Το Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή έφεση κατά απόφασης Ειρηνοδικείου, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη.
Σε έναν ιδιαίτερης σημασίας διαχωρισμό προχωράει το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εκδικάζοντας έφεση που ασκήθηκε από δανειολήπτρια κατά απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, το οποίο απέρριψε προσφυγή της για ρύθμιση των χρεών της σε τράπεζες κρίνοντάς την (σ.σ το Ειρηνοδικείο) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καθώς η αιτούσα δεν βρισκόταν σε μόνιμη αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών της.
Το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την έφεση και τους ισχυρισμούς της 64χρονης δανειολήπτριας επισημαίνοντας πως μεταξύ των προϋποθέσεων ώστε ένα φυσικό πρόσωπο να μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου Κατσέλη είναι και η μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Όπως λέει η απόφαση η προϋπόθεση αυτή αποτελείται από δύο στοιχεία, την αδυναμία πληρωμών και τη μονιμότητα αυτής.
«Η αδυναμία πληρωμών σημαίνει ότι εξωτερικεύεται η ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του. Πρόκειται, δηλαδή, για έλλειψη ρευστότητας ή ανεπάρκεια αυτής, τόσο από τα ίδια μέσα του οφειλέτη, όσο και από τα μέσα ρευστότητας τρίτων (χρηματοδοτών), Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων ρευστοποιήσιμων, ικανών ακόμα και να οδηγήσουν σε πλήρη ικανοποίηση των πιστωτών, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει τον χαρακτηρισμό της μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Σημασία έχει μόνο η ρευστότητα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών» τονίζεται.
Το δεύτερο στοιχείο της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη αφορά στη μονιμότητα της αδυναμίας πληρωμών. Και όπως αναφέρεται: «Η πρόσκαιρη οικονομική στενότητα, η παροδική/περιοδική αδυναμία πληρωμών, κάποιες μεταβατικές καταστάσεις, ακόμα και η απλή δυστροπία, δεν οδηγούν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Γι’ αυτό και δεν αρκεί η επαπειλούμενη αδυναμία πληρωμών προκειμένου να ενταχθεί ο οφειλέτης στη διαδικασία του Ν. 3869/2010».
Ωστόσο, προστίθεται ότι «τέτοια μονιμότητα προκύπτει, πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δεν δύναται να παρακολουθήσει το ληξιπρόθεσμο των χρεών του και να προβεί στη σχετικώς άμεση ικανοποίηση τους. Κατ’ ουσίαν, η ανεργία του οφειλέτη ή η μείωση των εισοδημάτων, κατά τρόπο που δεν διαφαίνεται να αναστρέφεται συντόμως, αποτελούν στοιχείο μονιμότητας. Εν γένει, είναι μόνιμη η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, αν είναι στάσιμη και δεν βελτιώνεται ή δεν αναμένεται να βελτιωθεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προς διευκόλυνση της ροής χρημάτων και ικανοποίηση των πιστωτών και προς κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Είναι ένδειξη μονιμότητας αδυναμίας πληρωμών η στασιμότητα των εισοδημάτων του οφειλέτη και η απουσία προσδοκίας αύξησης των εισοδημάτων του στο μέλλον. Σημειωτέον ότι, η υπερχρέωση δεν ταυτίζεται με την έννοια της αδυναμίας πληρωμών, με αποτέλεσμα όποιος είναι υπερχρεωμένος να μην αντιμετωπίζεται αυτοδικαίως και ως πρόσωπο σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Σημασία έχει η αδυναμία του προσώπου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δανειστών του και όχι η υπερχρέωση του. Αυτό οφείλεται, άλλωστε, και στο γεγονός ότι το υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να δύναται να ικανοποιεί τις υποχρεώσεις του προς τρίτους και έτσι να αποκλείεται η αδυναμία πληρωμών. Και αντιστρόφως, κάποιο πρόσωπο βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών και δικαιούται να υπαχθεί στον Νόμο, καθόσον δεν δύναται να ικανοποιήσει τους δανειστές του, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι υπερχρεωμένος. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι ο οφειλέτης μπορεί να βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, ακόμη και αν οφείλει συνολικώς μικρά ποσά ή οφείλει μόνο μία απαίτηση».
Η υπόθεση της δανειολήπτριας
Η αιτούσα είναι σήμερα ηλικίας 64 ετών και διαζευγμένη, έχει δε αποκτήσει από το γάμο της δύο ήδη ενήλικα τέκνα που δεν θεωρούνται προστατευόμενα μέλη. Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα εργάζεται ως ιατρός και στο Γενικό Νοσοκομείο «…» και μηνιαίως έχει καθαρές απολαβές περίπου 2.000 ευρώ.
Διαμένει σε κατοικία ιδιοκτησίας της, που αποτελεί την κύρια κατοικία της και συνεπώς δεν επιβαρύνεται με έξοδα ενοικίου. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, η αιτούσα είχε αναλάβει χρέη, τα οποία σύμφωνα με το νόμο θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης αυτής, εκτός από τα εμπραγμάτως εξασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια που αναφέρονται παρακάτω, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο εκδόσεως της απόφασης
Συνολικά η αιτούσα για όλες τις ως άνω δανειακές υποχρεώσεις οφείλει το ποσό των 183.933,47 ευρώ. Η δανειοδότηση της αιτούσας ξεκίνησε το έτος 2003 και ολοκληρώθηκε το 2009, ενώ η κύρια οφειλή της, ήτοι το στεγαστικό δάνειο, συνομολογήθηκε το 2008. Κατά το χρόνο ολοκλήρωσης του δανεισμού της τα μηνιαία εισοδήματα της ανήρχοντο σε άνω των 4.000 ευρώ μηνιαίως και μπορούσε ευχερώς να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις των δανείων της, που ανήλθαν με την ολοκλήρωση του δανεισμού στο ποσό των 1.950 ευρώ μηνιαίως. Όμως μετά το 2009, επήλθε δραματική μείωση των εισοδημάτων της.
Πρωτοδικείο Αθηνών: Τι αποφάσισε
«Είναι πρόδηλο ότι η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα τελεί προδήλως σε μόνιμη και γενική αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών της και μάλιστα άνευ υπαιτιότητας της. Εξάλλου αξίζει να σημειωθεί ότι η αιτούσα συμπεριφερόμενη υπεύθυνα, απέφυγε να λάβει νέα δάνεια για να αποπληρώνει τις παλιότερες οφειλές, μη μπαίνοντας σε μια διαδικασία διόγκωσης των οφειλών της, παρά την δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε. Εφόσον συνεπώς αποδεικνύεται η ραγδαία επιδείνωση των εισοδημάτων χωρίς μάλιστα να συντρέχει η παραμικρή υπαιτιότητα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι βρίσκεται ανυπαιτίως σε μόνιμη και γενική αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών της. Κατ’ ακολουθίαν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις (αφού η αιτούσα επιπλέον δεν έχει πτωχευτική ικανότητα) για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010» επισημαίνεται.
Τονίζεται δε πως «κρίνεται ότι η οικονομική κατάσταση της αιτούσας για τα επόμενα τρία έτη θα είναι μη αναστρέψιμη και ότι δεν υπάρχει βάσιμη πιθανότητα να βελτιωθεί σημαντικά ή οικονομική της κατάσταση, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας της και του γεγονότος ότι επίκειται η συνταξιοδότηση της».
Πρωτοδικείο Αθηνών: Επανεξέταση της αίτησης
Για τους λόγους αυτούς το Πρωτοδικείο ορίζει «επανεξέταση της αίτησης και επανέλεγχο της εισοδηματικής κατάστασης, με δεδομένες τις βιοτικές ανάγκες της, που ανέρχονται περί τα 1.200 ευρώ μηνιαίως και τις αποδοχές της που ανέρχονται περίπου σε 2.000 ευρώ μηνιαίως, κρίνεται ότι η αιτούσα μπορεί να καταβάλει το ποσό των 800 ευρώ για 36 μήνες (800 Χ 36 = 28.800 ευρώ), όπως εξάλλου προτείνει και η ίδια. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 9.600 ευρώ, που έχει ήδη καταβάλει στα πλαίσια χορήγησης προσωρινής διαταγής και απομένει επομένως να καταβάλει στους 36 αυτούς μήνες το ποσό των (28.800 – 9.600 =) 19.200 ευρώ και μηνιαίως το ποσό των 533,33 ευρώ, συμμέτρως προς τους καθ’ ων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, αρχής γενομένης από Σεπτέμβριο 2022».
Επίσης, ειδική μέριμνα λαμβάνεται για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας. «Η αντικειμενική της αξία ανέρχεται στο ποσό των 78.238,13 ευρώ και για τη διάσωση της κρίνεται ότι πρέπει να καταβάλει το 80% αυτής, όπως αιτείται και η ίδια η αιτούσα, ήτοι 62.590,50 ευρώ, ποσό το οποίο θα καταβάλει σε 20 έτη (240 μήνες) προς την καθ’ ης, η οποία είχε εξασφαλίσει με προσημείωση υποθήκης τα δάνεια της, με μηνιαία δόση 260,79 ευρώ. Κρίνεται επίσης εύλογο η καταβολή των δόσεων αυτών να ξεκινήσει αμέσως μετά την εξάντληση των 36 μηνών της πρώτης ρύθμισης και ειδικότερα από τον Σεπτέμβριο του 2025».