ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ
Σύμφωνα με ένα έγγραφο γραμμένο στα ελληνικά, ο Μωάμεθ Πορθητής για να αποφύγει μαζική έξοδο Μοραϊτών προκρίτων, «απέστειλε ένα δίπλωμα υπέρ των κυριότερων οικογενειών της Πελοποννήσου, στο οποίο όριζε […] ότι οι Έλληνες δεν θα υποστούν την παραμικρή προσωπική ή περιουσιακή αδικία και ότι τα συμφέροντά τους θα τύχουν μεγαλύτερης προστασίας υπό την ηγεμονία του απ’ ότι υπό τους προηγούμενους ηγεμόνες». […]ο σουλτάνος όριζε ονομαστικά: «ο άρχων κυρ Σφαντζής με όλους τους εδικούς του, και κυρ Μανουήλ Ραούλ με όλους τους εδικούς του, και κυρ Σοφιανός με όλους τους εδικούς του, και Λάσκαρις κυρ Δημήτριος με όλους τους εδικούς του, και Διπλοβατζέοι, Παγομενέοι, Φραγκοπουλέοι και Σγουρομαλέοι και Μαυρόπαπας και Φιλανθρωπινέοι και Περουμπουιείοι και εις όσοι άλλοι θελήσουν ναρθούν» (Hammer, Histoire de l’Empire ottoman, τ.3). Παρόλα αυτά η μεγάλη πλειονότητα των αρχόντων προτίμησε να αναζητήσει καταφύγιο στη Δύση, με εξαίρεση τις οικογένειες Νοταρά, Κρεββατά και μερικές ακόμη.
Το 1659 ο Γενικός Ναύαρχος Φραντσέσκο Μοροζίνι υιοθέτησε παρόμοια τακτική για να διασπάσει το εσωτερικό των Οθωμανών στον πόλεμο της Κρήτης. Με τον όρο ότι η περιφέρεια της Καλαμάτας θα «απελευθερωνόταν» στο όνομα της Βενετίας, υποσχέθηκε εδάφη, χωράφια, αμπελώνες και άλλα αγαθά στην οικογένεια Λογοθέτη, η οποία είχε συγκεντρώσει 70 στρατιώτες για το σκοπό αυτό∙ η επιχείρηση απέτυχε και η οικογένεια καταστράφηκε. Ανταλλάσσεται μυστική αλληλογραφία μεταξύ των ενετικών αρχών και των Γερόντων των χωριών, οι οποίοι απαντούν με τη σειρά τους «à nome di tutto il popolo greco» (στο όνομα ολόκληρου του ελληνικού λαού). Ο ιδρυτής της μεγάλης οικογένειας Μπενάκη στην Καλαμάτα, Λυμπεράκης Γερακάρης, αποδεικνύεται ευφυέστερος. Ανακατεμένος στην πειρατεία και τη ληστεία, επωφελείται από τις μάχες μεταξύ Ενετών και Οθωμανών και περνάει διαδοχικά από το ένα στο άλλο στρατόπεδο. Αυτή η ριψοκίνδυνη τακτική του επιφυλάσσει περιπέτειες αλλά και αγαθά και τίτλους ευγενείας. Την ίδια εποχή τρεις πρόκριτοι της περιφέρειας της Καρύταινας, ο Χρονάς, ο Αθανάσης Κουλάς και ο Γέρων του Άκοβου, στέλνουν εκπροσώπους στον Φ.Μοροζίνι ομνύοντας πίστη στη Βενετία και ζητώντας την προστασία της. Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές οι Ενετοί αποζημιώνουν τους φίλους τους και μόλις καταλαμβάνουν τον Μοριά, παραχωρούν στον Γέροντα του Άκοβου τον τίτλο του sindici, δηλαδή του συμβούλου του κάστρου του.
[…]Μετά την επανάκτηση της χώρας το 1715 οι Τούρκοι εγκαθιστούν ένα διευρυμένο κοινοτικό σύστημα, ταιριαστό με τη δική τους διοικητική ιεραρχία, η οποία έχει εγκατασταθεί στη χώρα. Ήδη το 1714 μια αποστολή Μοραϊτών προκρίτων στην κεντρική Ελλάδα σπεύδει να ενταχθεί στο στρατόπεδο των Τούρκων, στους οποίους υπόσχεται υποταγή και ευπείθεια. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Χρονάς, Α. Κουλάς και Σύντυχος περιλαμβάνονται εκ νέου μεταξύ εκείνων που ομνύουν υποταγή στον Σουλτάνο και προσφέρουν δώρα στους Οθωμανούς αξιωματούχους. Τελικά η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται σε τρεις μήνες. Σε αντάλλαγμα, οι Τούρκοι παραχωρούν στους κατοίκους προνόμια που επιτρέπουν «μια δημοκρατική διακυβέρνηση» (σύμφωνα με την πολύ αισιόδοξη άποψη του Κανέλλου Δεληγιάννη), και απαγορεύουν στα οθωμανικά στελέχη κάθε ανάμιξη στις περιφερειακές υποθέσεις, αποκλειστικό φέουδο των χριστιανών προκρίτων. Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις των χριστιανών, όσο οι τελευταίοι στήριζαν παθητικά το οθωμανικό καθεστώς και πλήρωναν κανονικά τους φόρους τους.
Η Πελοπόννησος είχε μακρά παράδοση κοινοτικής διοίκησης υπό διάφορες εξουσίες. Ο πληθυσμός της στην πραγματικότητα υπέφερε από συνεχείς πολέμους μεταξύ επίδοξων κατακτητών και από την απληστία των κυριάρχων. Εντούτοις, παρά τη μόνιμη ανασφάλεια της συγκυρίας, οι εξέχουσες οικογένειες έκαναν από νωρίς όνομα στη χώρα και, κατά την άσκηση της τέχνης της διοίκησης των συμπατριωτών τους, έμαθαν να προσαρμόζονται αμέσως στα γεγονότα∙ είναι η περίπτωση των οικογενειών «του Συντύχου στην Καρύταινα, του Νοταρά στην Κόρινθο, του Ζαΐμη στα Καλάβρυτα, του Μπενάκη στην Καλαμάτα, του Κρεββατά στη Σπάρτη και πολλών άλλων αλλού».
Η τοπική αριστοκρατία. Η γέννηση των μεγάλων χριστιανικών οικογενειών στον Μοριά
Παρά την αναστάτωση που επήλθε με την οθωμανική κατάκτηση υπήρχαν, ακόμη και τις παραμονές του πολέμου της Ανεξαρτησίας, οικογένειες με κύρος που ανάγονταν στη βυζαντινή εποχή, όπως η οικογένεια Νοταρά στην Κόρινθο. Η ανάδειξη της οικογένειας Κρεββατά, προεστών της Λακωνίας, ανάγεται επίσης στη βυζαντινή περίοδο. Εξάλλου, λίγοι τοπικοί ηγέτες οι οποίοι, κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, διαπραγματεύονταν επιτυχώς άλλοτε με τους Ενετούς και άλλοτε με τους Τούρκους, δημιούργησαν ισχυρούς οίκους. […]
Οφείλουμε να προειδοποιήσουμε εδώ ότι μερικά κείμενα σχετικά με την ανάδειξη των διάσημων ελληνικών οικογενειών του Μοριά εξωραΐζουν την κατάσταση. Η σπάνις των πηγών σ’ αυτό το χώρο επέτρεψε στις ισχυρές χριστιανικές οικογένειες να φτιάξουν γενεαλογικά δέντρα, υπερηφανευόμενες για τη βυζαντινή τους καταγωγή και για διάφορες γενναίες πράξεις. Αλλά μόλις μετά την ελληνική επανάσταση ένιωσαν την ανάγκη να εξιδανικεύσουν το παρελθόν τους.
Η καταγωγή της οικογένειας Δεληγιάννη, ισχυρότατης στον τόπο καταγωγής της τη Γορτυνία όπως και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, εμφανίζεται θολή. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, η οικογένεια κατάγεται από τους ευγενείς της Καμπανίας ή, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, διογκωμένη κι αυτή, προήλθε από την κρητική ευγένεια∙ μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (824) κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Μακεδονία. Έξι αιώνες αργότερα, στην εκστρατεία του Μωάμεθ Β΄ στην Ελλάδα, ένας μορφωμένος απόγονος της κρητικής οικογένειας Λίτινα υπηρετούσε ως δραγουμάνος των επικεφαλής του τουρκικού στρατού και ακολούθησε τους κατακτητές στον Μοριά. Εγκαταστάθηκε λοιπόν στη Γορτυνία, όπου βρίσκονταν τα τιμάρια του Τούρκου προστάτη του. Χάρη στις σχέσεις, τις γνωριμίες και το γάμο του ρίζωσε εκεί και ίδρυσε τον περίφημο οίκο.
[…]Το επόμενο παράδειγμα, από τα Απομνημονεύματα του Παναγιώτη Παπατσώνη, περιγράφει καθαρά τη βασιλική οδό από την οποία μπορούσε κανείς να δημιουργήσει περιουσία και να αναλάβει κοινοτικά αξιώματα. Ο ομώνυμος προπάππος του εγκαταλείπει το πατρικό χωριό του μετά τις ταραχές που ακολουθούν τη δολοφονία μερικών Τούρκων. Τελικά καταφεύγει στον πλούσιο μουσουλμάνο πρόκριτο της Ανδρούσσας, Μουσταφά, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο μετά την τουρκική επανάκτηση. Εν συνεχεία ο γιος του, παππούς του Παναγιώτη Παπατσώνη, χειροτονείται ιερέας (1761) και έκτοτε αρχίζει να συναναστρέφεται ισχυρούς Τούρκους. Ως ιερέας δίνει την ευλογία του, την οποία οι άρρωστοι μουσουλμάνοι θεωρούν θαυματουργή και κερδίζει έτσι την εύνοια των Τούρκων («…τον εκάλουν και αι Τουρκίναι πολλάκις, ίνα τους διαβάζη τα παιδιά των πάσχοντα από διαφόρους ασθενείας και ενίοτε εθεραπεύοντο τη θεία προνοία· και ως εκ τούτου ευνοείτο περισσότερον, ώστε κατέστη είς εκ των προεστώτων της επαρχίας…», σ.28). Μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο, οι πρωταγωνιστές της μοραΐτικης εξέγερσης του 1770, που συγκλόνισε τη χερσόνησο, αυτοεξορίστηκαν και μεταξύ αυτών ο άρχοντας της Καλαμάτας Παναγιώτης Μπενάκης. Την περίοδο εκείνη ο Μουσαγάς, προστάτης του Παπατσώνη και αρχηγός της περιφέρειας, πέθανε χωρίς απογόνους και το τσιφλίκι του (44 χωριά σε τρεις περιοχές Ανδρούσσα, Καλαμάτα και Λεοντάρι) δημεύτηκε για λογαριασμό της Μπεϊχάν, αδελφής του Σελίμ Γ΄(1789-1807). Ο Παπατσώνης εκμεταλλεύεται πάλι την ευκαιρία: Απευθύνεται στον εκπρόσωπο (κεχαγιά) της Σουλτάνας και κατορθώνει να ονομαστεί πρόκριτος με φιρμάνι, το οποίο καθιερώνει τη διοικητική ένωση των χωριών αυτών με την ονομασία Emlâk-I Hümâyûn (ή Εμπλάκικα =αυτοκρατορική περιουσία). Η οικογένεια παρέμεινε κυρίαρχη έως τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η λαμπρότερη επιτυχία της όμως είναι η ενοικίαση των εισοδημάτων του σουλτάνου. Σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του εγγονού του, ο Παπατσώνης κατόρθωσε να εισπράξει το 1772, 68.800 πιάστρα έναντι των 15.000 πιάστρων που όφειλε∙ συνεπώς σε ένα χρόνο σχεδόν πενταπλασίασε το κεφάλαιό του. […].
Οι Μοραΐτες μουσουλμάνοι πρόκριτοι
[…]Οι Τούρκοι, αφού έδιωξαν τους Ενετούς το 1715, επανασύστησαν το προηγούμενο καθεστώς. Επαναπατρίστηκαν οι παλαιοί γαιοκτήμονες και, σύμφωνα με την οθωμανική συνήθεια, τα χέρσα χωράφια καθώς και τα υπόλοιπα εύφορα εδάφη μοιράστηκαν στους σπαχήδες που είχαν μετάσχει στον κατακτητικό πόλεμο. Την περίοδο αυτή, επτά ευγενείς οικογένειες οι αρχηγοί των οποίων φέρουν το όνομα μπιμπασής (στρατηγός χιλίων ανδρών) και οι οποίες εγκαθίστανται στο Μοριά, αναλαμβάνουν την πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση της επαρχίας. Οι εν λόγω αξιωματικοί, παρά τη σημασία του στρατιωτικού τους ρόλου, διοικούν συνήθως σώματα μόλις 200-400 ανδρών και, σύμφωνα με το νόμο, οφείλουν υπακοή στους τοπικούς κυβερνήτες (βοεβόδες) και στον ανώτερό τους, τον Πασά του Μοριά. Μεταξύ αυτών, οι οίκοι του Απντίμ Μπέη στην Κόρινθο, του Αρναούτογλου στην Τριπολιτσά και του Μεχμέτ Μπέη στην Κορώνη παρέμειναν επιφανείς έως τη λήξη της τουρκοκρατίας. Αντιθέτως, οι οίκοι του Οτομάν στην Ήλιδα, του Αχμέτ Αγά στην Πάτρα, του Νουρί Αγά στη Λακωνία και του Απδαγά στη Μονεμβασία, καθώς και ο οίκος του Μουσαγά, προστάτη του Παπατσώνη και προκρίτου της Μεσσηνίας, δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την επιρροή τους καθ’ όλη τη Β΄ τουρκική κατοχή του Μοριά (1715-1821). Όμως οι Αρναούτογλου, από τις επιφανέστερες οικογένειες έως τις παραμονές της Ανεξαρτησίας, προήλθαν, από την πρώτη κατάκτηση, από ένα μέτριο τομέα του οποίου η εύνοια του πασά είχε αυξήσει την επιρροή και την περιουσία, σύμφωνα με ένα σχήμα που επαναλήφθηκε πολλές φορές από τους Οθωμανούς.
[…]Όπως φαίνεται, οι μουσουλμάνοι προεστοί διεκδικούσαν δημόσιες θέσεις και προσπαθούσαν να ελέγχουν τη διοίκηση της Τριπολιτσάς. Στην πραγματικότητα, παράλληλα με την οικονομική τους κυριαρχία, την οποία όφειλαν στις τεράστιες περιουσίες τους που αυξάνονταν περισσότερο με τη συσσώρευση αξιωμάτων, επέβαλλαν την εξουσία τους στους πληθυσμούς και, επειδή συνήθως εκμίσθωναν τα αυτοκρατορικά έσοδα των επαρχιών, ονομάζονταν βοεβόδες. Είναι η περίπτωση του Μουσταφάμπεη, βοεβόδα του Πύργου, μέλος της οικογένειας των Οτομάν και του Σουλεϊμάν Αγά Αρναούτογλου, βοεβόδα της Καλαμάτας. […]
Μολαταύτα, με εξαίρεση την οικογένεια του Καμίλπμεη, του Αρναούτογλου και των Οτομάν-ζάντε, οι αγιάνηδες, ενώ αναλάμβαναν διοικητικά αξιώματα, φαίνεται ότι δεν μπορούσαν εύκολα να εξασφαλίσουν κληρονομική θέση στην τοπική ιεραρχία, πόσο μάλλον που η κυβέρνηση δεν δίσταζε, ευκαιρίας δοθείσης, να τους αντικαθιστά, δηλ. να τους σκοτώνει. Είναι πασίγνωστο εξάλλου ότι το οθωμανικό σύστημα ήταν εχθρικό απέναντι στη δημιουργία κληρονομικής αριστοκρατίας. Όμως ο Ι.Φιλίμων προσθέτει ότι ήταν προτιμότερο να διοικούνται οι επαρχίες από τοπικούς μουσουλμάνους άρχοντες, δεδομένου ότι οι τελευταίοι ως φορο-εισπράκτορες και μεγαλο-γαιοκτήμονες, αποδεικνύονταν επιεικέστεροι από τους προσωρινούς πασάδες. Οι οικογένειες των χριστιανών προκρίτων, παρά τους σταθερούς κινδύνους, εμφανίζονται μερικές φορές πιο ευκατάστατες χάρη στην υποταγή, την ευπείθεια στα συστήματα προστασίας και την υποχρεωτικά δευτερεύουσα θέση τους. Βλέπουμε ότι οι μεγάλες χριστιανικές οικογένειες διατηρούνται ακόμη και μετά τη δήμευση των υπαρχόντων τους και την εκτέλεση των κεφαλών τους, διότι γνωρίζουν την τέχνη της πολιτικής επιβίωσης. Το παράδειγμα της οικογένειας Μπενάκη αλλά και των οικογενειών Δεληγιάννη και Παπατσώνη είναι χαρακτηριστικό.
Πράγματι, οι Μοραΐτες μουσουλμάνοι προεστοί, αξιομνημόνευτοι περισσότερο για τον πλούτο παρά για τη στρατιωτική τους δύναμη, αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα. Η αριθμητική αδυναμία του μουσουλμανικού πληθυσμού στο Μοριά υποχρέωνε τους αγιάνηδες να συνεργάζονται με τους χριστιανούς προκρίτους, «υποδεέστερους» βέβαια αλλά σχετικά πολυάριθμους. Η δημογραφική υπεροχή των χριστιανών συνιστούσε στέρεο πλεονέκτημα, αφού η κεντρική εξουσία δεν θα διακινδύνευε, για λόγους φορολογικής και πολιτικής τάξης, να προκαλέσει τη μαζική δυσαρέσκεια των ραγιάδων.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Μοριά κατά τη διάρκεια του ρωσο-τουρκικού πολέμου (1770) οι Μοραΐτες αγιάνηδες, «ξένοι προς τη στρατιωτική τέχνη», δεν κατόρθωσαν να στρατολογήσουν παρά μόνο αλβανικά σώματα τα οποία ερήμωσαν τη χώρα, προκειμένου να επαναφέρουν την τάξη. Η κυβέρνηση, για να καταστείλει την εξέγερση, αναγκάστηκε να απευθυνθεί στους αγιάνηδες της Μακεδονίας και της Ανατολίας, οι οποίοι εισέβαλαν στη μοραΐτικη επικράτεια επικεφαλής 6.500 μισθοφόρων, στρατολογημένων εξόδοις των εν λόγω αγιάνηδων. Οι μουσουλμάνοι προεστοί της Πελοποννήσου, οι οποίοι αντλούσαν τη δύναμή τους από την απαλλοτρίωση εσόδων και γαιών αλλά στερούνταν αξιόλογων στρατιωτικών δυνάμεων, εξαρτιόνταν συνεχώς από την Πύλη και δεν μπόρεσαν να φτάσουν το ύψος επιρροής των διάσημων συγχρόνων τους αγιάνηδων της Ανατολίας.»