Μαρία Λιλιοπούλου
Την αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας αφορά το συντριπτικό ποσοστό των εντολών άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, οι οποίες διατάσσονται κάθε χρόνο στη χώρα μας.
Την ίδια στιγμή αυξάνονται χρόνο με το χρόνο οι νόμιμες παρακολουθήσεις των επικοινωνιών πολιτών για διάφορους λόγους από τις Αρχές. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), τα οποία περιλαμβάνονται στην τελευταία έκθεση πεπραγμένων της Αρχής που αφορά το έτος 2020.
Συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα από 01.01. έως 31.12. 2020, από την ΑΔΑΕ παρελήφθησαν συνολικά περίπου 17.000 αιτήματα άρσεων απορρήτου και ειδικότερα:
- 13.751 διατάξεις που αφορούσαν την άρση απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, έναντι 11.680 το έτος 2019. Στον ανωτέρω αριθμό περιλαμβάνονται νέες περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, παρατάσεις προγενέστερων διατάξεων και διατάξεις που ορίζουν την παύση της άρσης του απορρήτου, πριν την παρέλευση του χρόνου που έχει ορισθεί από την αρχική διάταξη. Σημειωτέον ότι, οι ανωτέρω αναφερόμενοι αριθμοί αφορούν στο πλήθος των διατάξεων που έχουν εκδοθεί από τις δικαστικές αρχές και έχουν κοινοποιηθεί στην ΑΔΑΕ και όχι τον αριθμό των συνδέσεων ή ατόμων επί των οποίων διατάσσεται η άρση του απορρήτου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο κάθε διάταξης μπορεί να περιλαμβάνεται αριθμός συνδέσεων που υπερβαίνει τον ένα τηλεφωνικό αριθμό.
- 3.190 βουλεύματα δικαστικών συμβουλίων, έναντι 2.302 το έτος 2019.
Να σημειωθεί μάλιστα ότι βάσει των στοιχείων της Αρχής, το απόρρητο αίρεται με συχνότητα πενταπλασίως υψηλότερη για λόγους διασυνδεόμενους με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας σε σχέση με άρσεις που αφορούν τη διακρίβωση άλλων εγκλημάτων, όπως έχει ήδη αποκαλύψει το «ethnos.gr» σε παλαιότερο ρεπορτάζ του.
Δεδομένου ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η αιτιολόγηση αφορά λόγους εθνικής ασφαλείας, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως οι χιλιάδες πολίτως παρακολουθούνται νομίμως χωρίς μάλιστα να προβλέπεται στην περίπτωση αυτή ούτε ανώτατο όριο των παρατάσεων του διαστήματος παρακολούθησης, αλλά ούτε και δυνατότητα ο πολίτης να ενημερωθεί ποτέ ότι οι επικοινωνίες του είχαν μπει στο μικροσκόπιο της ΕΥΠ ή κάποιας άλλης υπηρεσίας.
Κι αυτό γιατί με την τροπολογία που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ έχει καταργηθεί πλήρως και σε κάθε περίπτωση, η, μέχρι τώρα προβλεπόμενη από τον νόμο, δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τον θιγέντα, στις περιπτώσεις που η άρση είχε λάβει χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας, μετά τη λήξη της και εφόσον δεν διακυβεύεται πλέον η αποτελεσματικότητα του μέτρου. Πλέον ακόμα και εάν ο λόγος της αρχικής παρακολούθησης δεν υφίσταται πια, στερείται από τον πολίτη το δικαίωμα να ενημερωθεί και ως εκ τούτου να εξετάσει εάν έχουν θιγεί τα συμφέροντά του. Να σημειωθεί μάλιστα ότι σύμφωνα και με την τοποθέτηση των μελών της ΑΔΑΕ για το θέμα, η διάταξη αυτή είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εως τώρα για την παράβαση αυτή έχουν καταδικαστεί από το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία.
Σήμερα και στη χώρα μας όταν η άρση διενεργείται για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο νόμος διευκολύνει ακόμα περισσότερο τη διαδικασία της παρακολούθησης, καθώς:
- δεν απαιτείται αιτιολογία,
- δεν απαιτείται ούτε η αναγραφή στη διάταξη «του ονόματος του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης», αλλά φτάνουν μόνο τηλεφωνικοί αριθμοί.
- Δεν τίθεται ανώτατο όριο ως προς τη δυνατότητα χορήγησης διαδοχικών, μετά την αρχική, παρατάσεων παρά το γεγονός ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει επισημάνει εμφατικά ότι υπάρχει ζήτημα ως προς τις επιταγές του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο απαιτεί οπωσδήποτε ορισμένη διάρκεια του μέτρου.
Ειδικά το τελευταίο ανοίγει το δρόμο για …επ αορίστω παρακολουθήσεις, γεγονός το οποίο προκύπτει και από τα στοιχεία της αναλογίας διατάξεων εθνικής ασφάλειας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και παύσεων της ισχύος τους πριν τη λήξη της διάταξης. Η άρση απορρήτου σταμάτησε μόλις στο …2% των περιπτώσεων το 2019, ενώ αντίστοιχο στοιχείο δεν αναφέρεται στην έκθεση του 2020.
Η Αρχή είχε ήδη κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις παρακολουθήσεις αυτού του είδους από το 2019, αναφέροντας στην έκθεσή της για εκείνη τη χρονιά ότι «πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάχρησης όταν αρκεί η αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας».
Τέτοιου είδους αιτηματα άρσης απορρήτου μάλιστα φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να απορριφθούν «προ της επίκλησης απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας» και «με κίνδυνο να υπάρξει τελικά κάποια διακινδύνευση στον τομέα αυτό».
Οι συνέπειες ωστόσο αυτής της πρακτικής είναι μείζονος σημασίας καθώς, όπως διαπίστωνε η ίδια έκθεση, «Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να υποκλαπούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων, για τα οποία εκ των υστέρων δεν αποδείχτηκε τίποτε, ενώ αυτά δεν θα πληροφορηθούν ποτέ ότι προσωπικά τους δεδομένα έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος υπέρβασης της δοθείσης δικαστικής έγκρισης ή των χωρικών παρακολουθήσεων».
Ακόμα δυσχερέστερη η ποιοτική αξιολόγηση το 2020 εξαιτίας της πανδημίας
Η ΑΔΑΕ παρά την κρισιμότητα του ρόλου της κρατείται διαχρονικά υποστελεχωμένη με αποτέλεσμα, όπως αναφερόταν στην έκθεση του 2019, να διαθέτει μόνο έναν υπάλληλο στο Αυτοτελές Τμήμα Ελέγχου Άρσης Απορρήτου.
Πλέον σε αυτό υπηρετούν δύο νομικοί. Ωστόσο – όπως προκύπτει – οι ποιοτικοί έλεγχοι των περίπου 17.000 διατάξεων και βουλευμάτων άρσης του απορρήτου για το 2020, την πρώτη πανδημική χρονιά – ήταν σχεδόν αδύνατοι για μεγάλο μέρος του έτους λόγω των αυστηρότατων μέτρων περιορισμού που είχαν ληφθεί δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα απόρρητα έγγραφα απαγορεύεται να μεταφερθούν εκτός γραφείων της Αρχής. Επιπροσθέτως λόγοι ασφάλειας που συνδέονται με την υψηλή διαβάθμιση των σχετικών εγγράφων και τα ευαίσθητα ζητήματα που αυτά πραγματεύονται, καθιστούν αυτονόητα ανέφικτη την τηλεπαρακολούθηση των συναφών υποθέσεων.
Ειδικότερα, βάσει των σχετικών αναφορών στην έκθεση του 2020, η οποία ακόμα δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον της Επιτροπής Θεσμων και Διαφάνειας της Βουλής, προκύπτει ότι «οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στη φυσική παρουσία των εργαζομένων στην έδρα της Αρχής λόγω των μέτρων που έλαβε η ελληνική πολιτεία προς ανάσχεση της πανδημικής κρίσης Covid-19, είχε άμεση συνέπεια στη διαχείριση των εισερχόμενων διατάξεων άρσης του απορρήτου. Είναι αυτονόητο δε ότι, λόγω του απόρρητου χαρακτήρα των τελευταίων, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επεξεργασία τους στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εργασίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ακραία υποστελέχωση του Αυτοτελούς Τμήματος Ελέγχου Άρσης Απορρήτου οδήγησε σε αδυναμία τόσο στατιστικής, όσο και ποιοτικής επεξεργασίας των διατάξεων. Δεν κατέστη συνεπώς, δυνατή ούτε η εξαγωγή συνθετικών συμπερασμάτων και συνδυαστικών κρίσεων σε σχέση με τα επιμέρους χαρακτηριστικά των διατάξεων άρσης του απορρήτου», τονίζεται.
Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι ψηφιοποιημένη. Μόλις το 2021 συμπληρώθηκε ο νόμος που προβλέπει την πλήρη αναμόρφωση και ψηφιοποίηση του συστήματος υπηρεσιακής διακίνησης των διατάξεων περί άρσης του απορρήτου μέσω κρυπτογραφημένης ηλεκτρονικής διαβίβασής τους από τις επισπεύδουσες Αρχές προς την ΑΔΑΕ.
Μέχρι τώρα, η Αρχή λάμβανε μόνο το φυσικό σώμα των διατάξεων, σε έγχαρτη μορφή – κάτι που δεν επέτρεπε την ηλεκτρονική επεξεργασία τους, αφού ποτέ δε διέθετε επάρκεια ανθρώπινων και υλικοτεχνικών πόρων για να προχωρήσει εξ ιδίων σε ψηφιοποίηση των εισερχόμενων διατάξεων.
Τι ελέγχει η ΑΔΑΕ
Σε ό,τι αφορά την αιτιολογία που περιλαμβάνουν οι διατάξεις, σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για τη διακρίβωση αδικημάτων, η ΑΔΑΕ απέχει από τη διατύπωση θέσεων που παρεισφρέουν στην ουσία της δικαστικής κρίσης και αφορούν κατά βάση, τη σκοπιμότητα λήψης τού υπό συζήτηση ειδικού ανακριτικού μέτρου.
Δεν ισχύει ωστόσο, το ίδιο με την υποχρέωση της Αρχής να καταγράφει τις περιπτώσεις αναιτιολόγητων διατάξεων ή τις περιπτώσεις προσχηματικής αιτιολογίας, όπως είναι για παράδειγμα, η απλή παράθεση ή επανάληψη της νομοθετικής διάταξης.
Ενα άλλο κρίσιμο στοιχείο είναι το συνολικό ποσοστό αποδοχής των αιτημάτων περί άρσης του απορρήτου. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε περιπτώσεις, όπου το ποσοστό αυτό έτεινε στα όρια καθολικής αποδοχής, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η χρήση του συστήματος μυστικών παρακολουθήσεων, … , είναι τουλάχιστον υπερβολική · γεγονός που ενδέχεται να συνδέεται εν μέρει με τις ελλιπείς εγγυήσεις του νομοθετικού πλαισίου».
Αναφορικά με τα ζητήματα που οφείλει η ΑΔΑΕ να αναδείξει και να επεξεργαστεί ποιοτικά σε σχέση με τη διαδικασία άρσης του απορρήτου, συγκαταλέγονται επίσης:
– Η κατηγοριοποίηση των αδικημάτων για τα οποία διατάσσεται η άρση του απορρήτου: συχνότητα, διάρκεια άρσης ανά είδος αδικήματος κοκ.
– Η διακρίβωση του τρόπου με τον οποίο αξιοποιείται η νέα διάταξη του άρθρου 34 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε σχέση με τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, στο πλαίσιο της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, για την οποία η Αρχή έχει ήδη διατυπώσει τις επιφυλάξεις της. Με τη νέα διαδικασία διευρύνεται η δυνατότητα άρσης του απορρήτου στην ευρύτερη κατηγορία των οικονομικών κακουργημάτων.
– Το εύρος της άρσης του απορρήτου: ποια μέσα επικοινωνίας δηλαδή αφορούν και με ποια συχνότητα οι διατάξεις περί άρσης. «Ειδικότερα, ενδιαφέρει να γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, μέσω των οποίων άλλωστε, στην εποχή μας διενεργείται ο μεγαλύτερος όγκος των επικοινωνιών. Πολλώ δε μάλλον που κατά καιρούς, έχουν αναδειχθεί στην επικαιρότητα, δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία εικάζεται ότι στον στόχο των υπηρεσιών πληροφοριών έχουν τεθεί και οι παρακολουθήσεις των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω επιφυών υπηρεσιών (over the top services)», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
– Το γεγονός ότι δεδομένου πως η συντριπτική πλειονότητα των διατάξεων περί άρσης αφορά λόγους εθνικής ασφάλειας που δεν απαιτεί αιτιολογία, ούτε αναγραφή ονόματος, ενώ δεν έχει πλαφόν στις χρονικές παρατάσεις στη διάταξη «είναι κρίσιμο να υπάρχουν ειδικά, στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας, ακριβείς καταγραφές ως προς τις παρατάσεις (αριθμός, συχνότητα, διάρκεια)», αναφέρει η Αρχή προσθέτοντας πως «τεκμηριωμένες πληροφορίες επ’ αυτού, θα έδιναν στην ΑΔΑΕ τη δυνατότητα να αναδείξει την ανακολουθία του εθνικού κανονιστικού πλαισίου ως προς τα προαπαιτούμενα της ΕΣΔΑ. Ενδεχομένως δε, η ΑΔΑΕ θα μπορούσε ακολούθως, να εισηγηθεί στον νομοθέτη, σχετική τροποποίηση με στόχο την εναρμόνιση του εθνικού κανονιστικού πλαισίου με τα κριτήρια της ΕΣΔΑ».
Οι κριτικές επισημάνσεις της ΑΔΑΕ από το 2019
«Προδήλως εμφανή» χαρακτήριζε η έκθεση πεπραγμένων τη συχνότερη προσφυγή των αρχών στην άρση του απορρήτου για λόγους αναγόμενους στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, ήδη από το 2019.
Για την τάση αυτή η ΑΔΑΕ είχε θέσει συγκεκριμένους προβληματισμούς:
- Στις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας την απόφαση λαμβάνει ο Εισαγγελέας Εφετών, ενώ όταν πρόκειται για άρσεις που αφορούν τη διακρίβωση εγκλημάτων, την απόφαση λαμβάνει κατ’ αρχάς, δικαστικό συμβούλιο – «όργανο του οποίου η συλλογικότητα παρέχει εξ’ ορισμού υψηλότερα εχέγγυα αξιοπιστίας σε σχέση με τη μονοπρόσωπη εισαγγελική αρχή».
- Στη διάταξη, διά της οποίας επιβάλλεται η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν προβλέπεται εκ του νόμου υποχρέωση αναγραφής του ονόματος «του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης». «Αυτό πρακτικά οδηγεί στη δυνατότητα άρσης του απορρήτου χαρακτήρα της επικοινωνίας για αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων (μη ατομικώς προσδιορισμένων). Στην περίπτωση ωστόσο, τέτοιων «μαζικών ή χωρικών» άρσεων ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας της εγχώριας διαδικασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΕΣΔΑ».
- Στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο νόμος δεν προβλέπει υποχρέωση αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης. Αν και η ΑΔΑΕ επισημαίνει πως η επιλογή αυτή του νομοθέτη συναρτάται με την ανάγκη διαφύλαξης πληροφοριών που ανάγονται στον σκληρό πυρήνα του κράτους και της ασφάλειάς του, «εντούτοις, η συστηματική άρση του απορρήτου στην πράξη, κυρίως, για λόγους εθνικής ασφάλειας εγείρει επιφυλάξεις και σκεπτικισμό. Ειδικότερα, η παράλειψη αιτιολογίας αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της αρχής της αναλογικότητας – γεγονός που θέτει αυτοτελή ζητήματα σε σχέση με τις αρχές και τα minima του κράτους δικαίου».
Πότε προβλέπεται άρση του απορρήτου
Η άρση του συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος στην απόρρητη, ελεύθερη ανταπόκριση μπορεί να διαταχθεί μόνο με εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας (εισαγγελική αρχή ή δικαστικό συμβούλιο) είτε για λόγους που αφορούν την προστασία της εθνικής ασφάλειας, είτε για λόγους που συνδέονται με τη διακρίβωση των περιοριστικώς αναφερόμενων στον νόμο εγκλημάτων (άρθρο 4 Ν. 2225/ 1994 και άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Στη διαδικασία αυτή η ΑΔΑΕ «υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών». Στην Αρχή παραδίδεται, μέσα σε κλειστό φάκελο, όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ και ένα ακόμη μέλος της, το οποίο είναι ειδικά εξουσιοδοτημένο γι΄αυτό. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης.