Το ένδικο ακίνητο- γεωτεμάχιο, φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία ως “άγνωστου ιδιοκτήτη”, ενώ κατά το χρόνο καταχώρισης των πρώτων εγγραφών και έναρξης στη συνέχεια του κτηματολογίου ανήκε κατά κυριότητα στον δικαιοπάροχο των αιτούντων. Διατάσσεται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής ως προς το ένδικο οικόπεδο στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να φαίνεται ότι ανήκε κατά κυριότητα, στον αποβιώσαντα δικαιοπάροχο των αιτούντων.
KEIMENO
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Αριθμός απόφασης
1631/2007
Ο ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Η Δικαστής Μαρία Αρχοντάκη, Πρωτοδίκης, Αναπληρώτρια Κτηματολογικού Δικαστή, την οποία όρισε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, με τη σύμπραξη της Γραμματέα Νυμφοδώρας Χαϊδου.
Συζήτησε δημόσια στα ακροατήριο του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 15.12.2006 την υπόθεση:
1 Των αιτούντων: 1) Α. Α. του Κ., κατοίκου Καισαριανής Αττικής, οδός Κ. αριθ. *, 2) Μ. Α. του Κ., κατοίκου Βύρωνος Αττικής, οδός Ν. αριθ *; 3) Θ. Α. του Κ., κατοίκου Βούλας Αττικής, οδός Α. αριθ. * και 4) Α. χήρας Κ. Α., κατοίκου Καισαριανής Αττικής, οδός Κ. αριθ. *, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Β. Κ.
Του καθ’ ου η αίτηση: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος” (Ο.K.X.E.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Τ. Β. αρ. ** – **Γ και εκπροσωπείται νόμιμα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η αίτηση τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 7358/26.9.2006. προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο,
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος των αιτούντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το αντικείμενο της δίκης της, ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 741 – 781 ΚΠολΔ. εκούσιας δικαιοδοσίας εντοπίζεται στην δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας να προβεί στην επιδιωκόμενη αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης, Σ8 αντίθεση μ.5 την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία αντικείμενο δεν αποτελεί εδώ η διάγνωση έννομης σχέσης, ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του ή ιδιωτικού δικαιώματος του αιτούντος – το οποίο ελέγχεται ενδεχομένως ως προϋπόθεση για τη ζητούμενη διάπλαση ή διαπίστωση, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου – αλλά περιορίζεται στην ως άνω αξίωση, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάγνωσης αμφισβητουμένου δικαιώματος (βλ. ΑΠ 1030/2001 ΕλλΔνη 2001. 1599, Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ Π (2000), εισαγ. παρατηρήσεις στα άρθρα 739 – 866, αριθ 10 – 12 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Μόνο σε υποθέσεις που υπάγονται με, διάταξη νόμου στην εκούσια δικαιοδοσία (άρθ 739 ΚΠολΔ), δηλαδή που υπάγονται μόνο κατά παραπομπή στη διαδικασία αυτή, αv ενέχουν αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, παράγουν δεδικασμένο αφού καταστούν τελεσίδικες, όπως και οι αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321 επ.. ΚΠολΔ (βλ. AΠ 385/2001 ΕλλΔνη 2002. 11]).
Περαιτέρω, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν προσαρμόζεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμόδιου δικαστηρίου (αρθ. 748 πχρ. 3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (αρθ. 752 ΚΠολΔ), 5) με την προσεπίκληση τους που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από – το Δικαστήριο (αρθ. 753), Συνεπώς, κάτω την ανωτέρω διαδικασία ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκα ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως ν’ ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (βλ, ΑΠ 41/2003 ΕλλΔνη 2003. 434, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔνη 1996. 638, ΕφΑθ 2295/1998 ΕλλΔνη 1998. 617, Αρβανιτάκη, ο,π.). Το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ν. 2664/1998 ορίζει ότι: “Παρ 1 – Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στα κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις τoυ παρόντος κεφαλαίου. Παρ. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται, από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται γιο. το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) ετών. Για πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάσταση τους στην Ελλάδα. Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης ταυ Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει, το άρθρο 1 παρ. 3. Ι αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδοχών και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά τoυ φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων όσο και κατά του διαδόχου ή των περισσότερων διαδοχικών ειδικών διαδόχων αυτού ». Περαιτέρω, στην παρ. 3 περ. α) του ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3481/2.8.2006, ορίζεται: «Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου οριστεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωριστεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή,..”. Από τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακίνητου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως ”άγνωστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου (και μέχρι να οριστεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του ακινήτου), που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος κατά το χρόνο καταχώρισης της πρώτης εγγραφής είτε του αιτούντος είτε δικαιοπαρόχου του, και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “άγνωστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του δικαιώματος συγκεκριμένου δικαιούχου. Συνακόλουθα του παραπάνω αντικειμένου της δίκης είναι τα εξής: α) Ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της ως άνω αίτησης εναντίον οποιουδήποτε, όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΚΧΕ, του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου, αν τυχόν δε απευθυνθεί αυτή εναντίον τρίτου, δεν καθίσταται ο τελευταίος διάδικος από το γεγονός και μόνον τούτο. Και β) δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιέλθει αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η (ύπαρξη) συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι αυτό, άλλωστε, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006 αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Ας σημειωθεί ακόμη ότι η αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας θα είχε ως συνέπεια, με την τελεσιδικία της απόφασης να αναγνωρίζεται το δικαίωμα τούτο έναντι πάντων ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους στη δίκη, που βέβαια δεν ισχύει στην αμφισβητούμενη διαδικασία και δεν μπορεί να είναι αυτός ο σκοπός του νόμου.
Οι αιτούντες στην υπό κρίση αίτηση, την οποία απευθύνουν κατά του νπδδ με την επωνυμία «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος» (Ο.Κ.Χ.Ε.), εκθέτουν, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της από το δικαστήριο, θα έχει περιέλθει σαυτούς, κατά ποσοστό ½ αδιαιρέτου στον καθένα, το περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο οικόπεδο από κληρονομία εξ αδιαιρέτου του αποβιώσαντος στις 8.6.2005 πατέρα των τριών πρώτων και συζύγου της τετάρτης Κ.Α. του Α. Ότι στο δικαιοπάροχό τους είχε περιέλθει το περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο αγροτεμάχιο λόγω πώλησης από τον κύριο τούτο (του σχετικού πωλητηρίου συμβολαίου έχοντος νόμιμα μεταγραφεί), το οποίο μετά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης του Δήμιου Γέρακα Αττικής ρυμοτομήθηκε εξ ολοκλήρου και στη θέση του αποδόθηκε στον δικαιοπάροχο τους το ένδικο οικόπεδο. Ότι αν και ο δικαιοπάροχος τους είχε υποβάλει κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης στο Δήμο Γέρακα – που έχει ήδη περαιωθεί, με ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή την 17.9.2304 – δήλωση ιδιοκτησίας σύμφωνα με το ν. 2308/2005, το ένδικο ακίνητο, το οποίο έχει λάβει τον ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου 050390435004/0/0, εσφαλμένα φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κoρωπίου ως “άγνωστου ιδιοκτήτη'”. Μετά από αυτά ζητούν, κατά τη δέουσα εκτίμηση του αιτητικού της αίτησης από το Δικαστήριο, ν’ αναγνωριστεί ότι ο αποβιώσας στις 8.6.2005 δικαιοπάροχος τους ήταν κύριος του ένδικου ακινήτου . και να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή ως προς αυτό στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να φαίνεται ότι του ανήκε κατά κυριότητα.
Η αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ενώπιον ταυ Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών που είναι αρμόδιος κατά τόπο (άρθρο 6 παρ, 3 ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ, 2 του ν. 3481/;1.8.2006), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, 1) κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα στο Ελληνικό Δημόσιο., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1993, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3481/2.8.2006 (βλ. την με αριθ. 6I98Β/05.10.2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στo Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Β. Κ.) και 2) καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα στα κτηματολογικά βιβλία το ο αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου για το Δήμο Γέρακα Αττικής, σύμφωνα με την αυτή ως άνω διάταξη (βλ. την με αριθ. 6357/13.10.2006 καταχώριση του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου). Παθητική νομιμοποίηση του καθ’ ου η αίτηση δεν υφίσταται, αφού δεν προβλέπεται στην προπαρατεθείσα διάταξη της παρ 2 του άρθρου 6 ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 ν. 3481/2006, ότι η ένδικη αίτηση απευθύνεται tear αυτού, ούτε άλλωστε κλητεύθηκε με διαταγή του Δικαστηρίου και δεν- κατέστη διάδικος με κάποιον από τους αναφερόμενους τρόπους στη σκέψη που προηγήθηκε, συνεπώς, όσον αφορά, τον τελευταίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του. Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις -προπαρατεθείσες διατάξεις καθώς και σ εκείνες των άρθρων 513, 1033. 1192, 1198 ΑΚ, όσον αφορά το αίτημα της διόρθωσης της πρώτης εγγραφής. Δεν είναι νόμιμο το αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας του δικαιοπαρόχου των αιτούντων στο ένδικο ακίνητο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν και πρέπει ναπορριφθεί.
Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αίτηση, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ ουσίαν από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι αιτούντες. Αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με το με αριθ. 29811/1965 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.Δ.Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας (τομ. 133, αριθ. 109), περιήλθε κατά κυριότητα στον Κ. Α. Α. λόγω πώλησης από τον κύριο τούτου Γ. Μ.Λ., ένα αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση Αγιος Ιωάννης Σταυρού Γέρακα της περιφέρειας της τότε Κοινότητας Παιανίας Αττικής, εμφαινόμενο με τον αριθμό τρία (3) στο από 9.5.1985 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Α.Κ., συνημμένο στο με αριθ. 29603/1965 συμβόλαιο του αυτού συμβολαιογράφου, έκτασης κατά το τοκογραφικό διάγραμμα αυτό 335,20 τ.μ. και με όρια κατά το ίδιο διάγραμμα βόρεια με τα αριθ. ένα (1) και δύο (2) αγροτεμάχια του αυτού διαγράμματος, ανατολικά ιδιωτική οδό, νότια ιδιοκτησία κληρονόμων Ι.Π. και δυτικά ιδιοκτησία Γ.Α. Μετά την ένταξη της περιοχής όπου βρίσκεται το παραπάνω ακίνητο στο σχέδιο πόλης του Δήμου Γέρακα, η πράξη εφαρμογής της οποίας με αριθμό ένα (1) κυρώθηκε με την με αριθ. 24478/1-1451/14.9.1989 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, νόμιμα μεταγραφείσα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας (τόμ. 509, αριθ. 20),τo εν λόγω ακίνητο ρυμοτομήθηκε ολόκληρο και στη θέση τον αποδόθηκε στον ιδιοκτήτη του Κ. Α. Α., μετά την οφειλόμενη εισφορά σε γη και χρήμα, νέο οικόπεδο με τον κωδικό αριθμό κτηματογράφησης 0107504, που βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθ. 75, στο οποίο φέρει τον αριθμό τέσσερα (4) και έχει έκταση 195;31 τ.μ. φαίνεται δε περιμετρικά με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΑ στο από Απριλίου 3996 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Δ. Μ. και συνορεύει κατά το διάγραμμα αυτό βόρεια με ανώνυμη οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία Π. και .Ι. Π., νότια με ιδιοκτησία Π. και Ι. Π. και ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Σ. και δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Σ.. Στις 8.6.2005 απεβίωσε ο Κ. A. Α. χωρίς ν αφήσει διαθήκη και το πιο πάνω κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στους αιτούντες από τους οποίους οι τρεις πρώτοι είναι τέκνα του ‘και η τέταρτη η χήρα του., ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά ποσοστό 1/4 ες αδιαιρέτου στον καθένα, την κληρονομία του δε αυτή αποδέχθηκαν οι. τελευταίοι ενόψει ότι υπέβαλαν τη σχετική δήλωση φόρου κληρονομιάς στην αρμόδια ΔΟΥ Βύρωνα. Περαιτέρω, η περιοχή του Δήμου Γέρακα κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση και ακολούθως με την με αριθ. 245/9/9.9.2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του – Ο.K.Χ.Ε. (ΦΕΚ 1434/Β/17.9.2004) διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου για το Δήμο Γέρακα και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 17.9.2004. Το ένδικο ακίνητο έχει λάβει ως γεωτεμάχιο, εμβαδού 190 τ.μ., τον ΚΑΕΚ και φέρεται στα ως άνω κτηματολογικά βιβλία ως “άγνωστου ιδιοκτήτη”, ενώ κατά το χρόνο καταχώρισης των πρώτων εγγραφών και έναρξης στη συνέχεια του κτηματολογίου στο Δήμο Γέρακα ανήκε κατά κυριότητα στον δικαιοπάροχο των αιτούντων. Επομένως, εφόσον διαπιστούται τούτο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως και κατ ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής ως προς το ένδικο οικόπεδο στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να φαίνεται ότι ανήκε κατά κυριότητα, στον αποβιώσαντα στις 8.6.2005 δικαιοπάροχο των αιτούντων. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων όσον αφορά τον καθ ου, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση (κατ άρθρο 176 ΚΠολΔ), αφού ο τελευταίος δεv εμφανίστηκε και συνεπώς δεν υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα (τα οποία, σε κάθε περίπτωση επιβάλλονται εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, κατ’ άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του καθ ου η αίτηση.
Απορρίπτει την αίτηση ως προς τον καθ ου.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Διατάσσει τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου για το Δήμο Γέρακα ως προς το παρακάτω ακίνητο, ώστε να φαίνεται ότι ανήκε κατά κυριότητα στον αποβιώσαντα στις 8.6.2005 δικαιοπάροχο των αιτούντων Κ.Α.Α., το οικόπεδο που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης του Δήμου Γέρακα Αττικής, στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 75, στο οποίο φέρει τον αριθμό τέσσερα (4), έχει τον κωδικό αριθμό κτηματογράφησης 0107504 έκταση 195,31 τ.μ., φαίνεται περιμετρικά με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΑ στο από Απριλίου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Δ.Μ. και συνορεύει κατά το διάγραμμα αυτό βόρεια με ανώνυμη οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία Π. και Ι. Π., νότια με ιδιοκτησία Π. και Ι. Π. και ιδιοκτησία κληρονόμων Α.Σ. και δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Α.Σ., το οποίο οικόπεδο έχει λάβει στα ως άνω κτηματολογικά βιβλία ως γεωτεμάχιο, εμβαδού 190 τ.μ., τον ΚΑΕΚ .
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16.Μαρτ. 2007.