Δεκτή αίτηση διόρθωσης ανακριβούς αρχικής εγγραφής, με την οποία ακίνητο φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, καθώς δεν υπήρχε τίτλος κτήσης μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο, ενώ η αιτούσα έχει καταστεί κυρία του, μετά του επ’ αυτού κτίσματος, με έκτακτη χρησικτησία.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός απόφασης 707/2007 2595/ΜΕ 228/2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή ’ννα Πίλλη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Κυριακή Χρυσοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2007, για να δικάσει την υπόθεση.
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : … , κατοίκου Σκάλας Πάτμου, που παραστάθηκε δια του πληρεξoυσίoυ δικηγόρου της Εμμανουήλ Γκαβαϊσέ (αριθ. γραμμ. προεισ. Δ.Σ. Κω 031552/2007).
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-11-2006 αίτησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 2595/ΜΕ 228/15-11-2006, προσδιορίστηκε δικάσιμος η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στ πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρoνται στα πρακτικά της δίκης και στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν.2664/1.998 “Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους Ν. 3127/2003 και 3481/2006: “1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο Κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση β` του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του” αρμόδιου καθ` ύλη και κατά τόπο Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εσωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εσωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) ετών. Για πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή η κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων όσο και κατά του ειδικού διαδόχων αυτού. Επί αγωγών που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου τηρείται από αυτό, η διαδικασία του άρθρου 270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη “άγνωστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό Φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράψου 2 του άρθρου αυτού. Η κατάθεση και κοινοποίηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, της αίτησης για τη διόρθωση της εγγραφής διακόπτει την προθεσμία για την έγερση της αγωγής της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η προθεσμία που διακόπηκε θεωρείται σαν να μη διακόπηκε) αν ο αιτών παραιτηθεί από την αίτηση ή αν αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε λόγο. Αν ο δικαιούχος ασκήσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου την αγωγή της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού μέσα σε έξι (6) μήνες από την παραίτηση από την αίτηση ή από την τελεσίδικη απόρριψή της, θεωρείται ότι η προθεσμία διακόπηκε με την κατάθεση και κοινοποίηση της αίτησης αυτής…”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι όταν πρόκειται για ακίνητο, το οποίο τα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος επί του ακινήτου αυτού και επιπλέον – κατ’ αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 του ίδιου άρθρου – και όποιος έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστής του πραγματικού κυρίου) μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με την οποία θα αιτείται την διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί για «άγνωστος» να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Η εν λόγω αίτηση δεν στρέφεται κατά ουδενός, ο δε ΟΚΧΕ όπως και οι προϊστάμενοι των Κτηματολογικών γραφείων, στα πλαίσια των δικών της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν καθίστανται διάδικοι. Η διατύπωση της διαταγής “αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή, που δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας”, δεν έχει την έννοια της δυνατότητας όποιου αξιώνει δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου, που φέρεται ως «αγνώστου», να επιλέξει αν θα ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 κατά την τακτική διαδικασία ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 κατά την εκούσια δικαιοδοσία, αλλά εάν θα επιλέξει μεταξύ: α} της εξωδικαστικής διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής κατά τη διαδικασία την προβλεπόμενη από την παρ. 4 του ίδιου άρθρου και εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις και β) της διορθώσεως με δικαστική απόφαση εκδιδόμενη επί αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3. Μόνο σε περίπτωση που απορριφθεί ως αβάσιμη η τελευταία, μπορεί ο αξιώνων εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου «αγνώστου ιδιοκτήτη» να εγείρει την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2, στρεφόμενος πλέον κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ζήτημα γεννάται αν με την εν λόγω αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 μπορεί να περιληφθεί και αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας, πέραν της διορθώσεως της ανακριβούς εγγραφής. Κατά την κρίση και του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας υπόψη ότι επί της αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3 είναι αναγκαίο να κρίνει επί της κυριότητας του ακινήτου, ώστε στη συνέχεια να διατάξει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, αν και δεν ορίζεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3, πρέπει να περιλαμβάνεται στην αίτηση και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας και σχετική διάταξη στην εκδιδόμενη απόφαση (βλ. ΜΠρΘεσ. 43451/2006, τράπεζα νομικών πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”). Η επιλογή από 10 νομοθέτη της εκουσίας δικαιοδοσίας για την επίλυση της εν λόγω διαφοράς, η οποία επιβλήθηκε από λόγους οικονομίας και επιτάχυνσης της δίκης, δεν εμποδίζει την κρίση του Δικαστηρίου επί της κυριότητας με σχετική διάταξη και τούτο διότι 1) Για το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής πρέπει να συντρέχουν δύο διαδικαστικές προϋποθέσεις: α) η έννομη σχέση της οποίας ζητείται η διάγνωση, υπό την έννοια της βιοτικής σχέσης ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από την έννομη τάξη και β) το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την άσκησή της από τον ενάγοντα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη “Ερμ ΚΠολΔ” άρθρο 70, τόμος α`, σελ. 438 επ.). Αμφότερες οι προϋποθέσεις συντρέχουν και στην περίπτωση της αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν.2664/1998, όπως ισχύει σήμερα και 2) υπάρχει νομοθετικό και νομολογιακό προηγούμενο, όπου με διάταξη νόμου υποθέσεις κυριότητας ακινήτων υπάγονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα η πρoσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, που αφορά την κυριότητα των κτημάτων που απαλλοτριώνονται προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την εκούσια δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 246 παρ. 1 και 5 του Αγροτικού Κώδικα, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παρ. 1 ν.δ. 3194/1955. Στις υποθέσεις αυτές το Δικαστήριο με διάταξή του αναγνωρίζει την κυριότητα του προσφεύγοντος επί ακινήτου (βλ. ΑΠ 526/1980 ΝοΒ 1980 σελ. 1947, ΕφΘεσ 2318/1990 Αρμ 1990 σελ. 1122, ΕφΘεσ 516/1990 ΕλλΔνη 31 σελ. 1330, ΕφΑθ 11566/1986 Αρμ. 1987 σελ. 508, ΜΠρθεσ 43451/2006 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 2664/1998, για το παραδεκτό της εν λόγω αίτησης θα πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις 1) να ασκηθεί αυτή εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των πέντε ετών, αρχομένης από την ημερομηνία Κυβερνήσεως της αποφάσεως του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, 2) να καταχωρηθεί στο οικείο Κτηματολογικό ψύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ` ανώτατο όριο, είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της, 3) να κοινοποιηθεί, με επίδοση αντιγράφου της αίτησης, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας είκοσι 20) ημερών από την κατάθεση και 4) σε περίπτωση που στο οικείο Κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να κοινοποιείται από τον αιτούντα εντός 20 ημερών από την κατάθεσή της στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες.
Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εκθέτει ότι έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αίτηση ακίνητο, κείμενο εντός του οικισμού Σκάλας Πάτμου της Κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πάτμου Δωδεκανήσου, εντός του οποίου ευρίσκεται παλαιά πέτρινη ισόγεια οικία. Ότι έχει καταστεί κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού το κατέχει διαρκώς με διάνοια κυρίου, ασκώντας τις περιγραφόμενες στην αίτηση διακατοχικές πράξεις από 10 μήνα Φεβρουάριο του έτους 1995, οπότε της μεταβιβάστηκε δια λόγου η νομή του με άτυπη γονική παροχή από τη μητέρα της …., σύζυγο …, η οποία το κατείχε με διάνοια κυρίου από το έτος 1961, όταν της μεταβιβάστηκε επίσης με άτυπη δωρεά από τη θεία της … το γένος … , σύζυγo … , μέχρι τότε κυρία και νομέα αυτού από το έτος 1940, συνυπoλoγίζoντας τον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της. Περαιτέρω, εκθέτει ότι δήλωσε το παραπάνω ακίνητο στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έλαβε τον αναφερόμενο ΚΑΕΚ 100600417002/0/0, πλην όμως στις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πάτμου δεν συμπεριλήφθηκε ως δικαιούχος αυτού στα κτηματολογικά βιβλία, αλλά αντίθετα φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, καθώς δεν υπήρχε τίτλος κτήσης μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο Πάτμου. Για τους λόγους αυτούς και επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, διότι η παραπάνω εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητάς της, ζητά να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία του επίδικου μετά του επ` αυτού κτίσματος και να διαταχθεί η διόρθωση της ως άνω ανακριβoύς αρχικής εγγραφής στο Κτηματολογικό Βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 6 παρ. 3 του Ν.26641 1998, όπως τροποποιήθηκε με το Ν, 3481 Ι 2006 και 29 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 953, 954, 974, 976,999, 1001, 1045, 1051 Α.Κ., 70 Κ.Πολ.Δ. και 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3481/2006.
Πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, καθώς για το παραδεκτό της: 1) ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998), καθώς κατά το άρθρο 2 της υπ` αριθ. 235/4 (ΦΕΚ Β` 756/20-5-2004) απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού Κτηματολογίου Χαρτογραφήσεων Ελλάδας ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Πάτμου του νομού Δωδεκανήσου η 20η Μαΐου 2004, 2) επικυρωμένο αντίγραφό της κοινοποιήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο, εντός εικοσαημέρου από την κατάθεσή της (βλ. υπ` αριθ. 984 Ε`/20-11-2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …. και 3) καταχωρήθηκε την 27-11- 2006 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο (βλ. το υπ` αριθ. 320/27-11-2006 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο, καθώς και όλων των εγγράφων που η αιτούσα επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα:
Δυνάμει άτυπης γονικής παροχής κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1995, η …. , σύζυγος … , μητέρα της αιτούσας, μεταβίβασε σε αυτή δια λόγου με άτυπη γονική παροχή τη νομή ενός γεωτεμαχίου κειμένου στη θέση Σκάλα της Κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πάτμου Δωδεκανήσου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Ιανουάριο του έτους 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα -μηχανικού … , εμβαδού 65,90 τ.μ. με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-θ-Ι-Α και συνορεύει βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 4,40 μ. με δημοτικό δρόμο και σε πλευρά ΙΘ μήκους 1,95 μ. με ιδιοκτησία … , ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 12,80 μ. με δημοτικό δρόμο, νότια σε πλευρές ΓΔ μήκους 5,95 μ., ΔΕ με πεζόδρομο και ΖΗ με ιδιοκτησία …. και δυτικά σε πλευρές ΕΖ, μήκους 3,70 μ., ΗΘ μήκους 1,60 μ. και ΙΑ μήκους 9,45 μ. με ιδιοκτησία … . Εντός του ακινήτου βρίσκεται παλαιά πέτρινη ισόγεια οικία, εμβαδού 64,25 τ.μ. και όγκου 192,75 κ. μ. Η ως άνω δικαιοπάροχος της αιτούσας κατείχε το επίδικο οικόπεδο με την παλαιά οικία με διάνοια κυρίου από το έτος 1961, όταν της μεταβιβάστηκε επίσης με άτυπη δωρεά από τη θεία της … , σύζυγο … , μέχρι τότε κυρία και νομέα αυτού από το έτος 1940, το χρησιμοποιούσαν δε ως κατοικία τους. Η αιτoύσα νέμεται και κατέχει διαρκώς από τότε αυτό, ασκώντας διακατοχικές πράξεις, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί ή να αμφισβητηθεί το δικαίωμά της από οποιονδήποτε. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα από τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 1995 κατοικεί στην παλαιά οικία με την μητέρα της και την συντηρεί. Επίσης, έχει ζητήσει την τοπογράφηση του ακινήτoυ και το δηλώνει στη φορολογική της δήλωση, ήδη από το έτος 1997. Η ίδια δήλωσε το επίδικο ακίνητο στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έλαβε τον αναφερόμενο ΚΑΕΚ ., με αναγραφόμενο – καταμετρημένο εμβαδόν τόσο του γεωτεμαχίου, όσο και της επ` αυτού μονοκατοικίας 64 τ.μ., πλην όμως, κατά την Β’ ανάρτηση και τελικά στην πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο του κτηματολογικού γραφείου Πάτμου δεν συμπεριλήφθηκε ως δικαιούχος αυτού, αλλά αντίθετα φέρεται ως “αγνώστου” ιδιοκτήτη, καθώς δεν υπήρχε τίτλος κτήσης μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο Πάτμου.
Η αιτούσα νεμόταν και κατείχε το παραπάνω ακίνητο, το οποίο ταυτίζεται με το φερόμενο ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», με διάνοια κυρίου, συνυπολογίζοντας τον χρόνο χρησικτησίας επ’ αυτού των δικαιοπαρόχων της, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών και επομένως έχει καταστεί κυρία του, μετά του επ` αυτού κτίσματος, με έκτακτη χρησικτησία. Η ανωτέρω αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας της αιτούσας επ’ αυτού. Θα πρέπει επομένως να γίνει δεκτη η αίτηση ω)ς βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να αναγνωρισθεί ότι η αιτούσα είναι αποκλειστική κυρία του επίδικου με αριθμό ΚΑΕΚ 10 060 04 17 002/0/0 γεωτεμαχίου και να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής εγγραφής του στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η αιτούσα είναι αποκλειστική κυρία ενός γεωτεμαχίου κειμένου στη θέση Σκάλα Πάτμου της Κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πάτμου Δωδεκανήσου, εντός του οποίου βρίσκεται παλαιά ισόγεια μονοκατοικία, που έλαβε ΚΑΕΚ .., όπως αυτό αποτυπώνεται στο με αριθ. πρωτ. 0504Α/5-10-2005 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου, με αναγραφόμενο -καταμετρημένο εμβαδόν τόσο του γεωτεμαχίου, όσο και της επ` αυτού μονοκατοικίας 64 τ.μ., εμφαίνεται δε στο από Ιανουάριο του έτους 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …………. με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-θ-Ι-Α, με εμβαδόν 65,90 τ.μ. και συνορεύει βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 4,40 μ. με δημοτικό δρόμο και σε πλευρά ΙΘ μήκους 1,95 μ. με ιδιoκτησία ….. , ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 12,80 μ. με δημοτικό δρόμο, νότια σε πλευρές ΓΔ μήκους 5,95 μ., ΔΕ με πεζόδρομο και 2Η με ιδιοκτησία ….. και δυτικά σε πλευρές ΕΖ, μήκους 3,70 μ., ΗΘ μήκους 1,60 μ. και ΙΑ μήκους 9,45 μ. με ιδιοκτησία …. , ενώ η παλαιά ισόγεια μονοκατοικία με εμβαδόν 64,25 τ.μ. και όγκο 192,75 κ.μ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου, ώστε στο ΚΑΕΚ ., αντί του εσφαλμένα αναγραφόμενου «άγνωστος» κύριος, να αναγραφεί η αιτούσα ως αποκλειστική κυρία του ανωτέρω ακινήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Κω, αιτούσας της αιτούσας και του πληρεξούσιου δικηγόρου της, στις 7/5/2007.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ