Αυτοκινητικό ατύχημα. Ολοσχερής καταστροφή του αυτοκινήτου του ενάγοντος. Αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου το οποίο είναι ασφαλισμένο στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία για αστική ευθύνη έναντι τρίτων. Αλλαγή λωρίδας χωρίς προηγούμενο έλεγχο. Αποκατάσταση της ζημίας και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη. Προσδιορισμός του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη. Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 351/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 12ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παναγιώτα Πασσίση, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από το Γραμματέα Κωνσταντίνο Φλώρο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) , κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής, 2) , κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής, 3) , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, 4) , κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής, 5) και 6) , κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Παναγιώτη Πάσχο.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «CHARTIS ΑΕ», όπως ήδη μετονομάστηκε η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «AIG GREECE- NATIONAL UNION ΑΕ», που ήδη μετονομάστηκε σε «. LTD», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέλιο Μπεζαντέ.
Ο αρχικώς ενάγων με την από 17 Ιουνίου 2011 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./2011, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 3325/2013 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 14 Νοεμβρίου 2016 έφεση τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./2016.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 17.6.2011 (αρ. κατ. δικ. ./2011) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο αρχικός ενάγων (ήδη αποβιώσας) κατά των 1) 2) και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «CHARTIS ΕΛΛΑΣ Α.Ε.» ισχυρίστηκε ότι στις 10.7.2009 ο πρώτος των εναγομένων οδηγώντας επί της Εθνικής Οδού Αθηνών-Σουνίου το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ΖΥΟ . ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της δεύτερης τούτων, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητα του (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, κατά τη σύγκρουση του ως άνω οχήματος με το αναφερόμενο ΙΧΕ αυτοκίνητο του ενάγοντος, το οποίο οδηγούσε ο ίδιος, με αποτέλεσμα να καταστραφεί αυτό ολοσχερώς. Ζήτησε δε ο ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, συνολικά το ποσό των 12.178,50 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της επικαλούμενης θετικής ζημίας του και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Μετά την άσκηση της αγωγής και πριν από τη συζήτηση της (23.4.2013) ο άνω ενάγων απεβίωσε στις 13.2.2012 και έτσι επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης (ΚΠολΔ 286) που γνωστοποιήθηκε στους αντιδίκους του κατόπιν σχετικής προφορικής δηλώσεως του, κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής, πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΚΠολΔ 287) κατά τη δικάσιμο της 15ης.5.2012, που είχε οριστεί να συζητηθεί η αγωγή ύστερα από ματαίωση της συζήτησης αυτής κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18ης.1.2012. Στη συνέχεια, οι ήδη εκκαλούντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, στο ήμισυ της κληρονομιάς, του αρχικού ενάγοντος, αμφιθαλούς αδελφού των 1ου, 2ου, 3 ου και 4ης εξ αυτών (εκκαλούντων) και θείου των 50U και 6ης (τέκνων του προαποβιώσαντος αμφιθαλούς αδελφού του ) [βλ. το υπ’ αρ. πρωτ. ./2.4.2012 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών που εκδόθηκε από το Δήμαρχο του Δήμου Βύρωνος, σύμφωνα με το οποίο φέρονται, επιπλέον, ως πλησιέστεροι συγγενείς του αρχικού ενάγοντος, κατά το χρόνο του θανάτου του, και η σύζυγος του και ο αδελφός του , ο οποίος αποποιήθηκε την κληρονομιά του αρχικού ενάγοντος, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ./1.6.2012 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών] με την από 1.2.2013 (αρ. κατ. δικ. 1064/2013) κλήση επανέφεραν προς συζήτηση την αγωγή και δήλωσαν την εκούσια στο όνομα τους επανάληψη της διακοπείσας δίκης, την οποία δήλωση επανέλαβαν και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την ορισθείσα προς συζήτηση της αγωγής δικάσιμο στις 23.4.2013 και έτσι νόμιμα επαναλήφθηκε στο όνομα τους η δίκη (ΚΠολΔ 290). Επιπλέον, κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, οι καλούντες και ήδη ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων (οδηγό και ιδιοκτήτρια, αντίστοιχα, του φερόμενου ως ζημιογόνου οχήματος) και περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής λόγω της, κατά τα ανωτέρω κληρονομικής επαγωγής, στο ήμισυ του αιτούμενου με αυτήν ποσού (στο οποίο -ήμισυ- ανέρχεται το κληρονομικό τους μερίδιο επί της ένδικης αξιώσεως), ήτοι στο ποσό των 6.089,25 ευρώ [δηλαδή 1.217,85 ευρώ για καθένα από τους 1°, 2°, 3° και 4° εξ αυτών και 608,92 ευρώ (1.217,85:2) για καθένα από τους 5° και 6η ] με σχετικές δηλώσεις, περί παραιτήσεως και περιορισμού, αντίστοιχα, του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που καταχωρίστηκαν στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επί της άνω αγωγής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρ. 666, 667, 670-676 και 68ΙΑ ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από το ν. 4335/2015), την, ήδη προσβαλλόμενη με την πιο κάτω αναφερόμενη έφεση, υπ’ αριθ. 3325/2013 οριστική απόφαση, με την οποία κατήργησε τη δίκη ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων και ακολούθως, δικάζοντας ερήμην τους ενάγοντες, επειδή παρέλειψαν, ενόψει του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, την προκαταβολή, για τη συζήτηση αυτής, του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου (και το γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΑ περί της αμοιβής του πληρεξουσίου τους δικηγόρου), απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτή ίσχυε πριν από την κατάργηση της από το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 2915/2001 λόγω πλασματικής ερημοδικίας) και καταδίκασε τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας εκ 300 ευρώ. Την οριστική αυτή απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες έχουν ήδη προσβάλει με την από 14.11.2016 (ειδ. αρ. εκθ. κατ. ./15.11.2016) υπό κρίση έφεση τους, η οποία συνοδεύεται από τα ελλείποντα στοιχεία και ειδικότερα α) το υπ’ αριθ. . Σειρά Α παράβολο δικαστικού ενσήμου ποσού 50 ευρώ, με τις υπέρ των τρίτων προσαυξήσεις, που αναλογεί στο καταψηφιστικό αίτημα της άνω αγωγής, μετά τον κατά ανωτέρω περιορισμό αυτού με βάση το κληρονομικό τους μερίδιο, και β) το υπ’ αριθ. ΠΟ . γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ, για την αμοιβή του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς αυτούς, όπως παραδεκτώς περιορίστηκε. Η υπό κρίση έφεση, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.11.2016 (βλ. έκθεση κατάθεσης) έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, καθώς δεν επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση από κανένα εκ των διαδίκων και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της την 18.11.2013 (άρθρ.495 παρ.1, 498, 511, 513 παρ.ιβ, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2, όπως το τελ. ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), αφού για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την 1.1.2016 χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί, και μετά την 1.1.2016, να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ πριν από την τροποποίηση της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΟλΑΠ 10/2018), απορριπτόμενης, μετά ταύτα, της προβαλλόμενης από την εφεσίβλητη σχετικής ένστασης περί εκπροθέσμου ασκήσεως της υπό κρίση εφέσεως. Πρέπει, επομένως, η έφεση, την οποία έχουν δικαίωμα να ασκήσουν οι ενάγοντες, που παρέλειψαν πρωτοδίκως την καταβολή δικαστικού ενσήμου, από τη δημοσίευση της, χωρίς να απαιτείται να ασκηθεί προηγουμένως ανακοπή ερημοδικίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη-εναγομένη (βλ. Σ. Σαμουήλ, η έφεση, (2009), παρ. 236 σελ. 118, παρ. 228η σελ. 111), να γίνει τυπικά δεκτή και, αφού η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως, όταν συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως και νέα συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθ. 528 ΚΠολΔ, δικαιούται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (βλ. Σ. Σαμουήλ, ο.π., παρ. 236 σελ. 118, παρ. 228στ σελ. 108), εν προκειμένω, που η υπό κρίση έφεση συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου (και του γραμματίου προείσπραξης της δικηγορικής αμοιβής του ΔΣΑ), πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η υπ’ αριθ. 3325/2013 πρωτόδικη απόφαση, εκτός από τη διάταξη της που καταργεί τη δίκη ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, να διαταχθεί δε κατόπιν τούτου, η επιστροφή του παράβολου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης (ΚΠολΔ 495 παρ. 4 εδ. εή, στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί για εκδίκαση η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό της, τη νομική και την ουσιαστική της βασιμότητα. Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και ως προς το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι στο δικόγραφο αυτής περιλαμβάνονται όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση του κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ δικαιώματος του (αρχικού) ενάγοντος, καθώς και, επαρκώς, τα προσδιοριστικά του ύψους της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στοιχεία, πέραν και του ότι λόγω των μειωμένων αξιώσεων πληρότητας για το συγκεκριμένο κονδύλιο, τα προσδιοριστικά στοιχεία του οποίου δύνανται να προκόψουν και από τις αποδείξεις (βλ. Αθ. Κρητικό, ο.π. αριθ. 996, σελ. 349), δεν αποτελούν στοιχεία της αγωγής, και επομένως, η ένδικη αγωγή δεν πάσχει αοριστίας, παρόλο που στο δικόγραφο αυτής δεν περιλαμβάνεται κάποια μνεία για την κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση του αρχικού ενάγοντος, καθώς και του οδηγού και της ιδιοκτήτριας του φερόμενου ως ζημιογόνου οχήματος, αφού αυτά μπορούν να προκόψουν από τις αποδείξεις, και άρα δεν είναι αναγκαία η αναφορά τους στο δικόγραφο για την πληρότητα της αγωγής (βλ. ενδ. ΑΠ 732/2013, ΑΠ 242/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενης ως αβάσιμης της προβαλλόμενης από την εναγομένη σχετικής ένστασης αοριστίας του εν λόγω κονδυλίου. Επίσης, είναι νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α 298 εδ. αζ 299, 330 εδ. β’, 340, 345, 346, 914, 926, 932 του ΑΚ, 2, 4, 9, 10 του ν. ΓΠΝ/1911, 1, 2, 6, 10 ν. 489/1976, όπως κωδ/κε με το πδ 237/86, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.
Από την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου μάρτυρα απόδειξης, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου (μάρτυρας ανταπόδειξης δεν προτάθηκε προς εξέταση), τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ. 4), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 10.7.2009 και ώρα 09.05 ο αρχικός ενάγων , ηλικίας 71 ετών (γενν. το έτος 1938), οδηγούσε το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ΙΒΚ . ΙΧΕ αυτοκίνητο, της. ιδιοκτησίας του, επί της διπλής κατευθύνσεως, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, Εθνικής Οδού Αθηνών-Σουνίου, με κατεύθυνση από Αθήνα προς Σούνιο, πλησιάζοντας στο 37,8 χιλιόμετρο, κινούμενος κανονικά στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Στη συγκεκριμένη χιλιομετρική θέση, επί του οδοστρώματος της άνω οδού υφίστατο διπλή γραμμή, διαχωριστική, των δύο, αντίθετων, ρευμάτων κυκλοφορίας. Κατά τον ίδιο χρόνο, επί της ίδιας Εθνικής Οδού και με την ίδια κατεύθυνση, μπροστά από το αυτοκίνητο του ενάγοντος και σε μικρή απόσταση από αυτό, αλλά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, κινούνταν το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ΖΥΟ . ΓΧΕ αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον , ιδιοκτησίας της (οι οποίοι δεν είναι διάδικοι στην προκειμένη δίκη), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προκαλούμενες σε τρίτους ζημίες από την κυκλοφορία του στην (τρίτη) εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Στο ύψος της άνω χιλιομετρικής θέσης, ο οδηγός του ασφαλισμένου στην τελευταία ανωτέρω οχήματος επιχείρησε, εντελώς αιφνίδια, αριστερό ελιγμό αλλαγής λωρίδας κυκλοφορίας και εισήλθε στην αριστερή λωρίδα, σχεδόν κάθετα σ’ αυτήν, στην οποία κινούνταν κανονικά ο αρχικός ενάγων, με προφανή πρόθεση να επιχειρήσει στη συνέχεια αναστροφή, εντελώς παράνομα (αφού αυτή δεν επιτρεπόταν στο συγκεκριμένο σημείο με σχετική σήμανση, ενώ επί του οδοστρώματος υπήρχε συνεχόμενη διπλή διαχωριστική γραμμή), και να εισέλθει με αριστερή στροφή στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι από Σούνιο προς Αθήνα, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί, όπως όφειλε,” προτού, δηλαδή, εισέλθει στην αριστερή λωρίδα όπου κινούνταν ο αρχικός ενάγων, ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνταν πίσω ή πλάι του (άρθ. 21 παρ. 1 του ΚΟΚ), και χωρίς, πριν από τον ως άνω ελιγμό, να καταστήσει έγκαιρα γνωστή την πρόθεση του αυτή, όπως υποχρεούνταν, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτόν τον αριστερό δείκτη κατεύθυνσης (φλας) [άρθ. 21 παρ. 2], με αποτέλεσμα να φράξει απότομα την ευθεία πορεία του κανονικά κινούμενου, παράλληλα και σε πολύ μικρή απόσταση, όχι περισσότερα από 8 μέτρα, πίσω και αριστερά του, στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, ΙΧΕ αυτοκινήτου του αρχικού ενάγοντος και να συγκρουστούν τα δύο οχήματα. Ειδικότερα, το τελευταίο όχημα επέπεσε με ορμή, καθώς δεν πρόλαβε ο οδηγός του αρχικός εναγών ούτε να τροχοπεδήσει ενόψει της αντικανονικής αιφνίδιας και απροειδοποίητης κίνησης του ως άνω οχήματος, με το εμπρόσθιο μέρος του στο μέσο της αριστερής πλευράς του ασφαλισμένου στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία οχήματος (βλ. ιδιαίτερα το από 10.7.2009 δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος υλικών ζημιών, που συντάχθηκε για την ένδικη σύγκρουση, από το επιληφθέν Τμήμα Τροχαίας Ελληνικού), με αποτέλεσμα να υποστεί (το αυτοκίνητο του αρχικού ενάγοντος) υλικές ζημίες, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω. Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης σύγκρουσης υπήρξε ο ανωτέρω οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία ΙΧΕ αυτοκινήτου, ο οποίος από αμέλεια του, έλλειψη, δηλαδή, της προσοχής την οποία θα κατέβαλε υπό ανάλογες συνθήκες, κάθε μέσος συνετός οδηγός, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που ορίζονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 21 παρ. I, 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, καθώς και από το άρθρο 12 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και επιχείρησε τον άνω αριστερό ελιγμό, εισερχόμενος σχεδόν κάθετα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, στην οποία κινούνταν κανονικά ο αρχικός ενάγων, εντελώς αιφνίδια, απροειδοποίητα και χωρίς να ελέγξει προηγουμένως, τουλάχιστον επαρκώς, πίσω και πλάι του την κίνηση των οχημάτων, ώστε να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της οδού, και συγκεκριμένα εν προκειμένω του όπισθεν και παράλληλα κινούμενου αρχικού ενάγοντος, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την ταχύτητα του οχήματος του τελευταίου, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη σύγκρουση, αποστερώντας τον αρχικό ενάγοντα από κάθε τοπικό και χρονικό περιθώριο αντίδρασης προς αποφυγή αυτής. Η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία συνομολογεί το γεγονός ότι το ασφαλισμένο σ’ αυτήν όχημα κινούνταν στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και ότι εισήλθε στην αριστερή λωρίδα, όπου πίσω κινούνταν ο αρχικός ενάγων, καθώς και ότι το εν λόγω ασφαλισμένο όχημα συγκρούστηκε στην αριστερή πλευρά του, διατείνεται, όμως, περαιτέρω, προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας κατά ποσοστό 95% του αρχικού ενάγοντος στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, τον οποίο (ισχυρισμό) παραδεκτά επαναφέρει στο Δικαστήριο τούτο με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης, ότι (όπως χαρακτηριστικά εκθέτει) «στο ύψος του ανωτέρω χιλιομέτρου, μετά από δεξιά στροφή, ο οδηγός του ασφαλισμένου αυτοκινήτου άναψε αριστερό φλας με σκοπό να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της ως άνω ΕΟ και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ερχόταν κανένα όχημα έστριψε προοδευτικά αριστερά προς την αριστερή λωρίδα, όταν όπισθεν τούτου στην αριστερή λωρίδα εμφανίστηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΒΚ . IX αυτοκίνητο, το οποίο ενόψει της υπάρχουσας στροφής στην πορεία του δεν ανέκοψε προφανώς καθόλου τη μεγάλη του ταχύτητα, με αποτέλεσμα να βρεθεί ξαφνικά μετά τη στροφή εξ αποκαλύψεως στην πορεία του αυτοκινήτου του ασφαλισμένου μας, μην μπορώντας δε να ελέγξει το αυτοκίνητο του με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του επέπεσε με σφοδρότητα και υπό γωνία στην αριστερή πλευρά του ασφαλισμένου αυτοκινήτου με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών και στα 2 οχήματα». Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο αρχικός ενάγων οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όπως αβάσιμα, χωρίς έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό, ισχυρίζεται η εναγομένη (την οποία ταχύτητα, άλλωστε, ούτε, έστω, κατά προσέγγιση, προσδιορίζει), ούτε, βεβαίως, προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό (ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται) το όριο της επιτρεπόμενης ταχύτητας στη συγκεκριμένη χιλιομετρική θέση. Αντιθέτως, ενόψει του ότι οι προκληθείσες υλικές ζημίες των δύο οχημάτων περιορίστηκαν στις συγκρουσθείσες επιφάνειες, χωρίς αυτά να εκτραπούν της πορείας τους με περαιτέρω ζημίες και, το κυριότερο, χωρίς να τραυματιστούν οι επιβαίνοντες, προκύπτει σαφώς, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η ταχύτητα του ΪΧΕ αυτοκινήτου του αρχικού ενάγοντος δεν ήταν ιλιγγιώδης αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι ήταν ανεπίτρεπτη για τις επικρατούσες συνθήκες της οδού, καθώς δεν προκάλεσε αυτή (ταχύτητα) τη σύγκρουση αλλά η παράνομη οδηγική συμπεριφορά του μη διαδίκου οδηγού του ασφαλισμένου στην εναγομένη οχήματος, που εισήλθε αιφνίδια, ανέλεγκτα και απροειδοποίητα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και παρεμβλήθηκε στην κανονική πορεία του αρχικού ενάγοντος. Και ασφαλώς, μόνο το επικαλούμενο γεγονός ότι επιχείρησε αλλαγή λωρίδας, ώστε να εισέλθει στην αριστερή, μετά από δεξιά στροφή, όπως διατείνεται η εναγομένη (χωρίς, βέβαια, να προκύπτει τούτο από το αποδεικτικό υλικό), ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου για απρόσεκτη και χωρίς σύνεση οδήγηση του ως άνω μη διαδίκου οδηγού, αφού έτσι αποστέρησε την ορατότητα και συνακόλουθα, τη δυνατότητα από τον αρχικό ενάγοντα να αντιληφθεί έγκαιρα τον ανεπίτρεπτο αριστερό ελιγμό του αλλαγής λωρίδας κυκλοφορίας. Όμως, σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε εν όψει των ανωτέρω, ότι ο άνω οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγομένη ΙΧΕ αυτοκινήτου, έχοντας την πρόθεση να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας δεν βεβαιώθηκε προηγουμένως ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο του κινούμενου πίσω, και πλάι του, αρχικού ενάγοντος, αφού εάν έλεγχε, όπως όφειλε, θα είχε αντιληφθεί (ακόμη και στην περίπτωση που επιχείρησε να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας μετά από δεξιά στροφή, όπως επικαλείται η εναγομένη) το κινούμενο κανονικά στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας αυτοκίνητο του αρχικού ενάγοντος, πολλώ μάλλον τη στιγμή που η εναγομένη επικαλείται ιλιγγιώδη ταχύτητα του τελευταίου, την οποία και όφειλε να λάβει υπόψη του. Επομένως, ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας του αρχικού ενάγοντος στην ένδικη σύγκρουση κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Το ΙΧΕ αυτοκίνητο του αρχικού ενάγοντος, μάρκας FORD FOCUS/TREND, 1596 cc, έτους κατασκευής 2004 και με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας την 27.10.2004 (ήτοι 5 ετών κατά το χρόνο της ένδικης σύγκρουσης), με 44.000 χλμ, υπέστη, συνέπεια της συγκρούσεως, εκτεταμένες ζημίες στο εμπρόσθιο τμήμα του (παρμπρίζ, καπώ, προφυλακτήρα, άνοιγμα αερόσακων οδηγού-συνοδηγού, καταστροφή ημιαξονίων, ψαλιδιών, εμπρ. αμορτισέρ, ψυγείου, φανών, στρέβλωση κολώνων κ.λπ.), όπως αναλυτικά αναφέρονται στην προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους ήδη ενάγοντες υπ’ αρ. ./15.9.2009 πραγματογνωμοσύνη του εκτιμητή της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρίας αυτοκινήτων “Σ. Α.Ε.Β.Ε.”, σύμφωνα με την οποία το απαιτούμενο συνολικό κόστος για την αγορά των αναγκαίων ανταλλακτικών και τις εργασίες επισκευής του αυτοκινήτου (όπως λεπτομερώς αναφέρονται στην ίδια πραγματογνωμοσύνη-εκτίμηση) υπολογίστηκε στο ποσό των 8.477,20 ευρώ και μαζί με το ΦΠΑ 19% (ήτοι ποσού 1.610,67 ) σε περίπτωση επισκευής του αυτοκινήτου και έκδοσης των σχετικών τιμολογίων και αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, στο συνολικό ποσό των 10.087,87 ευρώ. Επίσης, σύμφωνα με την από 18.9.2009 εκτίμηση της ίδιας εταιρίας, το κόστος της φανοποιίας, σε περίπτωση επισκευής του αυτοκινήτου, υπολογίστηκε στο επιπλέον ποσό των 357 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ. Η εμπορική αξία του άνω αυτοκινήτου του αρχικού ενάγοντος πριν από το ένδικο ατύχημα δεν υπερέβαινε το ποσό των 7.500 ευρώ, όπως προκύπτει ιδιαίτερα από την εκτίμηση των προσκομιζόμενων προς τούτο μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη σχετικών εκτυπώσεων από την ιστοσελίδα του εξειδικευμένου περιοδικού auto Τρίτη με αγγελίες πωλήσεως αυτοκινήτων FORD FOCUS/TREND 1600 κ.εκ., ετών κυκλοφορίας 2004 (όπως εν προκειμένω) έως 2009, με βάση τη διαδοχική κλιμάκωση των τιμών ανάλογα με το έτος κυκλοφορίας και τα διανυθέντα χιλιόμετρα, ενώ από το προσκομιζόμενο, επίσης, από την εναγομένη μετ’ επικλήσεως αντίγραφο του ίδιου εξειδικευμένου περιοδικού, προκύπτει ότι για το FORD FOCUS/TREND 2004 1600 κ.εκ. (όπως, δηλαδή, του αρχικού ενάγοντος) δεν δίνεται, λόγω παλαιότητας, καμία τιμή για τα μοντέλα κυκλοφορίας 2004, η δε τιμή των 10.000 ευρώ κατά μέσο όρο δίνεται για μοντέλα κυκλοφορίας 2009-2010, χωρίς οι ενάγοντες να προσκομίζουν αντίθετα στοιχεία αφενός προς αντίκρουση των άνω προσκομιζόμενων από την εναγομένη στοιχείων και αφετέρου προς απόδειξη της επικαλούμενης με την κρινόμενη αγωγή εμπορικής αξίας του αυτοκινήτου του δικαιοπαρόχου τους, ύψους 10.000 ευρώ. Επομένως, εφόσον η άνω απαιτούμενη δαπάνη επισκευής του εν λόγω αυτοκινήτου υπερβαίνει την πριν από το ατύχημα εμπορική του αξία, η αποκατάσταση των βλαβών είναι ασύμφορη οικονομικά. Ενόψει τούτου, θεωρείται ότι επήλθε ολική καταστροφή του συγκεκριμένου αυτοκινήτου υπό οικονομική έννοια, οπότε η αιτούμενη με την ένδικη αγωγή αποζημίωση περιορίζεται στην πριν από το ατύχημα αξία αυτού. Η εναγόμενη αμφισβητεί τον ισχυρισμό της αγωγής για ολική καταστροφή του αυτοκινήτου του αρχικού αντιδίκου της υπό οικονομική έννοια και, συνακόλουθα, την ανωτέρω πραγματογνωμοσύνη ως προς την εκτίμηση των ζημιών, ως μη αληθινή, γιατί, όπως ισχυρίζεται, το εν λόγω αυτοκίνητο πωλήθηκε από τον αρχικό ενάγοντα σε τρίτο πρόσωπο ( ) από το έτος 2010, ήτοι μετά την ένδικη σύγκρουση, και κυκλοφορεί ακόμη, γιατί προφανώς επισκευάστηκε, προσκομίζοντας προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί μεταβίβασης του αυτοκινήτου και της συνεχιζόμενης κυκλοφορίας του, αντίγραφο της μερίδας του αυτοκινήτου από την ΥΣΑΕ. Ωστόσο, παρά τη βασιμότητα του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο πωλήθηκε μετά τη σύγκρουση και κυκλοφόρησε κανονικά, δεν καθίσταται, άνευ άλλου τίνος, αναξιόπιστη η άνω πραγματογνωμοσύνη ως προς τις αναφερόμενες σ’ αυτήν ζημίες, καθόσον αυτές αντιστοιχούν ακριβώς στα μέρη του αυτοκινήτου που υπέστησαν βλάβη από τη σύγκρουση, όπως βεβαιώνονται και στο προαναφερόμενο δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος υλικών ζημιών (εμπρόσθιο μέρος, εμπρόσθια διαγώνια, παρμπρίζ). Επιπλέον, ούτε το προβαλλόμενο από την εναγομένη επιχείρημα ότι δεν θα συνέφερε κανένα να αποκτήσει ένα σχεδόν κατεστραμμένο αυτοκίνητο με ζημία κοντά στην αγοραία αξία και να το επισκευάσει αφού με τα ίδια χρήματα μπορεί να βρει μοντέλα σε άριστη κατάσταση από τα κατασχεμένα από τις τράπεζες στις μάντρες, δύναται, να οδηγήσει με ασφάλεια το Δικαστήριο σε πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι ζημίες ήταν πολύ κάτω της προ της συγκρούσεως πραγματικής αγοραίας αξίας του αυτοκινήτου και ότι, συνεπώς, δεν επήλθε ολική καταστροφή του, αφού δεν είναι γνωστός ο τρόπος ούτε η δαπάνη επισκευής του αυτοκινήτου από το νέο κτήτορα. Περαιτέρω, αρνούμενη η εναγομένη τον ισχυρισμό της αγωγής ότι τα σώστρα του αυτοκινήτου του αρχικού ενάγοντος μετά τη σύγκρουση ανέρχονταν στο ποσό των 500 ευρώ, ισχυρίζεται ότι το όχημα του αρχικού ενάγοντος παρέμεινε άθικτο από τη μέση και πίσω, όπως και η εμπρός αριστερή πόρτα, ενώ ούτε και ο κινητήρας υπέστη βλάβη, και ότι, συνεπώς, διασώθηκαν τμήματα και υλικά αυτού, γεγονός που προκύπτει, άλλωστε, από το αποδεικτικό υλικό και ιδιαίτερα από την ως άνω πραγματογνωμοσύνη. Προς τούτο η εναγομένη, επαναφέροντας νομίμως με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης την προβληθείσα και πρωτοδίκως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους, ζητά να αφαιρεθεί από την πραγματική αξία του αυτοκινήτου προ της συγκρούσεως, η αξία των υπολειμμάτων αυτού, τα οποία αναφέρει κατ είδος και αξία, συνολικού ύψους της σωζόμενης αξίας αυτών 2.741 ευρώ κατά στρογγυλ. (χωρίς ΦΠΑ). Η ένσταση αυτή είναι πλήρως ορισμένη και αποδεικνύεται κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ειδικότερα, από το αποδεικτικό υλικό και ιδιαίτερα από την άνω πραγματογνωμοσύνη, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη ιστοσελίδα του ομίλου πωλήσεως ανταλλακτικών-αξεσουάρ www.parts.gr, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά οι αντίστοιχες τιμές πώλησης των πιο κάτω διασωθέντων τμημάτων-υλικών, διαθέσιμων στην αγορά, για FORD FOCUS 1600 κ.εκ. έτους 2004, του θεωρούμενου ως καταστραφέντος αυτοκινήτου του αρχικού ενάγοντος, χωρίς οι ενάγοντες να αμφισβητούν ειδικά την ύπαρξη και την αξία των παρακάτω υπολειμμάτων και χωρίς να τα αντικρούουν προσκομίζοντας αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη και την αξία τους, αποδείχθηκε ότι, τουλάχιστον, τα υπολείμματα αυτά είναι κατ’ είδος και αντίστοιχη αξία τα ακόλουθα: 1) Εμπρός αριστερή πόρτα, 293,95 , 2) πίσω αριστερή πόρτα, 293,95 , 3) πίσω δεξιά πόρτα 293,95 , 4) πίσω καπώ/πόρτα, 363,16 , 5) ψαλίδια πίσω τροχών (αριστερά επάνω 43 , δεξιά επάνω 43 , ήτοι σύνολο 66 ), 6) κινητήρας, 500 , λόγω των λίγων χιλιομέτρων -44.000 χλμ- που είχε διανύσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, 7) φλας πίσω δεξιά-αριστερά, 6,99 έκαστο και συνολικά 14 κατά στρογγυλοποίηση, 8) φανοί πίσω δεξιά-αριστερά 52,12 έκαστος και συνολικά 104,24 , 9) πίσω αμορτισέρ 104,97 , 10) πίσω δεξιό και αριστερό φτερό 125,68 έκαστο και συνολικά 251,36 , 11) πίσω προφυλακτήρας 111,35 , 12) τζάμια πίσω δεξιάς-αριστερής πόρτας 59,68 έκαστο και συνολικά 119,36 , 13) ζάντες τροχών πίσω δεξιά και αριστερά 125 , και 14) πίσω καθίσματα, πίσω παρμπρίζ 50 έκαστο είδος και συνολικά 100 . Επομένως, η αποζημίωση που δικαιούνταν ο αρχικός ενάγων λόγω ολοσχερούς καταστροφής του αυτοκινήτου του, αξίας 7.500 ευρώ, περιοριζόμενη κατά την αξία των υπολειμμάτων-σώστρων ύψους 2.741 , που υπολογίζεται χωρίς το ΦΠΑ, ανέρχεται σε [7.500 – 2.741=] 4.759 ευρώ, ποσό το οποίο και παριστάνει τη ζημία του. Και βέβαια, ενόψει των προεκτεθέντων ως προς τις συνθήκες τέλεσης της ένδικης σύγκρουσης και της καταγραφής αυτής (με τις συγκρουσθείσες επιφάνειες των δύο οχημάτων, που υπέστησαν υλικές ζημίες και βλάβες) λίγα μόλις λεπτά μετά τη σύγκρουση από το επιληφθέν Τ.Τ. Ελληνικού, συνταχθέντος προς τούτο του ανωτέρω δελτίου τροχαίου ατυχήματος, καθώς και της αποδειχθείσας πλήρως, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ένδικης ζημίας, ουδεμία καταλείπεται υπόνοια ότι πρόκειται για συμπαικτική ζημία, όπως εντελώς αβάσιμα διατείνεται η εναγόμενη, επικαλούμενη προς τούτο μόνο το γεγονός ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου σ’ αυτήν ζημιογόνου οχήματος ουδέποτε υπέβαλε σχετική δήλωση ατυχήματος ούτε ο αρχικός ενάγων επικοινώνησε με αυτήν για να αποζημιωθεί, στοιχεία που δεν αποτελούν από μόνα τους ισχυρές ενδείξεις τέτοιες που να αποδυναμώνουν τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και να αποκλείουν την ένδικη επελθούσα ζημία. Σημειώνεται, ότι επειδή τις περισσότερες φορές υπόχρεη για την καταβολή αποζημιώσεως από ζημιές σε αυτοκίνητο είναι η Ασφαλιστική εταιρία που ασφάλισε κατά το νόμο υποχρεωτικά την αστική ευθύνη κάποιου άλλου (π.χ. του ιδιοκτήτη, κατόχου ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, όπως εν προκειμένω), ενδείκνυται, στην περίπτωση αυτή, για λόγους αποδεικτικούς και μόνο, καίτοι αυτό δεν επιβάλλεται από το νόμο, η προηγούμενη, δηλαδή πριν από την αποκατάσταση των ζημιών, γνωστοποίηση σ’ αυτήν του ατυχήματος από το ζημιωθέντα και η παροχή δυνατότητας να εξετάσει το ζημιωμένο αυτοκίνητο και εκτιμήσει το ποσό που απαιτείται για την αποκατάσταση των ζημιών (βλ. Κρητικό ο.π., αριθ. 815, σελ. 290). Ωστόσο, η εν προκειμένω παράλειψη του ζημιωθέντος αρχικού ενάγοντος να προβεί στη γνωστοποίηση του ένδικου ατυχήματος στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και να της παράσχει τη δυνατότητα να εξετάσει το ζημιωμένο αυτοκίνητο του για τη διαπίστωση της ζημιάς του, δεν καθιστά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής καταχρηστική, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, επαναφέροντας νομίμως με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης το σχετικό ισχυρισμό της, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν υφίσταται επιβεβλημένη από το νόμο σχετική υποχρέωση του, αλλά μόνο λόγοι αποδεικτικοί, εν προκειμένω δε, η ζημία του αποδείχθηκε πλήρως με βάση το αποδεικτικό υλικό, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άνω πραγματογνωμοσύνη, η οποία κρίνεται αξιόπιστη για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην οικεία σκέψη, σε συνδυασμό και με το δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος υλικών ζημιών. ’λλωστε, ακόμη και αν ήταν επισκευάσιμη η ζημία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, όπως διατείνεται η εναγομένη, τούτο δεν αποκλείει την κρίση για ολοσχερή καταστροφή αυτού υπό οικονομική έννοια και συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι αυτό είχε πωληθεί από τον αρχικό ενάγοντα πριν από την άσκηση της αγωγής (έχοντας το προς τούτο δικαίωμα), αφού η σχετική ζημία αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω. Πρέπει δε να σημειωθεί και ότι με την ένδικη αγωγή δεν προσφέρονται στην εναγομένη αυτούσια τα υπολείμματα του ζημιωμένου αυτοκινήτου, όπως εσφαλμένα διατείνεται η τελευταία, αλλά η χρηματική αξία αυτών, όπως ρητά αναφέρεται στην αγωγή (τελ. στίχος 11ης σελ.), έστω και αν αυτή την υπολογίζει μόνο στο ποσό των 500 ευρώ, που, άλλωστε, δεν υφίσταται σχετική προς τούτο υποχρέωση του ζημιωθέντος παρά μόνο δυνατότητα αυτού να υπολογίσει στο δικόγραφο της αγωγής την αξία των υπολειμμάτων του αυτοκινήτου του αφαιρώντας αυτήν εκ των προτέρων από τη συνολική αιτούμενη αποζημίωση (Κρητικός ο.π., αρ. 806, σελ. 287). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο αρχικός ενάγων, με βάση τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή περιστατικά, παρέβη το καθήκον αλήθειας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, απορριπτόμενου, μετά ταύτα, του σχετικού αιτήματος αυτής περί επιβολής της προβλεπόμενης από το άρθρο 205 του ΚΠολΔ χρηματικής ποινής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο αρχικός εναγών δαπάνησε για τη μεταφορά του αυτοκινήτου του από το σημείο του ατυχήματος στην Αθήνα με γερανό, το ποσό των 178,50 , μαζί με το ΦΠΑ, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αρ. ./10.7.2009 φορτωτικής του , δαπάνη, άλλωστε, που δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη. Τέλος, εκτιμώντας το Δικαστήριο τούτο τις προαναφερόμενες συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η ένδικη, σύγκρουση, το είδος και την έκταση της ζημίας του αρχικού ενάγοντος, τη στενοχώρια που δοκίμασε από την καταστροφή του αυτοκινήτου του, την εν γένει ταλαιπωρία του, την αποκλειστική υπαιτιότητα του μη διαδίκου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος, την έλλειψη υπαιτιότητας του αρχικού ενάγοντος στην πρόκληση των ζημιών του, κρίνει ότι ο αρχικός ενάγων υπέστη από το ζημιογόνο γεγονός ηθική βλάβη και δικαιούνταν χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας ενόψει των προαναφερόμενων περιστάσεων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης αυτού, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι είναι ανώτερη ή κατώτερη της μέσης τοιαύτης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιουσιακή κατάσταση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, πρέπει να οριστεί, στο ποσό των 1.100 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια προσδιορισμού του και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αντικειμενικά δίκαιο και ανάλογο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επέρχεται εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται και κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία δικαιούται ο παθών από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 705/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι το άνω ποσό εκτιμάται ότι βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, καθώς επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις με βάση την κοινή πείρα, την κοινή περί δικαίου συνείδηση και τη δικαστηριακή πρακτική. Επομένως, το σύνολο των άνω αξιώσεων από το ένδικο ατύχημα ανέρχεται στο ποσό των 6.037,50 ευρώ [4.759 + 178,50 + 1.100], από το οποίο οι ενάγοντες, λόγω της κατά τα ανωτέρω κληρονομικής επαγωγής, δικαιούνται, με βάση το συνολικό κληρονομικό τους μερίδιο, το ήμισυ, ήτοι το ποσό των [6.037,50 : 2=] 3.018,75 ευρώ, από το οποίο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω στην οικεία σκέψη και με βάση την ΑΚ 1814, οι 1ος, 20ς, 3ος και 4η εξ αυτών (αδελφοί του κληρονομούμενου αρχικού ενάγοντος, που κληρονομούν κατ’ ισομοιρίαν) δικαιούνται ποσό 603,75 έκαστος [ήτοι, 3.018,75 : 5], οι δε 5ος και 6η εξ αυτών (ως τέκνα προαποβιώσαντος αδελφού του αρχικού διαδίκου, που κληρονομούν κατά ρίζες)δικαιούνται ποσό 301,87 ευρώ έκαστος [ήτοι 603,75 : 2]. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 3.018,75 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων και να καταδικαστεί, εν τέλει, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά το βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 183, 178).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου, που κατατέθηκε για την άσκηση της.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3325/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών (εκτός από τη διάταξη της που καταργεί τη δίκη ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων).
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την από 17.6.2011 (αρ. κατ.δικ. ./2011) αγωγή ως προς την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «CHARTIS Α.Ε.».
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει σε καθένα από τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτη των εναγόντων το ποσό των εξακοσίων τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (603,75 ευρώ) και σε καθένα από τους πέμπτο και έκτη των εναγόντων το ποσό των τριακοσίων ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (301,87 ευρώ), ήτοι συνολικά στους ενάγοντες το ποσό των τριών χιλιάδων δεκαοκτώ) ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών [3.018,75 ευρώ], με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία σε μέρος των δικαστικών εξόδων των άνω εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε εννιακόσια (900) ευρώ.
Κρίθηκε , αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ