Ο κίνδυνος να διακόψουν τη λειτουργία τους βιομηχανίες υποχωρεί, αλλά οι τιμές ενέργειας παραμένουν στα ύψη
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με τα καλά νέα. Καθώς περνούν οι μέρες φαίνεται ότι σε έναν κάποιο βαθμό υποχωρεί ο κίνδυνος οι ευρωπαϊκές χώρες να αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία μεγάλων τμημάτων της βιομηχανίας τους τον χειμώνα. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία έχει μειώσει την προμήθεια αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream 1 μόλις στο 20% της χωρητικότητας, η Ε.Ε. γεμίζει τις αποθήκες της.
Με μια μέση ημερήσια αύξηση της τάξεως του 0,35 της ποσοστιαίας μονάδας, το υπό αποθήκευση φυσικό αέριο ανήλθε στο 71,5% στις 6 Αυγούστου έναντι του 60,5% προ ενός μηνός. Με τον ρυθμό αυτό η Ε.Ε. θα μπορέσει να υπερβεί το 80% του στόχου της 1ης Νοεμβρίου. Με λίγη τύχη ακόμη και η Γερμανία, η οποία είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο και έχει απόθεμα στο 72%, ίσως να υστερήσει ελαφρώς έναντι του μεγαλόπνοου στόχου της για 95%. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα κατορθώσει να περάσει η Ε.Ε. έναν συνηθισμένο κρύο χειμώνα χωρίς σοβαρά προβλήματα – κι αυτό ακόμη κι αν η Ρωσία διακόψει πλήρως τις προμήθειες. Τώρα οι κακές ειδήσεις.
Η απόπειρα της Γηραιάς Ηπείρου να προετοιμαστεί για το κρύο ώθησε ανοδικά τις τιμές φυσικού αερίου στην αγορά σποτ. Στα 200 ευρώ η μεγαβατώρα έχει πλέον δεκαπλασιαστεί η τιμή χονδρικής εν συγκρίσει με τον μέσο όρο της περιόδου 2015-2019. Ευτυχώς η Ευρώπη εξακολουθεί να κάνει εισαγωγές κάποιας ποσότητας φυσικού αερίου βάσει μακροπρόθεσμων συμβολαίων με πάγιες τιμές. Τα στοιχεία μάς δείχνουν ότι οι τιμές για το εισαγόμενο φυσικό αέριο στη Γερμανία τριπλασιάστηκαν φέτος τον Ιούνιο από τον μέσο όρο του 2015-2019, δηλαδή πολύ χαμηλότερα από την άνοδο στην αγορά σποτ. Παρά ταύτα, η διαφορά συν τω χρόνω θα μειωθεί. Η οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία το πρώτο εξάμηνο αναπτύχθηκε πάνω από τις προβλέψεις, ενδεχομένως λόγω του σοκ στις τιμές φυσικού αερίου να περιπέσει σύντομα σε ύφεση.
Από πλευράς τους οι καταναλωτές ήδη γονατίζουν από τις επιπλέον δαπάνες. Στη Γερμανία οι τιμές αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίες εν μέρει επηρεάζονται από τις πρώτες, συνεισέφεραν κατά 1,6 της ποσοστιαίας μονάδας και 0,8 της ποσοστιαίας μονάδας αντιστοίχως στον εθνικό δείκτη πληθωρισμού του 7,5% σε ετήσια βάση τον μήνα Ιούλιο. Και αυτό είναι μόνο η αρχή. Τον προηγούμενο μήνα τα γερμανικά νοικοκυριά πλήρωσαν 45 ευρώ τη μεγαβατώρα περισσότερο από τον μέσο όρο του 2015-2019 για το φυσικό αέριο του σπιτιού τους. Στο χειρότερο σενάριο, τα νοικοκυριά θα πληρώνουν όσα και η τρέχουσα τιμή του αερίου στην αγορά, δηλαδή 180 ευρώ πάνω από τον μέσο όρο του 2015-2019 και 160 ευρώ πάνω από τα επίπεδα του περυσινού Ιουλίου.
* Οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg Bank