Πρόκληση υλικών ζημιών σε αυτοκίνητο από πυρκαγιά σε σταθμευμένο φορτηγό αυτοκίνητο το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων. Αποκλειστική ευθύνη του προσώπου που είχε υπό την εποπτεία του το εν λόγω όχημα. Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης. Δεν συνιστούν ένορκες βεβαιώσεις με την έννοια του ΚΠολΔ οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της προανακριτικής διαδικασίας που διεξήχθη από το ανακριτικό τμήμα της Διεύθυνσης Πυροσβεστικών Υπηρεσιών. Εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη ζημιών του οχήματος από κακόβουλες και τρομοκρατικές ενέργειες και ζημιών που προξενήθηκαν από το μεταφερόμενο ή στο μεταφερόμενο με το όχημα φορτίο.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 9952/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τμήμα Εφέσεων)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Λαμπρινή Τάλαρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Διαμάντω Μπίθα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 31 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «AIG-GREECE-NATIONAL UNION» και ήδη «AIG EUROPE SA» που εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Κηφισίας αρ. 119) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στυλιανού Μπεζαντέ (AM ΔΣ Αθηνών 010510), βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητου: , κατοίκου Ηρακλείου Αττικής (οδός ), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αρετής Γιαννόπουλου (AM ΔΣ Αθηνών 020980), βάσει δηλώσεως.
Η εφεσίβλητη ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30.8.2010 και με αριθμό καταθέσεως ./8.9.2010 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου κατά των τότε εναγομένων, μεταξύ των οποίων και η νυν εκκαλούσα, κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 104/2012 οριστική απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της εν λόγω αποφάσεως, η ως άνω ηττηθείσα διάδικος άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε την απευθυνόμενη στο παρόν, ένδικη, από 24.4.2013 και με αριθμό καταθέσεως ./26.40.2013 έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως 107396/16.75/31.7.2013. Η συζήτηση της προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 15.4.2016 και μετ’ αναβολή για την προαναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24.4.2013 και με αριθμό καταθέσεως ./31.7.2013 υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 104/2012 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, επί της από 30.8.2010 και με αριθμό καταθέσεως ./8.9.2010 αγωγής της εφεσίβλητου, φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την ίδια διαδικασία, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 ν.3994/2011 και 518§2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, από το διάδικο μέρος που ηττήθηκε στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 495επ., 499, 511, 513§1, 516§1, 517, 518§2 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης εφέσεως), ενώ για το παραδεκτό της κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο άσκησης εφέσεως (άρθρο 495§4 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τη σχετική επί της εκθέσεως καταθέσεως σημείωση της γραμματέως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
Ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε η από 30.8.2010 και με αριθμό καταθέσεως 414/8.9.2010 αγωγή της εφεσίβλητου κατά των τότε εναγομένων, μεταξύ των οποίων και η εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία. Με την ως άνω αγωγή-πλαγιαστική αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι στις 20.4.2007 προκλήθηκε πυρκαγιά στο σταθμευμένο με αριθμό κυκλοφορίας ΥΒΡ-. ΙΧΦ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν υπό την εποπτεία του πρώτου εναγόμενου και ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη έναντι τρίτων, αλλά και για ζημίες πυρός στη δεύτερη εναγόμενη και νυν εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία. Ότι η παραπάνω πυρκαγιά εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα λόγω εκρήξεων των φιαλιδίων πρωτοξειδίου του άνθρακα που ήταν αποθηκευμένα στα πίσω μέρος του παραπάνω αυτοκινήτου και διαδόθηκε και στο σταθμευμένο επίσης με αριθμό κυκλοφορίας ΖΜΜ-. ΙΧΕ αυτοκίνητο κυριότητας της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτό να καεί ολοσχερώς. Ότι η ζημία αυτή οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια του πρώτου εναγόμενου, έχοντος την εποπτεία του ανωτέρω ζημιογόνου οχήματος, ο οποίος αν και γνώριζε άλλως όφειλε να γνωρίζει ότι τα εν λόγω φιαλίδια προωθούν την καύση και, σε περίπτωση πυρκαγιάς, αποσυντίθενται και εκρήγνυνται, εκείνος εν τούτοις τα είχε αποθηκεύσει πρόχειρα και επί μήνες εντός του φορτηγού, το οποίο δεν αεριζόταν και αποτελούσε το ίδιο πηγή ανάφλεξης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις: α) να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη και περιέγραφε αναλυτικά στην αγωγή της ο ποσό των 11.246 με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη και νυν εκκαλούσα, με την ιδιότητα της ως ασφαλίζουσας το ζημιογόνο αυτοκίνητο, να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο κάθε ποσό που ήθελε επιδικασθεί στους ίδιους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση της, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι συνίστανται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
(I) Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330εδ.β’, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως ιδίως επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε με μέτρο την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 20785/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 980/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι για την ύπαρξη υποχρέωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία (και αυτή που αφορά σωματική βλάβη ή θανάτωση προσώπου) απαιτείται από τη μία πλευρά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη και από την άλλη αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε. Τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη ενόψει των περιστάσεων ήταν ικανή κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, η οποία εννοιολογικά ταυτίζεται με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει τη ζημία που έγινε. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο ζημιογόνο αποτέλεσμα συντέλεσε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και τρίτου προσώπου εκτός αν η παρεμβολή του τρίτου οφείλεται σε εντελώς εξαιρετικά και απρόβλεπτα γεγονότα οπότε και μόνο επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου (ΑΠ 568/1996 ΕλλΔνη 1997. 66, ΑΠ 979/1992 ΕλλΔνη 1994. 1044).
(II) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 270§2εδ.γ’ και δ’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 524§1εδ. α” ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, εν προκειμένω, όπως ίσχυαν πριν καταργηθούν με την παρ. 1 του άρθρου δευτέρου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπ’ όψιν το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρο 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων, που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Επομένως, αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα περισσότερες των τριών από τις ένορκες βεβαιώσεις, που επικαλέσθηκε και προσκόμισε οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη, υποπίπτει στην πλημμέλεια από το άρθρο 559αρ. Πα” ΚΠολΔ, δηλαδή λαμβάνει υπ’ όψιν απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 814/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έλαβε υπ’ όψιν δέκα ένορκες καταθέσεις, καθ’ υπέρβαση του ανώτατου αριθμού των επιτρεπτών ενόρκων βεβαιώσεων τις οποίες μπορούσε να επικαλεσθεί και προσκομίσει η ήδη εφεσίβλητη, ενάγουσα. Εν προκειμένω, από την επισκόπηση των προσκομισθέντων εγγράφων, καθώς και της εκκαλουμένης, προκύπτει ότι δεν προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκη, αλλά ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στα πλαίσια της προανακριτικής διαδικασίας που διεξήχθη από το ανακριτικό τμήμα της Διεύθυνσης Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών. Οι καταθέσεις αυτές δεν αποτελούν ένορκες βεβαιώσεις κατά την έννοια του νόμου που ελήφθησαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην εν λόγω δίκη, αλλά καταθέσεις οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια προανακριτικής διαδικασίας, όπως προαναφέρθηκε, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον περιορισμό που θέτουν οι ανωτέρω διατάξεις του ΚΠολΔ ως προς τον αριθμό τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, χωρίς να τις μνημονεύσει ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, δεν τις απέκλεισε ως ανυπόστατες ένορκες βεβαιώσεις δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα αποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, καθώς και όλων των επικαλουμένων και νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) καθώς και από τις προσκομισθείσες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444, 448§2 και 457§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20.4.2007 και περί ώρα 2:30 περίπου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είχε σταθμεύσει το με αριθμό κυκλοφορίας ΖΜΜ-. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της, επί της οδού Παύλου Μελά στο Χολαργό Αττικής, έμπροσθεν ενός κάδου ανακύκλωσης. Πίσω ακριβώς από τον κάδο αυτό ανακύκλωσης ήταν σταθμευμένο το με αριθμό κυκλοφορίας ΥΒΡ-. ΙΧΦ αυτοκίνητο, κυριότητας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ . – . ΑΒΕΕ», το οποίο χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της εμπορικής του δραστηριότητας ο πρώτος εναγόμενος . και το είχε σταθμεύσει επί της ανωτέρω οδού Παύλου Μελά πριν από μεγάλο χρονικό διάστημα. Εντός αυτού είχε αποθηκεύσει τρεις χιλιάδες περίπου μεταλλικά φιαλίδια (αμπούλες) πρωτοξειδίου του αζώτου (Ν20), οι οποίες χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική. Κατά τη χρονική αυτή στιγμή εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο όχημα του πρώτου εναγόμενου αρχικά εξωτερικά του οχήματος και συγκεκριμένα στην αριστερή πλευρά του και στο κάτω μέρος του, οφειλόμενη σε πράξη εκ προθέσεως αγνώστου ατόμου, ο οποίος πιθανόν περιέλουσε το προαναφερόμενο σημείο του αυτοκινήτου με εύφλεκτο υγρό και στην συνέχεια, με τη χρήση γυμνής φλόγας (σπίρτο ή αναπτήρα) προκάλεσε την ανάφλεξη του με αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά. Από την πυρκαγιά αυτή καταστράφηκε ολοσχερώς το όχημα του πρώτου εναγόμενου, ενώ, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, προκλήθηκε διαρροή των φιαλιδίων. Το υλικό που περιείχαν τα φιαλίδια (πρωτοξείδιο του αζώτου) δεν είναι εύφλεκτο, ούτε παρουσιάζει κίνδυνο αυτοανάφλεξης, πλην όμως συσκευασμένο, όπως ήταν, σε φιαλίδια (αμπούλες) από μόλυβδο, αν υπερθερμανθεί είναι άκρως επικίνδυνο και σε περίπτωση φωτιάς προωθεί και επιταχύνει την καύση. Φθάνοντας η φωτιά στο χώρο που ήταν αποθηκευμένα τα φιαλίδια, τα τελευταία υπερθερμάνθηκαν, ακολούθησαν πολλαπλές απανωτές, ταυτόχρονες και συνεχόμενες εκρήξεις, καθώς καθένα από αυτά εκρήγνυτο, με αποτέλεσμα αυτά υπερθερμαινόμενα να εκσφενδονίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις, διατυπώντας τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου αυτού αλλά και των γύρωθεν σταθμευμένων αυτοκινήτων. Από τις απανωτές εκρήξεις η φωτιά πήρε έκταση σε ολόκληρο το αυτοκίνητο του πρώτου ενάγοντος, το οποίο μετακινήθηκε προς τα εμπρός και μετέδωσε τη φωτιά στον κάδο απορριμμάτων ανακύκλωσης που ήταν μπροστά του, ακολούθως δε αυτή μεταδόθηκε στο ανωτέρω αυτοκίνητο της ενάγουσας, που ήταν σταθμευμένο, όπως προαναφέρθηκε, μπροστά από τον κάδο και καταστράφηκε ολοσχερώς. Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, υπαίτιος της πρόκλησης της καταστροφής του αυτοκινήτου της ενάγουσας είναι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος αν και γνώριζε εκ της ιδιότητας του ως ζαχαροπλάστη ότι οι εν λόγω αμπούλες προωθούν ισχυρά την καύση και σε περίπτωση έκθεσης τους σε πυρκαγιά αποσυντίθενται και εκρήγνυνται, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να φυλάσσονται σε καλά αεριζόμενο χώρος, εντούτοις αυτός τα είχε αποθηκεύσει πρόχειρα και επί μήνες εντός του προαναφερθέντος φορτηγού, το εσωτερικό του οποίου δεν αεριζόταν, παραβιάζοντας τη γενική υποχρέωση επιμέλειας, πρόνοιας και ασφάλειας. Επιπροσθέτως, το ανωτέρω φορτηγό είχε σταθμεύσει σε κοινόχρηστο χώρο, ήτοι μη φυλασσόμενο, με αποτέλεσμα να επιτείνεται ο κίνδυνος απρόκλητης ενέργειας αγνώστου τρίτου, η οποία θα μπορούσε τελικώς, όπως και έγινε, να το καταστήσει πηγή ανάφλεξης, καθιστώντας το περιβάλλον εντελώς ακατάλληλο και επικίνδυνο για τη φύλαξη τέτοιων υλικών. Η δε φύλαξη τους εντός του φορτηγού και η εντεύθεν διαρροή και εκτόξευση τους συνδέεται αιτιωδώς με τις υλικές ζημίες που προκλήθηκαν στο όχημα της ενάγουσας, καθ όσον εάν δεν υπήρχαν τα ανωτέρω φιαλίδια η πυρκαγιά δεν θα είχε εξαπλωθεί με τόσο μεγάλη ταχύτητα, ενώ εάν δεν εκσφενδονίζονταν σε μεγάλη απόσταση ο μεν σύζυγος της ενάγουσας θα είχε τη δυνατότητα να απομακρύνει το αυτοκίνητο από το σημείο πριν μεταδοθεί σε αυτό η φωτιά, οι δε δυνάμεις της Πυροσβεστικής, οι οποίες έφθασαν σε μικρό χρονικό διάστημα από την έναρξη της φωτιάς, θα είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να θέσουν υπό έλεγχο τη φωτιά πριν αυτή εξαπλωθεί και καταστρέψει το αυτοκίνητο. Το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δέχθηκε την υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου . δεν αμφισβητείται από την εκκαλούσα με τους λόγους της υπό κρίση εφέσεως της, λόγω δε της μη ασκήσεως εφέσεως του ανωτέρω πρώτου εναγόμενου κατά της εκκαλουμένης δεν μεταβιβάζεται στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ), όπως δεν μεταβιβάζονται τα κεφάλαια που αφορούν την αποκαταστατέα θετική ζημία και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου της, αλλά μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορά την πλαγιαστική αγωγή που άσκησε η ενάγουσα κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Ως προς το κεφάλαιο αυτό, αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο φορτηγό ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγόμενη και νυν εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, δυνάμει του υπ αριθμ. ασφαλιστηρίου συμβολαίου και για την αστική ευθύνη πυρός. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με τίτλο «Ζημίες από πυρκαγιά (ασφάλιση πυρός)» σε συνδυασμό με τις περιπτώσεις ε και στ του άρθρου 1 αυτού, ρητώς εξαιρούνται από την ασφάλιση πυρός οι ζημίες του οχήματος από κακόβουλες και τρομοκρατικές ενέργειες, ενώ στις περιπτώσεις 8 και 9 του άρθρου 29 αυτού, αναφέρεται ότι δεν καλύπτονται από το ασφαλιστήριο ζημίες που προξενήθηκαν από το μεταφερόμενο ή στο μεταφερόμενο με το όχημα φορτίο, εκτός εάν έχει ρητώς συμφωνηθεί η κάλυψη των περιπτώσεων αυτών με ειδικό πρόσθετο ασφάλιστρο. Με βάση τα ανωτέρω, επομένως, η δεύτερη εναγόμενη-εκκαλούσα δεν ευθύνεται δυνάμει του ανωτέρω ασφαλιστηρίου για τις προκληθείσες ζημίες και πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας, τον οποίο επαναφέρει με τις ένδικες προτάσεις της, να γίνει δεκτός. Ακολούθως, παρελκομένης της έρευνας των υπολοίπων λόγων εφέσεως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη καθ ο μέρος αφορά την δεύτερη εναγόμενη-εκκαλούσα, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ) και να απορριφθεί η πλαγιαστική αγωγή ως προς την εκκαλούσα. Εξάλλου, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την εκκαλούσα, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων ως προς αυτή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 535§1, 176, 178, 183, 189§1 περ.γ και 191 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να προσδιοριστεί η καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, 843, ΕφΠατρ 862/2005 ΔΕΕ 2005.1196) και να καταδικασθεί η ενάγουσα-εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της πρώτης ενάγουσας-εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176, 191§2ΚΠολΔ) λόγω της ήττας της, καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατέβαλε η εκκαλούσα, κατ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ, στην ίδια, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατά το ουσιαστικό μέρος αυτής.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1851/2013 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα-εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450 ).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως, στην ίδια.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 23-06-2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrAth%209952.2020.htm