Η επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, προκαλεί νέους τριγμούς στην παγκόσμια τάξη, προκαλώντας ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, των δύο ισχυροτέρων οικονομιών του πλανήτη.
Ακόμη και πριν από την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν, οι σινο-αμερικανικές σχέσεις δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ιδανικές. Τώρα όμως εγείρεται ο κίνδυνος να επιδεινωθούν σε βαθμό τέτοιο, που να επηρεάσουν σημαντικά την παγκόσμια οικονομία.
Προς το παρόν, η κατάσταση μοιάζει ελεγχόμενη, εκτιμά o οικονομικός αναλυτής του «Guardian», Λάρι Έλιοτ. Μέχρι στιγμής, οι αγορές αντέδρασαν με ψυχραιμία στην είδηση της επίσκεψης Πελόζι στην Ταϊβάν, αλλά και στις στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας, ως «απάντηση» στις ΗΠΑ. Το βασικό σενάριο που επικρατεί, όπως εξηγεί ο «Guardian», είναι ότι η Κίνα θα αρκεστεί απλώς σε επίδειξη δύναμης και δεν θα προχωρήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης.
Παρ’ όλα αυτά, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίγκ, έχει στη διάθεσή του οικονομικά όπλα και ίσως επιλέξει να τα χρησιμοποιήσει. Για παράδειγμα, το Πεκίνο θα μπορούσε να υψώσει εμπόδια στις αμερικανικές επιχειρήσεις που επιθυμούν πρόσβαση στην κινεζική αγορά. Για παράδειγμα, η πολυπόθητη έγκριση που περιμένει η Boeing για επαναφορά του 737 Max στην τεράστιας σημασίας κινεζική αγορά μπορεί να καθυστερήσει επ’ αόριστον.
Ένας «ψυχρός οικονομικός πόλεμος» μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου θυμίζει τις συνθήκες επί προεδρίας Τραμπ και την εκστρατεία επιβολής δασμών σε βάρος κινεζικών προϊόντων που είχε εξαπολύσει ο τότε Αμερικανός πρόεδρος, στο πλαίσιο του δόγματος «Πρώτα η Αμερική».
Μια επιδείνωση σχέσεων με αφορμή την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν θα μπορούσε να επιταχύνει την αποσύνδεση των δύο μεγαλυτέρων οικονομιών, μια τάση που είχε αρχίσει επί προεδρίας Τραμπ και συνεχίζεται επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα από τα ελάχιστα πράγματα στα οποία συμφωνούν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί είναι ότι βλέπουν την Κίνα ως «απειλή».
Σε αυτό το σημείο, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος κλιμάκωσης της έντασης από την πλευρά της Κίνας, με το Πεκίνο να εκμεταλλεύεται την εξάρτηση της Ταϊβάν από εισαγόμενα καύσιμα, επιβάλλοντας εμπάργκο στο νησί. Μια τέτοια εξέλιξη θα «γονάτιζε» τη βιομηχανία της Ταϊβάν, με τεράστιες όμως επιπτώσεις και για την παγκόσμια οικονομία, καθώς το 92% της παγκόσμιας παραγωγής εξελιγμένων ημιαγωγών προέρχεται από την εταιρεία TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company), τη μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών στον κόσμο.
Δεδομένου ότι σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής ημιαγωγών γίνεται στην Ταϊβάν, η επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές θα προκαλούσε σοβαρούς τριγμούς σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως εξηγεί ο Μαρκ Γουίλιαμς, αναλυτής της Capital Economics. Τα μικροτσίπ χρησιμοποιούνται σχεδόν παντού, από κινητά τηλέφωνα μέχρι αυτοκίνητα και ήδη παρατηρούνταν σοβαρές ελλείψεις στη διεθνή αγορά.
Σε έναν κόσμο που ήδη βιώνει τις επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης, με εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και των τιμών σε βασικά είδη διατροφής, η έλλειψη ημιαγωγών θα προκαλούσε σημαντικά προβλήματα στην παραγωγή, οδηγώντας σε ακόμη πιο υψηλό πληθωρισμό και πιο αδύναμη ανάπτυξη.
Αναπόφευκτα, οι κινήσεις του Πεκίνου θα είχαν ως συνέπεια μια απάντηση της αμερικανικής πλευράς, υπό τη μορφή επιβολής οικονομικών κυρώσεων και παγώματος περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να αποκλείεται και ένα σενάριο στρατιωτικής παρέμβασης
Οι αγορές φαίνεται να υποτιμούν το ρίσκο της Ταϊβάν, επισημαίνεται στην ανάλυση του «Guardian». Το πρώτο «θύμα» είναι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Αυξημένος είναι και ο κίνδυνος εμπορικών περιορισμών, ως μέσου επιβολής αντιποίνων.
Η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία σήμανε την εποχή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Η νέα ένταση στις σινο-αμερικανικές εμπορικές σχέσεις θα μπορούσε να μετατρέψει αυτόν τον Ψυχρό Πόλεμο σε θερμό, με ό,τι κι αν σημαίνει κάτι τέτοιο για την παγκόσμια οικονομία.