Γράφει ο Ιωάννης Σαρρής – Ιστολόγιο Φιλαλήθεια
Η έννοια της εθνικής ταυτότητος απετέλεσε μάλλον ένα δυναμικό φαινόμενο μέσα στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τυγχάνει συχνά παρανοήσεων και ιδεολογικής αποχρώσεως στρεβλώσεων. Εν τούτοις, η κριτική εξέταση του τρόπου δια του οποίου εξελίχθηκε σε αυτό το διάστημα η περί έθνους αντίληψη οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα ιστορικής, εθνολογικής και κοινωνιολογικής φύσεως. Το ζήτημα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Το Βυζάντιο κληρονόμησε τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, όπου ετερόκλητα έθνη έπρεπε να υποτάσσονται σε μία υπέρτατη αρχή. Ειδικότερα στους πρώτους αιώνες, το βασικότερο κριτήριο για να γίνει κάποιος θεσμικώς και κοινωνικώς αποδεκτός, απολαμβάνοντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η χριστιανική πίστη. Ο Λέων ΣΤ΄ απεκάλεσε τους Ρωμαίους «Έθνος Χριστιανών» [1]. Κατά την περίοδο της αραβικής παντοδυναμίας πολλοί εκτός συνόρων Χριστιανοί θεωρούσαν εαυτούς υπηκόους του Αυτοκράτορος, ενώ η αυτοκρατορική αρχή σε κάθε ευκαιρία αντιμετώπιζε την υπεράσπιση των όπου γης ομοθρήσκων ως φυσικό της καθήκον. Εξάλλου, ο Ηράκλειος πραγμάτωσε την πρώτη καταγεγραμμένη σταυροφορία, μισή χιλιετία πριν την σύνοδο της Κλερμόν και το περίφημο Deus vult. Επί Ηρακλείου (7ος αιών), ολοκληρώνεται και ο γλωσσολογικός εξελληνισμός των επισήμων εγγράφων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μία διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή του Ιουστινιανού, καθώς ο λαός δεν κατανοούσε τα λατινικά της παλατινής γραφειοκρατίας. Οι δυτικές πηγές, από κλασικών χρόνων έως και σήμερον, ουδέποτε έπαυσαν να αποκαλούν τον λαό του γεωγραφικού πυρήνος της βυζαντινής κοινοπολιτείας “Γραικούς” (Graeci), χαρακτηρισμό τον οποίο χρησιμοποίησαν ως αυτοπροσδιορισμό και ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι.
Μετά την απώλεια των εδαφών της Μέσης Ανατολής και των ιδιότροπων λαών της (εν μέρει εξαιτίας των θεολογικών ερίδων), η Αυτοκρατορία κατέστη ομοιογενέστερη εθνολογικά και το ελληνικό στοιχείο επεβλήθη κατά κράτος (όπως διαπιστώνεται και στην έκβαση της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα). Μέχρι τότε ο όρος «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη, αλλά πλέον άρχισε να αποκτά πολιτισμική χροιά, την οποία διά της κλασικής παιδείας ενστερνίστηκαν υπερηφάνως οι βυζαντινοί λόγιοι. Ύστερα από την άλωση του 1204, συνειδητοποιήθηκαν και οι διαφορές με την φραγκική Δύση. Η πολιτισμική κοινοτική συνείδηση ενσωμάτωσε και φυλετικό χαρακτήρα, σφυρηλατήθηκε ένας εθνικισμός και μορφοποιήθηκε η ταυτότητα του Νεοέλληνος. Δυνάμεθα να παρατηρήσουμε ότι στην εννοιολογική εξέλιξη του όρου «Έλλην» ακολουθήθηκε αντίστροφη πορεία σε σχέση με την αρχαιότητα (που έως την κλασική Ελλάδα είχε φυλετικό χαρακτήρα, στην ελληνιστική εποχή πολιτισμικό και στην ρωμαϊκή θρησκευτικό). Τοιαύτη συναρπαστική εθνολογική παλιννόστησις καταμαρτυρεί την αδιάλειπτο συνέχεια του Ελληνικού Έθνους σε βάθος χιλιετιών.
Η εννοιολογική μεταστροφή του όρου “Ἕλλην” είναι πρόδηλη στους λόγους των Βασιλέων της Νικαίας, συγκεκριμένα του Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1193-1254) και του υιού του Θεοδώρου Β΄ Βατάτζη Λασκάρεως (1222-1258). Το 1237 σε επιστολή του προς τον Βατάτζη, ο πάπας ζήτησε από «το γένος των Γραικών που ανέβλυζε σοφία» να αναγνωρίσει το παπικό πρωτείο του και απείλησε ευθέως ότι, εάν δεν τερματιζόταν η σύγκρουση με τους Λατίνους της κατεχομένης Κωνσταντινουπόλεως, θα διοργάνωνε σταυροφορία contra Graecos (στα πλαίσια μιας «ευρύτερης» σταυροφορίας για τους Αγίους Τόπους) [2].
Στην απαντητική επιστολή του, που απετέλεσε μνημείο εθνικής αυτογνωσίας και υπερηφάνειας, ο Βατάτζης, εκφράσας την αμφιβολία εάν τέτοιες αυθάδειες είχαν όντως εκπορευθεί από τον ίδιο τον πάπα, απήντησε πως οι σοφοί Έλληνες αναγνωρίζουν τον θρόνο του πάπα ως έναν απλόν αρχιερατικό μεταξύ των υπολοίπων και δεν θα παύσουν να αγωνίζονται υπέρ του ιστορικού των δικαιώματος επί της Πόλεως, αφού αυτοί ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η επιστολή αυτή ανευρέθη τον 19ο αιώνα στην Μονή της Πάτμου από τον Ιωάννη Σακελλίωνα [3] και, παρά τις πρώιμες ακαδημαϊκές επιφυλάξεις, η γνησιότητά της έχει επιβεβαιωθεί στον 20ο αιώνα από τον Γάλλο βυζαντινολόγο Venance Grumel [4]. Ακολούθως παρατίθεται ολόκληρο το κείμενο [5], λόγω της έντονης σημειολογίας του. (*Ο υπογραμμισμός φράσεων διενηργήθη υπό του γράφοντος.)
«ΤΟΥ ΑΟΙΔΗΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΕ ΠΑΠΑΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ
Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὁ Δοῦκας τῷ ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Γρηγορίῳ σωτηρίας καὶ εὐχῶν αἴτησιν.
Οἱ παρὰ τῆς σῆς ἁγιότητος σταλέντες, ἀφικόμενοι πρὸς τὴν βασιλείαν μου, ἐνεχείρισαν αὐτῇ γράμμα, ὅπερ αὐτοὶ μὲν τῆς σῆς ἁγιότητος διετείνοντο, καὶ πρὸς τὴν βασιλείαν μου σταλῆναι διϊσχυρίζοντο﮲ἡ δὲ βασιλεία μου πρὸς τὴν τῶν γεγραμμένων ἀτοπίαν ἀφορῶσα, οὐ πάνυ τοι πιστεύειν εἶχε σὸν εἶναι τὸ γράμμα, ἀλλά τινος ἐσχάτῃ μὲν συζῶντος ἀπονοίᾳ, τύφου δὲ καὶ [αὐ]θαδείας πλήρη τὴν ψυχὴν ἔχοντος. Πῶς γὰρ οὐκ ἔμελλε τοιοῦτος νομισθῆναι ὁ οὕτω θελήσας ἐντυχεῖν διὰ γραμμάτων τῇ βασιλείᾳ μου, ὥςπερ ἐνὶ τῶν ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων, μᾶλλον δὲ ἀγνώστων καὶ ἀφανῶν, μήθ’ ὑπὸ τῆς τῶν πραγμάτων πείρας, μήθ’ ὑπὸ τοῦ τῆς ἀρχῆς μεγέθους τὸ προςῆκον διδαχθῆναι δυνάμενος; ἡ δὲ σὴ ἁγιότης καὶ φρονήσει κεκόσμηται, καὶ διακρίσει τῶν πολλῶν ἐστι διαφέρουσα. Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὀκνηρῶς εἶχεν ἡ βασιλεία μου πιστεύειν σὸν εἶναι τὸ γράμμα, ἤ καὶ πρὸς τὴν βασιλείαν μου γραφῆναι τοῦτο καὶ σταλῆναι.
Ἐσήμαινε δὲ τὸ τοιοῦτον γράμμα, ὅτι τε ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει, καὶ, ὡς ἐκ πηγῆς, ἐκ ταύτης πανταχοῦ ῥανίδες ἀνέβλυσαν﮲ καὶ δέον ἐστὶν ἡμᾶς, τῇ ἀπὸ ταύτης λαμπρομένους διακρίσει, τὴν τοῦ σοῦ θρόνου μὴ ἀγνοεῖν ἀρχαιότητα﮲ ὡς δή τινος μεγίστου τούτου θεωρήματος καθεστηκότος, καὶ πολλῆς εἰς τὸ γνωσθῆναι δεομένου τῆς σοφίας. Καίτοι τίνος ἡμῖν χρεία τῆς σοφίας εἰς τὸ διαγνῶναι τίς ἐστι καὶ ποῖος ὁ σὸς θρόνος; Εἰ μὲν γὰρ ἦν ἐπὶ τῶν νεφελῶν καὶ οὗτος τεθειμένος, ἤ ἐν μετεώροις που κείμενος, τάχα ἂν ἡμῖν μετεωρολογικῆς τινος ἐδέησε σοφίας εἰς τὸ διαγνῶναι μετὰ τῶν σκηπτῶν τε καὶ τῶν κεραυνῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἁπάντων, τῶν ἐν μετεώροις πεφυκότων συνεστᾶναι, τὴν τούτου φύσιν καὶ σύστασιν﮲ ἐπεὶ δὲ κατὰ γῆς ἐστιν ἐστηριγμένος, καὶ μηδέν τι τῶν ἑτέρων διαφέρει θρόνων, τῶν ἀνέχειν πεφυκότων ἀρχιερεῖς, πῶς οὐχ ἡ τούτου γνῶσις πρόχειρος τοῖς πᾶσιν ἂν γένοιτο; Ὅτι μὲν οὖν ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου γένους ἡ σοφία καὶ τὸ ταύτης ἤνθησεν ἀγαθὸν, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους διεδόθη, ὁπόσοι τὴν ἄσκησιν αὐτῆς καὶ κτῆσιν διὰ πολλῆς τίθενται φροντίδος, τοῦτο ἀληθῶς εἴρηται. Ἐκεῖνο δὲ πῶς ἠγνοήθη, ἢ καὶ μὴ ἀγνοηθὲν, πῶς ἐσιγήθη, τὸ, σὺν τῇ βασιλευούσῃ παρ’ ἡμῖν σοφίᾳ, καὶ τὴν κατὰ κόσμον ταύτην βασιλείαν τῷ ἡμῶν προςκεκληρῶσθαι γένει παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ τῇ χριστωνύμῳ κλήσει τῇ ἀρχῇ περιποιησαμένου τὸ σεμνόν τε καὶ τίμιον; Τίνι καὶ γὰρ ἠγνόηται τῶν πάντων, ὡς ὁ κλῆρος τῆς ἐκείνου διαδοχῆς ἐς τὸ ἡμέτερον διέβη γένος, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν οἱ τούτου κληρονόμοι τε καὶ διάδοχοι;
Εἶτα σὺ μὲν ἀπαιτεῖς ἡμᾶς μὴ ἀγνοῆσαι τὸν σὸν θρόνον καὶ τὰ τούτου προνόμια﮲ ἡμεῖς δὲ οὐκ ἀνταπαιτήσομέν σε διαβλέψαι τε καὶ γνῶναι τὸ προςὸν ἡμῖν δίκαιον ἐς τὴν ἀρχήν τε καὶ τὸ κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὃ τὴν ἀρχὴν μὲν ἔλαβεν ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, διὰ πλείστων δὲ ὁδεῦσαι τῶν ἀρξάντων μετ’ ἐκεῖνον ἐκ τοῦ ἡμετέρου γένους, καὶ ἐς ὅλην χιλιετηρίδα παραταθὲν ἄχρι καὶ ἡμῶν ἔφθασεν; Αὐτίκα οἱ τῆς βασιλείας μου γενάρχαι, οἱ ἀπὸ τοῦ γένους τῶν Δουκῶν τε καὶ Κομνηνῶν, ἵνα μὴ τοὺς ἑτέρους λέγω, τοὺς ἀπὸ γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας﮲ οὗτοι γοῦν οἱ ἐκ τοῦ ἐμοῦ γένους, εἰς πολλὰς ἐτῶν ἑκατοστ[ύας] τὴν ἀρχὴν κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὓς δὴ καὶ ἡ τῆς Ῥώμης ἐκκλησία, καὶ οἱ ταύτης ἱεραρχικῶς προϊστάμενοι, Ῥωμαίων αὐτοκράτορας ἀνηγόρευον. Πῶς οὖν, ἡμεῖς μὲν οὐδαμοῦ σοι δοκοῦμεν ἄρχειν τε καὶ βασιλεύειν, ὁ δὲ ἀπὸ τῆς Πρετούνας Ἰωάννης [εννοεί τον Λατίνο Ιωάννη του Μπριέν]βασιλεύς σοι κεχειροτόνηται; Πόθεν προςῆκον τῇ τοῦ εὐσεβοῦς τε καὶ μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλεία; τίνος δὲ τὸ ἐπὶ ταύτη δίκαιον αὐτῇ πρυτανεύσαντος; Οὐ γάρ που καὶ ἡ σὴ τιμία κεφαλὴ τὴν ἄδικον καὶ πλεονεκτικὴν ἐπαινεῖ γνώμην καὶ χεῖρα, καὶ τὴν ληστρικὴν καὶ μιαιφόνον κατάσχεσιν ἐν μοίρᾳ τίθεται δικαίου, μεθ’ ἧς ἀρχῆθεν οἱ Λατῖνοι τῇ τοῦ Κωνσταντίνου πόλει παρειςεφθάρησαν, καὶ μετὰ τόσης τῆς ὠμότητος ἡμῖν ἐπεστράτευσαν, ὁπόσης οὐδὲ οἱ ἐξ Ἰσμαὴλ τοῖς τῆς Συρίας καὶ Φοινίκης μέρεσιν ἐπῆλθον﮲ οὓς ὁ τῶν ἐκδικήσεων Κύριος ἀξίως τῆς αὐτῶν μετῆλθε δυςσεβείας. Ἡμεῖς δὲ, εἰ καὶ τοῦ τόπου βιασθέντες μετεκινήθημεν, ἀλλὰ τοῦ δικαίου, τοῦ ἐς τὴν ἀρχήν τε καὶ τὸ κράτος, ἀμετακινήτως καὶ ἀμεταπτώτως ἔχομεν, Θεοῦ χάριτι﮲ ἔθνους καὶ γὰρ ὁ βασιλεύων, καὶ λαοῦ, καὶ πλήθους ἄρχειν λέγεται καὶ κραττεῖν, ἀλλ’ οὐ τῶν λίθων τε καὶ ξύλων, ἃ τὰ τείχη συνιστῶσι καὶ τὰ πυργὠματα.
Εἶχε καὶ τοῦτο τὸ τοιοῦτον γράμμα﮲ὡς οἱ κήρυκες τῆς σῆς τιμιότητος διαδραμόντες ἅπαντα τὸν κόσμον, τὸ τοῦ σταυροῦ διήγγειλαν κήρυγμα﮲ καὶ πλῆθος ἀριθμοῦ κρεῖττον ἠθροίσθη ἀνδρῶν πολεμιστῶν τε καὶ μαχίμων, εἰς ἐκδίκησιν τῆς ἁγίας γῆς﮲ὑφ’ ὧν τὸ πλῆθος μὲν ἀφανισθήσεται τῶν ἐναντιουμένων, τὸ δὲ τῆς εἰρήνης ἀναλάμψει καλόν. Τούτων ἀκούσαντες ἡμεῖς, πολλῆς ἐπλήσθημεν τῆς θυμηδίας, καὶ χρηστῶν ἐλπίδων μεστοὶ γεγόναμεν, λογισάμενοι, κατὰ τὸ εἰκὸς, ὅτι οἱ τῶν ἁγίων τόπων οὗτοι ἐκδικηταὶ, ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἄρξονται πατρίδος τῆς τοιαύτης ἐκδικίας, καὶ τοὺς αἰχμαλωτιστὰς αὐτῆς ἐνδίκῳ καθυποβαλοῦσι τιμωρίᾳ ὡς βεβηλώσαντας ἁγίους οἴκους, ὡς τοῖς θείοις σκεύεσιν ἐνυβρίσαντας, ὡς πᾶσαν ἀνοσιουργίαν ἐπιδειξαμένους κατὰ χριστιανῶν. Ἐπεὶ δὲ προϊὸν τὸ γράμμα, τὸν Ἰωάννην τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκάλει βασιλέα, καὶ φίλον υἱόν ὠνόμαζε τῆς σῆς τιμιότητος﮲ὃς πάλαι μὲν τὸν τῇδε κατέλυσε βίον, παρὰ σοὶ δὲ ζῶν ἐστι καὶ κινούμενος, καὶ εἰς τὴν τούτου σύναρσιν καὶ βοήθειαν τοὺς νέους τούτους σταυροφόρους ἔλεγεν ἐφοπλίζεσθαι﮲ἀφέμενοι τοῦ τί χρηστὸν διανοεῖσθαι περὶ τῶν τοιούτων σπουδασμάτων τε καὶ κηρυγμάτων, ἐγελῶμεν, λογιζόμενοι τὴν κατὰ τῶν ἁγίων τόπων εἰρωνείαν, καὶ τὰ κατὰ τοῦ σταυροῦ παίγνια﮲ἅπερ, ἰδίων ἕνεκα πλεονεξιῶν, ἐπενοήθησαν τοῖς πλείστοις, καὶ φιλαρχικῆς καὶ φιλοχρύσου γνώμης εὐπρεπὲς προκάλυμμα καὶ συσκίασμα.
Ἐπεὶ δὲ νουθετεῖν ἡμᾶς ἡ σὴ τιμιότης διὰ τοῦ τοιούτου γράμματος ἤθελε, καὶ παρήνει μὴ παρενοχλεῖν τῇ τοῦ φίλου υἱοῦ Ἰωάννου βασιλείᾳ (τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ ἐπωφελὲς τῇ βασιλείᾳ μου καὶ σωτήριον), γινώσκειν ἡ βασιλεία μου τὴν σὴν τιμιότητα βούλεται, ὡς οὔτρε εἶδεν ἡ βασιλεία μου τὴν τοῦ τοιούτου Ἰωάννου ἐπικράτειαν καὶ ἐξουσίαν ποῦ γῆς ἤ θαλάττης ἐστὶν, οὔτε τινὸς τῶν αὐτῷ διαφερόντων ἐπεθύμησε πώποτε. Εἰ δὲ περὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐστὶν ὁ λόγος, ὡς ἐκείνῳ μὲν διαφερούσης, ἡμῶν δὲ ἀδίκως ταύτης μεταποιουμένων, ἐκεῖνο διαβεβαιούμεθα καὶ δῆλον καθιστῶμεν καὶ τῇ σῇ ἁγιότητι καὶ πᾶσι χριστιανοῖς, ὡς οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καὶ πολεμοῦντες τοῖς κατάγουσι τὴν Κωνσταντινούπολιν. ᾞ γὰρ ἄν ἀδικοίημεν καὶ φύσεως νόμους, καὶ πατρίδος θεσμοὺς, καὶ πατέρων τάφους, καὶ τεμένη θεῖα καὶ ἱερὰ, εἰ μὴ ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος τούτων ἕνεκα διαγωνισόμεθα. Εἰ δέ τις, τοῦτο ποιούντων ἡμῶν, ἀγανακτεῖ , καὶ δυςχεραίνει, καὶ ὁπλίζεται καθ’ ἡμῶν, ἔχομεν οἷςτισι διὰ τοῦτον ἀμυνούμεθα καὶ ἡμεῖς﮲ πρῶτα μὲν τὸν τῆς δικαιοσύνης Θεὸν, ὅς βοηθεῖ μὲν τοῖς ἀδικουμένοις, τοῖς δὲ ἀδικοῦσιν ἀντιτάσσεται καὶ δυςμεναίνει﮲ἔπειτα εἰσὶ καὶ παρ’ ἡμῖν, καὶ ἄρματα, καὶ ἵπποι, καὶ πλῆθος ἀνδρῶν μαχίμων τε καὶ πολεμιστῶν, οἳ πολλάκις ἡμιλλήθησαν τοῖς σταυροφόροις τούτοις, καὶ οὐδενὸς ὤφθησαν δεύτεροι. Καὶ σὺ δὲ, ὡς Χριστοῦ μιμητὴς, καὶ τοῦ τῶν ἀποστόλων κορυφαίου διάδοχος, καὶ γνῶσιν ἔχων θείων τε νομίμων καὶ τῶν κατ’ ἀνθρώπους θεσμῶν, ἐπαινέσεις ἡμᾶς ὑπερμαχοῦντας τῆς πατρίδος καὶ τῆς ἐγγενοῦς αὐτῆς ἐλευθερίας προκινδυνεύοντας. Πῶς γὰρ ἄν ἀνασχοίμεθα βλέποντες οὕτω περιυβρισμένην, καὶ πᾶσαν μὲν τὴν πρώην εὔκλειαν ἀποβαλοῦσαν, εἰς δὲ φονευτῶν ἑστίαν μετασκευασθεῖσαν καὶ λῃστῶν σπήλαιον;
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν τὸ τῷ Θεῶ δοκοῦν εὑρήσει τέλος. Ἡ δὲ βασιλεία μου πάνυ καὶ ὀρέγεται καὶ ποθεῖ, καὶ εἰς τὴν ὑπὸ σὲ ἁγίαν τῆς Ῥώμης ἐκκλησίαν τὸ προςῆκον σέβας ἀποσώζειν, καὶ ὡς θρόνον τοῦ τῶν ἀποστόλων κορυφαίου Πέτρου τιμᾶν, κα εἰς τὴν σὴν ἁγιότητα σχέσιν υἱοῦ καὶ τάξιν ἔχειν, ποιεῖν ὁπόσα εἰς τιμὴν καὶ θεραπείαν ἀφορῶσιν αὐτῆς, μόνον εἰ καὶ ἡ σὴ ἁγιότης τὸ ἀνῆκον δίκαιον τῇ ἡμετέρᾳ βασιλεία, μὴ θελήσῃς καὶ εἰςέτι ἀγνοῆσαι, μηδὲ ἀφερεπόνως οὕτω καὶ ἰδιωτικῶς τὴν διὰ γραμμάτων ἔντευξιν ποιεῖσθαι. Ἡ γὰρ βασιλεία μου, διότι, τοῦ εἰρηνεύειν ἕνεκα μετὰ τῆς σῆς ἁγιότητος, τὴν τοῦ γράμματος ἀπαιδευσίαν ἤνεγκεν ἀλύπως, καὶ τοῖς τοῦτο διακομίσασιν ἠπίως προςηνέχθη.»[5]
Ο μεν πάπας αναφερόμενος στο έθνος του Βατάτζη είχε μεταχειρισθεί, ως συνηθιζόταν από τους δυτικούς, την λέξη «Graeci» [6]. Ο δε Βατάτζης, όπως διαφαίνεται στην επιστολή του, ήταν ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ που χρησιμοποίησε την λέξη «Ἕλληνες» ως εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό, μολονότι ολίγους αιώνες πρωτύτερα η βυζαντινή εκκλησία προσέδιδε σε αυτήν την λέξη θρησκευτικό χαρακτήρα, σαν συνώνυμη του ειδωλολάτρου. Ο ανατέλλων νεοελληνικός εθνικισμός που σκιαγραφείται στον λόγο του Βασιλέως δεν έχει μονάχα θρησκευτική διάσταση. Έχει και διάσταση πολιτισμική και μάλιστα συνδεόμενη με την αρχαιοελληνική σοφία («…ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει…») καθώς και φυλετική διάσταση, γιατί, όπως επισημαίνει, οι Κομνηνοί και οι Δούκες (γόνος των οποίων ήταν και ο ίδιος) κατήγοντο από ελληνικά γένη («…ἀπὸ γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας…»). Η οξύμωρη αντιπαραβολή μεταξύ αλλοτρίων «Λατίνων» (ή «Ιταλών» κατά τον Γ.Ακροπολίτη) [7] και ημετέρων «Ρωμαίων» εσυνεχίσθη στις βυζαντινές χρονογραφίες, αλλά μάλλον ως ένα ακούσιο παίγνιο σημαινουσών λέξεων. Η σημαινόμενη έννοια του Έθνους θα εδραιωνόταν με έναν διαφοροποιημένο χαρακτήρα στις βυζαντινές συνειδήσεις.
Ο υιός και διάδοχος του Βατάτζη Θεόδωρος Β΄, δεχόμενος την επιρροή του μεγάλου φιλοσόφου Νικηφόρου Βλεμμύδη, χρησιμοποιούσε ακόμη πιο εκτεταμένα τον όρο “Ἕλλην” υπό την εθνολογική του έννοια και μάλιστα θεωρούσε εαυτόν απόγονο των αρχαίων Ελλήνων [8]. Σε εγκώμιο για τον πατέρα του, ανέφερε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος απετέλεσε πρότερο βασιλέα των Ελλήνων, υπονοώντας με σαφήνεια ότι ο Βατάτζης ήταν διάδοχος εκείνου («ἀλλὰ δεῦρο δὴ ἄναξ Ἑλλήνων Ἀλέξανδρε, ὃς δὴ πρώην βασιλείαν Ἑλλήνων τετίμηκας […]») [9]. Εξάλλου, η λατινική κατάκτηση των Γραικών ηδύνατο να παραλληλισθεί με την λατινική κατάκτηση των Ελλήνων στην αρχαιότητα, με τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίον οι βυζαντινοί χρονογράφοι αποκαλούσαν τους Τούρκους «Πέρσες» ή «Αχαιμενίδες», συγκρίνοντες εαυτούς με τους Έλληνες των περσικών πολέμων (5ος αιών π.Χ.) [10, 11]. Ωσαύτως, ο Θεόδωρος αντελήφθη την ανάγκη θεσμίσεως ενός αμιγώς εθνικού στρατού. Σε επιστολή του προς τον Βλεμμύδη, δήλωσε ότι μονάχα σε Έλληνες ηδύνατο να στηριχθεί και όχι σε ξένους μισθοφόρους («…μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν λαμβάνον τὰς ἀφορμάς…») [12].
Οι προαναφερθείσες “ελληνίζουσες” τάσεις ενετάθησαν επί “Παλαιολογείου Αναγεννήσεως”, στο ιστορικό λυκόφως του Βυζαντίου, ιδίως από πλευράς ανθρωποκεντρικών λογίων, που φιλοδοξούσαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο -με τον δικό τους τρόπο- τον πλατωνισμό, τον αριστοτελισμό και την φυσική φιλοσοφία. Ατυχώς, η μέγγενη της κατοπινής τουρκοκρατίας ακρωτηρίασε την προκείμενη μορφοποίηση. Ωστόσο, είχαν ήδη τεθεί οι βάσεις για την συγκρότηση μίας εθνικής συνειδήσεως που κράτησε αλώβητη την ταυτότητα του ελληνικού-ρωμαίικου γένους επί μισή χιλιετία.
Παραπομπές
1) Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, “Γιατί το Βυζάντιο”, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σ. 23.
2) Kenneth Meyer Setton, “The Papacy and the Levant, 1204-1571: The thirteenth and fourteenth centuries”, American Philosophical Society 1976, σ.63-64.
3) Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, “Πηγές Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού” τόμ.Α, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1965, σ.49-53.
4) Venance Grumel, “Un problème littéraire: l’authenticité de la lettre de Jean Vatatzès, empereur de Nicée, au Pape Grégoire IX”, Échos d’Orient XXIX, Revue des études byzantines 1930, σ.450-458.
5) Ιωάννης Σακελλαρίων, “Ἀθηναῖον: Σύγγραμμα περιοδικόν κατὰ διμηνίαν ἐκδιδόμενον συμπράξει πολλῶν λογίων” τόμ.Α, Ἀθήνησιν Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἑρμοῦ 1872, σ.372-378.
6) Ήδη από την προ Χριστού περίοδο, οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «Graeci». Ο όρος αυτός αρύεται την καταβολή του από την αρχαιοελληνική φυλή των Γραικών στην Βοιοτία, οι οποίοι ήσαν εκ των πρώτων αποικιστών της Ιταλίας και, σύμφωνα με την παράδοση, είχαν ως γενάρχη τον μυθικό Γραικό (υιό του Διός και της Πανδώρας). Βλ. Carol G. Thomas, “Paths from ancient Greece”, Brill 1988, σ.27-50.
7) Γεωγραφικά μιλώντας, η πραγματική πόλη της Ρώμης ήταν πρωτεύουσα της ιταλικής επαρχίας του Λατίου και γι’ αυτόν τον λόγο η αντιπαραβολή «Ρωμαίων» και «Λατίνων» ακούγεται οξύμωρη. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των σταυροφόρων ως «Ιταλών», βλέπε: Γεωργίου Ακροπολίτου Χρονική Συγγραφή, “Georgii Acropolitae magni logothetae Historia”, Ex Typographia Bartholomaei Javarina, Βενετία 1729, σ.3,5,15,25,38,84,85,89,94,95 κ.τ.λ.
8) Αντώνιος Καλδέλλης, “Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition”, Cambridge University Press 2008, σ.373-379.
9) “Τοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι τοῦ υἱοῦ τοῦ ὑψηλοτάτου βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου τοῦ Δούκα ἐγκώμιον εἰς τὸν πατέρα αὐτοῦ τὸν αὐτὸν ὑψηλότατον βασιλέα κυρὸν Ἰωάννην τὸν Δούκαν” (1250 μ.Χ.), Theodorus II Ducas Lascaris Opuscula Rhetorica (ed. A. Tartaglia), In Aedibus K.G. Saur, Μόναχο 2000, σ.53.
10) Michael Angold, “A Byzantine Government in Exile: Government and Society Under the Laskarids of Nicaea, 1204-1261”, Oxford University Press 1975, σ.29-30.
11) Rustam Shukurov, “The Byzantine Turks, 1204-1461”, BRILL 2016, σ.40.
12) «[…] Πέρσης [σ.σ. δλδ Τούρκος] πῶς βοηθήσει τῷ Ἕλληνι; Ἰταλὸς καὶ μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα, Σέρβος τῇ βίᾳ βιαζόμενος καὶ συστέλλεται﮲ ὁ δ’ ἡμέτερος τάχα, τάχα δὴ οὐ τῶν ἡμετέρων κατὰ ἀλήθειαν﮲ μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν λαμβάνον τὰς ἀφορμάς […]», βλ: “Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII.: Nunc primum edidit Nicolaus Festa” 44.79–84, tipografia G. Carnesecchi e figli, Φλωρεντία 1898, σ.58.