Τα δικαστήρια έδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στις μαρτυρίες αστυνομικών, παρά σε εκείνες των μαρτύρων υπεράσπισης. Επιδικάστηκε αποζημίωση 16.000 ευρώ.
Πολίτης συνελήφθη από την αστυνομία μετά από επεισόδια σε δημόσιο δρόμο. Υποστήριξε ότι του ασκήθηκε αδικαιολόγητη αστυνομική βία από τα όργανα της τάξης όταν τον σταμάτησαν για έλεγχο ενώ είπε ότι τον είχαν προσβάλει και χτυπήσει στο δρόμο για το αστυνομικό τμήμα.
Ο ίδιος κινήθηκε νομικά κατά της αστυνομίας, αλλά χωρίς επιτυχία και στη συνέχεια προχώρησε στην κατάθεση προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Αστυνομική βία: Τι έκανε η κυβέρνηση του Βελγίου μετά την κατάθεση της προσφυγής
Μετά την κατάθεση της προσφυγής, η κυβέρνηση του Βελγίου υπέβαλε στο ΕΔΔΑ μονομερή δήλωση στην οποία αναγνώριζε ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση κατά τη σύλληψή του και δεσμεύτηκε να καταβάλει ένα ποσό για την ηθική βλάβη που υπέστη. Κατόπιν συμφωνίας του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο δέχτηκε τον σιωπηρό φιλικό διακανονισμό μεταξύ των μερών και διέγραψε την προσφυγή από τον κατάλογο των υποθέσεων του.
Ωστόσο, στη συνέχεια καταδικάστηκε για αντίσταση κατά αστυνομικών. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε τον οδήγησε σε νέα προσφυγή στο ΕΔΔΑ. Ισχυρίστηκε ότι τα βελγικά δικαστήρια ερμήνευσαν λανθασμένα τη μονομερή δήλωση της βελγικής κυβέρνησης που είχε κατατεθεί προηγουμένως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε σχέση με την προσφυγή αριθ. 48302/15, με την οποία είχε καταγγείλει ότι υπέστη βία στα χέρια της αστυνομίας την ημέρα των γεγονότων.
Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ, στην εν λόγω διαδικασία, η βελγική κυβέρνηση είχε καταθέσει μονομερή δήλωση αναγνωρίζοντας ότι «ο τρόπος κατά τον οποίο η αστυνομία είχε σταματήσει τον προσφεύγοντα δεν ευνοούσε τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματός του κατά της εξευτελιστικής μεταχείρισης που εγγυάται το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης» και είχε συμφωνήσει να καταβάλλει στον προσφεύγοντα ποσό 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Βαρύτητα στις μαρτυρίες αστυνομικών
Στο πλαίσιο της εξέτασης της νέας προσφυγής, το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι το εθνικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα δίνοντας αποφασιστική βαρύτητα στην ενοχοποιητική μαρτυρία των αστυνομικών που τον είχαν σταματήσει και ενεπλάκησαν μαζί του και στις καταθέσεις των συναδέλφων τους αστυνομικών οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό και είχε αποδώσει λιγότερη αποδεικτική αξία στις καταθέσεις των τεσσάρων μαρτύρων υπεράσπισης με το σκεπτικό ότι, ως πρόσωπα που γνώριζαν τον προσφεύγοντα, δεν είχαν παράσχει επαρκείς εγγυήσεις αξιοπιστίας.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι οι αστυνομικοί είχαν κατονομαστεί στη διαδικασία που ξεκίνησε ο προσφεύγων για αστυνομική βία και η Κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει παραβίαση του άρθρου 3 και δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι αστυνομικοί μάρτυρες να ήταν απρόθυμοι να καταθέσουν εναντίον των συναδέλφων τους.
Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο επισημαίνει πως «το Εφετείο θεώρησε ότι η μονομερής δήλωση καλύπτει μόνο τις προσβολές που ειπώθηκαν από τους αστυνομικούς κατά τη μεταφορά του προσφεύγοντος στο αστυνομικό τμήμα μετά τη σύλληψή του, θεωρώντας ότι η δήλωση δεν έθετε υπό αμφισβήτηση την απόφαση της εισαγγελίας να παύσει την ποινική δίωξη κατά των αξιωματικών».
Ωστόσο, υποστηρίζει ότι οι όροι της μονομερούς δήλωσης δεν περιορίζονταν μόνο στη μεταφορά του προσφεύγοντος στο αστυνομικό τμήμα μετά τη σύλληψή του. Η Κυβέρνηση είχε ρητά αναγνωρίσει την παραβίαση του άρθρου 3 που απορρέει από τις συνθήκες υπό τις οποίες οι αρχές είχαν σταματήσει τον προσφεύγοντα και το είχε κάνει στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυριζόμενος ότι οι αστυνομικοί ήταν υπερβολικά βίαιοι καθώς και ήταν φυλετικά προκατειλημμένοι.
«Αν και αυτή η αναγνώριση σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ένοχος για αντίσταση στους αστυνομικούς, επέβαλε στα εθνικά δικαστήρια καθήκον να εξετάσουν τους ισχυρισμούς αντίστασης με τη μέγιστη προσοχή και να βεβαιωθούν ότι διατυπώθηκαν οριστικά» καταλήγει.
Για το λόγο αυτό επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.500 ευρώ για έξοδα.