο τηλεφωνικά από την καταγγελλομένη. Το ζήτημα δε της ευθύνης της καταγγέλλουσας ως ομορρύθμου εταίρου – και άρα ως εμπόρου – κρίθηκε με την με αριθ. … Απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (η οποία είναι αμετάκλητη, όπως προκύπτει εκ του προσκομιζόμενου σχετικού πιστοποιητικού του Ειρηνοδικείου [περιοχής] Χ), το οποίο απέρριψε, μάλιστα, σχετικό ισχυρισμό της δικαιοπαρόχου τράπεζας περί της εμπορικής ιδιότητας της καταγγέλλουσας, καθ’ όσον προηγήθηκε χρονικά η παύση της εμπορικής δραστηριότητας της καταγγέλλουσας – οφειλέτιδας, και μεταγενέστερα η τελευταία προέβη σε παύση πληρωμών, γεγονός που τη νομιμοποίησε να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3869/2010. Εφόσον η καταγγέλλουσα – οφειλέτιδα έπαυσε να διατηρεί την εμπορική της ιδιότητα, συνέχισε τις πληρωμές της και κατόπιν τις έπαυσε, υποβάλλοντας νομίμως τη σχετική αίτηση για την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν, δηλαδή, η οφειλέτιδα διατηρούσε την εμπορική ιδιότητα θα απορριπτόταν η ανωτέρω αίτηση. Οι οφειλέτες απαλλάσσονται από τα χρέη άπαξ και μέσω μίας μόνο διαδικασίας, ήτοι είτε αυτής του Πτωχευτικού Κώδικα, είτε, όπως εν προκειμένω, του ν. 3869/2010 και πάντοτε σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της αίτησης της καταγγέλλουσας. Επομένως, ο ισχυρισμός της καταγγελλομένης περί εξακολούθησης της ενοχής της καταγγέλλουσας ως εμπόρου – ομορρύθμου εταίρου, δεν δύναται να ευδοκιμήσει, καθ’ όσον θα οδηγούσε στο αδιέξοδο να μην μπορεί να ενταχθεί η τελευταία στις διατάξεις του ν. 3869/2010, στον οποίο και υπήχθη» τονίζεται στην απόφαση της Αρχής.
Το επιχείρημα περί αναντιστοιχίας στοιχείων ταυτοποίησης
Η καταγγελλόμενη εταιρεία ισχυρίστηκε στη συνέχεια πως σε ότι αφορά τα δικαιώματα εναντίωσης και διαγραφής των στοιχείων ανέκυπτε ζήτημα ταυτοποίησής της λόγω του ότι επί του σώματος της σχετικής εξουσιοδότησης προς τον δικηγόρο της αναγραφόταν διαφορετικός αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας από αυτόν που είχε καταχωρημένο στα αρχεία της η καταγγελλομένη.
Η Αρχή, όμως, σημειώνει ότι «η καταγγελλόμενη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις διέθετε ως τέτοια, πλήρη τα στοιχεία των ανατιθέμενων σε αυτή προς διαχείριση φακέλων, μεταξύ των οποίων και εκείνων που αφορούσαν στις επίμαχες απαιτήσεις έναντι της καταγγέλλουσας, συμπεριλαμβανομένων, ως εκ τούτου, όλων των δεδομένων της τελευταίας, όπως αυτά προέκυπταν από τις επίμαχες δανειακές συμβάσεις (στις οποίες αναφέρεται π.χ. και ο ΑΦΜ του δανειολήπτη/εγγυητή), καθώς και το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας ενόψει της υπαγωγής της καταγγέλλουσας στις διατάξεις του ν. 3869/2010».
Επομένως, κατά την Αρχή «διέθετε μία σειρά προσωπικών δεδομένων της καταγγέλλουσας, χωρίς να εξαιρούνται και τα λοιπά στοιχεία του δελτίου ταυτότητάς της πλην του αριθμού του, με βάση τα οποία θα μπορούσε ευχερώς να ταυτοποιήσει με ασφάλεια την τελευταία αντιπαραβάλλοντάς τα με τα εμφαινόμενα στο σώμα της εν λόγω εξουσιοδότησης τοιαύτα, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που είχε προηγηθεί σωρεία τηλεφωνικών επικοινωνιών με την καταγγέλλουσα όχι μόνο για τις υφιστάμενες -κατά τους ισχυρισμούς της καταγγελλομένης- οφειλές της καταγγέλλουσας, αλλά και προκειμένου να εκφράσει η τελευταία τη βούλησή της όπως εκπροσωπηθεί από δικηγόρο για την άσκηση δικαιωμάτων της, όπως παραδέχεται και η ίδια η καταγγελλόμενη».
Σημειώνεται δε «συναφώς και η αντίφαση μεταξύ του ανωτέρω ισχυρισμού περί της απορρέουσας από την ανωτέρω εξουσιοδότηση αμφιβολίας ως προς την ταυτοποίηση της καταγγέλλουσας και της παραδοχής της καταγγελλομένης περί του ότι δεδομένα όπως ΑΦΜ, πατρώνυμο και ημερομηνία γέννησης αρκούσαν για την ταυτοποίηση της καταγγέλλουσας στο πλαίσιο των ανωτέρω εισερχόμενων και εξερχόμενων κλήσεων που έλαβαν χώρα».